Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1168 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα.




Περίληψη:
Στοιχεία εγκλημάτων ψευδούς καταμήνυσης, ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμησης, Αιτιολογία καταδικαστικής απόφασης και για την απόρριψη ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 § 2 περ. α΄ και ε΄ ΠΚ. Αίτηση αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας απόφασης και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Απόρριψη των λόγων αναίρεσης και της αίτησης αναίρεσης στο σύνολό της.




Αριθμός 1168/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή, Γεώργιο Μπατζαλέξη και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Απριλίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Ρέκκα , περί αναιρέσεως της 5483/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Πάρρη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Δεκεμβρίου 2009 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 179/10.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 299 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής και ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να έγινε από αυτόν με σκοπό να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή, ενώ για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του άρθρου 224 παρ. 2 ΠΚ, της ψευδορκίας, απαιτείται αφενός ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρμοδίας αρχής ψευδή γεγονότα, αφετέρου να γνώριζε, την αναλήθεια των γεγονότων αυτών. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 369 ΠΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται, αντικειμενικώς μεν ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον, ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και αφετέρου, τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλοντα: στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ. 2 ΚποινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και οι ισχυρισμοί αναγνώριση στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' ΚποινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενη υπ' αρ. 5483/2009 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η κατηγορουμένη ... και η εγκαλούσα ... διατηρούν εφαπτόμενες μεταξύ του οικίες σε κτιριακό συγκρότημα που βρίσκεται στη θέση .... Στο πρώτο από τα τρία κεντρικά αυτά κτίρια βρίσκεται διώροφο κτίριο που έχει διαμορφωθεί σε κατοικία και χρησιμοποιείται από την ενάγουσα και εφαπτόμενο σε αυτό ισόγειο κτίριο που έχει διαμορφωθεί επίσης σε κατοικία και χρησιμοποιείται από την κατηγορουμένη. Μεταξύ του κτιριακού αυτού τμήματος του ως άνω συγκροτήματος αυτού που χρησιμοποιείται ως αναθρεπτήριο-παρασκευαστήριο πουλερικών υπάρχει ακάλυπτος διάδρομος. Η κατηγορουμένη και ο ήδη αποβιώσας σύζυγός της ... προέβησαν στις 1-7-2002, 27-7-2002 και 5-8-2002 σε εργασίες διάστρωσης της διόδου αυτής με ασφαλτοτάπητα χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της εγκαλούσας, δεδομένου ότι η δίοδος αυτή είναι κοινόχρηστη για τις δύο όμορες ιδιοκτησίες. Για την πράξη τους αυτή η εγκαλούσα ... υπέβαλε εναντίον τους στις 5-8-2002 προφορική έγκληση ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων του Α.Τ. .... Στις 10-8-2002 η εγκαλούσα συμπληρωματικά της ως άνω έγκληση της κατέθεσε ενόρκως ενώπιον των ως άνω προανακριτικών υπαλλήλων ότι με την προαναφερθείσα ασφαλτόστρωση της διόδου έχει καλυφθεί το φρεάτιο του βόθρου της οικίας της και έχει κλείσει η πόρτα του μεταλλικού του πιεστικού μηχανήματος. Η κατηγορουμένη στις 22-08-2002 υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την με ίδια ημεροχρονολογία έγκλησή της εναντίον της ήδη εγκαλούσας με την οποία την κατηγορούσε ότι εν γνώσει της κατέθεσε στις 10-08-2002 τα παραπάνω κατ' αυτήν ψευδή σε βάρος της γεγονότα με σκοπό να προκαλέσει την ποινική της δίωξη. Συγκεκριμένα, στην έγκληση της ισχυρίστηκε τα εξής: "Όταν δε ο Εισαγγελέας που επιλήφθηκε της αυτόφωρης διαδικασίας διέταξε συμπληρωματική προανάκριση και απόλυση του συλληφθέντος συζύγου, επανήλθε η μηνυομένη στις 10-08-2002 με νέα μήνυση της καθ' ημών στην οποία μεταξύ άλλων καταμηνύει τα εξής ψευδή "και η τρίτη (ασφαλτόστρωση) έγινε την 05-08-2002 με αποτέλεσμα να μου έχει κλείσει και την πόρτα του πιεστικού μου μηχανήματος". Η παραπάνω έγκληση της κατηγορουμένης απορρίφθηκε ως νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη με την υπ' αριθμ. Δ42/2003 διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών. Κατά της απορριπτικής αυτής διάταξης η κατηγορουμένη άσκησε τη υπ' αριθμ. 52/2003 προσφυγή της ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ο οποίος αφού την έκρινε τυπικά δεκτή παρήγγειλε τη διενέργεια συμπληρωματικής προκαταρκτικής εξέτασης. Στα πλαίσια της συμπληρωματικής προκαταρκτικής εξέτασης διενεργήθηκε από προανακριτικούς υπαλλήλους του Α.Τ. ... στις 06-06-2003 αυτοψία στον επίδικο χώρο. Κατά τη διενέργεια της αυτοψίας (για την οποία συντάχθηκε η σχετική ως άνω έκθεση) διαπιστώθηκε ότι ο προαναφερόμενος διάδρομος έχει ασφαλτοστρωθεί σε μήκος 17μ. περίπου και πλάτος που ποικίλει από 3,5 έως 5 μ. περίπου. Διαπιστώθηκε επίσης ότι πίσω από το πρώτο κτιριακό τμήμα του κτιριακού συγκροτήματος όπου βρίσκονται οι οικίες της εγκαλούσας και της κατηγορουμένης, υπάρχει ένα πιεστικό μηχάνημα εντός αυτού, ο οποίος (θάλαμος) ανοίγει από το μεταλλικό σκέπαστρο του και από μεταλλική κάθετη πόρτα. Κατά το κλείσιμο της η πόρτα του μεταλλικού αυτού θαλάμου (οικίσκου) δεν εφάπτονταν ομοιόμορφα επί του πατώματος του θαλάμου και ο ένας μεντεσές της είχε φθορά. Κατά το χρόνο της αυτοψίας η μεταλλική πόρτα του θαλάμου άνοιγε ελεύθερα σε όλο το άνοιγμα της, αφού το τμήμα του διαδρόμου που καταλάμβανε κατά το άνοιγμα της σε όλη την έκταση του τόξου είχε χαλίκι και μόνο στο άκρο της περιφέρειας του τόξου υπήρχε μικρό μέρος ασφαλτομείγματος ανώμαλης διαμόρφωσης και διαφορετικής επίστρωσης από το υπόλοιπο τμήμα της διόδου. Όμως, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, προκύπτει ότι η ασφαλτόστρωση της διόδου έγινε αρχικά με τρόπο που προκαλούσε δυσλειτουργία στο άνοιγμα της πόρτας του μεταλλικού θαλάμου του πιεστικού μηχανήματος, η διαπιστωθείσα δε κατά τη διενέργεια της αυτοψίας μορφή του ασφαλτομείγματος ήταν αποτέλεσμα μεταγενέστερης της επίστρωσης του επέμβασης. Επίσης, κατά τη διενέργεια της αυτοψίας διαπιστώθηκε, και τούτο δεν αμφισβητείται, ότι κάτω από το ασφαλτόμειγμα στο σημείο του διαδρόμου που βρίσκεται δίπλα από το μεταλλικό θάλαμο του πιεστικού μηχανήματος και πίσω από την οικία της εγκαλούσας (...) υπήρχε φρεάτιο βόθρου με μεταλλικό κάλυμμα, ο δε βόθρος αυτός επικοινωνεί με την τουαλέτα της εγκαλούσας. Κατόπιν αυτών αποδεικνύεται κατά τρόπο σαφή και απόλυτο ότι όσα ενόρκως κατέθεσε η εγκαλούσα στην από 10-08-2002 κατάθεση της ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων του Α.Τ. ... ότι, δηλαδή, με την ασφαλτόστρωση της διόδου, που έγινε από την κατηγορουμένη και το σύζυγο της, καλύφθηκε το φρεάτιο του βόθρου της οικίας της και έκλεισε η πόρτα του πιεστικού της μηχανήματος, είναι αληθή. Αντίθετα τα όσα η ίδια η κατηγορουμένη διέλαβε στην από 22-08-2002 έγκληση της σε βάρος της νυν εγκαλούσας ότι δηλαδή η τελευταία με την προαναφερομένη από 10-08-2002 ένορκη κατάθεση της ισχυρίστηκε εν γνώσει της ψευδή σε βάρος της ίδιας (κατ/νης) με σκοπό να προκαλέσει την ποινική της δίωξη και τα οποία επιβεβαίωσε εξεταζόμενη ενόρκως ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, είναι ψευδή. Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι μετά τη διενέργεια της ως άνω συμπληρωματικής προκαταρκτικής εξέτασης ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών με την υπ' αριθμ. 97/2004 διάταξη του απέρριψε κατ' ουσίαν την υπ' αριθμ. 52/2003 προσφυγή της κατηγορουμένης κατά της υπ' αριθμ. Δ42/2003 διάταξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η από 22-08-2002 έγκληση της κατηγορουμένης κατά της εγκαλούσας. Αποδεικνύεται επίσης ότι η κατηγορουμένη γνώριζε την αναλήθεια των όσων σε βάρος της εγκαλούσας κατήγγειλε, αφού η ίδια διατηρούσε οικία που εφάπτεται με την οικία της εγκαλούσας και γνώριζε τόσο την ύπαρξη του προαναφερομένου βόθρου και του φρεατίου του (εξάλλου τόσο αυτή όσο και ο σύζυγος της ενημερώθηκαν κατά την ασφαλτόστρωση από την εγκαλούσα για το βόθρο και το θαλαμίσκο του πιεστικού μηχανήματος, το οποίο και ήταν εμφανές). Με βάση τα προαναφερθέντα προέκυψε ότι τα καταγγελθέντα από την κατηγορουμένη σε βάρος της εγκαλούσας ήταν ψευδή και τα περιέλαβε στη μήνυση της για να προκαλέσει την ποινική δίωξη της (εγκαλούσας) και ακολούθως επιβεβαίωσε αυτά εξεταζόμενη ενόρκως ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, καίτοι τελούσε εν γνώσει της αναληθείας αυτών, τα οποία μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της τελευταίας, διότι εμφανίζεται στα πρόσωπα που έλαβαν γνώση της έγκλησης και της κατάθεσης της κατηγορουμένης (εισαγγελείς, γραμματείς κ.λ.π.) ως πρόσωπο που εν γνώσει της καταμήνυσε άλλον ψευδώς ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι' αυτήν.
Συνεπώς, η κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη των αποδιδόμενων σε αυτήν με το κατηγορητήριο πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως, ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμησης, απορριπτόμενου του αυτοτελούς ισχυρισμού περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπο της κατηγορουμένης των ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α' περ. ε' Π.Κ. Και τούτο διότι δεν αποδείχθηκε ότι αυτή (κατ/νη) έζησε έως το χρόνο που διαπράχθηκαν τα ως άνω εγκλήματα, έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή και δεν αρκεί για τη βασιμότητα το λευκό της ποινικό μητρώο (ΑΠ 625/2006 ΠΧ ΝΖ 603), ενώ η επικαλούμενη καλή συμπεριφορά μετά τις πράξεις της κατηγορουμένης δεν ήταν αποτέλεσμα ηθικής και ψυχικής μεταστροφής της αλλά στην πρόθεση της να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις υποβολής ενός τέτοιου ισχυρισμού (ΑΠ 596/2002 ΠΧ ΝΓ49)". Ακολούθως το ίδιο Δικαστήριο κήρυξε ένοχη την κατηγορούμενη για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμιση της πολιτικώς ενάγουσας και επέβαλε σε αυτή συνολική ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Ακόμη υποχρέωσε την κατηγορουμένη να καταβάλει το ποσό των 40 Ευρώ για χρηματική ικανοποίηση ως ηθική βλάβη της που υπέστη από την τέλεση σε βάρος της των τριών ως άνω εγκλημάτων. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του, την από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των ανωτέρω εγκλημάτων, για τα οποία κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα, τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε προς μόρφωση της περί αυτού κρίσεως του και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27, 94, 224 παρ. 1,2, 229 παρ 1 και 363 σε συνδ. με το άρθρο 362 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και δε στερείται νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα παρατίθεται στην απόφαση τα γεγονότα, τα οποία είναι ψευδή και συκοφαντικά και ποία είναι τα αληθή, αιτιολογεί δε το Δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα τον άμεσο δόλο της κατηγορουμένης, με την έκθεση στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως του των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία προκύπτει η γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας της κατηγορουμένης για την αναλήθεια των άνω γεγονότων, τα οποία είναι γεγονότα και όχι αξιολογικές κρίσεις και τα διέδωσε ενώπιον τρίτων και ενόρκως βεβαίωσε και για τα οποία ψευδώς καταμήνυσε την εγκαλούσα. Περαιτέρω, απορριπτέες είναι οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας για αντιφάσεις και ελλείψεις στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης ιδία ως το περιστατικό της κάλυψης του φρεατίου του βόθρου της οικίας της εγκαλούσας από ενέργειες της αναιρεσείουσας και την από την αιτία αυτή αχρήστευσή του, διότι στο σκεπτικό αναφέρεται πλήρως και με σαφήνεια σε σχέση με το περιστατικό αυτό, από το οποίο προέκυψαν οι μεταξύ των διαδίκων αστικές και ποινικές δίκες, ποία συγκεκριμένα γεγονότα είναι ψευδή και ποία τα αληθή, ενώ η εκ μέρους της αναιρεσείουσας αμφισβήτηση της ουσίας των ως άνω παραδοχών, συνιστά ανεπίτρεπτη προσβολή της περί τα πράγματα ανέλεγκτης κρίσης του Δικαστηρίου της ουσίας. Επίσης με ειδική και αρκούντως εμπεριστατωμένη αιτιολογία το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμο τον αυτοτελή ισχυρισμό της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης περί συνδρομής στο πρόσωπό της των ελαφρυντικών περιστατικών της έντιμης ζωής πριν την τέλεση των ως άνω πράξεων και της καλής συμπεριφοράς της για μεγάλο χρονικό διάστημα (άρθρο 84 παρ. 2 περ. α' και ε' του ΠΚ), όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. 224 σελίδα αυτής). Εξάλλου ουδεμία ασάφεια ή αοριστία υπάρχει στην προσβαλλόμενη απόφαση ως την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης εκ 40 Ευρώ στην πολιτικώς ενάγουσα, καθόσον το ποσό αυτό ζήτησε και πρωτόδικα, με επιφύλαξη για το επιπλέον και αυτό της επιδικάσθηκε, ως ηθική βλάβη της που υπέστη ενιαία από την τέλεση σε βάρος της και των τριών εγκλημάτων από την κατηγορουμένη (ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση), γι' αυτό η περί του αντιθέτου αιτία ση της αναιρεσείουσας είναι απορριπτέα ως αβάσιμη.
Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε και ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας στην προκειμένη δίκη πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176 και 183 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18 Δεκεμβρίου 2009 αίτηση της ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 5483/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ, και στην εκ πεντακοσίων (500) ευρώ δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουνίου 2010.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Ιουνίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή