Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 46 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Διάθεση ακατάλληλων τροφίμων και κρεάτων.




Περίληψη:
Τρόφιμα ακατάλληλα προς βρώση που διατέθηκαν σε καταναλωτή. Καταδίκη για διάθεση με πρόθεση. Αναίρεση και πρόσθετοι λόγοι. Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εκ πλαγίου παράβαση ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης και πρόσθετους λόγους.




Αριθμός 46/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Κωστή, για αναίρεση της 7593/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Ιουλίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, ως και στο από 23 Φεβρουαρίου 2009, δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1239/2008.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 4-7-2008 ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με αριθμό καταθέσεως 43/08 από τον κατηγορούμενο, Χ αναίρεση, κατά της με αριθμό 7.593/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης καθώς και οι, από 23-2-2009 με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στο κατάστημα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, από το νομίμως διορισμένο βάσει εξουσιοδοτήσεως συνήγορο του κατηγορουμένου, πρόσθετοι λόγοι, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και, ως συναφείς, πρέπει να συνεκδικαστούν. Με το άρθρο 15 περ. δ' του Π.Δ 40/1977: Επιθεώρηση σφαγίων ζώων και ζωϊκών προϊόντων, και υπό τον τίτλο "χαρακτηρισμός των τροφίμων βάσει των αποτελεσμάτων των κτηνιατρικών επιθεωρήσεων", τα τρόφιμα, αναλόγως των αποτελεσμάτων των κτηνιατρικών επιθεωρήσεων βάσει της εν γένει υγιεινής και ποιοτικής καταστάσεως στην οποία αυτά βρίσκονται και των όρων της ισχύουσας νομοθεσίας, χαρακτηρίζονται ως ακολούθως: εκτός άλλων, και "ως ακατάλληλα προς βρώσιν, ως τέτοια νοούμενα τα τρόφιμα εκείνα τα οποία παρουσιάζουν μη κανονικούς τους, εις την περίπτωση α' του παρόντος άρθρου, οργανοληπτικούς χαρακτήρες τους, ανεξαρτήτως της επιδράσεώς τους ή μη επί της υγείας του καταναλωτή". Κατά το άρθρο 22 του αυτού Π.Δ/τος, οι παραβαίνοντες τις διατάξεις του παρόντος τιμωρούνται κατά τις διατάξεις του Ν. 248/1914 "περί οργανώσεως της Ζωοτεχνικής και Κτηνιατρικής Υπηρεσίας" όπως αυτός συμπληρώθηκε με τον ΑΝ 23/24-1-1936 και Ν. 4085/1960 και των δύο περί συμπληρώσεως του Ν. 248/1914". Κατά το άρθρο 23, περίπτωση Β' του Ν. αυτού με τον τίτλο "ποινικές κυρώσεις", στην παράγραφο 1 ορίζεται ότι "οι παραβάτες του παρόντος νόμου" και των σε εκτέλεση αυτού εκδιδομένων προεδρικών διαταγμάτων και υπουργικών αποφάσεων", όπως οι εντός παρενθέσεως λέξεις, προστέθηκαν με την § 1 άρθρ. 15 Ν. 2732/1999, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών τουλάχιστον". Τέλος, με την περίπτωση Γ' του αυτού άρθρου του ιδίου Νόμου (248/1914) και με τον τίτλο". Κριτήρια επιμέτρησης των κυρώσεων" ορίζεται ότι "κατά την επιμέτρηση των κυρώσεων του παρόντος νόμου, λαμβάνονται υπόψη ιδία η σοβαρότητα της παράβασης, η διάρκεια της, το μέγεθος της επιχείρησης και η ένταση του δόλου του υπαιτίου". Από τις διατάξεις αυτές (15 περ. δ', 22, Π.Δ/τος 40/1977 σε συνδ. με άρθρο 23 περ. Β' § 1 Ν. 248/1914, όπως ισχύει) προκύπτει ότι η διάθεση τροφίμων τα οποία με βάση το αποτέλεσμα της κτηνιατρικής επιθεωρήσεως, βάσει της εν γένει υγιεινής και ποιοτικής καταστάσεως στην οποία αυτά ευρίσκονται, χαρακτηρίζονται ως "ακατάλληλα προς βρώση" τιμωρούνται εκ δόλου με τις άνω ποινές, για τις οποίες προβλέπονται τα προαναφερόμενα όρια, κατά την επιμέτρηση δε των κυρώσεων αυτών, λαμβάνονται υπόψη ως κριτήρια, ενδεικτικά, η σοβαρότητα της παραβάσεως, η διάρκειά της, το μέγεθος της επιχειρήσεως και η ένταση του δόλου του υπαιτίου. H καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚποινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Ε' ΚποινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 7593/2008 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος, παραβάσεως άρθρου 15 § 3 του Ν. 2732/1999 και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για μία (1) τριετία, καθώς και χρηματική ποινή πεντακοσίων (500) ΕΥΡΩ. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δίκασαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο μετά από εκτίμηση αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά λέξη τα εξής: "ο κατηγορούμενος στη Θεσσαλονίκη, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας παραγωγής-επεξεργασίας κρέατος πουλερικών υπό την επωνυμία "ΧΑΡΜΑ", που εδρεύει στη ..., και προμηθεύει με τα προϊόντα που παράγει διάφορα νοσοκομειακά ιδρύματα της πόλης, στις 13 Οκτωβρίου 2003, μετά από έλεγχο που διενεργήθηκε από την αστυκτηνιατρική υπηρεσία στο Νοσοκομείο ..., διαπιστώθηκε ότι εντός χαρτοκιβωτίων με τις ενδείξεις ..., υπήρχε συνολική ποσότητα 117,600 Kgr από κατεψυγμένα μπούτια κοτόπουλου με ημερομηνία λήξης 18-2-04 και 12-9-04, αντίστοιχα που παρουσίαζαν μη κανονικούς τους οργανοληπτικούς-χαρακτήρες τους (τάγγιση λίπους-οσμή ταγγού) και που χαρακτηρίζονται ακατάλληλα προς βρώση. Τα παραπάνω προκύπτουν από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, δηλαδή την από 13.10.03 κτηνιατρική έκθεση, από την οποία προκύπτει η παραπάνω μη κανονικότητα και η ακαταλληλότητα των προϊόντων της επιχείρησης του κατηγορουμένου, την με αριθ. πρωτ. 13/2/4219 κτηνιατρική έκθεση κατάσχεσης, από την οποία προκύπτει η κατάσχεσή τους, ενώ αναφέρεται σ' αυτήν τόσο ότι παρατηρήθηκαν οι παραπάνω στην παρούσα απόφαση αναφερόμενες αλλοιώσεις όσο και ότι ήταν ακατάλληλα για βρώση και την φωτοτυπία από τα χαρτοκιβώτια με την επωνυμία της εταιρείας και το χρόνο λήξης του προϊόντος, από την οποία προκύπτει η προέλευση των αλλοιωμένων προϊόντων από την επιχείρηση του κατηγορουμένου. Δεν αναιρούνται, δε, από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και μάλιστα από το αντίγραφο της Σύμβασης με αριθμό 17/ 963/11/2/2002 διακήρυξης, ούτε από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης ..., οδηγού της εταιρίας του κατηγορουμένου, που μετέφερε τα παραπάνω προϊόντα και υποστηρίζει, μη πειστικά όμως, καθώς η κατάθεσή του έρχεται σε αντίθεση με το περιεχόμενο των παραπάνω εγγράφων, ιδίως δε με το αναμφισβήτητο γεγονός ότι τα προϊόντα της επιχείρησης του κατηγορουμένου βρέθηκαν μη κανονικά, ότι κατά την παραλαβή έγινε έλεγχος από το νοσοκομείο και τα κοτόπουλα βρέθηκαν κανονικά, και ..., γεωπόνου, που υποστηρίζει, επίσης μη πειστικά για τους ίδιους λόγους και κυρίως επειδή δεν μπορεί να εξηγηθεί από την κατάθεσή του πώς η αστυκτηνιατρική υπηρεσία, κατά τον έλεγχο που ως μόνη αρμόδια ενήργησε, δεν διαπίστωσε τα όσα αυτός υποστηρίζει, ότι δηλαδή η αλλοίωση μπορεί να προήλθε από εσφαλμένη συντήρηση στα ψυγεία του νοσοκομείου, ενώ για τους ίδιους λόγους κρίνονται μη πειστικοί από το Δικαστήριο και οι προβαλλόμενοι με την απολογία του ισχυρισμοί του κατηγορουμένου, ότι τα προϊόντα που παρέδωσε αυτός στο νοσοκομείο ήταν κανονικά και είτε αυτά που βρέθηκαν αλλοιωμένα ήταν άλλα, καθώς ούτε και από τα έγγραφα που αυτός προσκομίζει δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προκύπτει ο ισχυρισμός του αυτός, είτε η ψύξη στο νοσοκομείο δεν ήταν καλή. Το αίτημα του κατηγορουμένου για κλήση της ιατρού του Νοσοκομείου ..., που υπέγραψε την κτηνιατρική έκθεση κατάσχεσης των προϊόντων της επιχείρησής του, προκειμένου να εξετασθεί ως μάρτυρας, πρέπει να απορριφθεί, διότι η κατάθεσή της δεν κρίνεται ότι θα προσθέσει κάτι ουσιαστικό στην υπόθεση, δεδομένου του ότι η μη κανονικότητα και ακαταλληλότητα διαπιστώθηκε όχι από τους ιατρούς του Νοσοκομείου κατά την παραλαβή τους, κατά την οποία προφανώς τα προϊόντα θα φαίνονταν κανονικά, αλλά από τον αστυκτηνιατρικό έλεγχο που επακολούθησε, και δεδομένου επίσης του ότι έχουν ήδη παρέλθει 5 έτη από την παραλαβή των προϊόντων και είναι απίθανο η παραπάνω μάρτυρας να καταθέσει κάτι συγκεκριμένο για την κατάσταση των προϊόντων κατά την παραλαβή τους, που ούτως ή άλλως δεν έχει, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, ιδιαίτερη αξία. Βάσει όλων των παραπάνω ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης της παράβασης του άρθρου 15 παρ. 3 του Ν. 2732/99, που του αποδίδεται και της οποίας πληρούται τόσο η αντικειμενική όσο και η υποκειμενική υπόσταση". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα κήρυξε ένοχο της αξιόποινης πράξεως της παραβάσεως του άρθρου 15 § 3 του Ν. 2732/99 και ειδικότερα του ότι: "Στη Θεσσαλονίκη, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας παραγωγής-επεξεργασίας κρέατος πουλερικών υπό την επωνυμία "ΧΑΡΜΑ", που εδρεύει στη ..., και προμηθεύει με τα προϊόντα που παράγει διάφορα νοσοκομειακά ιδρύματα της πόλης, στις 13 Οκτωβρίου 2003, μετά από έλεγχο που διενεργήθηκε από την αστυκτηνιατρική υπηρεσία στο Νοσοκομείο "...", διαπιστώθηκε ότι εντός χαρτοκιβωτίων με τις ενδείξεις ..., υπήρχε συνολική ποσότητα 117,600 Kgr από κατεψυγμένα μπούτια κοτόπουλου με ημερομηνία λήξης 18-2-04 και 12-9-04, αντίστοιχα που παρουσίαζαν μη κανονικούς τους οργανοληπτικούς-χαρακτήρες τους (τάγγιση λίπους-οσμή ταγγού) και που χαρακτηρίζονται ακατάλληλα προς βρώση". Ακολούθως, το άνω Δικαστήριο επέβαλε στον κατηγορούμενο ποινή φυλακίσεως τεσσάρων μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για μία (1) τριετία. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.β', 26 παρ. 1α, 27 παρ.1 του ΠΚ και άρθρα 14, 15 § δ', 22 Π.Δ/τος 40/77 σε συνδ. με άρθρ. 23 Ν. 248/14 ως ισχύει μετά την αντ/ση από το άρθρ. 13 § 2 Ν. 2538/97 και συμπλ. από το άρθρ. 15 § 3 του Ν. 2732/99, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 7593/2008 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία, κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως, .... Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, ότι: 1)υπάρχει έλλειψη της κατά νόμο απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, άλλως, εκ πλαγίου παράβαση των διατάξεων των άρθρων 14, 15 εδ. δ', 22 του Π.Δ/τος 40/1977 και 23 του Ν. 248/1914, που δημιουργεί τους προβλεπόμενους από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ, αντίστοιχα, λόγους αναιρέσεως, διότι από την απόφαση δεν προκύπτει αν η ακαταλληλότητα του τροφίμου προς βρώση, υπήρχε ήδη κατά το χρόνο που αυτό παραδόθηκε στο Νοσοκομείο ή αν αυτή επήλθε το πρώτον μετά την παράδοσή του στον άνω παραλήπτη, οφειλόμενη σε πλημμελή συντήρηση-κατάψυξη στους χώρους του Νοσοκομείου. Όμως, από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως και ειδικότερα, από την αιτιολογία απορρίψεως του αιτήματος του κατηγορουμένου, για αναβολή της υποθέσεως, προκειμένου να προσέλθει και να καταθέσει ως μάρτυρας η ιατρός,..., που υπέγραψε την κτηνιατρική έκθεση κατασχέσεως των άνω τροφίμων, προκύπτει ότι η ακαταλληλότητα αυτών υπήρχε κατά την παραλαβή τους από τον αγοραστή (1ος λόγος του δικογράφου της αιτήσεως). 2)Δεν αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη απόφαση για ποιους λόγους δεν κατέστη δυνατή η διαπίστωση της καταλληλότητας προς βρώση του τροφίμου κατά τον ποιοτικό και ποσοτικό έλεγχο που διενεργήθηκε από το Νοσοκομείο κατά την παραλαβή του τροφίμου, καθώς επίσης, η απόρριψη του αιτήματός του για αναβολή της δίκης, προκειμένου να προσέλθει και εξεταστεί ως μάρτυρας, το προαναφερόμενο πρόσωπο. Αυτά στερούνται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, άλλως υπάρχει εκ πλαγίου παράβαση των άνω διατάξεων, με συνέπεια την ίδρυση των παραπάνω λόγων αναιρέσεως (2ος λόγος του κυρίως δικογράφου της αιτήσεως). Όμως, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, κατά τα προεκτεθέντα, υπάρχει πλήρης και σαφής αιτιολογία και δεν υπάρχει εκ πλαγίου παράβαση των άνω διατάξεων. 3)Πουθενά στο σκεπτικό ή το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης δεν περιγράφεται ούτε κατ' άλλο τρόπο προκύπτει η διατύπωση αν κατείχε, διέθεσε ή μετέφερε αυτός (κατηγορούμενος) τα αλλοιωμένα τρόφιμα, αφού ήταν δυνατόν η επίμαχη παρτίδα πουλερικών, να προέρχεται από άλλον προμηθευτή του Νοσοκομείου, με συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση να καθίσταται αναιρετέα για έλλειψη νόμιμης βάσεως, άλλως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (1ος του δικογράφου των προσθέτων λόγων). Αβάσιμα όμως, διότι στο άνω σκεπτικό προκύπτει ότι τα αλλοιωμένα τρόφιμα βρέθηκαν στα παραδοθέντα στο Νοσοκομείο από τον κατηγορούμενο εμπορεύματα. 4)Δεν αναφέρεται στην απόφαση ότι η διαπιστωθείσα παραβατική πράξη του τελέστηκε με πρόθεσή του, με συνέπεια η προσβαλλόμενη απόφαση να είναι αναιρετέα για εκ πλαγίου παράβαση των άνω διατάξεων, άλλως, για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (2ος των προσθέτων λόγων). Όμως, από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της, η οποία παραδεκτά επισκοπείται από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου κατά την έρευνα του παραδεκτού και του βασίμου των λόγων αναιρέσεως και των προσθέτων λόγων αυτής, προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας δίκασε την κατά του κατηγορουμένου κατηγορία και επέβαλε τις παραπάνω ποινές, με τις παρακάτω σκέψεις: α)Η πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος προβλέπεται και τιμωρείται σύμφωνα με τα άρθρα: 12, 26 § 1α, 27 § 1, 53, 57, 79 του Ποινικού Κώδικα και άρθρο 14, 15 παρ δ, 22 Π.Δ/τος 40/77 σε σ'υνδ! με άρθρο 23 Ν 248/14 ως ισχύει μετά την αντικ. από το άρθρο 13 παρ. 2 Ν. 2538/97 και συμπλ. από το άρθρο 15 παρ. 3 του Ν.2732/99. β) Το Δικαστήριο για την επιμέτρηση της ποινής που θα εφαρμόσει σύμφωνα με το διατακτικό, μέσα στα όρια που διαγράφονται με τα παραπάνω άρθρα, λαμβάνει υπόψη αφενός τη βαρύτητα του εγκλήματος που τελέσθηκε και αφετέρου την προσωπικότητα του καταδικασθέντος. Για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος το Δικαστήριο αποβλέπει α) στη βλάβη που επήλθε από το έγκλημα και στον κίνδυνο που προκλήθηκε από αυτό β) στη φύση, το είδος και το αντικείμενο του εγκλήματος, καθώς επίσης σε όλες τις περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που συνόδευσαν την προπαρασκευή και την τέλεση του και γ) στην ένταση του δόλου του υπαιτίου. γ)Για την εκτίμηση της προσωπικότητας του καταδικασθέντος το Δικαστήριο αποβλέπει, ενδεικτικά στο βαθμό της εγκληματικής διάθεσης του ενόχου που εκδηλώθηκε κατά την πράξη του και για την ακριβή διάγνωση αυτής α) στα αίτια από τα οποία ωθήθηκε προς τέλεση του εγκλήματος, στην αφορμή που δόθηκε και το σκοπό τον οποίο επεδίωξε β) στο χαρακτήρα του και στο βαθμό της ανάπτυξης του γ) στις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και τον προηγούμενο βίο του και δ) στην κατά και μετά την πράξη διαγωγή του. δ)Για την επιμέτρηση της χρηματική ποινής λαμβάνονται υπ' όψη οι οικονομικοί όροι τόσο αυτού, όσο και των σε βάρος αυτού μελών της οικογένειας του. ε)Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 23Γ του ν. 248/1914, "κατά την επιμέτρηση των κυρώσεων του παρόντος νόμου, λαμβάνονται υπόψη ιδία η σοβαρότητα της παράβασης, η διάρκειά της, το μέγεθος της επιχείρησης και η ένταση του δόλου του υπαιτίου". Από τα πιο πάνω, είναι φανερό ότι ο αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος ότι τέλεσε την πράξη με δόλο, το δε Δικαστήριο επέβαλε και επιμέτρησε την ποινή για την προαναφερόμενη πράξη, με βάση το δόλο του κατηγορουμένου.
Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 4 ιουλίου 2008 (υπ' αριθμ. πρωτ. Ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, 43/08 αίτηση και τους με ιδιαίτερο δικόγραφο, προσθέτους λόγους του Χ, για αναίρεση της με αριθμό 7593/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ΕΥΡΩ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουνίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Ιανουαρίου 2010.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή