Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Φοροδιαφυγή, Υπέρβαση εξουσίας, Ποινή, Αναίρεση μερική.
Περίληψη:
Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο (Ν. 1882/1990). Στοιχεία του εγκλήματος. Στοιχεία που απαιτούνται για την αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, Αιτιολογημένη καταδίκη για το έγκλημα αυτό της κατηγορουμένης. Αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα λόγω λήψεως υπόψη εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε, αφενός γιατί το έγγραφο αυτό αναγνώσθηκε και αφετέρου γιατί η κατηγορουμένη δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από δικαστήριο, ώστε να έχει δυνατότητα να ασκήσει το φερόμενο ως παραβιασθέν δικαίωμά της. Βάσιμος ο λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας, αφού το δικαστήριο της παραπομπής αφενός δεν αναγνώρισε ελαφρυντική περίσταση που είχε αναγνωριστεί με την αναιρεθείσα απόφαση και αφετέρου επέβαλε μεγαλύτερη ποινή. Αναιρείται κατά τούτο η απόφαση και απορρίπτεται κατά τα λοιπά η αίτηση αναιρέσεως.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1097/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοϊνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Κωνσταντίνο Παπαδόπουλο-Εισηγητή Ιωάννη Γιαννακόπουλο, και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Μαρτίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγό της Θεόδωρο Ζευκιλή, περί αναιρέσεως της 57842/2009 αποφάσεως Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα -κατηγορούμενη ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Νοεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1628/09.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν 1882/1990, όπως είχε αντικατασταθεί από 11-9-1997 με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997 και ίσχυε πριν τη νέα αντικατάστασή του με το άρθρο 34 του Ν. 3220/2004 "η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, των χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους, πλην ιδιωτών, που εισπράττονται από τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες και τα τελωνεία, τα οποία είναι βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται στη μη καταβολή τριών (3) συνεχών δόσεων ή, προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ, σε καθυστέρηση καταβολής πέραν των δύο (2) μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους. διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως" κατά τις διακρίσεις των εδαφίων α', β και γ' της ίδιας παραγράφου του άρθρου αυτού. ανάλογα με το είδος του οφειλόμενου χρέους και το ποσόν της ληξιπρόθεσμης οφειλής. Ειδικά στα εδάφιο γ' προβλέπεται ότι η ανωτέρω παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, εφόσον το ποσόν της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει τα τέσσερα εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες (4,500.000) δρχ., όταν πρόκειται για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του ως άνω εγκλήματος, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να είναι αυτή ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένη, όπως επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, είναι: 1) Η Αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος τούτου, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος καταβολής του, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ ή της κάθε δόσεως όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος δεν συμπίπτει αναγκαίως με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ως χρόνο βεβαιώσεως των χρεών ο νόμος εννοεί εκείνον κατά τον οποίο γίνεται η βεβαίωση από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου καθώς και του είδους και του ποσού της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί και 5) η μη πληρωμή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολόκληρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η επανάληψη του διατακτικού στο σκεπτικό δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, εφόσον περιέχονται τα ανωτέρω στοιχεία που απαιτούνται για την αιτιολογία.
Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 57842/2009 απόφασή του δέχτηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, αποδείχτηκαν τα παρακάτω: "Το Δικαστήριο πείστηκε ότι πρέπει η εκκαλουσα να κηρυχθεί ένοχη του ότι στην Αθήνα κατά το διάστημα από 1-3-2003 έως 1-5-2003, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, όντας οφειλέτης του δημοσίου, και ενώ τα χρέη της κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του ν. 1882/1990, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο μηνών, εφόσον πρόκειται περί χρεών που καταβάλλονται εφάπαξ, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει προκειμένου για δάνεια ή παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους το 9.000 ευρώ και τα 14.000 ευρώ προκειμένου για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον πίνακα χρεών, ενώ βεβαιώθηκαν σε βάρος της εκκαλούσας από την Δ.Ο.Υ. ... τα ακόλουθα μερικότερα χρέη και δη: α) στις 19-11-02 το με αριθμό 4 χρέος, ποσού 76.997.08 ευρώ. που αφορούσε σε λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, ήταν καταβλητέο εφάπαξ και ληξιπρόθεσμο στις 31/12/2002, β) στις 26-11-02 το με αριθμό 5 χρέος, ποσού 87.602,68 ευρώ, που αφορούσε σε οριστική βεβαίωση Φ.Π.Α. (παρακρατούμενοι φόροι), ήταν καταβλητέο εφάπαξ και ληξιπρόθεσμο στις 31/12/02 και γ) στις 20-1-03 το με αριθμό 6 χρέος ποσού 19.832,88 ευρώ που αφορούσε σε πρόστιμο Φ.Π.Α. (παρακρατούμενοι φόροι), καταβλητέο εφάπαξ και ληξιπρόθεσμο στις 28/2/2003, καθυστέρησε την καταβολή τους προς το δημόσιο πέραν των 6ύο μηνών από την ως άνω λήξη του χρόνου καταβολής ενός εκάστου χρέους (ήτοι πέραν της 1ης/3/03, 1ης/3/03 και 1ης/5/03 αντίστοιχα), και εξακολουθεί να τα οφείλει προς το δημόσιο έως και σήμερα" Μετά από αυτά το Δικαστήριο καταδίκασε την κατηγορουμένη σε ποινή φυλακίσεως δεκαπέντε (15) μηνών.
Με αυτά που δέχτηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί αναφέρει, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο κατ' εξακολούθηση, για το οποίο καταδίκασε την κατηγορουμένη, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους έκανε υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 25 του Ν. 1882/1990 και 23 του Ν. 2523/1997, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε. Ειδικότερα αναφέρει: α) την Αρχή που βεβαίωσε τα χρέη (Κ. Δ.Ο.Υ ...), β) το ύψος των χρεών, γ) τον τρόπο πληρωμής τους (εφάπαξ), δ) τον χρόνο που έπρεπε να καταβληθούν (31-12-2002 και 28-2-2003 και ε) τη μη καταβολή τους μέχρι και την εκδίκαση της υποθέσεως. Εφόσον κατά τα άνω αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι το διατακτικό της απόφασης έχει το ίδιο περιεχόμενο με το αιτιολογικό. Επομένως ο σχετικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, είναι αβάσιμος. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 2 και 369 του ΚΠΔ προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο προκαλεί απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περιπτ. δ του ΚΠΔ και ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως γιατί έτσι παραβιάζεται η άσκηση του προβλεπόμενου από το άρθρο 358 του ΚΠΔ δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο.
Εν προκειμένω η αναιρεσείουσα προβάλλει απόλυτη ακυρότητα, επειδή το Δικαστήριο για το σχηματισμό της καταδικαστικής του κρίσης, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε τον πίνακα χρεών, χωρίς να τον αναγνώσει στο ακροατήριο και ότι έτσι στερήθηκε η αναιρεσείουσα του ανωτέρω δικαιώματός της. Όπως όμως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, αφενός ο εν λόγω πίνακας αναγνώσθηκε και αφετέρου η αναιρεσείουσα δεν εμφανίστηκε στη δίκη (μετά από αναίρεση κατά τα κατωτέρω) ούτε εκπροσωπήθηκε, ώστε να υπάρχει δυνατότητα ασκήσεως του ως άνω δικαιώματος και κατ' επέκταση στερήσεως αυτού. Κατά το άρθρο 470 εδαφ. α του ΚΠΔ, στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνο που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, αν η νέα συζήτηση διατάχθηκε ύστερα από αναίρεση που ασκήθηκε μόνο από εκείνον που καταδικάστηκε ή σε όφελός του, το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται από την απαγόρευση του άρθρου 470. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η θέση του κατηγορουμένου χειροτερεύει και όταν το δικαστήριο της παραπομπής, κατά την ενώπιόν του νέα συζήτηση της έφεσης του κατηγορουμένου κατά της πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης που διατάχθηκε ύστερα από αναίρεση που άσκησε ο κατηγορούμενος εναντίον προηγούμενης τελεσίδικης απόφασης του ίδιου δικαστηρίου, είτε δεν αναγνωρίσει ελαφρυντική περίσταση που είχε αναγνωριστεί με την αναιρεθείσα απόφαση είτε επιβάλλει μεγαλύτερη ποινή από την επιβληθείσα με την τελευταία αυτή απόφαση, ακόμη και αν επιβάλλει ποινή μικρότερη από την πρωτοδίκως επιβληθείσα. Αν παραβιαστεί κατά τα άνω η διάταξη του άρθρου 470 του ΚΠΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠΔ για υπέρβαση εξουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπ' αριθ. 70848/2007 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών για την πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο κατ' εξακολούθηση. Μετά από άσκηση εφέσεως κατά της ανωτέρω αποφάσεως, εκδόθηκε η υπ' αριθ. 56627/2008 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε αυτή σε ποινή φυλακίσεως (5) μηνών, αφού αναγνωρίστηκε σ' αυτήν η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 β του ΠΚ. Μετά από άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως από μέρους της κατηγορουμένης κατά της τελευταίας απόφασης, εκδόθηκε η υπ' αριθ, 980/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η εν λόγω απόφαση και παραπέμφθηκε η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο. Κατά τη νέα συζήτηση της υποθέσεως εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία αφενός δεν αναγνώρισε τη συνδρομή της ως άνω ελαφρυντικής περίστασης που είχε αναγνωριστεί με την αναιρεθείσα απόφαση και αφετέρου επέβαλε ποινή φυλακίσεως δεκαπέντε (15) μηνών, όπως αναφέρθηκε, ενώ με την αναιρεθείσα απόφαση είχε επιβληθεί ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών. Έτσι όμως το Δικαστήριο της παραπομπής, κατά τη νέα συζήτηση της υποθέσεως, χειροτέρευσε τη θέση της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης με την προσβαλλόμενη απόφασή του και υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας. Επομένως ο σχετικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠΔ, είναι βάσιμος. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τη μη αναγνώριση της προαναφερθείσης ελαφρυντικής περιστάσεως και ως προς την επιβληθείσα στην αναιρεσείουσα ποινή και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από δικαστές άλλους, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 του ΚΠΔ), ενώ κατά τα λοιπά πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 57842/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατά το μέρος που αφορά στη μη αναγνώριση της συνδρομής της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 β του ΠΚ (μη ταπεινά αίτια) και ως προς την επιβληθείσα στην αναιρεσείουσα ποινή.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 11-11-2009 αίτηση της Χ, για αναίρεση της προαναφερθείσας αποφάσεως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαΐου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ