Θέμα
Φοροδιαφυγή, Παραγραφή, Νόμος επιεικέστερος.
Περίληψη:
Φοροδιαφυγή. Η παρ. 8 του άρθρ. 2 Ν. 2954/2001 με την οποία τροποποιήθηκε το καθεστώς της παρα-γραφής για το αδίκημα του άρθρ. 19 του Ν. 2523/1997 ώστε να αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο από την παλαιότερη ρύθμιση, αφού σύμφωνα με την τελευταία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της ασκηθείσας προσφυγής και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής. Απορρίπτει ως αβάσι-μους λόγους αναιρέσεως από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Η ΚΠΔ.
Αριθμός 2286/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Mιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου: Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόριο Λαγομάτη, περί αναιρέσεως της 259/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Γιαννιτσών. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών, το οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Ευριπίδης Τσιτσέλης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Γιαννιτσών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Απριλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 762/2007.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής αναφορικά με την έκδοση και αποδοχή των εικονικών φορολογικών στοιχείων.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 19 παρ. 1 εδ. α' του ν. 2523/1997, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με την παρ. 1 του άρθρου 40 του ν. 3220/2004, ? όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει δηλώσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρεία, κοινοπραξία, κοινωνία, ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται, κατά του πραγματικού υπεύθυνου που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής , θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αξίας (παρ. 4). Ως προς την παραγραφή ο νόμος 2523/1997, με την παρ. 10 του άρθρου 21 όριζε αρχικά ότι "η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της". Η διάταξη αυτή του άρθρου 21 παρ. 10 για το χρόνο έναρξης της παραγραφής, ισχύει, εφόσον ο νόμος δεν κάνει διάκριση, και επί των εγκλημάτων του άρθρου 19 του νόμου, έστω και αν για τα εγκλήματα αυτά, η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. 3 του ν.2528/1997, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά και δεν έχει προϋπόθεση, όπως ισχύει για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18 του ίδιου νόμου, την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου επί της ασκηθείσας προσφυγής και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής (άρθρο 21 παρ. 2 εδ. 1 ν. 2523/1997). Από το γεγονός ότι στην περί παραγραφής διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 εδ. α ο νόμος θέτει ως αφετηρία της παραγραφής την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της ασκηθείσας προσφυγής κλπ και κατά τούτο εναρμονίζεται με την τιθέμενη στο άρθρο 21 παρ. 2 εδ. α δικονομική προϋπόθεση της άσκησης ποινικής διώξεως για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18 του νόμου, δεν προκύπτει ότι για το αδίκημα του άρθρου 19 για το οποίο τίθεται διάφορη προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής δίωξης, ο νόμος με ηθελημένο κενό αφήκε αρρύθμιστο το θέμα της παραγραφής του τελευταίου αυτού αδικήματος, ώστε επί αυτού, αναφορικά με το χρόνο τέλεσης, να ισχύουν οι γενικές περί παραγραφής διατάξεις του ΠΚ. Με το άρθρο 2 παρ. 8 του ν. 2954/2001 προστέθηκε στο άρθρο 21 παρ. 10 του ν. 2523/1997 δεύτερο εδάφιο, κατά το οποίο "στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον προϊστάμενο της αρχής που διενέργησε τον έλεγχο". Η τελευταία όμως αυτή ρύθμιση που δεν ήρθε να καλύψει κατά τα προεκτεθέντα , νομικό κενό, είναι ευμενέστερη για το δράστη της αξιόποινης πράξης του άρθρου 19, εκείνης του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο για την έναρξη αυτής και επομένως θα τύχει εφαρμογής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ και για τα εγκλήματα που τελέστηκαν προ της ισχύος, τη 2α Νοεμβρίου 2001. Εξάλλου, η παραγραφή της πράξεως, η οποία είναι θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου και η χρονική διάρκεια της οποίας ορίζεται για τα πλημμελήματα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 του ΠΚ, πενταετής, αρχίζει κατά τη διάταξη του άρθρου 112 του ίδιου Κώδικα, από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν ορίζεται άλλως (όπως στα εγκλήματα του άρθρου 19 του ν. 2523/1997) και αναστέλλεται κατά τη διάταξη του άρθρου 113 του ΠΚ, κατά τη διάρκεια της κύριας διαδικασίας, που αρχίζει με την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος, λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Γιαννιτσών, που δίκασε κατ' έφεση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά τα άρθρα 98 ΠΚ και 19 παρ.1,4 του ν. 2523/1997, για κατ' εξακολούθηση έκδοση και αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων (Δελτίων Αποστολής-Τιμολογίων Πώλησης), και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετίαν. Η πράξη αυτή διώκεται σε βαθμό πλημμελήματος, και φέρεται να έχει τελεστεί κατά το χρονικό διάστημα από 16-4-1999 έως 20-3-2001, διαπιστώθηκε δε στις 23-7-2003, με την έκθεση ελέγχου του Σ.Δ.Ο.Ε., Περ/κή Δ/νση Δυτικής Μακεδονίας, Αριθμ. Υποθ. ...... Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για όλες τις ως άνω πράξεις. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ο συνήγορος του κατηγορουμένου προέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό περί παραγραφής των μερικότερων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, λόγω παρόδου πενταετίας, από τις 16-4-1999 και8-5-1999 και μέχρι της επιδόσεως του κλητήριου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο στις 30-9-2004. Επί του ζητήματος αυτού η προσβαλλόμενη απόφαση μετά την παράθεση του νομικού μέρους του εγκλήματος της έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων και της παραγραφής, δέχτηκε τα επόμενα. Στην προκείμενη περίπτωση για την πράξη της παράβασης του άρθρου 19 του ν. 2523/1997, (έκδοση και αποδοχή εικονικών τιμολογίων, κατ' εξακολούθηση), φερομένη ως τελεσθείσα από τον κατηγορούμενο την 16-4-1999 και την 8-5-1999, εκδοθέντων των υπ' αριθμ. ..... και ...... τιμολογίων, αντίστοιχα, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην πιο πάνω νομική σκέψη, ο χρόνος διαπίστωσης αυτής προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον Προϊστάμενο της Αρχής που τον ενήργησε, ήτοι την ......(βλ. 'Εκθεση Ελέγχου του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος-Περ/κή Δ/νση Δυτικής Μακεδονίας-Έδρα Κοζάνη-Αριθμ. Υποθ. .....) και συνεπώς, έκτοτε, μέχρι του χρόνου επίδοσης του κλητήριου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο στις 30-9-2004 δεν παρήλθε πενταετία, ώστε να έχει υποπέσει σε παραγραφή. Κατ' ακολουθίαν αυτών ο αυτοτελής ισχυρισμός του συνηγόρου του κατηγορουμένου, που τον εκπροσωπεί στην παρούσα δίκη, περί παραγραφής, πρέπει να απορριφθεί.? Με αυτά που δέχτηκε η προσβαλλόμενη απόφαση αναφορικά με τη χρονική αφετηρία της πενταετούς παραγραφής για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης από τον κατηγορούμενο εικονικών φορολογικών στοιχείων, που είναι εκείνη της ημερομηνίας θεώρησης του πορίσματος του φορολογικού ελέγχου και με την παραδοχή της ότι μέχρι την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος δεν είχε παρέλθει πενταετία για τις δύο ως άνω μερικότερες πράξεις, σωστά τις προαναφερόμενες διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε και με το να προχωρήσει και καταδικάζει τον αναιρεσείοντα, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας.
Συνεπώς είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως που υποστηρίζει τα αντίθετα.
Έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ. ΚΠοινΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. (Ολ.ΑΠ 1/2005). Στην προκείμενη περίπτωση το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του ότι, από τη συνεκτίμηση των μέσων αποδείξεως που αναφέρει και προσδιορίζει κατ' είδος, ήτοι από τα έγγραφα που ανεγνώσθησαν στο ακροατήριο και τη μαρτυρία του μάρτυρα κατηγορίας, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο, αποδείχτηκε ότι ο κατηγορούμενος, ενώ διατηρούσε στα ...... επιχείρηση με αντικείμενο την εμπορία λιπαντικών, ελαστικών κ.λ.π., α) αποδέχτηκε εικονικά φορολογικά στοιχεία και συγκεκριμένα 1) Το υπ' αριθμ. ..... Δ.Α-Τ.Π. δυνάμει του οποίου φερόταν ότι είχε αγοράσει τρεις (3) μοτοσικλέτες, αξίας 1.950.000 δρχ. από τον Ε1 ο οποίος φερόταν ότι διατηρούσε εικονική επιχείρηση στο . .....και 2) το υπ' αριθμ....... Δ.Α.-Τ.Π., δυνάμει του οποίου φερόταν ότι είχε αγοράσει ορυκτέλαια, αξίας 4.165.000 δρχ. από το Ε2 ο οποίος φερόταν ότι διατηρούσε ανάλογη επιχείρηση στη ....... και τα οποία ήταν εικονικά, αφού οι συναλλαγές είχαν πραγματοποιηθεί με διαφορετικά άγνωστα πρόσωπα και όχι με τα αναγραφόμενα σ' αυτά, αφού αυτοί ουδέποτε διατηρούσαν τις αναγραφόμενες στα στοιχεία επιχειρήσεις, β) εξέδωσε εικονικά φορολογικά στοιχεία και συγκεκριμένα 1)ενώ πώλησε στο Θ1 λάστιχα και λιπαντικά, αξίας 838.000 και 2.315.000 δρχ. εξέδωσε τα υπ' αριθμ. .... και..... Δ.Α.-Τ.Π. με φερόμενο ως πωλητή τονΕ1 και 2)ενώ πώλησε στον Θ2 τέσσερα (4) ελαστικά και δύο μπαταρίες, αξίας 555.800 δρχ. εξέδωσε το υπ' αριθμ. ..... Δ.Α.-Τ.Π. με φερόμενο ως πωλητή τοΕ2 Ειδικότερα, από την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας προέκυψε ότι ο Ε2 ουδέποτε άσκησε τη δραστηριότητα του εμπόρου, παρότι είχε κάνει έναρξη επιχείρησης στην Αθήνα και είχε θεωρήσει φορολογικά στοιχεία, ουδέποτε όμως έκανε πραγματικές συναλλαγές, ενώ ο Ε1 , ο οποίος βρισκόταν έγκλειστος στις φυλακές κατά το χρόνο του ελέγχου, είχε κάνει έναρξη επιχείρησης στη ....... παρ' ότι δε και αυτός μίσθωσε ειδικό επαγγελματικό χώρο και θεώρησε τιμολόγια ουδέποτε λειτούργησε στην πραγματικότητα επιχείρηση. Τα ως άνω τιμολόγια ήταν εικονικά ως προς τον εκδότη. Εκδότης δεν ήταν ο Ε1 και ο Ε2 αλλά τρίτο άτομο. Και β) εξέδωσε εικονικά φορολογικά στοιχεία και συγκεκριμένα 1) ενώ πώλησε στοΘ1 λάστιχα και λιπαντικά, αξίας 838.000 και 2.315000 δρχ., εξέδωσε στις 8-5-1999 και στις 15-12-1999 τα υπ' αριθμ. .... και ..... Δ.Α.-Τ.Π. ,με φερόμενο ως πωλητή τονΕ1 και 2) ενώ πώλησε στονΘ2 τέσσερα (4) ελαστικά και δύο μπαταρίες, αξίας 555.800 δρχ., εξέδωσε στις 20-3-2001 το υπ' αριθμ. ..... Δ.Σ.-Τ.Π. με φερόμενο ως πωλητή τοΕ2.Το γεγονός δε της μη έκδοσης των ως άνω φορολογικών στοιχείων από τον Ε2 και το Ε1 το κατέθεσε ρητά και κατηγορηματικά ο μάρτυρας κατηγορίας, ο οποίος συγκεκριμένα κατέθεσε ότι οι Θ2 και Θ1 του ανέφεραν ότι εκδότης αυτών είναι ο κατηγορούμενος και όχι οι φερόμενοι ως εκδότες τους (Ε1 και Ε2 ), οι οποίοι, κατά τα προεκτεθέντα, ουδέποτε άσκησαν στην πραγματικότητα εμπορική δραστηριότητα. Με τις παραδοχές αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 13 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης, οι αποδείξεις, από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε και εκ πλαγίου. Ειδικότερα, δεν ήταν αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας να διαλαμβάνονται στην απόφαση τα στοιχεία των προσώπων με τα οποία πραγματοποιήθηκαν οι πραγματικές συναλλαγές, αφού άλλωστε, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, τα πρόσωπα αυτά ήταν άγνωστα. Κατ' ακολουθίαν τούτων πρέπει ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της απαιτούμενης κατά το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 22 του ν. 3693/1957 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 για αναίρεση της 259/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Γιαννιτσών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, που ορίζει σε τριακόσια (300)ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Δεκεμβρίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Δεκεμβρίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ