Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2004 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Νομή.




Περίληψη:
Αγωγή διατάραξης της νομής (ΑΚ 989). Διατάραξη της νομής είναι κάθε πράξη που παρεμποδίζει στην άσκηση της φυσικής εξουσίας στο πράγμα, χωρίς να φθάνει μέχρι την αφαίρεση της νομής, εκδηλώνεται δε είτε θετικά, με πράξη του προσβολέα στο πράγμα ή με παρεμπόδιση πράξης του νομέα, είτε αρνητικά, με παράλειψη, όταν ο προσβολέας δεν προβαίνει στην επιβαλλόμενη ενέργεια προς αποτροπή ή παύση της διατάραξης.




Αριθμός 2004/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Γ. Β. του Α., κατοίκου ... ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μαυροματίδη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Μ. Ε. του Γ., κατοίκου ... 2)Α. Ε. του Γ., κατοίκου ... 3)Κ. Ε. του Γ., κατοίκου ... 4)Χ. Ε. του Γ., κατοίκου ... 5)Χ. Ε. του Γ., κατοίκου ... 6) Ο. Ε. του Γ., κατοίκου ... 7) Α. Ε. του Γ., κατοίκου ... και 8) Α. Ε. του Γ., κατοίκου ... οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/8/2004 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 22/2006 του ίδιου Δικαστηρίου και 1647/2011 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 20/10/2011 αίτηση και τους από 20/6/2013 προσθέτους λόγους του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 19/9/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι της. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις εκθέσεις επίδοσης .../30.7.2013, .../26.7.2012, .../26.7.2012, .../26.7.2012, ...'/26.7.2012, .../23.7.2013, .../23.7.2013 και …/23.7.2013 των δικαστικών επιμελητών …του Πρωτοδικείου Εδέσσης- η πρώτη-, ... του Πρωτοδικείου Βέροιας- η δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και πέμπτη-, και ... του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης- οι υπόλοιπες τρεις-, προκύπτει, ότι, ύστερα από έγγραφη παραγγελία του πληρεξούσιου δικηγόρου του αναιρεσείοντος που επισπεύδει τη συζήτηση, ακριβές αντίγραφο της ένδικης, από 20.10.2011, αίτησης αναίρεσης κατά της οριστικής απόφασης 1647/2011 του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς εμφάνιση κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 2.10.2013), επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους αναιρεσιβλήτους, οι οποίοι δεν εμφανίσθηκαν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε υπέβαλαν έγγραφη δήλωση για παράστασή τους στο ακροατήριο κατά τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ.2 ΚΠολΔ, να προχωρήσει η υπόθεση παρά την απουσία των αναιρεσιβλήτων.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 974 ΑΚ, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Κατά δε το άρθρο 984 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, η νομή προσβάλλεται είτε με διάταξη είτε με αποβολή του νομέα, εφόσον αυτές γίνονται παράνομα και χωρίς τη θέλησή του. Και κατά το άρθρο 989 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, ο νομέας που διαταράχθηκε παράνομα έχει δικαίωμα να αξιώσει την παύση της διατάραξης, καθώς και την παράλειψή της στο μέλλον. Διατάραξη της νομής και κάθε πράξη που παρεμποδίζει την άσκηση της φυσικής εξουσίας στο πράγμα, χωρίς να φθάνει μέχρι την αφαίρεση της νομής, εκδηλώνεται δε είτε θετικά, με πράξη του προσβολέα στο πράγμα ή με παρεμπόδιση πράξης του νομέα, είτε αρνητικά, με παράλειψη, όταν ο προσβολέας δεν προβαίνει στην επιβαλλόμενη ενέργεια προς αποτροπή ή παύση της διατάραξης. Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ ιδρύεται αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικοί δίκαιου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερο στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νομός, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικά περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικό στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε, Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: " Το επίδικο ακίνητο είναι ένα οικόπεδο 500,96 τ.μ., που βρίσκεται εντός του οικισμού ... και στο από Απριλίου 2004 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Δ. Μ. που είναι συνημμένο στο δικόγραφο της αγωγής, εμφαίνεται με τα στοιχεία Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Ζ και οριοθετείται βόρεια σε πλευρά Η7 17,96 γμ με οικόπεδο Δ. Ε., και σε πλευρά ΗΘ 2,71 γμ με οικόπεδο κληρονόμων Ν. Λ., νότια σε πλευρά ΚΙ 18,34 γμ με οικόπεδο κληρονόμων Ν. Χ., ανατολικά σε πλευρά ΘΙ 26,30 γμ με οικόπεδο Δ. Π. και δυτικά σε πλευρά ΚΖ 23,58 γμ με οικόπεδο συνιδιοκτησίας του ενάγοντος και του αδελφού του Χ. Ε.. Πρόκειται για ακίνητο που έχει μόνο οικοπεδική αξία, ακαλλιέργητο-χέρσο, εντός του οποίου υφίστανται δύο αμυγδαλιάς και το οποίο περιβάλλεται από κτισμένες ιδιοκτησίες. Στις 18-4-2004 οι εναγόμενοι, οι οποίοι είναι κάτοικοι .., .., και .., ισχυριζόμενοι ότι το ακίνητο αυτό ανήκε στη συννομή τους από κληρονομιά του πατέρα τους Γ. Ε., που πέθανε το έτος 1987, το περιέφραξαν με συρματόπλεγμα και πασάλους. Στις 20-4-2004 ο ενάγων αποξήλωσε την περίφραξη ισχυριζόμενος ότι νομέας είναι ο ίδιος γιατί νέμεται αυτό συνεχώς από το έτος 1978, που απέκτησε τη νομή του με άτυπη μεταβίβαση από την αδελφή του Ζ. Γ., μέχρι και τον παραπάνω χρόνο διατάραξης της νομής του από τους εναγομένους. Ο ισχυρισμός αυτός του ενάγοντα περί νομής του επιδίκου ακινήτου κατά το χρόνο της διατάραξης εκ μέρους των εναγομένων δεν αποδείχθηκε από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία της υπόθεσης. Και συγκεκριμένα, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι απέκτησε το ακίνητο αυτό με άτυπη μεταβίβαση από την αδελφή του Ζ. Γ. το έτος 1978, αντί τιμήματος από 800.000 δρχ., στην οποία είχε περιέλθει το έτος 1962 με άτυπη δωρεά λόγω προίκας από τον πατέρα τους Α. Ε., στον οποίο τέλος είχε περιέλθει σε μεγαλύτερη έκταση με άτυπη αγορά από τον αδελφό του και πατέρα των εναγομένων Γ. Ε. του Γ. το έτος 1949. Προς απόδειξη δε των ισχυρισμών του αυτών επικαλείται και προσκομίζει μεταξύ άλλων και α) το από 10-5-1991 ιδιωτικό συμφωνητικό αγοραπωλησίας ακινήτου, που συντάχθηκε μεταξύ αυτού και της αδελφής του Ζ. Γ., και επιβεβαιώνει τη μεταξύ τους άτυπη μεταβίβαση ενός ακινήτου που έγινε το 1978, β) το από 21-10-1962 ιδιωτικό προικοσύμφωνο, με το οποίο ο πατέρας του Α. Ε. συνέστησε την προίκα της αδελφής του Ζ. και μεταξύ άλλων της έδωσε και το επίδικο, και γ) το από 24-9-1949 ιδιωτικό συμφωνητικό περί μεταβίβασης της κυριότητας έξι αγρών και ενός οικοπέδου, από τον πατέρα των εναγομένων Γ. Ε. στον πατέρα του ενάγοντος Α. Ε.. Στο πρώτο από τα παραπάνω ιδιωτικά έγγραφα, αναφέρεται ότι η αδελφή του ενάγοντος Ζ. Γ., στις 12 Μαρτίου του 1978 πώλησε στον ενάγοντα αδελφό της Γ. Β. ένα οικόπεδο έκτασης 500 τμ περίπου που βρίσκεται μέσα στον οικισμό της Κοινότητας Παλιουρίου, το οποίο συνορεύει βόρεια με οικόπεδο Δ. Ε., νότια με οικόπεδο Ν. Χ., δυτικά με οικόπεδο Ε. Α. και ανατολικά με οικόπεδο Δ. Χ.. Το ακίνητο αυτό που κατά το έτος 1978 φέρεται να έχει μεταβιβασθεί άτυπα στον ενάγοντα από την αδελφή του, όπως προκύπτει από την ως άνω περιγραφή του, δεν ταυτίζεται με το προπεριγραφόμενο επίδικο ακίνητο. Το τελευταίο δεν μεταβιβάσθηκε άτυπα στον ενάγοντα από την αδελφή του Ζ. Γ., όπως καταθέτει και ο σύζυγος αυτής Δ. Γ., μετά λόγου γνώσεως, στην περιεχόμενη στα υπ' αριθμ. 89/2004 πρακτικά του Ειρηνοδικείου Κασσάνδρας κατάθεση του, κατά τη δίκη περί λήψης ασφαλιστικών μέτρων νομής, που διεξήχθη ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 8-6-2004, και προκύπτει και από την περιγραφή του ακινήτου στο παραπάνω με στοιχ. α' ιδιωτικό συμφωνητικό. Η αδελφή του ενάγοντος Ζ. Γ. ουδέποτε υπήρξε νομέας του επιδίκου, αφού ουδέποτε άσκησε επ' αυτού οποιεσδήποτε διακατοχικές πράξεις με διάνοια κυρίας, αλλά όπως καταθέτει και ο σύζυγος της Δ. Γ. στα ως άνω πρακτικά του Ειρηνοδικείου Κασσάνδρας, αυτό ήταν του Γ. Ε., πατέρα των εναγομένων και αδελφού της συζύγου του και του ενάγοντος, ο οποίος δεν ήταν κάτοικος …και μετά το θάνατό του έρχονταν και το επέβλεπαν οι κληρονόμοι του εναγόμενου. 'Ετσι, δεν έλαβε χώρα κτήση της νομής του επιδίκου από τον ενάγοντα με παράδοση της νομής, εκ μέρους της αδελφής του Ζ. Γ., αφού αυτή δεν ήταν νομέας του επιδίκου, καθόσον ουδέποτε άσκησε επ'αυτού διακατοχικές πράξεις με διάνοια κυρίας, ούτε πράξεις επίβλεψης και εποπτείας επ'αυτού, αλλά ούτε και αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απέκτησε τη νομή του επιδίκου και με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Από το σύνολο του ως άνω αποδεικτικού υλικού δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων υπήρξε νομέας του επίδικου ακινήτου τόσο κατά το χρόνο της φερόμενης προσβολής της νομής του με διατάραξη που έγινε παράνομα και χωρίς τη θέλησή του στις 18.4.2004 από τους εναγομένους, όσο και έκτο το χρόνο άσκησης της αγωγής, αφού δεν ασκούσε με διάνοια κυρίου εμφανείς υλικές πράξεις νομής στο επίδικο και συγκεκριμένα δεν αποδείχθηκε ότι τo όργωνε και το καλλιεργούσε με ζαρζαβατικά, ότι εναπόθετε διάφορα αντικείμενα (ξύλα, εργαλεία) και ότι επέβλεπε τα όρια του και το προστάτευε από καταπατήσεις τρίτων, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται. Αντίθετα, αυτό ήταν ακαλλιέργητο, χέρσο και χωρίς περίφραξη, πράξεις δε επίβλεψης ασκούσε ενόσω ζούσε ο Γ. Ε., δικαιοπάροχος των εναγομένων και μετά το θάνατο του το έτος 1987 οι τελευταίοι. Δηλαδή ο ενάγων δεν ασκούσε κατά τον παραπάνω χρόνο της φερόμενης προσβολής της νομής του με διατάραξη, φυσική εξουσίαση επί του επίδικου οικοπέδου με άσκηση πράξεων που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του, ώστε κατά την αντίληψη των συναλλαγών να θεωρείται ότι αυτό βρίσκεται κατά τρόπο σταθερό στη διάθεση του ενάγοντος, ούτε αποδείχθηκε ότι ο ενάγων είχε την εποπτεία του και τη δυνατότητα άσκησης φυσικής εξουσίας κάθε στιγμή, κατά τον ίδιο παραπάνω χρόνο. Ο ισχυρισμός του ενάγοντα ότι ο δικαιοπάροχος των εναγομένων με το από 24-9-1949 ιδιωτικό έγγραφο (το οποίο σημειωτέον ο τελευταίος υπέγραψε αμέσως μετά την επιστροφή του από τη Γυάρο όπου ήταν εξόριστος), μεταβίβασε άτυπα στον πατέρα του Α. Ε., τα ακίνητα που είχε λάβει από την πατρική κληρονομιά, μεταξύ των οποίων και το επίδικο οικόπεδο, δεν ασκεί επιρροή στην προκειμένη περίπτωση της αγωγής νομής. Μάλιστα, από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία της υπόθεσης δεν προέκυψε ότι τα περιγραφόμενα στα ως άνω ιδιωτικά έγγραφα ακίνητα ταυτίζονται με το επίδικο ακίνητο, το οποίο έχει διαφορετικό εμβαδόν και διαφορετικά όρια". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο κατέληξε στην κρίση, ότι η ένδικη περί διατάραξης της νομής του επίδικου ακινήτου αγωγή του αναιρεσείοντος είναι κατ'ουσίαν αβάσιμη και- έχοντας, κατ'άρθρο 528 ΚΠολΔ, δεχθεί την έφεση των αναιρεσιβλήτων, λόγω της ερημοδικίας τους στον πρώτο βαθμό, κατά της εκκαλούμενης απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που είχε εκφέρει αντίθετη κρίση-απέρριψε, εν τέλει αυτήν- αγωγή κατ'ουσίαν. 'Ετσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε ευθέως τις προεκτεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 974, 984 παρ.1 και 989 παρ.1 ΑΚ, ούτε τις διατάξεις των άρθρων 987 και 1045 του ίδιου Κώδικα, τις οποίες ορθά δεν εφάρμοσε, εφόσον, από τα προεκτιθέμενα δεδομένα δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής τους, περιέλαβε δε στην απόφασή του πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή, αντίστοιχα των πιο πάνω διατάξεων και συνεπώς οι πρώτος και πέμπτος, κατά το πρώτο μέρος του, πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, από τον αριθμό 1 και τρίτος πρόσθετοι από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους, υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθούν.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ.γ' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339 και 340 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικαστήριο για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλόμενων από τους διαδίκους πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για άμεση ή έμμεση απόδειξη, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, από δε την αναφορά στην απόφαση μερικών από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, γιατί έχουν ιδιαίτερη σημασία, δεν συνάγεται αναγκαστικά ότι δεν εκτιμήθηκαν και τα μη αναφερόμενα. Στην προκείμενη περίπτωση, με τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγους της αναίρεσης και τους πρόσθετους λόγους της δεύτερο και πέμπτο, κατά το δεύτερο μέρος του, προβάλλεται η από τον αριθμό 11 περ.γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του περί της ουσιαστικής αβασιμότητας της ένδικης περί διατάραξης της νομής του επίδικου ακινήτου αγωγής του ήδη αναιρεσείοντος ενάγοντος, δεν έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, με τις λοιπές αποδείξεις τα ειδικότερα, σ'αυτούς μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή: 1) την κατάθεση του μάρτυρα Δ. Γ., που εξετάστηκε με πρόταση των αναιρεσιβλήτων και περιέχεται στα 89/2004 πρακτικά του Ειρηνοδικείου Κασσάνδρας, 2) την κατάθεση του άλλου μάρτυρα που εξετάστηκε με πρόταση του αναιρεσείοντος και περιέχεται στα ίδια πρακτικά, 3) την κατάθεση του μάρτυρα Χ. Ε., που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την προβαλλόμενη απόφαση πρακτικά του Εφετείου, 4) το με ημερομηνία Απρίλιος 2004 τοπογραφικό διάγραμμα, που συντάχθηκε με επιμέλεια του αναιρεσείοντος, και 5) τη δήλωση Ε9 του έτους 1997 του αναιρεσείοντος στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Κασσανδρίας. Οι ερευνώμενοι αυτοί αναιρετικοί λόγοι πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, αφού, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων και από τις ρητά αναφερόμενες "ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού-Εφετείου- και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την (προσβαλλομένη) απόφασή (του) πρακτικά (και) από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται ... για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά ... χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, μεταξύ των οποίων τα υπ'αριθμ. 89/2004 πρακτικά του Ειρηνοδικείου Κασσάνδρας Χαλκιδικής (που λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ...)", σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι στο αιτιολογικό της απόφασης δεν υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο από το οποίο να μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για το αν το Εφετείο έλαβε υπόψη του και τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα, δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία, ότι το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα αποδεικτικά αυτά μέσα, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση του καθενός. Οι λοιπές αιτιάσεις, επίσης από το άρθρο 559 αριθ.11 περ.γ' ΚΠολΔ, που περιλαμβάνονται στους ίδιους αναιρετικούς λόγους και ανάγονται στην αξιολόγηση των παραπάνω αποδεικτικών μέσων προεχόντως, είναι απαράδεκτες και πρέπει να απορριφθούν, διότι, υπό την επίκληση της παραπάνω πλημμέλειας, πλήττεται με αυτές αποκλειστικά η αναιρετικά ανέλεγκτη από το Δικαστήριο της ουσίας εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ).
IV. Ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγωνιστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα, πρέπει, όμως, την παραπάνω επιζήμια κρίση του για τον αναιρεσείοντα να σχηματίσει το δικαστήριο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο που φέρεται ως παραμορφωμένο, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει, όταν το εν λόγω έγγραφο εκτιμήθηκε μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρεται η σημασία του σε σχέση με το πόρισμα για την αλήθεια ή αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, γιατί στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν είναι δυνατή η εξακρίβωσης της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του από 10.5.1991 ιδιωτικού συμφωνητικού αγοραπωλησίας, με το να δεχθεί ότι το επίδικο ακίνητο δεν είναι το ίδιο με αυτό που αναφέρεται στο ιδιωτικό αυτό συμφωνητικό λόγω διαφοράς στα όριά του, δεδομένου ότι υπάρχει απόλυτη ταύτιση στα όρια, Βόρεια και Νότια, όπου τα ακίνητα των Δ. Ε. και κληρονόμων Ν. Χ., που σημαίνει "ότι δεν μπορεί να πρόκειται για διαφορετικό ακίνητο, τη στιγμή που δεν προέκυψε, ότι οι ανωτέρω, Δ. Ε. και κληρονόμοι Ν. Χ., διαθέτουν οικόπεδα και σε άλλα σημεία" και, επίσης, με το να παραλείψει κρίσιμες φράσεις- περικοπές του κειμένου του άνω εγγράφου, που θα το οδηγούσαν- το Εφετείο- σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα και ειδικότερα της φράσης - περικοπής, ότι " η εν αυτώ αναφερόμενη πωλήτρια δηλώνει, ότι ήταν νομέας και κάτοχος του ακινήτου από το έτος 1962, από παραχώρηση από τον πατέρα της Α. Β. (περιστατικά δηλαδή που) συμπίπτουν με την ημερομηνία συντάξεως του προικοσυμφώνου που αναφέρεται ανωτέρω και σύμφωνα με το οποίο ο πατέρας του- αναιρεσείοντος- Α. Β., μεταβίβασε λόγω προικός στην αδελφή τους Ζ. το εν αυτώ αναφερόμενο οικόπεδο, και το οποίο, όπως άλλωστε κατέθεσε και ο σύζυγος της αδελφής τους, Δ. Γ. και η κατάθεσή του αναφέρεται στα με αριθμ. 89/1994 πρακτικά του Εφ. Κασσανδρίας, είναι το ίδιο με το επίδικο". Όμως, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δεν στήριξε το αποδεικτικό πόρισμά του, με βάση το οποίο και απέρριψε την περί διατάραξης της νομής του επίδικου ακινήτου αγωγή του αναιρεσείοντος, ότι δηλαδή ο αναιρεσείων (ενάγων) δεν απέκτησε τη νομή του επιδίκου με παράδοσή της εκ μέρους της αδελφής του Ζ. Γ. ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο που προπαρατέθηκε, αλλά σε περισσότερα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή στις ένορκες καταθέσεις τν μαρτύρων και σε όλα τα προσκομισθέντα από τους διαδίκους με επίκληση έγγραφα, χωρίς να στηρίξει το επί της ουσίας πόρισμά του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο προμνημονευόμενο έγγραφο. Γι'αυτό και ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
V. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.8 περ. α' του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" που δεν προτάθηκαν, η λήψη των οποίων από το δικαστήριο της ουσίας ιδρύει τον αναιρετικό αυτό λόγο, νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, την ένσταση ή την αντένσταση, όχι δε και οι ισχυρισμοί που συνέχονται με την ιστορική τους βάση και αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση αυτής, αποκρουόμενοι με την παραδοχή των πραγματικών περιστατικών που στηρίζουν την αγωγή, την ένσταση ή την αντένσταση (Ολ ΑΠ 469/1984). Επομένως, οι τέταρτος και πέμπτος, κατά το δεύτερο μέρος του, πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 8 περ.α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο έλαβε υπόψη, χωρίς να έχει προταθεί από τους ήδη αναιρεσιβλήτους εναγομένους, τον ουσιώδη ισχυρισμό τους, ότι το επίδικο ακίνητο δεν μεταβιβάσθηκε στον αναιρεσείοντα από την αδελφή του και δεν είναι το ίδιο με αυτό που ο αναιρεσείων αγόρασε από την αδελφή του το έτος 1978, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί, εφόσον ο περιεχόμενος σ'αυτούς πραγματικός ως άνω ισχυρισμός αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, δεν είναι δηλαδή αυτοτελής, με την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, που προπαρατέθηκε.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20.10.2011 αίτηση του Γ. Β. του Α. και τους πρόσθετους λόγους της για αναίρεση της 1647/2011 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Οκτωβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Νοεμβρίου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή