Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αναίρεση μερική, Ποινής αναστολή, Αναβολής αίτημα, Τραπεζική επιταγή.
Περίληψη:
1) Αβάσιμος ο λόγος αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, γιατί δεν προσδιορίζεται η ταυτότητα των αναγνωσθέντων εγγράφων. Όταν αναγιγνώσκονται τα πρακτικά του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, θεωρούνται ότι αναγιγνώσκονται και οι περιλαμβανόμενες σε αυτά μαρτυρικές καταθέσεις και τα εκεί αναγνωσθέντα έγγραφα. Ορισμένη η αναφορά στα πρακτικά του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ότι αναγνώσθηκαν τα έγγραφα που αναφέρονται στη σελίδα 6 των αναγνωσθέντων πρακτικών του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. 2) Αβάσιμος ο λόγος αναίρεσης ότι δεν αναφέρεται στο διατακτικό ο δόλος του κατηγορουμένου επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, γιατί περί αυτού γίνεται μνεία στο σκεπτικό, που συμπληρώνει το διατακτικό, αλλά και διότι μετά την αντικατάσταση του άρθρου 79 παρ. 1 Ν. 5960/33 από το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, ο δόλος (γνώση του ακαλύπτου) ενυπάρχει στα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται η ύπαρξή του από την πραγμάτωση αυτών. 3) Αβάσιμος ο λόγος αναίρεσης για αναιτιολόγητη απόρριψη του αιτήματος του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για να προσέλθουν 2 απολειπόμενοι μάρτυρες κατηγορίας, γιατί υπάρχει ειδική και νόμιμη αιτιολογία, το δε ζήτημα που καλούνται να καταθέσουν για την ανυπαρξία της οφειλής και για λόγους που αφορούν την αιτία εκδόσεως των επιταγών αυτών, δεν επηρεάζει το αξιόποινο της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής. 4) Αναιρείται η απόφαση μόνο ως προς τη διάταξή της περί μετατροπής της επιβληθείσας ποινής των 18 μηνών διότι, ανεξάρτητα της μη υποβολής σχετικού αιτήματος αναστολής κατά το άρθρο 99 παρ. 1 ΠΚ, όφειλε το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, αφού η ποινή δεν υπερέβαινε τα 2 έτη, να ερευνήσει και να αιτιολογήσει ειδικώς τους λόγους της μη αναστολής της ποινής.
Αριθμός 2328/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Σεπτεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Καραγιάννη, περί αναιρέσεως της 22143/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα το Ψ, που δεν παραστάθηκε.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1694/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333, 358, 364 και 369 του ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας προς σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή του κατηγορουμένου εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που θεμελιώνει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται για ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του σε τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενο του και ο κατηγορούμενος γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητα του να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠοινΔ πιο πάνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα, ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενο τους, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Διαφορετικό είναι το ζήτημα εάν από την αόριστη αναφορά της ταυτότητας ενός εγγράφου, που αναγνώσθηκε, δημιουργείται ασάφεια από το αιτιολογικό της απόφασης, ως προς το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο αυτό που αναγνώσθηκε και αν στήριξε ή όχι σ' αυτό την κρίση του, οπότε, όμως, δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Το περιεχόμενο του εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκ των οποίων προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητα του, έτσι, ώστε να μη καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώσθηκε. Τα στοιχεία δε αυτά δεν συμπίπτουν πάντοτε, με τα στοιχεία του πλήρους τίτλου τους. Ο προσδιορισμός δηλαδή της ταυτότητας του εγγράφου είναι, αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του, ως προς το περιεχόμενό του. Εξάλλου, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 364 παρ. 2 ΚΠοινΔ στο ακροατήριο διαβάζονται τα πρακτικά της ίδιας ποινικής δίκης που είχε αναβληθεί, κατά δε την διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1 εδ. β' του ίδιου Κώδικα, σε κάθε περίπτωση διαβάζονται και λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν και τον κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων προβάλλει την κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ απόλυτη ακυρότητα, που καθιδρύει, κατά τα ανωτέρω, τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, επικαλούμενος ότι το δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφασή του έλαβε υπόψη του και στήριξε την περί της ενοχής κρίση του σε μη αναγνωσθέντα έγγραφα και συγκεκριμένα στο σκεπτικό της αναφέρει επί λέξει στην σελίδα 3 "αναγνώσθηκαν η 129400/2005 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών (εκκαλουμένη), τα πρακτικά και τα αναγνωστέα έγγραφά της όπως αυτά αναφέρονται στη σελίδα 6 αυτής..." και ότι η με τον τρόπο αυτό αναφορά των αναγνωσθέντων εγγράφων, δημιουργεί αμφιβολία για την ταυτότητά τους και για το αν και ποία από τα πρωτοδίκως αναγνωσθέντα έγγραφα λήφθηκαν τελικά υπόψη στην κατ'έφεση δίκη. Πράγματι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο αναγνώσθηκαν: Η απόφαση με αριθμό 129400/2005 του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών (εκκαλουμένη), τα πρακτικά και τα αναγνωστέα έγγραφά της, όπως αναφέρονται στη σελίδα 6 αυτής. Στη σελίδα δε 6 της άνω πρωτόδικης αποφάσεως αναφέρεται ότι αναγνώσθηκαν "οι 4 φωτοτυπίες των επιταγών και η 4748/2005 απόφαση του Μον/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών", δηλονότι οι 4 αυτές επιταγές είναι προδήλως τα σώματα των 4 ακαλύπτων τραπεζικών επιταγών, για την έκδοση των οποίων, στις 5-4-2005, κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε ο αναίρεσε ίων κατηγορούμενος. Με την αναφορά αυτή των εν λόγω εγγράφων, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη μνεία προσθέτων στοιχείων προσδιορισμού τους, όπως το περιεχόμενο, ο συντάκτης, η χρονολογία αυτών, τα πρόσωπα εις τα οποία αφορούν κ.λ.π., αφού με την ανάγνωσή τους στην επ' ακροατηρίου διαδικασία στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, κατέστησαν γνωστά όλα τα εν λόγω έγγραφα κατά το περιεχόμενό τους στον αναιρεσείοντα, οπότε αυτός, δια του συνηγόρου του που τον εκπροσώπησε στη δίκη εκείνη, είχε πλήρη δυνατότητα, να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σε σχέση με το περιεχόμενο τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε πάντως από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης αυτής. Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ προβαλλόμενος πρώτος λόγος αναιρέσεως περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 ''περί επιταγής'' (κατά την αρχική του διατύπωση και προ της αντικαταστάσεώς του με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972), ''εκείνος που εκδίδει εν γνώσει επιταγή μη πληρωθείσα, επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά το χρόνο της έκδοσης και της πληρωμής, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή ή με εκατέρα των ποινών αυτών''. Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1α του ν. 2408/1996 και ορίσθηκε ότι, "εκείνος ο οποίος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από πληρωτή, γιατί δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Η ποινική δίωξη ασκείται κατόπιν εγκλήσεως του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε". Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι, το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτηση του απαιτείται αντικειμενικά μεν α) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, β) υπογραφή του εκδότη, στη θέση υπογραφής του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου ή εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας, γ) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και δ) έλλειψη αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον πληρωτή, οπωσδήποτε κατά το χρόνο εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως, της έκδοσης δηλαδή επιταγής, που είναι ακάλυπτη. Ειδικότερα, αναφορικά με την υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, μετά την αντικατάσταση της διατάξεως της παρ. 1 του άνω άρθρου 79 με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, εξέλιπε από αυτό η παλαιότερη πρόβλεψη, η οποία, ενόψει του ότι έκανε λόγο για έκδοση ακάλυπτης επιταγής "εν γνώσει", του δράστη, άφηνε έξω από την περιγραφή της αναγκαίας για την κατάφαση του εγκλήματος υπαιτιότητας του εκδότη τον ενδεχόμενο δόλο. Έτσι, για την πλήρωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, δεν απαιτείται ο εκδότης να τελεί "εν γνώσει" της ανυπαρξίας διαθεσίμων κεφαλαίων, αλλά αρκεί προς τούτο ότι αυτός θεωρεί την έλλειψη πιθανή και την αποδέχεται. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Ειδικότερα, η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχή, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Τέτοια πρόσθετα στοιχεία, δεν αξιώνονται πλέον από το νόμο, στην περίπτωση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 22143/2007 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτός αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, (αναγνωσθέντων στο ακροατήριο εγγράφων και καταθέσεων στο ακροατήριο μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως), ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την πράξη που του αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος διότι στην Αθήνα, την 5.4.2005, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας με την επωνυμία "ΑΡΧΑΙΑ ΑΣΙΝΗ Α.Ε." εξέδωσε, τις λεπτομερώς περιγραφόμενες στο διατακτικό της παρούσης τέσσερις επιταγές, ποσού 17.608 ευρώ της κάθε μίας, πληρωτέες από την Τράπεζα ALPHA BANK σε διαταγή του, με φερόμενες ημερομηνίες έκδοσης 30.12.2007, 30.8.2008, 30.12.2008 και 30.4.2008 της κάθε μιας αντιστοίχως, τις οποίες μεταβίβασε με οπισθογράφηση στο Ψ και τις οποίες ο τελευταίος εμφάνισε έτσι προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, την 5.4.2005 οπότε και δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων, γεγονός που γνώριζε ο πιο πάνω εκδότης κατηγορούμενος όταν τις εξέδωσε". Ακολούθως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, του ότι: "Στην ....., στις 5 Απριλίου 2005, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία "ΑΡΧΑΙΑ ΑΣΙΝΗ AE", με περισσότερες από μια πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος τέλεσε το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών που δεν πληρώθηκαν στον κομιστή τους γιατί δεν είχε τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής και πιο συγκεκριμένα εξέδωσε τις κάτωθι τέσσερις μεταχρονολογημένες επιταγές: 1) με αριθμό ..... με φερόμενη ημερομηνία εκδόσεως την 30-12-2007 ποσού [17.608,00] ευρώ 2) με αριθμό ..... με φερόμενη ημερομηνία εκδόσεως την 30-8-2008 ποσού [17.608,00] ευρώ 3) με αριθμό ..... με φερόμενη ημερομηνία εκδόσεως την 30-12-2008 ποσού [17.608,00] ευρώ 4) με αριθμό ..... με φερόμενη ημερομηνία εκδόσεως ΤΗΝ 30-4-2008 ποσού [17.608,00] ευρώ για να πληρωθούν από την Τράπεζα ALPHA BANK, σε διαταγή του ιδίου, νομίμως περιελθούσες εξ οπισθογραφήσεως στον εγκαλούντα Ψ, ο οποίος είναι και νόμιμος κομιστής αυτών. Και αφού εμφανίσθηκαν προς πληρωμή στον ανωτέρω χρόνο και δη στις 5-4-2005 δεν πληρώθηκαν από την πληρώτρια Τράπεζα γιατί δεν υπήρχε αντίκρισμα", στη συνέχεια δε επέβαλε σ'αυτόν ποινή φυλακίσεως δέκα οκτώ μηνών, την οποίαν μετέτρεψε προς 4,40 ευρώ την ημέρα, και χρηματική ποινή 5.000 ευρώ.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 ΠΚ και 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε. Ειδικότερα δε σε σχέση με το υποκειμενικό στοιχείο της πιο πάνω πράξεως, δηλαδή το δόλο, δεν υπήρχε ανάγκη ειδικής αιτιολογίας, αφού αυτός ενυπάρχει στα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική της υπόσταση και εξυπακούεται η ύπαρξη του από την πραγμάτωση αυτών. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ δεύτερος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Η απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, εκτείνεται όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική δηλαδή ή αθωωτική απόφαση του Δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του Δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση του Δικαστηρίου, που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου γιοι αναβολή της δίκης λόγω σημαντικών αιτίων, κατά το άρθρο 349 του ΚΠοινΔ., πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, εφόσον η αίτηση υποβάλλεται παραδεκτά και είναι ορισμένη, έστω και αν η παραδοχή ή απόρριψη μιας τέτοιας αιτήσεως, έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως για ελλιπή αιτιολογία.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 22143/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο παρέστη ως πολιτικώς ενάγων ο εγκαλών κομιστής των επίμαχων επιταγών Ψ δια εξουσιοδοτηθέντος προς τούτο συνηγόρου και όχι αυτοπροσώπως και ο συνήγορος του κατηγορουμένου ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της υποθέσεως προκειμένου να προσέλθει αυτοπροσώπως ο άνω μάρτυρας κατηγορίας, καθώς και ο απολιπόμενος μάρτυρας Α, γιατί "αμφισβητούσε το συμφωνητικό, την έκδοση και την παράδοση των επιταγών". Το Δικαστήριο, ακολούθως, απέρριψε με παρεμπίπτουσα απόφασή του το αίτημα αναβολής της δίκης ως ουσιαστικά αβάσιμο με την εξής αιτιολογία: "Το αξιόποινο της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής δεν επηρεάζεται από την έλλειψη κάθε αιτίας ή οφειλής του εκδότη, διότι δεν ασκεί επιρροή η εσωτερική σχέση μεταξύ εκδότη και λήπτη της επιταγής. Ούτε αίρεται το άδικο της πράξης, αν η ενσωματωμένη στην επιταγή απαίτηση είναι μη αγώγιμη ή δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά του εκδότη, λόγω του ανυπάρκτου ή του παρανόμου της αιτίας (βλ. ΑΠ 966/2006). Κατόπιν αυτών το αίτημα του κατηγορουμένου για την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης για να τιμωρηθούν και εμφανισθούν οι απολιπόμενοι μάρτυρες που γνωρίζουν να καταθέσουν για την αιτία έκδοσης των επιταγών και αν αυτές οφείλονται με βάση αυτή ή όχι, κρίνεται απορριπτέο ως αβάσιμο". Έτσι, που αποφάνθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην ειρημένη προπαρασκευαστική απόφαση του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις, στις οποίες στηρίχθηκε το άνω Δικαστήριο για να οδηγηθεί στην προεκτεθείσα κρίση του για απόρριψη του άνω περί αναβολής της δίκης αιτήματος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου. Επομένως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ο τέταρτος εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος (αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίον πλήττεται η προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφαση για αναιτιολόγητη απόρριψη του άνω αιτήματος αναβολής της δίκης.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 99 παρ. 1 του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 2479/1997, "αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανώτερη των έξι μηνών με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις, οι ποινές των οποίων δεν υπερβαίνουν συνολικά το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο με την απόφαση του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82, είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει με σαφήνεια, ότι το δικαστήριο υποχρεούται να ελέγξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτέλεσης της ποινής και να αποφασίσει σχετικά και χωρίς την υποβολή σχετικού αιτήματος για το ζήτημα της αναστολής, αλλά και να αιτιολογήσει ειδικά την τυχόν αρνητική κρίση του και ότι αν προχωρήσει στη μετατροπή της ποινής, χωρίς προηγουμένως να αποφασίσει επί της αναστολής αυτής, υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του και υποπίπτει στην ελεγχόμενη αναιρετικά πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, εκ της οποίας ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ.
Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το ανωτέρω δικαστήριο, αφού επέβαλε στον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης δέκα οκτώ μηνών, μετέτρεψε αυτή σε χρηματική ποινή προς 4,40 ευρώ την ημέρα, χωρίς προηγουμένως να ερευνήσει τις προϋποθέσεις αναστολής της ποινής, όπως όφειλε, ανεξάρτητα της μη υποβολής σχετικού αιτήματος από τον παριστάμενο πληρεξούσιο δικηγόρο του κατηγορουμένου, και χωρίς καμία αιτιολογία που να δικαιολογεί τη μη αναστολή της ποινής. Έτσι, όμως, το δικαστήριο με το να μην ελέγξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτελέσεως της άνω ποινής, υπερέβη αρνητικά την εξουσία του και υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ., που προβάλλεται με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
Συνεπώς, κατά μερική παραδοχή της αιτήσεως, πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί εν μέρει και μόνο κατά τη διάταξη αυτής περί μετατροπής της επιβληθείσας στον κατηγορούμενο ποινής φυλακίσεως των 18 μηνών, παραπεμφθεί δε κατά τούτο και μόνο η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωσε, το οποίο όμως θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ'αριθμ. 22143/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και μόνο κατά τη διάταξη αυτής περί μετατροπής της επιβληθείσας στον κατηγορούμενο Χ ποινής φυλακίσεως των δέκα οκτώ (18) μηνών. Και
Παραπέμπει κατά το πιο πάνω αναιρούμενο μέρος, την υπόθεση αυτή για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Σεπτεμβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ