Θέμα
Αγωγή διεκδικητική.
Περίληψη:
Ειδική διαδοχή στη νομή. Προϋποθέσεις κτήσεις κυριότητας με έκτακτη χρησικτησίας. Απορρίπτονται λόγοι από 1 και 19. Απορρίπτεται λόγος από 11 γ' - υπάρχει βεβαίωση ότι ελήφθησαν όλα τα έγγραφα. Απορρίπτονται λόγοι από 13, 10, 12.
Αριθμός 502/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Δ. Ρ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Ζακίδη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. Α. του Κ., 2) Γ. Α. συζ. Μ., το γένος Δ. Κ., 3) Κ. Α. του Μ., 4) Π. Α. του Μ., και 5) Κ. Κ. του Λ., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξουσία δικηγόρο τους Φωτεινή Καραπάνου.
Κατά την εκφώνηση των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω, ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης για τους λόγους που ανέπτυξε. Για το ανωτέρω ζήτημα έλαβε το λόγο και η πληρεξουσία των αναιρεσιβλήτων, η οποία δεν συναίνεσε στο αίτημα της αναβολής. Το Δικαστήριο διασκέφθηκε και δια του Προεδεύοντος αυτού απέρριψε το αίτημα αναβολής και προχώρησε στη συζήτηση της υποθέσεως.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23/8/2006 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5609/2007 του ιδίου Δικαστηρίου, 3361/2008 μη οριστική και 4621/2010 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 22/12/2010 αίτηση και τους από 31/12/2011 προσθέτους λόγους του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 30/1/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και του δικογράφου των προσθέτων λόγων.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, η πληρεξουσία των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 974, 976, 1045 και 1051 του ΑΚ, προκύπτει, ότι, για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση της φυσικής εξουσίας πάνω στο πράγμα, με διάνοια κυρίου, επί συνεχή εικοσαετία, με δικαίωμα εκείνου, που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο δικό του χρόνο χρησικτησίας και το χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπάροχου του. Η ειδική διαδοχή στη νομή επέρχεται με άτυπη αναιτιώδη σύμβαση, η οποία έχει την έννοια ότι στον αποκτώντα μεταβιβάζεται η ίδια η νομή που είχε εκείνος, ο οποίος μεταβιβάζει και παραδίδει το ακίνητο. Αποτελούν δε πράξεις νομής, όταν πρόκειται για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς πάνω σ' αυτό πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα για δικό του. Τέτοιες δε πράξεις είναι και η τοποθέτηση ξύλινης περίφραξης, η κατασκευή αποθήκης, η κατασκευή περίφραξης με συρματόπλεγμα και η κατασκευή τοιχίου. Εξάλλου, η κτήση της νομής ακινήτου και η άσκησή της επ' αυτού μπορεί να γίνει με οποιαδήποτε ενέργεια, που μαρτυρεί, κατά τις αντιλήψεις που υπάρχουν στις συναλλαγές, φυσική και με διάνοια κυρίου εξουσίαση αυτού. Αλλά η νομή, που άπαξ έχει κτηθεί, εξακολουθεί να διατηρείται από το νομέα και χωρίς τη διαρκή ενεργό παρουσία των κτητικών όρων αυτής, χωρίς δηλαδή να είναι ανάγκη ο νομέας να διατελεί διαρκώς σε σωματική επαφή προς το πράγμα, ούτε να είναι σε συνεχή εγρήγορση και να έχει αδιάκοπα κατευθυνόμενη τη διάνοια κυρίου προς αυτό. Εξάλλου, η απώλεια της νομής επέρχεται όταν παύσει η φυσική εξουσία επί του πράγματος ή εκδηλωθεί αντίθετη διάνοια του νομέα (άρθρο 981 ΑΚ). Απώλεια της νομής λόγω του πνευματικού στοιχείου (animus) υπάρχει, όταν ο νομέας εκδηλώσει την απόφαση του να μην κατέχει στο εξής ως δικό του το πράγμα δηλαδή παραίτηση από τη νομή. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 1033, 369 και 1192 ΑΚ, για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ' αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Από τη διάταξη αυτή του άρθρου 1033 ΑΚ προκύπτει, ότι μεταξύ των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με σύμβαση είναι, ότι ο μεταβιβάσας ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή, όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας, που απαγγέλθηκε, ή την άρνησή της. Στην περίπτωση, που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχτηκε, ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Κατά δε το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται, όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ. 24/1992).
Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα ακόλουθα: "Το επίδικο ακίνητο είναι ένα εδαφικό τμήμα, το οποίο βρίσκεται στη θέση "..." της περιφέρειας του Δήμου Νέου Ηρακλείου Αττικής και, σύμφωνα με την ένδικη αγωγή, έχει έκταση 63,75 τ.μ. και συνορεύει βόρεια, επί προσώπου μήκους 5 μέτρων, με την παράπλευρη οδό της Λεωφ. Σταυρού-Ελευσίνας (Αττικής οδού), νότια, επί πλευράς μήκους 5 μ., με υπόλοιπη ιδιοκτησία του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, δυτικά, επί πλευράς μήκους 12,75 μ., με υπόλοιπη ιδιοκτησία του αναιρεσείοντος και ανατολικά, επί πλευράς μήκους 12,75 μ., με ιδιοκτησία των εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων. Το εν λόγω ακίνητο αποτελούσε (προ του έτους 1966) τμήμα ενός μεγαλύτερης εκτάσεως ακινήτου, το οποίο ανήκε, μέχρι του θανάτου της το έτος 1947, στην κυριότητα της Ε. συζύγου Δ. Μ., η οποία κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τα πέντε τέκνα της, μεταξύ των οποίων και η Ε. χήρα Α. Ρ. (μητέρα του αναιρεσείοντος) και ο Γ. Μ.. Όλοι οι άνω (πέντε) κληρονόμοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σ' αυτούς κληρονομιά της μητέρας τους, δυνάμει της υπ' αριθμ. .../1949 πράξεως δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς του Συμβολαιογράφου Αθηνών Μιχαήλ Χριστακόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα. Στην εν λόγω πράξη περιλαμβάνεται (ως κληρονομιαίο) και το άνω μείζονος εκτάσεως ακίνητο (τότε επτά στρεμμάτων). Ακολούθησαν διανομές των κληρονομιαίων ακινήτων μεταξύ των άνω συγκληρονόμων, που έγιναν συμβολαιογραφικώς κατά τα έτη 1955, 1958 και 1975. Ειδικότερα, για την τελευταία διανομή, που έγινε μεταξύ των συγκληρονόμων Ε. χήρας Α. Ρ., Γ. Μ. και των κληρονόμων της (συγκληρονόμου) Κ. συζ. E. Δ. (οι λοιποί δύο συγκληρονόμοι είχαν αποχωρήσει με τις προηγούμενες διανομές), συντάχθηκε το υπ' αριθμ. .../1975 (διανεμητήριο) συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αλεξάνδρας Υφαντή, που μεταγράφηκε νόμιμα, σύμφωνα με το οποίο οι συγκληρονόμοι Ε. Ρ. και Γ. Μ. έλαβαν στην συγκυριότητά τους, κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, το άνω (κληρονομιαίο) ακίνητο, το οποίο περιγράφεται στο διανεμητήριο συμβόλαιο ως αγρός με οικίσκο εντός αυτού, αρχικώς εκτάσεως επτά περίπου στρεμμάτων και, μετά από γενόμενες κατά καιρούς πωλήσεις και τις άνω διανομές, ήδη εκτάσεως τριών περίπου στρεμμάτων ή όσης εκτάσεως και αν είναι πλέον ή έλαττον, που συνορεύει αρκτικώς με ιδιοκτησία κληρονόμων Κ. Β., μεσημβρινώς με ιδιοκτησία κληρονόμων Α. Β., ανατολικώς με ιδιοκτησία Α. Δ. και δυτικώς με την οδό .... Το έτος 1980 απεβίωσε η ως άνω Ε. Ρ. και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τον αναιρεσείοντα (μοναδικό τέκνο της), ο οποίος αποδέχθηκε την επαχθείσα σ' αυτόν κληρονομιά, δυνάμει της υπ' αριθμ. .../26-9-1991 πράξης της Συμβολαιογράφου Ν. Ιωνίας Αττικής Δέσποινας Χατζηγεωργίου, που μεταγράφηκε νόμιμα. Στην εν λόγω πράξη, μεταξύ των κληρονομιαίων ακινήτων από αποδέχθηκε ο αναιρεσείων, περιλαμβάνεται και το 1/2 εξ αδιαιρέτου του άνω ακινήτου, το οποίο περιγράφεται στην πράξη αποδοχής ως οικόπεδο, εμβαδού, μετά νεότερη καταμέτρηση, 2.933,35 τ.μ., το οποίο ρυμοτομήθηκε για τη διάνοιξη της Εθνικής οδού Σταυρού-Ελευσίνας και απέμειναν δύο τμήματα, το ένα στο βόρειο μέρος αυτού, εκτάσεως 188,61 τ.μ. και το άλλο στο νότιο μέρος αυτού, εκτάσεως ...,72 τ.μ., το οποίο και ενδιαφέρει εν προκειμένω, όπως αυτά τα τμήματα αποτυπώνονται στο από μηνός Μαΐου 1991 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Δ. Ι.. Εν τω μεταξύ, στις 9-11-1991 απεβίωσε και ο ως άνω συγκληρονόμος Γ. Μ., ο οποίος κληρονομήθηκε, δυνάμει της υπ' αριθμ. .../1991 δημόσιας διαθήκης του, που συντάχθηκε από τη Συμβολαιογράφο Αθηνών Καλλιόπη Μετοχιάτη και δημοσιεύτηκε στις 20-12-1991, από το γιο του Δ. Μ., ο οποίος αποδέχθηκε την επαχθείσα σ' αυτόν κληρονομιά, δυνάμει της υπ' αριθμ. .../3-2-1992 πράξης της Συμβολαιογράφου Ν. Ιωνίας Δέσποινας Χατζηγεωργίου, που μεταγράφηκε νόμιμα. Ειδικότερα, με την πράξη αυτή αποδέχθηκε το 1/2 εξ αδιαιρέτου του άνω ακινήτου, όπως αυτό περιγράφεται παραπάνω και κατά τα ως άνω εναπομείναντα δύο τμήματα μετά την άνω ρυμοτόμηση του. Στη συνέχεια, καταρτίσθηκε το υπ' αριθμ. .../1993 συμβόλαιο της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, σύμφωνα με το οποίο ο ως άνω Δ. Μ. μεταβίβασε κατά κυριότητα στον αναιρεσείοντα, λόγω πωλήσεως, το 1/2 εξ αδιαιρέτου του ενός (στο νότιο μέρος) από τα παραπάνω εναπομείναντα μετά τη ρυμοτόμηση τμήματα, το οποίο, στο εν λόγω συμβόλαιο, περιγράφεται ως οικόπεδο, εκτάσεως 636,15 τ.μ. που συνορεύει Βόρεια, επί πλευράς μήκους 5,90 μ., με τη νέα λεωφόρο Σταυρού-Ελευσίνας, νοτιοδυτικά, επί πλευράς μήκους 32,80 μ., με την οδό ..., ανατολικά, επί πλευράς μήκους 31,70 μ. με ιδιοκτησία των αναιρεσιβλήτων και βορειοδυτικά, επί πλευράς μήκους 8,20 μ. με προσκυρωτέα έκταση ιδιοκτησίας αγνώστου. Επίσης, σύμφωνα με το υπ' αριθμ. .../1993 συμβόλαιο της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο Δ. Μ. μεταβίβασε κατά κυριότητα στον ενάγοντα, λόγω πωλήσεως, και το 1/2 εξ αδιαιρέτου του άλλου ως άνω εναπομείναντος (μετά τη ρυμοτόμηση) εδαφικού τμήματος (προς βορράν), το οποίο, στο εν λόγω συμβόλαιο, περιγράφεται ως αγροτεμάχιο, εκτάσεως 211,20 τ.μ. Το έτος 1996 πραγματοποιήθηκε και δεύτερη απαλλοτρίωση και ρυμοτομήθηκαν και άλλα τμήματα των παραπάνω τμημάτων του αναιρεσείοντος για τη διαπλάτυνση της λεωφόρου Σταυρού-Ελευσίνας. Όπως προαναφέρθηκε, και κατά τη γενόμενη στην ένδικη αγωγή περιγραφή του, το επίδικο εδαφικό τμήμα (εκτάσεως 63,75 τ.μ.) συνορεύει ανατολικά με ακίνητο ιδιοκτησίας των αναιρεσιβλήτων. Το εν λόγω όμορο ακίνητο περιήλθε αρχικά στην κυριότητα των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων και των Κ. Σ. και Κ. συζ. Κ. Σ., κατά το1/4 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, λόγω αγοράς από την Κ. χήρα Ι. Π., δυνάμει του υπ' αριθμ. .../1966 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Ν. Ιωνίας Λυκούργου Γκόγκορη, που μεταγράφηκε νόμιμα. Σύμφωνα με το συμβόλαιο αυτό, το αγορασθέν ακίνητο είχε έκταση 248,00 τ.μ. και συνόρευε βορείως με ιδιοκτησία Δ. Μ. (παππού του αναρεσείοντος), ανατολικώς με ιδιοκτησία της άνω πωλήτριας, νοτίως με ιδιωτική οδό (αφεθείσα από την πωλήτρια) και δυτικώς με ιδιοκτησία πρώην Δ. Μ. και ήδη αγνώστου. Με το υπ' αριθμ. .../1987 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Νικολάου Πολυζωίδου, που μεταγράφηκε νόμιμα, οι δύο πρώτοι εναγόμενοι απέκτησαν κατά κυριότητα και ποσοστό 5% εξ αδιαιρέτου ο καθένας του άνω ακινήτου, λόγω αγοράς από τους ως άνω δύο λοιπούς συγκυρίους. Στη συνέχεια, με το υπ' αριθμ. .../1987 συμβόλαιο του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, οι άνω συγκύριοι του ακινήτου (οικοπέδου), συνέστησαν επ' αυτού (εκτάσεως μετά νεότερη καταμέτρηση 251,44 τ.μ.) οριζόντιες και ανεξάρτητες ιδιοκτησίες, ανεγείροντας τριώροφη, με υπόγειο, οικοδομή (επί πιλοτής). Με το υπ' αριθμ. .../1995 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Αριστομένους Δέδε, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο πρώτος των αναιρεσιβλήτων μεταβίβασε, κατά ψιλή κυριότητα, στην τέταρτη αυτών (θυγατέρα του) το περιελθόν σ' αυτόν με το ως άνω συμβόλαιο (σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας) διαμέρισμα (Α1), ενώ με το υπ' αριθμ. .../1995 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Ν. Ιωνίας Κωνσταντίνου Μπάμπαλη, που μεταγράφηκε νόμιμα, η δεύτερη των αναιρεσιβλήτων μεταβίβασε κατά ψιλή κυριότητα στην τρίτη τούτων (θυγατέρα της) το περιελθόν, κατά τα ανωτέρω, σ' αυτήν (Β1) διαμέρισμα. Με το υπ' αριθμ. .../2003 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Ν. Ιωνίας Αττικής Γιαννούλας Κάιλα, περιήλθαν στην κυριότητα της τρίτης και πέμπτου των εναγομένων, κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, το υπό στοιχεία Γ1 διαμέρισμα με τον (Π2) χώρο στάθμευσης, ο υπ' αριθμ. 2 χώρος του λεβητοστασίου, το 1/ 2 εξ αδιαιρέτου του δικαιώματος υψούν, η υπ' αριθμ. (1) αποθήκη και ο υπό στοιχεία Ρ1 χώρος του ισογείου-πιλοτής της άνω ανεγερθείσας οικοδομής, λόγω αγοράς από τους Ι. Ψ. και Ι. Ψ., στους οποίους είχαν περιέλθει οι εν λόγω οριζόντιες ιδιοκτησίες, λόγω αγοράς από τους ως άνω συγκυρίους Κ. Σ. και Κ. Σ., με αγοραπωλητήρια συμβόλαια κατά τα έτη 1991 και 1999, που μεταγράφησαν νόμιμα. Έτσι, όλοι οι αναιρεσίβλητοι κατέστησαν συγκύριοι ολόκληρης της άνω ανεγερθείσας οικοδομής, όμορης του επιδίκου τμήματος. Ο αναιρεσείων, στην ένδικη αγωγή του, ισχυρίζεται ότι είναι κύριος του επιδίκου εδαφικού τμήματος με παράγωγο τρόπο, αφού τούτο περιλαμβάνεται στους προαναφερόμενους τίτλους ιδιοκτησίας του. Οι αναιρεσίβλητοι, με τις έγγραφες προτάσεις τους στο πρωτοβάθμιο και στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αρνούνται την κυριότητα του αναιρεσείοντος επί του επίδικου ακινήτου και υποστηρίζουν ότι αυτοί έχουν καταστεί συγκύριοι τούτου με έκτακτη χρησικτησία, αφού το νεμήθηκαν από το έτος 1966 μέχρι το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής. Επί του ισχυρισμού αυτού των αναιρεσιβλήτων αποδείχθηκαν τα εξής: Το έτος 1966, όταν, κατά τα ανωτέρω, οι δύο πρώτοι αναιρεσίβλητοι και οι λοιποί δύο συγκύριοι αγόρασαν, με το προαναφερόμενο συμβόλαιο, το άνω όμορο του επιδίκου ακίνητο, επί του οποίου ανήγειραν την οικοδομή, η δικαιοπάροχος αυτών (πωλήτρια) Κ. Π. τους μεταβίβασε άτυπα επί πλέον και τη νομή και κατοχή που είχε επί του επίδικου εδαφικού τμήματος. Το τμήμα αυτό δεν περιλήφθηκε ως πωληθέν στο ως άνω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο (1966), καθόσον η πωλήτρια, έχοντας μόνο τη νομή αυτού, δεν είχε καταστεί ακόμη κυρία τούτου, ώστε να μπορεί να το μεταβιβάσει, κατά κυριότητα, στους άνω αγοραστές, μαζί με το όμορο πωληθέν οικόπεδο. Τα υποστηριζόμενα από τους αναιρεσιβλήτους περί προηγηθείσας (του έτους 1966) άτυπης ανταλλαγής μεταξύ της άνω δικαιοπαρόχου αυτών και του απώτερου δικαιοπαρόχου του αναιρεσείοντος Δ. Μ., δυνάμει της οποίας ανταλλαγής περιήλθε στη νομή της δικαιοπαρόχου τους το επίδικο εδαφικό τμήμα, μαζί με άλλο συνεχόμενο αυτού τμήμα, δεν αποδείχθηκαν βάσιμα ούτε από την κατάθεση του μάρτυρος των εναγομένων ούτε από κάποιο άλλο προσκομιζόμενο αποδεικτικό μέσο. Από το έτος 1966 οι δύο πρώτοι αναιρεσίβλητοι και οι λοιποί ως άνω συγκύριοι και στη συνέχεια από τους προαναφερόμενους χρόνους οι διάδοχοι αυτών και τελικά όλοι οι αναιρεσίβλητοι ασκούσαν είτε αυτοπροσώπως είτε δι' αντιπροσώπου επί του επίδικου τμήματος τις αρμόζουσες σ' αυτό διακατοχικές πράξεις με διάνοια συγκυρίων (έχοντας τη θέληση να το εξουσιάζουν). Ειδικότερα, περί το έτος 1967 τοποθέτησαν ξύλινη περίφραξη στο ακίνητό τους, προς την πλευρά του επιδίκου τμήματος που συνόρευε με το ακίνητο των δικαιοπαρόχων του αναιρεσείοντος. Στη συνέχεια, ο πρώτος αναιρεσίβλητος (με τη συναίνεση των λοιπών συγκυρίων) κατασκεύασε εντός του επιδίκου μία ξύλινη αποθήκη, στην οποία τοποθετούσε προς φύλαξη τους ξυλότυπους και τα εργαλεία του που χρησιμοποιούσε για την εργασία του (ως εργολάβος οικοδομών). Περί το έτος 1972 αντικατέστησε τον άνω ξύλινο φράχτη με περίφραξη από συρματόπλεγμα στηριζόμενο σε τσιμεντένιο σενάζι, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής. Περί το έτος 1975, φύτευσε στο επίπεδο κληματαριά, η οποία υφίσταται ακόμη πλήρως αναπτυγμένη και στηριζόμενη σε πέργκολα που είναι κατασκευασμένη πάνω από το επίδικο. Επίσης, κατά τον ίδιο περίπου χρόνο, κατασκεύασε τοιχείο από πέτρες στη νότια πλευρά του επιδίκου που υπάρχει ακόμη, για να εμποδίσει την κατολίσθηση των χωμάτων του εδάφους από τα νερά των βροχών. Εξάλλου, το επίδικο ακίνητο, πέραν της άνω περιφράξεως, διακρίνεται ως ξεχωριστή ιδιοκτησία από την όμορη ιδιοκτησία του αναιρεσείοντος και λόγω της υπάρχουσας μεταξύ τους υψομετρικής διαφοράς, αφού το οικόπεδο του αυτού βρίσκεται σε υψηλότερο επίπεδο (κατά 2 έως 4 μέτρα), γεγονός που οφείλεται στη συγκέντρωση εντός αυτού, από πολλών ετών, χωμάτων και λίθων, είτε λόγω της διάνοιξης της άνω λεωφόρου από το έτος 1991, είτε λόγω της μεταφοράς και ρίψεώς τους εκεί από τον ενάγοντα με το φορτηγό του. Τα παραπάνω αποδεικνύονται τόσον από την κατάθεση του εξετασθέντος στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μάρτυρος των αναιρεσιβλήτων (γείτονας από 39 χρόνια σύμφωνα με την κατάθεση του) και τις προσκομιζόμενες απ' αυτούς ένορκες βεβαιώσεις τρίτων (γειτόνων και γνωστών του πρώτου εναγομένου, από πολλά χρόνια, με ιδία αντίληψη), καθώς και την περιλαμβανόμενη στα προαναφερόμενα πρακτικά συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ένορκη κατάθεση του μάρτυρος των αναιρεσιβλήτων, όσον και από τις προσκομιζόμενες από αυτούς (16) φωτογραφίες, ημερομηνίας λήψεως 20-7-2004 και 7-9-2004, στις οποίες, μεταξύ άλλων, απεικονίζονται, εντός του επιδίκου εδαφικού τμήματος, η φθαρμένη πλέον και σκουριασμένη, λόγω παλαιότητας, ως άνω περίφραξη (συρματόπλεγμα) που διαχωρίζει το επίδικο από το οικόπεδο του αναιρεσείοντος, η ξύλινη αποθήκη με εμφανή την παλαιότητά της, η κληματαριά, μεγάλης ηλικίας και ανεπτυγμένη επί ξύλινης πέργκολας, η ως άνω υπάρχουσα υψομετρική διαφορά, καθώς και το πέτρινο τοιχίο. Επί πλέον, οι αναιρεσίβλητοι προσκομίζουν και επικαλούνται την από μηνός Σεπτεμβρίου 2006 τεχνική έκθεση φωτοερμηνείας του Ε. Κ. (Αγρονόμου και Τοπογράφου Μηχανικού), την οποία αυτός συνέταξε, κατ' εντολήν τους, αφού ενήργησε εξέταση και ανάλυση των διατεθέντων σ' αυτόν πέντε τοπογραφικών διαγραμμάτων ετών 1991, 1993, 1995 (κτηματολογικού του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.), 2003 και 2004 και τεσσάρων ζευγών αεροφωτογραφιών του ΟΚΧΕ, χρονολογίας λήψεως 1962, 1983, 1990 και 1994. Σύμφωνα με το διατυπούμενο στην άνω έκθεση συμπέρασμα του συντάξαντος αυτήν, το επίδικο εδαφικό τμήμα αποτελούσε εμφανές λειτουργικό μέρος της ιδιοκτησίας των αναιρεσιβλήτων (αεροφωτογραφίες 1990 και 1994) και ειδικότερα τούτο λειτουργούσε σαφέστατα ως οπίσθιος (προς δυσμάς) βοηθητικός χώρος (αυλή) της οικοδομής αυτών. Όπως δε αναγράφεται στην ως άνω έκθεση, η οριογωνική περιοχή που παρέχει εικόνα οπίσθιας αυλής της πολυκατοικίας των εναγομένων διακρίνεται με κάθε σαφήνεια δυτικά αυτής (πολυκατοικίας), παρά τη σκιά του υψηλού κτιρίου της πολυκατοικίας (αεροφωτογραφία 1994). Επίσης, η ύπαρξη στο επίδικο της ως άνω παλαιάς (σκουριασμένης και φθαρμένης) περίφραξης με συρματόπλεγμα, της μικρής ξύλινης αποθήκης, του πέτρινου τοίχου (μήκους περίπου 4,00 μ. και ύψους 1,50 μ.), της κληματαριάς και της κατασκευής στην οποία αυτή στηρίζεται, καθώς και της ως άνω υψομετρικής διαφοράς μεταξύ επιδίκου και ομόρου οικοπέδου του αναιρεσείοντος, αναφέρεται και στην προσκομιζόμενη από τους αναιρεσίβλητους από μηνός Δεκεμβρίου 2004 τεχνική έκθεση, που συνέταξε ο πολιτικός μηχανικός Γ. Β., κατ' εντολήν αυτών. Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω, οι αναιρεσίβλητοι και οι ως άνω δικαιοπάροχοι των τριών τελευταίων απ' αυτούς ενέμοντο συνεχώς το επίδικο εδαφικό τμήμα, από το έτος 1966 μέχρι το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής και δεν αποδείχθηκε ότι κατέλαβαν τούτο το Μάρτιο 2004, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο ενάγων-αναιρεσείων στην αγωγή του. Αντίθετα, από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε, κατ' αρχήν, ότι οι δικαιοπάροχοι του αναιρεσείοντος Γ. Μ. και Δ. Μ., αλλά και οι απώτεροι αυτών δικαιοπάροχοι ενέμοντο το επίδικο (κατά το ως άνω μεταβιβασθέν το έτος 1993 στον ενάγοντα 1/2 εξ αδιαιρέτου) επί είκοσι ή δέκα τουλάχιστον χρόνια (μέχρι το έτος 1991 ο πρώτος και από τότε μέχρι το έτος 1993 ο δεύτερος) μέχρι την άνω μεταβίβασή του, ώστε ο άμεσος δικαιοπάροχος (Δ. Μ.) να είχε καταστεί κατά το χρόνο της μεταβίβασης στον ενάγοντα κύριος του μεταβιβασθέντος 1/2 εξ αδιαιρέτου του επίδικου ακινήτου, με πρωτότυπο τρόπο (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία), όπως απαιτείται μετά τη σχετική αμφισβήτηση εκ μέρους των αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι ισχυρίσθηκαν ότι έχουν καταστεί κύριοι του επιδίκου από το έτος 1986, και σύμφωνα με τα σχετικώς εκτιθέμεντα στην ένδικη αγωγή και στις προτάσεις του αναιρεσείοντος. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο εδαφικό τμήμα ήταν περιφραγμένο από τους δικαιοπαρόχους του αναιρεσείοντος, μαζί με το δικό τους ακίνητο. Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι οι άνω δικαιοπάροχοι αυτού χρησιμοποιούσαν το επίδικο ως αποθηκευτικό χώρο ούτε ότι προέβαιναν σε καλλιέργεια του επιδίκου τμήματος με οπωροφόρα δένδρα ή σε οποιαδήποτε άλλη καλλιέργεια αυτού, μέχρι το έτος 1991 (χρόνος πρώτης απαλλοτρίωσης και ρυμοτόμησης του ομόρου ακινήτου τους), όπως ο ενάγων ισχυρίζεται στην αγωγή του. Τα όσα σχετικά με το ζήτημα αυτό κατέθεσε ο άνω μάρτυρας του αναιρεσείοντος (γιος του), ότι δηλαδή ο Γ. Μ. "φύτευε" στο όλο ακίνητο (3 στρεμμάτων), δεν είναι ικανά από μόνα τους να οδηγήσουν το Δικαστήριο σε αντίθετη προς την παραπάνω κρίση, ενόψει και της αοριστίας αυτών, αφού, όπως ο ίδιος ο μάρτυρας κατέθεσε, δεν θυμάται το είδος της γενόμενης καλλιέργειας, λόγω και της μικρής ηλικίας αυτού, όταν ο ως άνω Γ. Μ. σταμάτησε να φυτεύει το ακίνητο, με τη διάνοιξη της Αττικής οδού. Επομένως, ο αναιρεσείων δεν κατέστη κύριος του 1/ 2 εξ αδιαιρέτου του επίδικου ακινήτου που αγόρασε, κατά τα ανωτέρω, το έτος 1993 από τον Δ. Μ., αφού ο τελευταίος δεν ήταν κύριος αυτού με πρωτότυπο τρόπο, κατά το χρόνο της μεταβίβασης . Επίσης, όσον αφορά στο υπόλοιπο 1/ 2 εξ αδιαιρέτου του επιδίκου, το οποίο περιήλθε, κατά τα ανωτέρω, στον ενάγοντα δυνάμει κληρονομικής διαδοχής της αποβιώσασας το έτος 1980 μητέρας του, αποδείχθηκε, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, ότι τούτο νεμήθηκαν οι εναγόμενοι και οι δικαιοπάροχοι τους κατά τον προεκτεθέντα τρόπο, τουλάχιστον από το έτος 1980 (θάνατος δικαιοπαρόχου ενάγοντος) μέχρι το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής (2006), ενώ δεν αποδείχθηκε ότι, κατά το εν λόγω διάστημα, ασκούσε πράξεις νομής στο επίδικο ο αναιρεσείων είτε καλλιεργώντας το είτε χρησιμοποιώντας το ως αποθήκη ή καθ' οιονδήποτε άλλο τρόπο. Η δικαστική αναγνώριση του αναιρεσείοντος ως δικαιούχου των αποζημιώσεων για τις δύο απαλλοτριώσεις κατά τα έτη 1991 και 1996, καθώς και του δικαιοπαρόχου του Δ. Μ. για την πρώτη απαλλοτρίωση, αφορά τα απαλλοτριωθέντα και ρυμοτομηθέντα τμήματα του, μείζονος εκτάσεως, ακινήτου τους (ομόρου) και όχι το επίδικο και μη απαλλοτριωθέν εδαφικό τμήμα. Επομένως, οι αναιρεσίβλητοι έχουν καταστεί από το έτος 2000 κύριοι του ως άνω υπολοίπου 1/ 2 εξ αδιαιρέτου του επιδίκου, με έκτακτη χρησικτησία (οι τρεις τελευταίοι προσμετρώντας στη νομή τους και τη νομή των δικαιοπαρόχων τους), καταλύοντας με τον τρόπο αυτό την άνω κυριότητα του αναιρεσείοντος, κατά παραδοχή, ως βάσιμης και κατ' ουσίαν, της σχετικής περί ιδίας κυριότητας ένστασης των εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων". Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές, το Εφετείο έκρινε, ότι οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσίβλητοι, καθώς και οι αναφερόμενοι ως άνω δικαιοπάροχοί τους νέμονταν συνεχώς το επίδικο εδαφικό τμήμα από το έτος 1966 μέχρι και την άσκηση της ένδικης αγωγής το έτος 2006, ήτοι για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας και έτσι κατέστησαν κύριοι του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, ακολούθως δε δέχτηκε την ένσταση αυτών περί ιδίας κυριότητας και απέρριψε την ένδικη διεκδικητική αγωγή του αναιρεσείοντος, που επανήλθε με κλήση προς χωριστή εκδίκαση ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, μετά το χωρισμό των σωρευόμενων στο ίδιο δικόγραφο δύο αγωγών, ήτοι της ήδη ένδικης διεκδικητικής και της αρνητικής της κυριότητας τοιαύτης, που διατάχθηκε με την 3361/2008 μη οριστική απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου. Με αυτά, που δέχτηκε, και, έτσι, που έκρινε, το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 974, 981, 1045, 1051 και 1033 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενο αυτής, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της απόκτησης της κυριότητας του επίδικου ακινήτου από τους αναιρεσιβλήτους με έκτακτη χρησικτησία και της μη απόδειξης, ότι ο αναιρεσείων και οι δικαιοπάροχοί του κατέστησαν κύριοι του επιδίκου με παράγωγο τρόπο ή με έκτακτη χρησικτησία. Ειδικότερα, το Εφετείο σαφώς δέχτηκε, ότι οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσίβλητοι, καθώς και οι αναφερόμενοι ως άνω δικαιοπάροχοί τους, νέμονταν συνεχώς το επίδικο εδαφικό τμήμα από το έτος 1966 μέχρι και την άσκηση της ένδικης αγωγής το έτος 2006, ασκώντας τις αρμόζουσες διακατοχικές πράξεις, όπως την τοποθέτηση ξύλινης περίφραξης, την κατασκευή ξύλινης αποθήκης, στη συνέχεια την τοποθέτηση περίφραξη από συρματόπλεγμα στηριζόμενο σε τσιμεντένιο σενάζι, την φύτευση κληματαριάς και την κατασκευή τοιχίου, και ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων δεν κατέστη κύριος του επιδίκου, διότι όσον αφορά το 1/2 εξ αδιαιρέτου του επιδίκου, όταν το αγόρασε από τον δικαιοπάροχό του Δ. Μ., ο τελευταίος δεν ήταν κύριος αυτού με πρωτότυπο τρόπο κατά το χρόνο της μεταβίβασης, όσον δε αφορά στο υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου του επιδίκου, που περιήλθε σ' αυτόν δυνάμει κληρονομικής διαδοχής της αποβιώσασας το έτος 1980 μητέρας του αποδείχθηκε, ότι οι αναιρεσίβλητοι και οι δικαιοπάροχοί τους νεμήθηκαν τούτο τουλάχιστον από το έτος 1980 μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής το έτος 2006 και ότι δεν αποδείχθηκε, ότι κατά το εν λόγω διάστημα ασκούσε πράξεις νομής στο επίδικο ο αναιρεσείων, και ότι η δικαστική αναγνώριση του αναιρεσείοντος ως δικαιούχου των αποζημιώσεων για τις δύο απαλλοτριώσεις κατά τα έτη 1991 και 1996, καθώς και του δικαιοπαρόχου του Δ. Μ. για την πρώτη απαλλοτρίωση, αφορά τα απαλλοτριωθέντα και ρυμοτομηθέντα τμήματα του μείζονος εκτάσεως ακινήτου τους και όχι το επίδικο και μη απαλλοτριωθέν εδαφικό τμήμα. Επομένως, οι συναφείς πρώτος λόγος της αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚπολΔ, καθώς και δεύτερος, κατά το τρίτο μέρος του, πρόσθετος λόγος από τον αριθμό 19 του ιδίου άρθρου, που υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Επειδή, ο λόγος από τον αριθμό 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο του δικογράφου της αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 11 περίπτ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ότι οι αναιρεσίβλητοι κατέστησαν κύριοι του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, νεμόμενοι τούτο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας, και ότι δεν αποδείχτηκε ότι κατά το εν λόγω διάστημα ασκούσε πράξεις νομής στο επίδικο ο αναιρεσείων και ακολούθως να απορρίψει την ένδικη αγωγή, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και τα κατωτέρω έγγραφα, τα οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε ο αναιρεσείων, ενώπιον του Εφετείου με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προς απόδειξη του ισχυρισμού του, ότι κατέστη κύριος του επιδίκου με παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο, ήτοι α) το από του έτους 1987 τοπογραφικό του πολιτικού μηχανικού Α. Θ., β) την με αριθμό .../1987 οικοδομική άδεια των αναιρεσιβλήτων και γ) το από έτους 1986 τοπογραφικό του πολιτικού μηχανικού Α. Θ., το οποίο προσαρτήθηκε στην με αριθμό .../1987 πράξη σύστασης οριζοντίων ιδιοκτησιών του συμβολαιογράφου Αθηνών Νικολάου Πολυζωϊδου. Ο ερευνώμενος αυτός αναιρετικός λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων και "από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζουν νόμιμα και επικαλούνται οι διάδικοι είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων", δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία, ότι το Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα ανωτέρω έγγραφα, χωρίς να είναι απαραίτητο να μνημονεύσει χωριστά το καθένα από αυτά. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 13 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της αποδείξεως. Ως εσφαλμένη εφαρμογή των ορισμών του νόμου ως προς το βάρος της αποδείξεως νοείται η παρά τους ορισμούς του άρθρου 338 ΚΠολΔ κατανομή του (υποκειμενικού) βάρους αποδείξεως, η οποία προϋποθέτει την έκδοση παρεμπίπτουσας αποφάσεως περί αποδείξεως. Μετά την κατάργηση όμως του άρθρου 341 ΚΠολΔ με το άρθρο 5 ν. 2195/2001, τέτοια απόφαση δεν εκδίδεται και συνεπώς έκτοτε η έννοια του υποκειμενικού βάρους αποδείξεως απώλεσε τη σημασία της, ο δε αναιρετικός έλεγχος από το άρθρο 559 αριθ. 13 ΚΠολΔ περιορίζεται μόνο όταν παραβιάζεται το αντικειμενικό βάρος αποδείξεως, το οποίο καθορίζει το διάδικο που φέρει τις συνέπειες της μη πλήρους αποδείξεως των κρίσιμων για τη θεμελίωση του ισχυρισμού του περιστατικών (Α.Π. 485/2010).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο πρόσθετο λόγο, ο αναιρεσείων, επικαλούμενος το άρθρο 559 αριθ. 13 ΚΠολΔ, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια, ότι εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της αποδείξεως και συγκεκριμένα, ότι το Εφετείο δέχτηκε, ότι δεν αποδείχθηκε, ότι αυτός και οι δικαιοπάροχοί του κατέστησαν κύριοι του επιδίκου με παράγωγο τρόπο ή με έκτακτη χρησικτησία, ενώ οι αναιρεσίβλητοι έφεραν το βάρος απόδειξης "όσον αφορά στην ίδρυση δικού τους δικαιώματος κυριότητας και τη θεμελίωση της ενστάσεώς τους ιδίας κυριότητας". Ο λόγος αυτός πέραν του ότι είναι απαράδεκτος, διότι με αυτόν, υπό την επίκληση της ως άνω διάταξης, πλήττεται η εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας πραγματικών γεγονότων, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος, διότι το δικαστήριο δέχτηκε, ότι αποδείχθηκε, ότι οι αναιρεσίβλητοι κατέστησαν κύριοι του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, κατά παραδοχή της σχετικής περί ιδίας κυριότητας ένστασής τους. Επειδή, ο από το άρθρο 559 αριθμ. 10 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται, όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς ισχυρισμούς οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη γι' αυτά (ΑΠ 1038/2008). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της απόκτησης της κυριότητας του επίδικου ακινήτου από τους αναιρεσιβλήτους με έκτακτη χρησικτησία και της μη απόδειξης, ότι ο αναιρεσείων και οι δικαιοπάροχοί του κατέστησαν κύριοι του επιδίκου με παράγωγο τρόπο ή με έκτακτη χρησικτησία, εκτιμώντας τα προσαχθέντα αποδεικτικά μέσα, ήτοι τις καταθέσεις των μαρτύρων, καθώς και όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκόμισαν στο Εφετείο και επικαλέσθηκαν οι διάδικοι, είτε για άμεση, είτε για έμμεση απόδειξη. Επομένως, ο δεύτερος, κατά το δεύτερο μέρος του, πρόσθετος λόγος, από το άρθρο 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται από την παραβίαση των ορισμών του νόμου αναφορικά με την δύναμη των αποδεικτικών μέσων, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα δύναμη αποδείξεως μικρότερη ή μεγαλύτερη από εκείνη που, δεσμευτικά για το δικαστήριο, καθορίζει ο νόμος, όχι όμως και στην περίπτωση, κατά την οποία το δικαστήριο, συνεκτιμώντας ελεύθερα, κατά το άρθρο 340 ΚΠολΔ, τα αποδεικτικά μέσα που κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη, αποδίδει μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία σε ένα από αυτά (ΑΠ 1152/2008, ΑΠ 30/2005). Εξάλλου, κατά το άρθρο 352 ΚΠολΔ, η ομολογία του διαδίκου, προφορική ή γραπτή, ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει ή του εντεταλμένου δικαστή, αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η ως άνω δικαστική ομολογία πρέπει να γίνεται μόνον κατά τον διαγραφόμενο από την παραπάνω διάταξη τύπο, ο οποίος συνίσταται σε δήλωση ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση ή εκτός ακροατηρίου ενώπιον εντεταλμένου δικαστή, προφορική ή έγγραφη. Ως δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση νοείται το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση κατά το χρόνο που έγινε η ομολογία. Εξάλλου η ύπαρξη της ομολογίας κρίνεται αντικειμενικά και δεν αποτελεί προϋπόθεσή της η πρόθεση προς ομολογία (ΑΠ 1946/2008, ΑΠ 2225/2007). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔ έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο αυτό ότι έγιναν από το πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή έγιναν ενώπιόν του, αν το πρόσωπο αυτό είναι καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση. Κατά δε το άρθρο 440 ΚΠολΔ τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 438 αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται σ' αυτό, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο, επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη, ενώ περαιτέρω κατά το άρθρο 441 ίδιου Κώδικα τα έγγραφα που συντάσσονται σύμφωνα με τα άρθρα 438 και 439 για τη σύσταση ή τη βεβαίωση δικαιοπραξίας αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς το περιεχόμενο των δικαιοπρακτικών δηλώσεων των μερών, επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο, όπως τέτοιος είναι και ο συμβολαιογράφος, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους, τόσον ως προς όσα βεβαιώνονται στα έγγραφα αυτά, ότι έγιναν από πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή ότι έγιναν ενώπιόν του, όσον και ως προς όσα βεβαιώνονται σ' αυτό, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο, και ότι στην πρώτη περίπτωση δεν επιτρέπεται ανταπόδειξη, εκτός αν το έγγραφο προσβληθεί ως πλαστό, στη δεύτερη δε περίπτωση χωρεί ανταπόδειξη χωρίς τις διατυπώσεις αυτές (ΑΠ 1152/2008, ΑΠ 259/2007) και περαιτέρω ότι η δικαιοπραξία που καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο μπορεί να προσβληθεί για ελαττώματα της βουλήσεως ως άκυρη ή ακυρώσιμη (εικονικότητα, πλάνη απάτη κ.λ.π.), χωρίς να χρειάζεται να προσβληθεί το δημόσιο έγγραφο, στο οποίο περιέχεται ως πλαστό (ΑΠ 407/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον δεύτερο, κατά το πρώτο μέρος του, πρόσθετο λόγο αναίρεσης, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια της παραβιάσεως του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων και, ειδικότερα, ότι με το να δεχτεί, ότι η δικαιοπάροχός τους Κ. Π. ήταν νομέας της επίδικης έκτασης και παρέδωσε το έτος 1966 τη νομή αυτή στους αναιρεσιβλήτους, καίτοι απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό των τελευταίων περί ανταλλαγής και παράδοσης της νομής πριν το 1966 στην ως άνω Π. από τον παππού και απώτερο δικαιοπάροχο του αναιρεσείοντος Δ. Μ., δεν έλαβε υπόψη την γενομένη με τις από 7-10-2009, σελ. 4, 5, 6, 7 προτάσεις των αναιρεσιβλήτων, ενώπιον του δικάσαντος την υπόθεση Εφετείου Αθηνών, ομολογία αυτών, ότι ο άνω παππούς του αναιρεσείοντος ήταν νομέας της επίδικης έκτασης και παρέμεινε νομέας αυτής, αφού το όποιο δικαίωμα νομής είχε η ως άνω Κ. Π. επί του επιδίκου το αντλούσε από την υποτιθέμενη ανταλλαγή, η οποία όμως δεν έγινε ποτέ. Όπως, όμως, προκύπτει από το επικαλούμενο απόσπασμα των ως άνω προτάσεων των αναιρεσιβλήτων, οι τελευταίοι ουδέποτε προέβησαν σε ομολογία του επιβλαβούς γι' αυτούς γεγονότος, ότι ο άνω δικαιοπάροχος παππούς του αναιρεσείοντος είχε τη νομή του επιδίκου και μετά το έτος 1966. Επομένως, ο λόγος αυτός από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που υποστηρίζει τα ως άνω αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων με τον τρίτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο δεν απέδωσε την αποδεικτική δύναμη των δημοσίων εγγράφων α) στη με αριθμό 18752/1987 σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας του συμβολαιογράφου Αθηνών Νικολάου Πολυζωϊδου, β) στο με αριθμό .../1991 συμβόλαιο αγοραπωλησίας οριζοντίων ιδιοκτησιών της συμβολαιογράφου Αθηνών Βασιλικής Όκου και γ) στο με αριθμό .../2003 συμβόλαιο αγοραπωλησίας οριζοντίων ιδιοκτησιών της ιδίας συμβολαιογράφου Αθηνών Βασιλικής Όκου, που είχε προσκομίσει προς απόδειξη του αγωγικού ισχυρισμού του, ότι είχε καταστεί κύριος του επίδικου ακινήτου με παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο (τακτική και έκτακτη χρησικτησία), αφού στα συμβόλαια αυτά η ιδιοκτησία των αναιρεσιβλήτων οριοθετείται με βάση τη δική του ιδιοκτησία, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και το επίδικο. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον τα ανωτέρω συμβόλαια αποτελούν μεν δημόσια έγγραφα γενικώς, συνιστούν όμως πλήρη απόδειξη μόνον ως προς όσα βεβαιώνονται σ' αυτά, ότι έγιναν από τους συντάξαντες αυτά συμβολαιογράφους ή ότι έγιναν ενώπιον τους, καθώς και ως προς όσα βεβαιώνονται σ' αυτά, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο αντίστοιχος συμβολαιογράφος, όχι δε, όταν εκτιμώνται ελεύθερα ως δικαστικά τεκμήρια, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22-12-2010 αίτηση και το από 30-12-2011 δικόγραφο προσθετων λόγων του Δ. Ρ. για αναίρεση της 4621/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ