Θέμα
Σύμβαση εργολαβίας, Επίδομα αλλοδαπής.
Περίληψη:
Το αίτημα για την προσαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής για οικογενειακά βάρη, είναι νόμιμο. Δεν είναι νόμιμο το αίτημα για την προσαύξηση του ίδιου επιδόματος, λόγω δαπανών στέγασης, αφού ο αναιρεσείων δεν ισχυρίζεται ότι ανήκει στην κατηγορία των αποσπασθέντων στο εξωτερικό υπαλλήλων, στους οποίους χορηγήθηκε η προσαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, για την αιτία αυτή, με τις σχετικές ΚΥΑ.
Αριθμός 459/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ι. Ζ. του Χ., υπαλλήλου του Υπουργείου Εξωτερικών, υπηρετούντος στην Πρεσβεία της Ελλάδος στη ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Βασιλική Σκορδάκη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Μαριέττα Βλαχοπάνου, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-12-2005 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1527/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3623/2007 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 10-5-2010 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 7-2-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή των λόγων αναίρεσης πρώτου (κατά το μέρος του, που αναφέρεται στο αιτούμενο κονδύλιο της προσαύξησης του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής για οικογενειακά βάρη) και δεύτερου και την απόρριψη αυτών, κατά τα λοιπά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τις διατάξεις του ν. 419/1976 "περί Οργανισμού του Υπουργείου των Εξωτερικών", που ίσχυε μέχρι τις 23-3-1998, το προσωπικό του Υπουργείου Εξωτερικών διακρίνεται σε μόνιμο και σε προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (άρθρο 61). Στο τελευταίο υπάγεται και το Βοηθητικό Προσωπικό της Εξωτερικής Υπηρεσίας, ήτοι Αρχιταξινόμος, Ταξινόμος Α', Ταξινόμος Β', Αρχικλητήρας, Κλητήρας Α' και Κλητήρας Β' (άρθρο 59 παρ. 1 εδ. β' και 2). Κατά το άρθρο 69 παρ. 1 του νόμου αυτού οι θέσεις Βοηθητικού Προσωπικού της Εξωτερικής Υπηρεσίας πληρούνται από πρόσωπα ελληνικής ή αλλοδαπής ιθαγένειας με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αντί μηνιαίας αμοιβής, που ορίζεται με τη σύμβαση στο ύψος των αποδοχών του βαθμού του κλητήρα Α' της Κεντρικής Υπηρεσίας, μετά του προβλεπομένου επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής. Ειδικότερα, με την παρ. 1 του άρθρου 131 του ν. 419/1976 "περί Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών" που ίσχυε μέχρι τις 23-3-1998, ορίζεται ότι "ως αποδοχαί απάντων των υπαλλήλων του Υπουργείου νοούνται ο βασικός μισθός του βαθμού μεθ' όλων των, κατά τας κειμένας διατάξεις, χορηγουμένων επιδομάτων και προσαυξήσεων". Με την παρ. 10 του ίδιου άρθρου, παρασχέθηκε στους υπαλλήλους που υπηρετούν στο εξωτερικό, προς αντιμετώπιση της διαφοράς κόστους ζωής και των ειδικών συνθηκών διαβίωσης σε κάθε χώρα, επίδομα Υπηρεσίας Αλλοδαπής (Ε.Υ.Α.) σε συνάλλαγμα, ανάλογα με τον κλάδο, το βαθμό, τα οικογενειακά βάρη και το κόστος ζωής του τόπου στον οποίο υπηρετεί ο υπάλληλος. Σύμφωνα με την παρ. 11 του αυτού άρθρου το ως άνω επίδομα καθορίζεται κάθε φορά για τους υπαλλήλους που έχουν πρεσβευτικό βαθμό με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, κατόπιν πρότασης των Υπουργών Εξωτερικών και Οικονομικών και για όλους τους άλλους υπαλλήλους της εξωτερικής υπηρεσίας με την ίδια πράξη σε ποσοστό επί του επιδόματος που καθορίστηκε για τους υπαλλήλους με πρεσβευτικό βαθμό. Το εν λόγω επίδομα δικαιούται, κατά το άρθρο 69 παρ. 1 του άνω ν. 419/1976, και το βοηθητικό προσωπικό της εξωτερικής υπηρεσίας, που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Εξάλλου, στο άρθρο 132 του ν. 419/76, ορίζεται ότι οι προϊστάμενοι των διπλωματικών και των εμμίσθων προξενικών αρχών δικαιούνται δωρεάν οίκησης σε βάρος του Δημοσίου και ότι σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, ένεκα ειδικών οικιστικών συνθηκών, είναι δυνατό να μισθώνεται σε βάρος του Δημοσίου οίκημα για τη στέγαση των λοιπών υπαλλήλων της εξωτερικής υπηρεσίας, στην περίπτωση αυτή, όμως, θα εκπίπτεται το ένα τρίτο του καταβαλλόμενου στους υπαλλήλους αυτούς επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής. Περαιτέρω, με την Φ 083-58/1988 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας, Εξωτερικών και Οικονομικών, που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 1256/1982 και 3 παρ. 8 του ν. 1288/1982 και κυρώθηκε με το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1884/1990, καθορίστηκε το παραπάνω επίδομα για τους προϊσταμένους των διπλωματικών και προξενικών αρχών και για τους λοιπούς υπαλλήλους όλων των κλάδων και ορίστηκε επί πλέον στο κεφάλαιο Γ' αυτής ότι στους υπαλλήλους του διπλωματικού κλάδου, εφόσον δεν παρέχεται δωρεάν κατοικία από το Δημόσιο, το ποσοστό του επιδόματος που καθορίστηκε γι' αυτούς αυξάνεται κατά 10% κατά τις αναφερόμενες εκεί διακρίσεις. Με τις παράγ. Ε' και ΣΤ' της παραπάνω ΚΥΑ, ορίζεται ότι σε όλους τους μόνιμους υπαλλήλους όλων των κλάδων και κατηγοριών του Υπουργείου Εξωτερικών το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής αυξάνεται κατά ποσοστό 6% στο επίδομα του πρέσβη, για κάθε παιδί, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του ν. 1504/1984. Το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής του επί συμβάσει εν γένει προσωπικού μπορεί να μειώνεται με απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών, εφόσον συντρέχουν ειδικοί γι' αυτό λόγοι. Ακολούθως, με την ΣΤ1/Μ/Φ.083-13/ΑΣ 2900/1993 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας και Εξωτερικών, χορηγήθηκε επίδομα στέγασης που ανέρχεται σε προσαύξηση 10% του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής στους μόνιμους υπαλλήλους του Διοικητικού Κλάδου Γεν. Καθηκόντων, του Κλάδου Τεχνικών Επικοινωνιών, του Κλάδου Διοικητικών Γραμματέων και του Κλάδου βοηθητικού προσωπικού, που αποσπώνται σε Αρχή του εξωτερικού και εφόσον δεν μισθώνεται σε βάρος του Δημοσίου οίκημα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 132 παρ. 2 του ν. 419/1976. Με τη 2001800/185/0022/17-3-1993 ΚΥΑ των Υπουργών Εξωτερικών και Οικονομικών, τροποποιήθηκε η παραπάνω παράγραφος Γ' της Φ 083-58/1988 και ορίστηκε ότι σε όλους τους μόνιμους υπαλλήλους όλων των κλάδων και κατηγοριών του Υπουργείου Εξωτερικών το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής αυξάνεται από 1-1-1993 κατά ποσοστό 6% στο επίδομα του πρέσβη για κάθε παιδί ηλικίας μέχρις 6 ετών, κατά ποσοστό 8% για κάθε παιδί ηλικίας 7 έως 12 ετών και κατά ποσοστό 14% για κάθε παιδί ηλικίας 13 έως 18 ετών. Τα παραπάνω ποσοστά αυξήθηκαν σε 8, 12 και 16%, αντίστοιχα, από 1.1.2001, με την 083/ΕΥΑ/ΑΣ 11254/22.1.2001 ΚΥΑ. Με την τελευταία αυτή ΚΥΑ καθορίστηκε στην παρ. Γ' ότι: "Στους υπαλλήλους του Διπλωματικού κλάδου, εφόσον δεν παρέχεται δωρεάν κατοικία από το Δημόσιο, το ποσοστό του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής προσαυξάνεται κατά 20% επί του επιδόματος του Προϊσταμένου/Πρέσβεως, εκτός του αρχαιοτέρου εκ των Συμβούλων Πρεσβείας ή του μοναδικού που υπηρετεί σε Πρεσβεία ή Μόνιμη Αντιπροσωπεία, του οποίου το ποσοστό αυξάνεται κατά 30%, αποκλειομένων από τη ρύθμιση αυτή των τυχόν λαμβανόντων επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής ανωτέρας βαθμίδας. Στους μόνιμους υπαλλήλους των λοιπών κλάδων, εφόσον δεν παρέχεται δωρεάν κατοικία από το Δημόσιο, το ποσοστό του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής προσαυξάνεται κατά 10% επί του επιδόματος του Προϊσταμένου/Πρέσβεως". Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 135 §§ 4 και 5 του ν. 2594/1998, δηλαδή του από 24-3-1998 ισχύοντος νέου Οργανισμού του Υπ. Εξωτερικών, προς αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους ζωής στην αλλοδαπή και των ειδικών συνθηκών διαβίωσης σε κάθε χώρα παρέχεται σε συνάλλαγμα επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής αναλόγως του κλάδου και του βαθμού. Το επίδομα αυτό προσαυξάνεται αναλόγως των ποσοστών που ορίζονται για τα οικογενειακά βάρη και τη στέγαση. Το επίδομα αυτό καθορίζεται εκάστοτε για τους με πρεσβευτικό βαθμό υπαλλήλους του Υπ. Εξωτερικών με κοινή απόφαση των Υπουργών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εξωτερικών και Οικονομικών, για δε τους λοιπούς υπαλλήλους καθορίζεται με την ίδια ΚΥΑ σε ποσοστό επί αυτού το οποίο έχει καθοριστεί για τους υπαλλήλους με πρεσβευτικό βαθμό. Με το άρθρο 129 §§ 2 και 5 του παραπάνω νόμου στις αρχές του εξωτερικού ορίζονται με ΠΔ θέσεις προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου. Στις θέσεις αυτές προσλαμβάνονται, επιτοπίως, μόνιμοι κάτοικοι της χώρας, όπου εδρεύει η συγκεκριμένη αρχή. Με την ΚΥΑ των Υπουργών Εξωτερικών και Οικονομικών για την πρόσληψή τους καθορίζεται και το ύψος της αντιμισθίας των ανωτέρω υπαλλήλων. Η πρόσληψη γίνεται με σύμβαση καταρτιζόμενη από τον προϊστάμενο της αρχής. Οι, κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού, υπηρετούντες με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στην εξωτερική υπηρεσία διατηρούν το συμβατικό καθεστώς τους μέχρι την καθ' οιονδήποτε χρόνο λήξη του, οπότε οι οργανικές θέσεις τους μετατρέπονται σε θέσεις με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και εξακολουθούν να αμείβονται όπως μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Ειδικά, για όσους από αυτούς ελάμβαναν το επίδομα υπηρεσίας στην αλλοδαπή, το ύψος αυτού μπορεί να αναπροσαρμόζεται, με απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών, μετά από εισήγηση του προϊσταμένου της αρχής, στην οποία υπηρετούν. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, καταρχήν, ότι τα προβλεπόμενα στις ανωτέρω Κ.Υ.Α. ποσοστά αύξησης για δαπάνες στέγασης δεν αποτελούν ξεχωριστό επίδομα, αλλά αύξηση του καταβαλλομένου επιδόματος Υπηρεσίας Αλλοδαπής, το οποίο καταβάλλεται και στο με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικό της εξωτερικής υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που οι κείμενες διατάξεις προβλέπουν για την καταβολή του. Οι εκδιδόμενες, κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 131 § 11 του ν. 419/1976 ή του άρθρου 135 § 5 του ν. 2594/1998, κοινές υπουργικές αποφάσεις, που καθορίζουν ή αυξάνουν το επίδομα αυτό με βάση τα οριζόμενα στους εξουσιοδοτικούς αυτούς νόμους κριτήρια και μέσα στα διαγραφόμενα πλαίσια, δεν είναι δυνατό να διακρίνουν τους υπαλλήλους σε κατηγορίες που δεν προβλέπονται από τους εξουσιοδοτικούς νόμους, όπως είναι η διάκριση αυτών σε μόνιμους, που συνδέονται με το Δημόσιο με σχέση δημοσίου δικαίου και σε υπηρετούντες με σχέση ιδιωτικού δικαίου και να αυξήσει το επίδομα μόνο στους πρώτους αποκλείοντας από την αύξηση τους δεύτερους. Οι αποφάσεις, συνεπώς, που στηρίζονται αποκλειστικά στην ανωτέρω διάκριση για να αυξήσουν το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής μόνο των μόνιμων υπαλλήλων, βρίσκονται έξω από τα όρια της προαναφερόμενης νομοθετικής εξουσιοδότησης (άρθρ. 43 § 2 του Συντάγματος) και κατά το μέρος που εξαιρούν από την αύξηση αυτή τους υπαλλήλους με σχέση ιδιωτικού δικαίου είναι ανίσχυρες. Όμως, η προαναφερόμενη ΣΤ1/Μ/Φ.083-13/ΑΣ.2900/1993 κοινή υπουργική απόφαση, που αφορά τις δαπάνες στέγασης, δεν αυξάνει το ποσοστό του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής όλων των μονίμων υπαλλήλων που υπηρετούν στο εξωτερικό και για τους οποίους δεν μισθώνεται σε βάρος του Δημοσίου κατοικία, αλλά μόνο των μόνιμων υπαλλήλων, που αποσπώνται σε Αρχή του εξωτερικού και συνεπώς, ανεξάρτητα από το αν η εν λόγω ρύθμιση καλύπτεται από τις διατάξεις για την απόσπαση ή είναι στο σύνολό της εκτός των ορίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης του άρθρου 131 § 1 του Ν. 419/1976, που δεν παρέχει τη δυνατότητα τροποποίησης της αντίθετης διάταξης του άρθρου 132 § 2 του νόμου, θέμα ανισχύρου της εν λόγω ρύθμισης δεν μπορεί να τεθεί για τους υπαλλήλους με σχέση ιδιωτικού δικαίου, που δεν αποσπάσθηκαν σε Αρχή του εξωτερικού, αλλά προσλήφθηκαν, επιτοπίως, από τον προϊστάμενο της Αρχής αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 68 του άνω Νόμου. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι με τις προδιαληφθείσες εξουσιοδοτικές διατάξεις των παραγράφων 10 και 11 του άρθρ. 131 του ν. 419/1976, δόθηκε η εξουσία αρχικά στο Υπουργικό Συμβούλιο και μετέπειτα στους Υπουργούς Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εξωτερικών και Οικονομικών (άρθρ. 25 § 1 ν. 1884/1990, Α' 81 και άρθρ. 12 § 1 ν. 1256/ 1982, Α' 65), όπως με κοινή υπουργική απόφασή τους καθορίζουν το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής και προβαίνουν σε αύξηση του επιδόματος αυτού κατά ποσοστό για δαπάνες στέγασης (η οποία αύξηση για την αιτία αυτή συνιστά στην ουσία αύξηση του εν λόγω επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής), σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγ. 10 του ιδίου άρθρου 131 ν. 419/1976 κριτήρια και μέσα στα διαγραφόμενα από τον ως άνω νόμο πλαίσια. Με βάση δε την παρεχόμενη από τις ως είρηται διατάξεις εξουσιοδότηση, μπορεί η εκδιδόμενη κοινή υπουργική απόφαση να καθορίζει σε διαφορετικό ύψος ή να αυξάνει σε διαφορετικό ποσοστό το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής για ορισμένους υπαλλήλους που έχουν ανάγκη στέγασης στο εξωτερικό. Επομένως, σύμφωνα με την έννοια της εξουσιοδότησης, ευρίσκεται εντός των ορίων αυτής η κατά ποσοστό 10% επί του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής του Πρέσβεως αύξηση, λόγω στέγασης, του επιδόματος αυτού μόνο για τους μόνιμους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών, που αποσπώνται σε Αρχή του εξωτερικού και εφόσον δεν μισθώνεται σε βάρος του Δημοσίου οίκημα, ρύθμιση στην οποία προέβη η μνημονευθείσα ΣΤ1/Μ/Φ.083-13/ΑΣ.2900/ 5.4.1993 κοινή υπουργική απόφαση. Τούτο, γιατί η απόσπαση του υπαλλήλου στο εξωτερικό γίνεται για την εξυπηρέτηση ειδικής υπηρεσιακής ανάγκης και για βραχύ χρονικό διάστημα τριών έως έξι (3-6) το πολύ μηνών (άρθρ. 107 ν. 419/1979), με αποτέλεσμα ο υπάλληλος αυτός να αντιμετωπίζει αναγκαίως άμεσες και αυξημένες δαπάνες στέγασης σε σχέση με τον υπηρετούντα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στην αλλοδαπή κατόπιν πρόσληψης ή μετάθεσης ή με οποιοδήποτε άλλο - πλην απόσπασης - νόμιμο τρόπο, ο οποίος έχει εξαρχής ρυθμίσει τις δαπάνες του για στέγαση στα πλαίσια του χορηγουμένου επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής. Οι αυξημένες δε αυτές δαπάνες για στέγαση του αποσπώμενου υπαλλήλου δικαιολογούν την, κατά 10%, επαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής του υπαλλήλου αυτού και τη διαφοροποίησή του από τους, κατ' άλλο τρόπο, υπηρετούντες στο εξωτερικό συναδέλφους του, οι οποίοι δεν δικαιούνται της επαύξησης αυτής, την οποία η ρηθείσα κοινή υπουργική απόφαση ΣΤ1/Μ/Φ.083-13/ΑΣ/2900/93 χορήγησε μόνο στους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών, που αποσπώνται σε Αρχές του εξωτερικού και όχι στους εκεί υπηρετούντες κατόπιν πρόσληψης ή μετάθεσης ή άλλο παρόμοιο νόμιμο τρόπο. Διότι, κατά τα προδιαληφθέντα, η ρύθμιση αυτή βρίσκεται εντός των ορίων της εξουσιοδότησης του άρθρ. 131 §§ 10 και 11 του ν. 419/1976 και δεν αντιβαίνει προς την αρχή της ισότητας, εφόσον δικαιολογείται λόγω των διαφορετικών συνθηκών υπό τις οποίες τελούν οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι σε σχέση με άλλους υπαλλήλους, οι οποίοι μετατέθηκαν ή προσλήφθηκαν και υπηρετούν στο εξωτερικό σε άλλου είδους (πλην απόσπασης) υπηρεσιακή σχέση (Α.Ε.Δ. 14/2005, ΑΠ 251/2010).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της ένδικης, από 1-12-2005, αγωγής του, ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων ισχυρίστηκε ότι την 2-10-1992 προσλήφθηκε ως κλητήρας από το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο και υπηρέτησε στην Πρεσβεία της Ελλάδος στη Βόννη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, που υπογράφηκε μεταξύ αυτού και του διευθύνοντος την Πρεσβεία, κατά τη διάταξη του άρθρου 69 παρ. 4 του ν. 419/1976. Με βάση δε τα παραπάνω ζήτησε να υποχρεωθεί το τελευταίο να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 34.188 ευρώ, για προσαυξήσεις επί του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, λόγω οικογενειακών βαρών (τέκνων) και στέγασης, που δεν του κατέβαλε, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 έως 21-1-2003, ενώ κατέβαλε τούτο στους μονίμους υπαλλήλους του και ειδικότερα ποσό 25.608 ευρώ, λόγω τέκνων και ποσό 8.580 ευρώ, λόγω στέγασης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε νόμιμη την αγωγή και επιδίκασε στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 33.286 ευρώ και ειδικότερα το ποσό των 24.903 ευρώ λόγω τέκνων και 8.383 ευρώ λόγω στέγασης. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε ότι η αγωγή δεν είναι νόμιμη κατά το κεφάλαιο αυτής, που αφορά στην προσαύξηση επί του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, λόγω στέγασης, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 έως 21-1-2003, ύψους 8.580 ευρώ, διότι ο εφεσίβλητος δεν είχε την ιδιότητα του "αποσπασμένου" μονίμου δημοσίου υπαλλήλου του Υπουργείου Εξωτερικών σε αρχή του εξωτερικού, αλλά του επί συμβάσει ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλου προσληφθέντος, επιτοπίως, στην αλλοδαπή και ως εκ τούτου δεν έχει δικαίωμα να λάβει μέχρι την 22-1-2001, την προβλεπόμενη, από την πιο πάνω ΣΤ1/Μ/Φ.083-13/ΑΣ2900/5-4-1993 κοινή υπουργική απόφαση, προσαύξηση επί του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, λόγω στέγασης. Αλλά και ΅ετά ταύτα, ΅ε την έκδοση της προαναφερόμενης 083/ΕΥΑ/ΑΣ11254/22-1-2001 κοινής υπουργικής απόφασης, ο εφεσίβλητος δεν δικαιούται την αξιού΅ενη προσαύξηση επί του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, λόγω στέγασης, δεδομένου, ότι η εν λόγω απόφαση αναφέρεται σε χρόνο, μετά την έναρξη ισχύος του ν. 2594/1998, δηλαδή ΅ετά την 24-3-1998. Έτσι, η χορηγηθείσα ΅ε αυτήν προσαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, λόγω στέγασης, δεν περιλαμβάνει τους επί συ΅βάσει ιδιωτικού δικαίου προσλαμβανόμενους, επιτοπίως, στην αλλοδαπή υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών, καθόσον για τους τελευταίους, ΅ετά την 24-3-1998, ισχύει η ειδική διάταξη του άρθρου 129 παρ. 5 εδ. β' του ν. 2594/1998, η οποία προβλέπει διαφορετικό τρόπο και διαδικασία αναπροσαρμογής (προσαύξησης) του πιο πάνω επιδόματος στο προσωπικό αυτό. Επίσης, η αγωγή δεν είναι νό΅ι΅η και κατά το κεφάλαιο αυτής, που αφορά στην αιτούμενη προσαύξηση επί του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, λόγω τέκνων, κατά ποσοστό 2% για καθένα απ' αυτά και ειδικότερα για το τέκνο του Μ., που γεννήθηκε την 27-9-1986, είναι ΅η νό΅ι΅η για το χρονικό διάστη΅α από 1-1-2002 έως 21-1-2003 κατά ποσοστό 2% επιπλέον του δικαιουμένου ποσοστού των 14%, ενώ για το δεύτερο τέκνο του Α., που γεννήθηκε την 1-8-1990, είναι ΅η νό΅ι΅η για το χρονικό διάστη΅α από 1-8-2002 έως 21-1-2003 κατά ποσοστό 2%, επιπλέον του δικαιουμένου ποσοστού των 14%, διότι ο εφεσίβλητος δικαιούται για ΅εν το πρώτο τέκνο του, που είχε ήδη συ΅πληρώσει την 1-1-2002 το 12ο έτος της ηλικίας του, καθώς και για το δεύτερο τέκνο του, που συ΅πλήρωσε το 12ο έτος της ηλικίας του την 1-8-2002, την προσαύξηση επί του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής λόγω τέκνου, που χορηγήθηκε ΅ε την υπ' αριθ. 2001800/185/0022/ 17-3-1993 κοινή υπουργική απόφαση σε ποσοστό 14% λόγω της ηλικίας του τέκνου του (για το δεύτερο τέκνο του δικαιούται ΅έχρι την 1-8-2002 ποσοστό 12% και ΅ετά ταύτα ποσοστό 14%) και όχι την προσαύξηση που χορηγήθηκε με τη νεότερη υπ' αριθ. 0831 ΑΣ11254/22-1-2001 κοινή υπουργική απόφαση σε ποσοστό 16% για κάθε τέκνο που είχε συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας του (διαφορά 2% για κάθε τέκνο), ενόψει του ότι η τελευταία απόφαση εκδόθηκε μετά την έναρξη ισχύος του ν. 2594/1998 και ως εκ τούτου δεν εφαρμόζεται για τον εφεσίβλητο. Με βάση τα παραπάνω, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση κατά τις αντίστοιχες διατάξεις και απέρριψε την αγωγή, ως προς τα προαναφερόμενα κεφάλαια αυτής, ως μη νόμιμη. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αγωγή είναι νόμιμη, ως προς το αιτούμενο κονδύλιο της προσαύξησης του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής για οικογενειακά βάρη, στο σύνολό της, ενώ αντίθετα δεν είναι νόμιμη, ως προς το κονδύλιο της προσαύξησης για την αντιμετώπιση δαπανών στέγασης, αφού ο αναιρεσείων δεν ισχυρίζεται ότι ανήκει στην κατηγορία των αποσπασθέντων στο εξωτερικό υπαλλήλων, στους οποίους χορηγήθηκε η προσαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, για την αιτία αυτή, με τις προαναφερθείσες ΚΥΑ. Επομένως, το Εφετείο, που δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ότι η αγωγή, ως προς το κονδύλιο της προσαύξησης του Ε.Υ.Α. για οικογενειακά βάρη, είναι νόμιμη μόνο κατά το ποσοστό που χορηγήθηκε ΅ε την 2001800/185/0022/17-3-1993 ΚΥΑ, και είναι μικρότερο εκείνου που χορηγήθηκε με την παραπάνω νεώτερη 083/ΑΣ 11254/22-1-2001 ΚΥΑ, η οποία αύξησε τα ποσοστά, που είχε χορηγήσει η ως άνω παλαιότερη ΚΥΑ, από 6%, 8% και 14%, ανάλογα με την ηλικία του τέκνου, σε 8%, 12% και 16%, αντίστοιχα, καταλαμβάνει δε και τον αναιρεσείοντα, αφού, σύμφωνα με την διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 129 του Ν. 2594/1998, οι κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού υπηρετούντες με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στην εξωτερική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, όπως και ο αναιρεσείων, διατηρούν το εργασιακό καθεστώς τους μέχρι την καθ' οιονδήποτε τρόπο λήξη του και εξακολουθούν να αμείβονται, όπως μέχρι την έναρξη ισχύος του άνω νόμου, ειδικά δε για όσους από αυτούς ελάμβαναν το Ε.Υ.Α. (όπως και ο αναιρεσείων), το ύψος αυτού μπορεί να αναπροσαρμόζεται με υπουργική απόφαση, παραβίασε τις παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και ως εκ τούτου είναι βάσιμος ο, περί του αντιθέτου, πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το αντίστοιχο μέρος του, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ. Αντίθετα, ως προς το κονδύλιο της προσαύξησης του επιδόματος για δαπάνη στέγασης, εφόσον, αν και με, εν μέρει, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων, απέρριψε, ως μη νόμιμη, την αγωγή, δηλαδή κατέληξε σε ορθό διατακτικό, δεν παραβίασε τις παραπάνω διατάξεις των ν. 419/1976 και 2594/1998, ούτε αυτές των άρθρων 4 § 1 και 22 § 1 εδ. β' και 43 του Συντάγματος, 119 της Συνθήκης της ΕΟΚ, 99/70/ΕΚ οδηγίας, που θεσπίζουν τις αρχές της ισότητας της αμοιβής, για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας, υπό τις αυτές συνθήκες, καθόσον η παροχή διαφορετικής αμοιβής και εν γένει η διαφορετική μισθολογική μεταχείριση των υπαλλήλων του εναγομένου, που έλαβαν προσαύξηση για αντιμετώπιση δαπανών στέγασης, έναντι του ενάγοντος δικαιολογείται, λόγω παροχής διαφορετικής κατά περιεχόμενο και προϋποθέσεις εργασίας και γενικά λόγω διαφορετικών συνθηκών (από άποψη πρόσληψης, υπηρεσιακής εξέλιξης κ.λπ.), υπό τις οποίες τελούν καθεμία από τις κατηγορίες των προαναφερόμενων υπαλλήλων, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), από την οποία πηγάζει η υποχρέωση σεβασμού της περιουσίας του νομικού ή φυσικού προσώπου και 2 §§ 3 και 5 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που έχει κυρωθεί με το ν. 2462/1997, που εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα της παροχής έννομης προστασίας, αφού ενόψει των εκτεθέντων η επίδικη απαίτηση δεν καθίσταται απαιτητή και δεν υπάρχει νόμιμη προσδοκία βάσει του ισχύοντος έως την προσφυγή στο δικαστήριο δικαίου ότι θα ικανοποιηθεί δικαστικά. Όπως ήδη αναφέρθηκε, σύμφωνα με την διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 129 του ν. 2594/1998, οι κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού υπηρετούντες με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στην εξωτερική υπηρεσία του Υπουργείου εξωτερικών, όπως ο αναιρεσείων, διατηρούν το συμβατικό καθεστώς τους μέχρι την καθ' οιονδήποτε χρόνο λήξη του.
Συνεπώς, ο αναιρεσείων θα δικαιούταν την επίμαχη προσαύξηση και μετά την έναρξη της ισχύος του νεότερου Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών (ν. 2594/1998), μόνο αν, κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού, τη δικαιούταν. Αυτό όμως δεν συνέβη, αφού, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ο αναιρεσείων, που δεν ανήκει στην κατηγορία των αποσπασθέντων στο εξωτερικό υπαλλήλων, δεν δικαιούταν, κατά την έναρξη της ισχύος του νεότερου Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών (ν. 2594/1998), την προσαύξηση για την αντιμετώπιση των δαπανών στέγασης, που χορηγήθηκε με την ισχύουσα, κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος του νόμου αυτού, ΣΤ1/Μ/Φ.083-13/ΑΣ.2900/1993 ΚΥΑ. Επομένως, ο αντίθετος, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ανωτέρω, πρώτος, λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος του, που αφορά το προαναφερθέν κονδύλιο των δαπανών στέγασης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ ο ίδιος λόγος αναίρεσης, κατά το από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ μέρος του, είναι απαράδεκτος, διότι ο, από τον αριθμό 19, λόγος αναίρεσης αναφέρεται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού και γι' αυτό προϋποθέτει κρίση επί της ουσίας και δεν ιδρύεται, όταν η έλλειψη ή η ανεπάρκεια ή η αντίφαση των αιτιολογιών αναφέρονται στη σκέψη της απόφασης, με την οποία η αγωγή κρίθηκε νόμιμη, στηριζόμενη σε ορισμένες διατάξεις, η μη νόμιμη.
Μετά από αυτά παρελκούσης της έρευνας του δεύτερου λόγου αναίρεσης, από τον αριθμό 16 του άρθρου 559 KΠολΔ, αφού με αυτόν πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο κατά το παραπάνω κεφάλαιό της, που αναφέρεται στην προσαύξηση επί του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, λόγω τέκνων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το κεφάλαιό της αυτό, που αφορά την αξίωση του αναιρεσείοντος για την προσαύξηση του επιδόματος τέκνων του χρονικού διαστήματος από 1-1-2002 έως 21-1-2003, σε ποσοστό μεγαλύτερο εκείνου που χορηγήθηκε με την 2001800/185/0022/17-3-1993 ΚΥΑ για κάθε παιδί, δηλαδή αυτό που χορηγήθηκε με τη νεότερη 083//ΑΣ 11254/22-1-2001 ΚΥΑ, που αύξησε τα ποσοστά που είχε χορηγήσει η παλαιότερη ΚΥΑ από 6%, 8% και 14%, ανάλογα με την ηλικία του τέκνου, σε 8%, 12% και 16%, αντίστοιχα, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση (κατά την αληθή έννοια του άρθρου 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 4 Ν. 4055/2012), κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Εφετείο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν ολικά μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας καθενός από αυτούς και ενόψει του ότι το αναιρεσίβλητο είναι το Ελληνικό Δημόσιο (άρθρο 22 Ν. 3693/1957).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 3623/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος της που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ