Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 843 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Δυσφήμηση συκοφαντική, Κατηγορούμενος, Μάρτυρες, Πρόσθετοι λόγοι.




Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμηση. Απορρίπτεται ο περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας λόγος αναιρέσεως, ως αβάσιμος. Η διάταξη του άρθρου 358 ΚΠΔ για την εξέταση των μαρτύρων δεν υποχρεώνει τον διευθύνοντα να δίδει το λόγο αυτοβούλως στον κατηγορούμενο και εκ της παραλήψεως δεν δημιουργείται ακυρότης. Απορρίπτει αίτηση και πρόσθετο λόγο.





Αριθμός 843/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη-Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης χ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Παπασίμο, για αναίρεση της 4105/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγουσα την ψ1, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Ιουνίου 2007 αίτησή της καθώς και στο 30 Ιανουαρίου 2008 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1240/2007.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, αντικειμενικώς μεν ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον ενώπιον τρίτου ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και αφετέρου, τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε.
Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς και κατά το είδος τους και χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθέναχωριστά και να γίνεται αξιολογική συσχέτιση αυτών, όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Η εν λόγω αιτιολογία, όταν για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, όπως συμβαίνει πρέπει να εκτείνεται και σ' αυτόν. Η ίδια αιτιολογία απαιτείται και για την απόρριψη τωναυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, δηλαδή των ισχυρισμών που προτείνονται και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, εφόσον βεβαίως είναι σαφείς και ορισμένοι, δηλαδή αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωση τους, διότι αλλιώς, είναι απαράδεκτοι, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση τουδικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψη τους. Τέτοιος ισχυρισμός είναι και ο προβλεπόμενος από το άρθρο 367 παρ.1 ΠΚ, κατά τον οποίο δεν αποτελούν άδικη πράξη οι εκδηλώσεις που γίνονται για τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, αλλά όπως συνάγεται από την παρ.2 του ίδιου άρθρου ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να προταθεί μόνο όταν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση της απλής δυσφήμησης (άρθ.362 ΠΚ) ή τηςεξύβρισης (άρθ. 361 παρ.1 ΠΚ), όχι όμως και όταν οι εκδηλώσεις αυτές περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης του άρθρου 363 ΠΚ, δηλαδή όταν υπάρχει διάδοση ή ισχυρισμός ενώπιον τρίτων ψευδούς ισχυρισμού, εν γνώσει του ψευδούς. Στην τελευταία περίπτωση εφόσον οσχετικός ισχυρισμός δεν είναι νόμιμος, η απόρριψη του δεν χρήζει ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, το κατ'έφεση δικάσαν Τριμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, που αλληλοσυμπληρώνονται, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ'είδος μνημονεύει, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή μεταφορά: Η κατηγορουμένη χ1 στις 10-9-2001, επέδωσε προς τον ιατρό καρδιολόγο Β1, την από 7-9-2001 εξώδικη διαμαρτυρία μετά προσκλήσεως δηλώσεως που απεύθυνε στον άνω ιατρό, με την οποία τον καλούσε να εμφανιστεί στις 12-9-2001 ημέρα Τετάρτη και ώρα 17.00', ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών Αλεξάνδρου Μπουρνάζου, προκειμένου να επιβεβαιώσει ή ανακαλέσει την από ....... ιατρική γνωμάτευση, που είχε χορηγήσει στους ιατρούς ....., ...... και Β2, προκειμένου να την χρησιμοποιήσουν ως αποδεικτικό στοιχείο στην μεταξύ τους αντιδικία, λόγω των γνωματεύσεών τους αναφορικά με την κατάσταση της υγείας και ιδίως της ψυχοδιανοητικής τοιαύτης, του πατέρα της ψ (εγκαλούντος). Στην άνω εξώδικη δήλωση, πρόσκληση, διαμαρτυρίας της η κατηγορουμένη ισχυρίσθηκε μεταξύ άλλων για τον εγκαλούντα πατέρα τους, ότι αυτός δεν διαθέτει ακοή, ότι δεν δύναται να γράψει και να εκθέσει γεγονότα, ότι δεν δύναται να αντιληφθεί το περιεχόμενο εγγράφου, ότι δεν δύναται να αναγνώσει έγγραφα, ότι στερείται πνευματικής διαύγειας και ικανότητας προς επικοινωνία, ότι δεν αντιλαμβάνεται τα δρώμενα εις το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον και ότι πάσχει από αμνησία, καθόσον δεν ενθυμείται πραγματικά περιστατικά τόσον του παρελθόντος όσον και των προηγούμενων ημερών. Των ανωτέρω ισχυρισμών της κατ/νης έλαβε γνώση ο εγκαλών πατέρας της και υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών την από 27-9-2001 έγκλησή του, ισχυριζόμενος ότι, όλα τα ανωτέρω είναι ψευδή και η κατ/νη τελούσε εν γνώσει τους αναληθείας τους, με τη διάδοση δε των γεγονότων αυτών, των οποίων έλαβαν γνώση ο ιατρός προς ον επιδόθηκε το άνω εξώδικο, ο επιμελητής που το επέδωσε και ο προαναφερόμενος Συμβολαιογράφος, αποσκοπούσε η κατ/νη να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του. Με βάση τη μήνυση αυτή ασκήθηκε κατά της κατηγορουμένης ποινική δίωξη και παραπέμφθηκε να δικασθεί ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, με την εκκαλουμένη δε απόφαση καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών η οποία ανεστάλη επί τριετία. Επί των όσων η κατ/νη ισχυρίσθηκε στο άνω εξώδικο, προκύπτουν τα εξής:Ο εγκαλών ψ από του έτους 1997 είχε χειρουργηθεί για καρκίνο του λάρυγγος και έκτοτε είχε τραχειοστομία, ενώ παράλληλα είχε και πρόβλημα βαρηκοΐας, χωρίς όμως να αποκλείεται εξ αιτίας αυτών τελείως η δυνατότητα να ομιλεί, να ακούει και να συνομιλεί με τρίτους, έστω και δυσχερώς, κατά το χρόνο που επιδόθηκε το άνω εξώδικο (10-9-2001). Κατά το χρόνο αυτό ήταν ηλικίας 93 ετών (γεννήθηκε το 1908) και έπασχε από αποφρακτική πνευμονοπάθεια και καρδιακή ανεπάρκεια, ουδόλως όμως εμποδίζετο εξ αιτίας αυτών να αντιλαμβάνεται τα δρώμενα σο κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον. Κυρίως όμως ο εγκαλών είχε ακμαίες τις διανοητικές του ικανότητες και είχε πλήρη επίγνωση των πράξεών του και του περιβάλλοντος. Η κατ/νη είχε πλήρη γνώση της άνω κατάστασης του εγκαλούντος πατέρα της, καθόσον από του έτους 2000, που λύθηκε ο γάμος της, κατοικούσε στην ίδια οικία μ'αυτόν (... αρ.... Παλ. Ψυχικό) και είχε λάβει γνώση των γνωματεύσεων όλων των γιατρών, που κατά την περίοδο από το Δεκέμβριο του 2000 έως το Δεκέμβριο του 2001 του είχαν επισκεφθεί για να τον εξετάσουν τόσον από παθολογικής απόψεως όσον και απόψεως ψυχοδιανοητικής. Τα ανωτέρω προκύπτουν, από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και αυτών της πολιτικώς ενάγουσας κυρίως δε από τα όσα κατέθεσε ενόρκως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ιατρός Β2. Προκύπτουν όμως και από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και κυρίως τις ιατρικές γνωματεύσεις των γιατρών που εξέτασαν τον εγκαλούντα την περίοδο από το Δεκέμβριο του έτους 2001. Δεν αναιρούνται δε τα ανωτέρω, ούτε από τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν από την πλευρά της κατ/νης και αναγνώσθηκαν, ούτε και από τις καταθέσεις των μαρτύρων της υπεράσπισης, οι οποίοι δεν είναι ιατροί και αρκούνται να εμφανίζουν την κατάσταση της υγείας του εγκαλούντος από παθολογικής κυρίως απόψεως και ειδικότερα την κατάστασή του λόγω της λαρυγγοεκτομής που είχε υποβληθεί και εν γένει των συμπτωμάτων λόγω της ηλικίας του, που όμως δεν είχαν επηρεάσει τις διανοητικές του λειτουργίες, ούτε τον είχαν δημιουργήσει τέτοιους φύσεως ψυχικά προβλήματα, συνεπεία των οποίων να έχει αποκοπεί από το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον του. Επίσης, δεν αναιρούνται τα ανωτέρω από την ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη του νευρολόγου-ψυχιάτρου Β3, που απεικονίζει την κατάσταση του εγκαλούντος όπως αυτής είχε διαμορφωθεί το Μάϊο του 2003 και σύμφωνα με την οποία τότε δεν είχε ικανότητα προς δικαιοπραξία, χωρίς όμως να μπορεί να αποφανθεί για το ποια ήταν η κατάστασή του, κατά την περίοδο από το Δεκέμβριο του 2000 έως το Δεκέμβριο του 2001. 'Αλλωστε, λίγους μήνες μετά τη διενέργεια της άνω πραγματογνωμοσύνης (......), ο εγκαλών απεβίωσε (συγκεκριμένα πέθανε 28-11-2003). Ακόμη, ούτε από την κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης ....., ο οποίος απομαγνητοσκόπησε κασέτες, με συνομιλίες εντός της οικίας του εγκαλούντος, στην οποία, όπως προαναφέρθηκε, κατοικούσε και η κατ/νη, αναιρούνται, τα όσα ανωτέρω αποδείχθηκαν. Το περιεχόμενο των άνω κασετών, αποτυπώθηκε σε έγγραφο, το οποίο αναγνώσθηκε, σε τρόπον ώστε εξ αυτού του λόγου να μην είναι αναγκαία να διαταχθεί απομαγνητοσκόπηση των άνω κασετών, αλλά κυρίως για το λόγο, ότι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελές αποδεικτικό μέσον, αφού λήφθηκαν κατά παράνομο τρόπο και ως εκ τούτου το σχετικό αίτημα αναβολής της υποθέσεως για το σκοπό αυτό πρέπει να απορριφθεί. Των ανωτέρω ψευδών γεγονότων που διέδωσε η κατ/νη εις βάρος του εγκαλούντος έλαβαν γνώση ο καρδιολόγος Β1 στον οποίο επιδόθηκε το εξώδικο, ο επιδώσας αυτό δικαστικός επιμελητής ....... και ο Συμβολαιογράφος ενώπιον του οποίου καλείτο να εμφανισθεί ο άνω ιατρός Αλέξανδρος Μπουρνάζος. Είχε δε δόλο να τελέσει την άνω πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης η κατ/νη, αφού η τελευταία ηθελημένα ισχυρίσθηκε και διέδωσε ενώπιον των ανωτέρω τρίτων τα παραπάνω γεγονότα, εν γνώσει τους ότι αυτά μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος πατέρα τους, τον οποίο εμφάνιζε να μην έχει καμία επαφή με το κοινωνικό και φυσικό το περιβάλλον και να στερείται των πνευματικών του λειτουργιών, ενώ παράλληλα είχε πλήρη γνώση ότι αυτά που ισχυρίσθηκε και διέδωσε ήσαν ψευδή. Τέλος η κατ/νη προέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό, ότι μετά όσα ανωτέρω ισχυρίσθηκε και διέδωσε εις βάρος του εγκαλούντος, δεν ήθελε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη αυτού, αλλά σαν σκοπό είχε να διαφυλάξει και να προστατεύσει την περιουσία της ίδιας και της ανήλικης θυγατέρας της, ενόψει της αγωγής που άσκησαν εις βάρος της οι δικηγόροι του πατέρα της, μετά τη χορήγηση σ'αυτές συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου, που καταρτίσθηκε τέλος Δεκεμβρίου του 2000 και μετά από την γνωμάτευση του ιατρού Β2, περί της άρτιας ψυχοδιανοητικής του κατάστασης και της συνεπεία τούτου πλήρους δικαιοπρακτικής ικανότητά του, το περιεχόμενο της οποίας επιβεβαίωνε ο άνω ιατρός Β1, με νεώτερη γνωμάτευσή του. Με την αγωγή δε αυτή ο εγκαλών πατέρας την επεδίωκε την ανάκληση της δωρεάς που είχε κάνει προς αυτήν, της ψιλής κυριότητας της προαναφερόμενης οικίας του στο ...... Αττικής, ισχυριζόμενος ότι αυτός (κατ/νη) είχε επιδείξει αχαριστία προς τον τελευταίο.(εγκαλούντα). 'Όμως, και υπό την εκδοχή ότι η κατ/νη με τα προαναφερόμενα δυσφημιστικά γεγονότα και ισχυρισμός εις βάρος του εγκαλούντος, επεδίωκε να διαφυλάξει το άνω δικαίωμά της, ή χάριν άλλου δεδικαιολογημένου ενδιαφέροντός της, προέβη στα ανωτέρω, δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της άνω πράξης της (συκοφαντικής δυσφήμησης-άρθρο 363ΠΚ). καθόσον, στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 367 παρ.1 ΠΚ, αφού, σύμφωνα με την παρ.2 του εν λόγω άρθρου, η διάταξη της παρ.1 αυτού, δεν εφαρμόζεται, όταν οι κρίσεις και οι εκδηλώσεις που αναφέρονται στην τελευταία αυτή παράγραφο, περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης του άρθρου 363 ΠΚ, όπως συμβαίνει εν προκειμένου.
Με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη για συκοφαντική δυσφήμηση και επέβαλε εις αυτήν ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, ανασταλείσαν επί 3τίαν. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφαση την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις και στοιχειοθετείται την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία πείστηκε γι'αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 363-362 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με την παραδοχή δηλαδή, ασαφών, ελλειπών ή αντιφατικών αιτιολογικών. Ειδικότερα, παρατίθενται στην απόφαση τα γεγονότα, τα οποία είναι ψευδή και περαιτέρω αιτιολογίες το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα τον άμεσο δόλο της κατηγορουμένης με την έκθεση στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεώς του των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία προκύπτει η γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας (επίγνωσης) της κατηγορουμένης για την αναλήθεια των διαδοθέντων γεγονότων, όπως αυτά στο διατακτικό της πληττομένης αποφάσεως εξειδικεύονται. Πιο συγκεκριμένα το δικαστήριο την κρίση του περί της γνώσεως της κατηγορουμένης για την αναλήθεια των υπ'αυτής διαδοθέντων γεγονότων την στηρίζει στο ότι αυτή, από του έτους 2000, που λύθηκε ο γάμος της, κατοικούσε στην ίδια οικία με τον πατέρα της και είχε λάβει γνώση των γνωματεύσεων όλων των γιατρών που, από τον Δεκέμβριο του έτους 2000 έως τον Δεκέμβριο του έτους 2001, τον είχαν επισκεφθεί για να τον εξετάσουν. Στις καταθέσεις όλων των εξετασθέντων μαρτύρων, μεταξύ των οποίων εξαίρεται η κατάθεση του ιατρού Β2 καθώς και σε όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, χωρίς να εξαιρέσει κανέναν μάρτυρα και κανένα έγγραφα. Μάλιστα με ειδική σκέψη αντικρούσει την ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη του νευρολόγου-ψυχιάτρου Β3, γιατί δέχεται ότι (η πραγματογνωμοσύνη αυτή) απεικονίζει την κατάσταση του εγκαλούντος, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί σε μεταγενέστερο χρόνο και δη κατά τον μήνα Μάϊο 2003, χωρίς (ο πραγματογνώμων) να μπορεί να αποφανθεί περί της καταστάσεώς του κατά την περίοδο από Δεκέμβριο 2000 έως τον Δεκέμβριο του έτους 2001.
Περαιτέρω, ως εκ περισσού αιτιολογεί η απόφαση την απόρριψη του εκ του άρθρου 367 παρ.1γ ΠΚ προβληθέντος από την κατηγορουμένη ισχυρισμού, περί άρσεως του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως, ως εκ του ότι επεδίωξε να προστατεύσει το νόμιμο δικαίωμά της, με την αναφορά στο σκεπτικό ότι η παραπάνω διάταξη δεν τυγχάνει εφαρμογής επί συκοφαντικής δυσφημήσεως, την οποία δέχεται ότι ετέλεσε και για την οποία καταδίκασε την κατηγορουμένη. Ενόψει των ανωτέρω, ο από το άρθρο 510 παρ. 1Δ ΚΠΔ μοναδικός λόγος του κυρίου δικογράφου, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος και καθό μέρος με αυτόν πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος.
Η διάταξη του άρθρου 3358 ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία, μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα δικαιούνται και οι διάδικοι να ενεργήσουν κάθετι που συντελεί στην εξακρίβωση της αλήθειας, δεν υποχρεώνει τον διευθύνοντα να δίδει το λόγο στον κατηγορούμενο αυτοβούλως και από την παράλειψη αυτή δεν δημιουργείται ακυρότητα.
Επομένως, ο μοναδικός λόγος του προσθέτου δικογράφου, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος.
Απορριπτομένων των λόγων αναιρέσεως τόσο του κυρίου δικογράφου, όσο και του προσθέτου, πρέπει η αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).

Για τους λόγους αυτούς

Απορρίπτει την από 29-6-2007 αίτηση και τους από 30 Ιανουαρίου 2008 προσθέτους λόγους για αναίρεση της υπ'αριθμ. 4105/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2008.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Μαρτίου 2008.



Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



<< Επιστροφή