Θέμα
Αποδοχές μισθωτού.
Περίληψη:
Οι αναιρεσείοντες, εργαζόμενοι στην ΔΕΥΑΑ, δεν δικαιούνται τα έξοδα κίνησης, με βάση τις διατάξεις που ισχύουν για τους ΟΤΑ, την αρχή της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης. Η διαφορετική νομοθετική ρύθμιση δικαιολογείται από γενικότερους λόγους κοινωνικού συμφέροντος, ενόψει του ότι, ως εργαζόμενοι σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, ανήκουν σε διαφορετική κατηγορία από εκείνη των υπαλλήλων των ΟΤΑ, και των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ., στους οποίους χορηγείται η επίμαχη παροχή.
Αριθμός 903/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ανδρέα Δουλγεράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένων του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Σπυρίδωνος Ζιάκα και της αρχαιοτέρας της συνθέσεως Αρεοπαγίτου Βαρβάρας Κριτσωτάκη), Νικόλαο Πάσσο, Νικόλαο Τρούσα, Δημήτριο Κόμη και Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 2 Απριλίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων - καλούντων: 1) Η. Τ. του Θ., εως και 58) Α. Δ. του Β., κατοίκων ... Εκπροσωπήθηκαν όλοι, πλην των 23ου και 54ου των αναιρεσειόντων, που δεν παραστάθηκαν, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χρήστο Νικολουτσόπουλο, ο οποίος δήλωσε στο ακροατήριο ότι: α) ο 23ος των αναιρεσειόντων Α. Γ. απεβίωσε στις 10-6-2008 και κληρονομήθηκε από τους μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του Ε. χα Α. Γ., Γ. Γ. του Α. και Μ. Γ. του Α., ... που συνεχίζουν την βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο και β) ο 54ος των αναιρεσειόντων Θ. Σ. απεβίωσε στις 7-2-2012 και κληρονομήθηκε από τους μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του 1) Α. Τ. του Σ., χα Θ. Σ., η οποία ενεργεί για λογαριασμό της και ως ασκούσα τη γονική μέριμνα και επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων της Σ. Σ. του Θ., Δ. Σ. του Θ., Δ. Σ. του Θ. και Γ. Σ. του Θ. και 2) Κ. Σ. του Θ., ... που συνεχίζουν την βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο.
Του αναιρεσιβλήτου - καθ' ου η κλήση: ΝΠΙΔ με την επωνυμία "Δημοτική Επιχείρηση Υδρεύσεως - Αποχέτευσης Αγρινίου" (ΔΕΥΑ Αγρινίου), που εδρεύει στο Αγρίνιο και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Τζοβάρα, καθώς και από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παντελή Κιτσάκη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-10-2006 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και των ήδη αποβιωσάντων Α. Γ. και Θ. Σ., που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αγρινίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 74/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 22/2009 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 18-5-2010 αίτησή τους.
Εκδόθηκε η 122/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε την συζήτηση απαράδεκτη. Η υπόθεση επανέρχεται για συζήτηση με την από 2-3-2012 κλήση των καλούντων.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 3-3-2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 34, 35 ΑΚ, 62, 73, 313 παρ. 1 περ. δ' ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 286 επ. του ίδιου Κώδικα, που, εφαρμόζονται και στην αναιρετική δίκη, προκύπτει ότι, σε περίπτωση αποβίωσης κάποιου διαδίκου, πριν από την αμετάκλητη περάτωση της δίκης, αν ο θάνατός του επήλθε μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης, οπότε δεν υφίσταται εκκρεμής δικαστικός αγώνας, ούτε στάδιο εφαρμογής των διατάξεων για διακοπή και επανάληψη της δίκης, το, κατά της απόφασης αυτής, φερόμενο ως ασκηθέν από τον ήδη αποβιώσαντα ασκούμενο ένδικο μέσο της αναίρεσης είναι απαράδεκτο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την, από 11-6-2008, ληξιαρχική πράξη θανάτου της ληξιάρχου Αγρινίου Ε. Π., την οποία οι αναιρεσείοντες επικαλούνται και προσκομίζουν, πριν την άσκηση (20-5-2010) της κρινόμενης, από 18-5-2010, αίτησης αναίρεσης και, ειδικότερα, στις 10-6-2008, πέθανε στο
, ο εικοστός τρίτος ενάγων και ήδη αναιρεσείων Α. Γ. του Γ. Επομένως, εφόσον αυτός απεβίωσε πριν την άσκηση της αναίρεσης, η τελευταία, φερομένη ως ασκηθείσα απ' αυτόν (ήδη ανύπαρκτο πρόσωπο) είναι απαράδεκτη. Περαιτέρω, παραδεκτά, υπεισήλθαν και συνεχίζουν τη δίκη, μετά το θάνατο του 54ου αναιρεσείοντος Θ. Σ., που επήλθε στις 7-2-2012, δηλαδή μετά την άσκηση της αναίρεσης, οι μοναδικοί, εξ αδιαθέτου, κληρονόμοι του 1) Α. Τ. του Σ., δι' εαυτήν και ως ασκούσα τη γονική μέριμνα επί των ανήλικων τέκνων της Σ., Δ., Δ. και Γ. Σ. του Θ. και 2) Κ. Σ. του Θ.
Κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Η διάταξη αυτή καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών, με την έννοια ότι δεσμεύει και το νομοθέτη και τον υποχρεώνει, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μην αντιμετωπίζει κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας διακρίσεις ή εξαιρέσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, τη συνδρομή των οποίων ελέγχουν τα δικαστήρια.
Συνεπώς, αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλεισθεί από τη ρύθμιση αυτή, κατ' αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος, που επιβάλλει την ειδική εκείνη μεταχείριση, η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή αυτή μεταχείριση είναι ανίσχυρη, ως αντισυνταγματική. Στην περίπτωση αυτή, προς αποκατάσταση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, πρέπει να εφαρμοσθεί και για εκείνους, σε βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, η διάταξη που ισχύει για την κατηγορία υπέρ της οποίας θεσπίστηκε η ειδική ρύθμιση, διότι μόνο με τον τρόπο αυτό αίρεται η κατάσταση που δημιουργήθηκε από την παραβίαση της ανωτέρω αρχής. Εξάλλου, γενικότεροι λόγοι κοινωνικού συμφέροντος για τη διαφορετική νομοθετική ρύθμιση των αποδοχών κατηγοριών εργαζομένων, που παρέχουν την ίδια εργασία και υπό τις ίδιες συνθήκες, συντρέχουν όταν η κάθε κατηγορία παρέχει την εργασία κάτω από διαφορετικό νομικό καθεστώς ήτοι, όταν η μία κατηγορία παρέχει τις υπηρεσίες της με σχέση δημοσίου δικαίου και η άλλη με σχέση ιδιωτικού δικαίου ή προκειμένου περί κατηγοριών απασχολουμένων με σχέση ιδιωτικού δικαίου, όταν η μία απασχολείται στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ ή Ν.Π.Δ.Δ. και η άλλη σε Ν.Π.Ι.Δ. ή γενικώς στον ιδιωτικό τομέα. Περαιτέρω, το άρθρο 1 της από 21-12-2000 Κλαδικής ΣΣΕ "για τους όρους αμοιβής και εργασίας του, με σχέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου, προσωπικού των ΟΤΑ", που υπεγράφη μεταξύ των εκπροσώπων, αφ' ενός του Δημοσίου και του τότε "Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης" και αφ' ετέρου της "Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Προσωπικού Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΠΟΠ - ΟΤΑ)", ορίζει ότι "στις διατάξεις της υπάγεται το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου όλων των κατηγοριών και ειδικοτήτων, που απασχολείται στους Δήμους, στις Κοινότητες, στους Συνδέσμους, στα Ιδρύματα και στα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, των Δήμων και Κοινοτήτων και σε Οργανισμούς, που εξαρτώνται ή επιχορηγούνται από τους Δήμους ή τις Κοινότητες, με συμβάσεις εργασίας αορίστου και ορισμένου χρόνου και εφαρμόζεται αποκλειστικά στα μέλη των σωματείων που ανήκουν μόνο στη δύναμη της ΠΟΠ - ΟΤΑ...". Με το άρθρο 5 της ανωτέρω Κλαδικής ΣΣΕ, για τους υπαγομένους στο πεδίο εφαρμογής της, βάσει του ανωτέρω άρθρου 1 αυτής, ισχύει πλέον και η 2/83422/0022/5-12-2000 Κοινή Υπουργική απόφαση Υπουργών Εσωτερικών Δημοσίας Διοίκησης και Αποκέντρωσης & Οικονομικών, εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 5 § 3 Ν. 2685/1999, σύμφωνα με την οποία χορηγείται από 1/3/2000 εφάπαξ αποζημίωση του προσωπικού των ΟΤΑ πρώτης βαθμίδας ποσού δραχμών 396.000 το χρόνο. Ακολούθως εκδόθηκαν και άλλες "ΚΥΑ Υπ ΕΔΔΑ & Υπ Οικ.", δυνάμει της ίδιας εξουσιοδοτικής διάταξης (αρ. 5 § 3 Ν. 2685/1999), που επαύξησαν το ποσό της εφάπαξ αποζημίωσης αυτής, ήτοι εκδόθηκαν η ΚΥΑ 2/71516/0022/12-12-2001 (αύξηση σε δραχμές 480.000 από 1/1/2001), η ΚΥΑ 2/31607/0022/17-6-2002 (αύξηση σε 2.112 από 1/1/2002), η ΚΥΑ 2/6771/0022/5-2-2004 (αύξηση σε 206 μηνιαίως από 1/1/2004) και η ΚΥΑ 2/35576/0022/13-7-2005 (αύξηση σε 238 μηνιαίως από 1/1/ 2005, σε 270 από 1/7/2005 και σε 325 ευρώ από 1-7-2006, αντίστοιχα). Σύμφωνα με τις προαναφερόμενες αποφάσεις, η αποζημίωση βαρύνει αποκλειστικά τους προϋπολογισμούς των οικείων ΟΤΑ και η καταβολή τους γίνεται με ξεχωριστό τίτλο πληρωμής τμηματικά στο τέλος κάθε μήνα. Την παραπάνω αποζημίωση λαμβάνουν όλοι οι τακτικοί υπάλληλοι των ΟΤΑ, ανεξάρτητα από βαθμό, θέση και ειδικότητα, είτε μετακινούνται για τις ανάγκες της υπηρεσίας, υποβαλλόμενοι με τον τρόπο αυτό σε έξοδα κίνησης, είτε όχι. Τα έξοδα κίνησης, δεδομένου ότι καταβάλλονται σε όλους τους τακτικούς υπαλλήλους των Ο.Τ.Α., χωρίς ειδικά κριτήρια και προϋποθέσεις, λα΅βάνουν πλέον το χαρακτήρα ενιαίου τακτικού επιδόματος, χορηγούμενου σε μηνιαία βάση, ως προσαύξηση του μισθού. Όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, βούληση του νο΅οθέτη είναι να διατηρηθούν τα έξοδα κίνησης ως πάγιο μέρος του μισθού και όχι ως περιοδική παροχή. Η καταβολή της ως άνω αποζημίωσης ενσωματώθηκε και αποτέλεσε περιεχόμενο των αντίστοιχων συλλογικών συμβάσεων για τους όρους αμοιβής και εργασίας του, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, προσωπικού των ΟΤΑ (ΣΣΕ της 21.12.2000, της 1.7.2001, 18.7.2002, 4.7.2003, 23.7.2004, 31.8.2005, ΔΕΝ 57/80, 58/34, 58/1232, 59/1407, 60/1612, 61/1167 άρθρο 5 και στην τελευταία 7). Εξάλλου, με το Ν. 1069/1980 προβλέφθηκε η σύσταση δημοτικών επιχειρήσεων ύδρευσης και αποχέτευσης (ΔΕΥΑ) και ορίσθηκε ότι το προσωπικό των επιχειρήσεων αυτών θα συνδέεται με αυτές με συ΅βάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ενώ οι εργασιακές σχέσεις, συμπεριλαμβανομένων των αποδοχών, θα διέπονται από Οργανισ΅ό Εσωτερικής Υπηρεσίας, ανά επιχείρηση. Συγκεκριμένα, σύ΅φωνα ΅ε το άρθρο 1 § 1 εδ. α' και β' του ανωτέρω νό΅ου, "Δια την άσκησιν των πάσης φύσεως δραστηριοτήτων του κυκλώματος υδρεύσεως και αποχετεύσεως οικιστικών κέντρων της Χώρας, εξαιρέσει των πόλεων Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Βόλου και των ΅ειζόνων αυτών περιοχών, δύναται να συνιστώνται κατά την παράγραφον 3 του παρόντος άρθρου εις έκαστον Δή΅ον ή Κοινότητα της Χώρας ή υπό πλειόνων Δή΅ων ή Κοινοτήτων ή Δή΅ων και Κοινοτήτων ενιαίαι επιχειρήσεις υδρεύσεως και αποχετεύσεως. Αι ανωτέρω Επιχειρήσεις αποτελούν ίδια Νο΅ικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, κοινωφελούς χαρακτήρος, διεπό΅ενα υπό των κανόνων της Ιδιωτικής οικονομίας, εφ' όσον δεν ορίζεται άλλως υπό νό΅ου". Με το άρθρο 7 § 1 του ιδίου Νό΅ου ορίσθηκε ότι "Δι' Οργανισ΅ού Εσωτερικής Υπηρεσίας, συντασσομένου δι' αποφάσεως του Διοικητικού Συ΅βουλίου της επιχειρήσεως, εγκρινομένης υπό του Υπουργού Εσωτερικών ΅ετά γνώ΅ην των οικείων Δη΅οτικών ή Κοινοτικών Συμβουλίων, καθορίζεται η οργάνωσις, η σύνθεσις και η αρ΅οδιότης των υπηρεσιών, ο αριθ΅ός των θέσεων του πάσης φύσεως προσωπικού, αναλόγως προς τας ανάγκας της επιχειρήσεως, η κατά ΅ισθολογικά κλι΅άκια κατανο΅ή των θέσεων του προσωπικού καθ' ο΅άδας ειδικοτήτων και αναλόγως της βαθμίδος εκπαιδεύσεως, αι αποδοχαί, ως και ο τρόπος προσλήψεως και απολύσεως και το αρ΅όδιον προς τούτο όργανον", ενώ ΅ε την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου ορίσθηκε ότι "το κατά την προηγουμένην παράγραφον προσωπικόν της επιχειρήσεως συνδέεται ΅ετ' αυτής δια συ΅βάσεως εργασίας Ιδιωτικού δικαίου...". Περαιτέρω, ΅ε την από 7/7/1998 Κλαδική Συλλογική Σύ΅βαση Εργασίας, "για τη ρύθ΅ιση των όρων α΅οιβής και εργασίας των εργαζομένων στις ΔΕΥΑ όλης της χώρας", η οποία υπεγράφη ΅εταξύ εκπροσώπων της Ένωσης Δη΅οτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης και Αποχέτευσης και της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων στις ΔΕΥΑ και κηρύχθηκε υποχρεωτική με την 12074/14-10-1998 Απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 1042/Β/6-10-1998, καθορίσθηκαν τα μισθολογικά κλιμάκια και τα επιδόματα, που καταβάλλονται στους εργαζομένους των ΔΕΥΑ. Ακολούθως υπεγράφησαν οι Κλαδικές ΣΣΕ της 1/6/2001, της 7/8/2003, της 26/3/2004 και της 19/5/2005, με ανάλογες διατάξεις. Με βάση το άρθρο 7 αυτών, ως ημέρες αργίας των εργαζομένων στις ΔΕΥΑ, ορίζονται οι ισχύουσες στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Επίσης το άρθρο 13 § 1 επαναλαμβάνει την αρχή της ευνοίας υπέρ των εργαζομένων, ορίζοντας ότι τυχόν ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους όροι εργασίας, αποδοχές ή επιδόματα, που προβλέπονται από Νόμους, ΣΣΕ, Διαιτητικές Αποφάσεις, έθιμα ή ΟΕΥ των ΔΕΥΑ, δεν θίγονται από τις Κλαδικές ΣΣΕ των ΔΕΥΑ. Στην προκειμένη περίπτωση, με την, από 1.10.2006, αγωγή των, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες ισχυρίσθηκαν ότι είναι υπάλληλοι του εναγομένου και ήδη αναιρεσίβλητου ΝΠΙΔ, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, με τις ειδικότητες που ειδικότερα αναφέρονται σ' αυτήν, αμειβόμενοι με τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας στις οποίες υπάγεται το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου όλων των κατηγοριών και ειδικοτήτων που απασχολείται στους Δήμους, στις Κοινότητες, στους Συνδέσμους, στα Ιδρύματα και στα ΝΠΔΔ των Δήμων και Κοινοτήτων και σε οργανισμούς που εξαρτώνται ή επιχορηγούνται από τους Δήμους ή τις Κοινότητες, με συμβάσεις αορίστου και ορισμένου χρόνου. Ότι το εναγόμενο δεν τους έχει καταβάλει την αποζημίωση, για τα κατ' αποκοπή έξοδα κίνησης. Με τα ως άνω περιστατικά οι αναιρεσείοντες ζήτησαν να υποχρεωθεί το αναιρεσίβλητο να καταβάλει σε καθένα από αυτούς τα αναφερόμενα, λεπτομερώς, στη αγωγή χρηματικά ποσά, που προβλέπονται και δικαιούνται κυρίως, με τις αναφερόμενες στην αγωγή υπουργικές αποφάσεις και συλλογικές συμβάσεις, επικουρικά με βάση τις διατάξεις περί ισότητας, αδικοπραξίας και όλως επικουρικά κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 74/2007 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αγρινίου, η οποία τη δέχθηκε, κατά την κύρια βάση της. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν μεταξύ των εναγόντων και του εναγομένου ΝΠΙΔ, που συστάθηκε με την 237/1980 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Αγρινίου Ν. Αιτωλοακαρνανίας, η οποία εγκρίθηκε με το 677/19.6.1981 Προεδρικό Διάταγμα, προσλήφθηκαν από το τελευταίο στους χρόνους που ειδικότερα προσδιορίζονται, για να εργαστούν σε αυτό με τις ειδικότητες που αναφέρονται σ' αυτήν. Όμως, συνεχίζει το Πολυμελές Πρωτοδικείο, οι ενάγοντες δεν επικαλέστηκαν, ούτε άλλωστε προσκόμισαν σχετική εγκριτική απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, από την οποία να προκύπτει ότι, όσον αφορά στις αποδοχές του προσωπικού της Δημοτικής Επιχείρησης Ύδρευσης και Αποχέτευσης Αγρινίου, με βάση τις διατάξεις του Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας (Ο.Ε.Υ.), ισχύουν οι εκάστοτε συλλογικές συμβάσεις των Ο.Τ.Α. και η απόφαση 12074/17.9.1998 του Υπουργού Εργασίας, με την οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική η από 7.7.1998 ΣΣΕ για τη ρύθμιση των όρων αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης και Αποχέτευσης όλης της χώρας (σε αντίθεση με τους εργαζομένους στη Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης και Αποχέτευσης Τρικάλων, που προσκόμισαν την 4153/29.3.2000 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Θεσσαλίας). Ως, εκ τούτου, δε δικαιούνται να αξιώσουν την καταβολή και σε αυτούς των εξόδων κίνησης που δικαιούνται οι λοιποί υπάλληλοι των Ο.Τ.Α. Με τις παραδοχές αυτές το Πρωτοδικείο δέχθηκε την έφεση του αναιρεσίβλητου, εξαφάνισε την 74/2007 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αγρινίου και στη συνέχεια απέρριψε την αγωγή. Με βάση, όμως, τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά το αίτημα των εναγόντων να λάβουν την παροχή, που θεσπίζουν οι ανωτέρω ΚΥΑ ΥπΕΔΔΑ & Υπ Οικ. δεν είναι νόμιμο και ειδικότερα: Α) Ως ανήκοντες στο πεδίο εφαρμογής αυτών, διότι δεν ανήκουν πράγματι στο ρυθμιστικό πεδίο των ανωτέρω διατάξεων, οι οποίες χορηγούν αυτή μόνο σε εργαζόμενους στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Β) Mε βάση τη διάταξη του άρθρου 4 § 1 του Συντάγματος, διότι, η μη υπαγωγή των εργαζομένων στις ΔΕΥΑ στο πεδίο εφαρμογής των ΚΥΑ, που θεσπίζουν το επίδομα εξόδων κίνησης, δεν συνιστά αυθαίρετη δυσμενή διάκριση εις βάρος τους, αλλά δικαιολογείται από γενικότερους λόγους κοινωνικού συμφέροντος, αφού οι εργαζόμενοι στους ΟΤΑ παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε δημόσια νομικά πρόσωπα, υπό διαφορετικές συνθήκες (πρόσληψης, υπηρεσιακής εξέλιξης, μονιμότητας ή μη, λύσης της υπηρεσιακής σχέσης), υπάγονται σε διαφορετικό μισθολογικό καθεστώς, συγκριτικά προς τους εργαζομένους στις ΔΕΥΑ, ισχύουν δηλαδή για αυτούς διαφορετικές Κλαδικές ΣΣΕ, ενώ αντίθετα οι εργαζόμενοι στις ΔΕΥΑ παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε Νομικά Πρόσωπα, "διεπόμενα υπό των κανόνων της Ιδιωτικής οικονομίας", σύμφωνα με το άρθρο 1 § 1 εδ. β' Ν. 1069/1980, συνδέονται άπαντες με αυτό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, έχουν διαφορετικές διαδικασίες πρόσληψης, υπηρεσιακής εξέλιξης, μονιμότητας ή μη, λύσης της υπηρεσιακής σχέσης, αλλά και διαφορετικό μισθολογικό καθεστώς, το οποίο διέπεται από Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας, Επιχειρησιακές ΣΣΕ και διαφορετικές Κλαδικές ΣΣΕ, που συνάπτονται σύμφωνα με τους όρους που διέπουν την Ιδιωτική Οικονομία. Γ) Δυνάμει του άρθρου 22 § 1 εδαφ. β' του Συντάγματος, διότι οι εργαζόμενοι στους ΟΤΑ, για τους οποίους θεσπίσθηκαν οι ΚΥΑ αυτές, έχουν διαφορετικό εργοδότη από τους ενάγοντες, ενώ η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης του άρθρου 22 § 1 εδαφ, β' του Συντάγματος προϋποθέτει ταυτότητα του προσώπου του εργοδότη για τις δύο κατηγορίες εργαζομένων για τους οποίους ζητείται η ίδια μεταχείριση. Δ) Δυνάμει των συλλογικών ρυθμίσεων, που διέπουν τις εργασιακές τους σχέσεις, διότι οι Κλαδικές ΣΣΕ των ΔΕΥΑ, δεν προέβλεψαν παροχή, όπως αυτή, που ζητείται με την αγωγή, ούτε ενσωμάτωσαν ευθέως τις ΚΥΑ, που τη θέσπισαν, δεν παραπέμπουν στις Κλαδικές ΣΣΕ "ΠOE - ΟΤΑ", ως προς τις αμοιβές των εργαζομένων, αλλά μόνον ως προς τις ημέρες αργίας (άρθρο 7), ενώ η διάταξη του άρθρου 13, που επαναλαμβάνει την αρχή της ευνοίας του Ν. 1876/1990, δεν παραπέμπει σε άλλες διατάξεις, αλλά απλώς επαναλαμβάνει ότι ισχύει η πλέον ευνοϊκή για τον εργαζόμενο διάταξη, μεταξύ των διαφόρων κανονιστικών διατάξεων, που ισχύουν επί των εργασιακών σχέσεων των ΔΕΥΑ, είτε α) αυτές ισχύουν, ευθέως, διότι περιλαμβάνουν στο ρυθμιστικό τους πεδίο τους εργαζομένους των ΔΕΥΑ, είτε β) ισχύουν κατά παραπομπή από άλλες διατάξεις, διάφορες του άρθρου13 (όπως επί παραδείγματι οι διατάξεις των Κλαδικών ΣΣΕ "ΠOE - OTA" περί αδειών ισχύουν για τους εργαζομένους στις ΔΕΥΑ λόγω παραπομπής σε αυτές του άρθρου 7 των Κλαδικών ΣΣΕ των ΔΕΥΑ), είτε γ) ισχύουν κατ' εφαρμογήν των αρχών της ισότητας και ίσης μεταχείρισης, που εν προκειμένω δεν ισχύουν. Δεδομένου, ότι οι ΚΥΑ που θεσπίζουν την παροχή, δεν εφαρμόζονται ευθέως στους εργαζομένους των ΔΕΥΑ, ούτε κατά παραπομπή από διάταξη των Κλαδικών ΣΣΕ των ΔΕΥΑ, ούτε με εφαρμογή των άρθρων 4 § 1 και 22 § 1 εδ. β' του Συντάγματος, για το λόγο αυτό η διάταξη του άρθρου 13 των Κλαδικών ΣΣΕ, που επαναλαμβάνει την αρχή της ευνοίας του Ν. 1876/1990, δεν συνιστά νόμιμο έρεισμα για τη χορήγηση αυτής της παροχής. Εξάλλου, το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι στη ΔΕΥΑ Τρικάλων λα΅βάνουν αυτή, δεν ΅πορεί να θεμελιώσει το αίτημά των, για την εφαρ΅ογή της αρχής της ισότητας και ίσης ΅εταχείρισης, αφού ο Οργανισ΅ός Εσωτερικής Υπηρεσίας της ΔΕΥΑ Τρικάλων στο άρθρο 29, ως προς τις αποδοχές των εργαζομένων στη ΔΕΥΑ Τρικάλων, ρητά παραπέ΅πει στις εκάστοτε Κλαδικές ΣΣΕ για εργαζομένους στους ΟΤΑ, ήτοι και στις ενσω΅ατωθείσες σε αυτούς ΚΥΑ ΥπΕΔΔΑ & Υπ Οικ. που προβλέπουν την παροχή αυτή, πλην ό΅ως α) οι εργασιακές σχέσεις των εναγόντων, εργαζομένων στη ΔΕΥΑ Αγρινίου, δεν ανήκουν στο ρυθμιστικό πεδίο του ΟΕΥ της ΔΕΥΑ Τρικάλων, β) οι διατάξεις του ΟΕΥ της ΔΕΥΑ Τρικάλων δεν ισχύουν ούτε κατά παραπο΅πή, αφού κα΅ία κανονιστική ή άλλη διάταξη, που διέπει τις σχέσεις εργασίας των εναγόντων, δεν παραπέμπει σε αυτόν, γ) οι ενάγοντες δεν δύνανται να ζητούν νoμίμως την αυτή μεταχείριση με τους εργαζομένους στη ΔΕΥΑ Τρικάλων, αφού οι τελευταίοι έχουν διαφορετικό εργοδότη, ενώ η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης του άρθρου 22 § 1 εδαφ. β' του Συντάγματος προϋποθέτει ταυτότητα του προσώπου του εργοδότη για τις δύο κατηγορίες εργαζομένων για τους οποίους ζητείται η ίδια μεταχείριση, όπως προαναφέρεται στη νομική σκέψη της παρούσας, δ) οι ενάγοντες δεν δικαιούνται την παροχή με βάση την αρχή της ισότητας του άρθρου 4 § 1 του Συντάγματος, επικαλούμενοι τη λήψη της από τους εργαζομένους στη ΔΕΥΑ Τρικάλων, διότι έχουν διαφορετικό εργοδότη, υπάγονται σε διαφορετικό μισθολογικό καθεστώς συγκριτικά προς αυτούς (ισχύουν διαφορετικές Επιχειρησιακές ΣΣΕ και Οργανισμός Εσωτερικής Υπηρεσίας, ο οποίος ακριβώς θεσπίζει για τους εργαζομένους της ΔΕΥΑ Τρικάλων έστω κατά παραπομπή στις Κλαδικές ΣΣΕ "ΠΟΕ - ΟΤΑ"), ενώ, εξ άλλου, η διάταξη που με παραπομπή τη χορηγεί στους εργαζομένους της ΔΕΥΑ Τρικάλων ανήκει στον ΟΕΥ της τελευταίας, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 7 § 1 του Νόμου 1069/1980, είναι απόφαση του ΔΣ αυτού, οπότε, αφού μεταξύ των εργαζομένων στη ΔΕΥΑ Τρικάλων και στη ΔΕΥΑ Αγρινίου, υπάρχει διαφορά ως προς το ρυθμιστικό παράγοντα των μισθολογικών καταστάσεων των δύο κατηγοριών, η όποια διαφορά μισθών δεν είναι αυθαίρετη. Πρέπει να σημειωθεί ότι με την παραπάνω ρύθμιση δεν παραβιάζονται οι διατάξεις των άρθρων 1, 6 παρ. 1 και 13 της ΕΣΔΑ, και του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, καθόσον, υπό τις εκτιθέμενες παραδοχές, δεν δικαιούνται πράγματι οι αναιρεσείοντες την επίμαχη παροχή, με βάση τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν και η διαφορετική νομοθετική ρύθμιση δικαιολογείται, στην προκειμένη περίπτωση, από γενικότερους λόγους κοινωνικού συμφέροντος, ενόψει του ότι οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες, ως εργαζόμενοι σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, ανήκουν σε διαφορετική κατηγορία από εκείνη των υπαλλήλων των ΟΤΑ, και των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ., στους οποίους χορηγείται η επίμαχη παροχή. Ακόμη οι ενάγοντες δεν δικαιούνται την εν λόγω παροχή, ούτε με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, διότι η αθέτηση ενοχικής υποχρέωσης μπορεί, πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση, να επιστηρίξει και αξίωση αποζημίωσης εξ αδικοπραξίας, μόνον εάν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη, ενώ, εν προκειμένω, δεν υφίσταται τέτοια ενοχική υποχρέωση. Τέλος, αφού το εναγόμενο νομικό πρόσωπο δεν είχε την υποχρέωση να καταβάλει αυτή, δεν κατέστη πλουσιότερο. Δεχόμενο, συνεπώς, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, ότι η αξίωση των αναιρεσειόντων εξαρτάται από την έκδοση της εγκριτικής απόφασης του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας και ότι, εφόσον αυτοί δεν επικαλέστηκαν ούτε προσκόμισαν τέτοια απόφαση, δεν δικαιούνται την παραπάνω παροχή, στη συνέχεια δε απορρίπτοντας την αγωγή, εσφαλμένα μεν ερμήνευσε τις παραπάνω διατάξεις, όμως, ορθά, κατ' αποτέλεσμα, έκρινε και, επομένως, κατ' εφαρμογή του άρθρου 578 ΚΠολΔ, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, από τον αριθ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει ν' απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικασθούν δε οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου (άρθ. 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 18-5-2010, αίτηση των αναιρεσειόντων για την αναίρεση της 22/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Μαΐου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ