Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Απόφαση αθωωτική, Βλάβη κοινώς επικίνδυνη.
Περίληψη:
Κοινώς επικίνδυνη βλάβη από αμέλεια, από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος. Έννοια. Στοιχεία υποκειμενικής αντικειμενικής υποστάσεως (ΑΠ 1276. 724/ 1999). Αίτηση αναίρεσης Εισαγγελέως Αρείου Πάγου κατά αθωωτικής αποφάσεως κατ' άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠΔ (ΑΠ 1954/2009, 380/2009). Λόγος. Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Πότε έχει τέτοια η αθωωτική απόφαση και τι πρέπει να διαλαμβάνει ως προς τα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 108/2009, ΑΠ 1033/2008, ΑΠ 2610/2008, ΑΠ 225/2007). Η απόφαση περιέχει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Αβάσιμος ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως.
ΑΡΙΘΜΟΣ 193/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπου-λο, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Νοεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 20045/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Θεσ/κης. Με κατηγορούμενους τους: 1. Χ1, κάτοικο ..., 2. Χ2, κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκαν, 3. Χ3 και 4. Χ4, κάτοικους ..., που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αλεξάνδρα Μαύρου - Τσάκου. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Γώγο.
Το Τριμελές Πλημ/κείο Θεσ/κης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 21/9-4-2009 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 546/2009.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που παραστάθηκαν, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 273, 274, και 28 ΠΚ, προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της κοινώς επικίνδυνης βλάβης από αμέλεια, πρέπει να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) ο δράστης να μην κατέβαλε, κατ` αντικειμενική κρίση, την απαιτούμενη προσοχή που κάθε μέτρια συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει να καταβάλει βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν και της κοινής πείρας και λογικής, β) να είχε αυτός τη δυνατότητα, εν όψει των προσωπικών του ιδιοτήτων, των γνώσεών του, λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, γ) να υπάρχει αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή της παραλείψεως του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος και δ) από την προξενηθείσα βλάβη σε δικό του ή ξένο πράγμα κινητό ή ακίνητο να μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης ποινικού δικαστηρίου μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2, δηλαδή μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την καταχώρηση της αποφάσεως καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του ΚΠΔ. Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, προς τον σκοπό επανορθώσεως τυχόν εσφαλμένων αποφάσεων, δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και αυτός της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που απαιτείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. Ειδικά δε, προκειμένου περί αθωωτικής απόφασης, ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (ν.δ/γμα 53/1974), τέτοια έλλειψη αιτιολογίας, που ιδρύει τον, κατ άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση, ως προκύψαντα από τα αποδεικτικά μέσα που αξιολόγησε και εκτίθενται στα πρακτικά, τα αναγκαία περιστατικά της αξιόποινης πράξης και οι λόγοι από τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας αδυνατεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος πραγμάτωσε την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που του αποδίδεται. Δεν απαιτείται όμως για την αιτιολογία της αθωωτικής απόφασης, για την ύπαρξη της οποίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, να εκθέτει το δικαστήριο σ' αυτή περιστατικά, από τα οποία πείστηκε για την αθωότητα του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη είναι η ενοχή και όχι η αθωότητά του. Περαιτέρω, για την πληρότητα της αιτιολογίας, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες-έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από το καθένα. 'Οταν εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, αρκεί να προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της απόφασης ότι το δικαστήριο συνεκτίμησε, όχι μόνο τα ειδικά μνημονευόμενα, αλλά όλα τα αποδεικτικά μέσα για να καταλήξει στην αθωωτική του κρίση.
ΙΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 20045/2008 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, οι αναιρεσίβλητοι κηρύχθηκαν αθώοι, οι μεν πρώτος και τέταρτη κατά πλειοψηφία, οι δε δεύτερος και τρίτος ομόφωνα, της πράξεως της κοινώς επικίνδυνης βλάβης από αμέλεια, από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος (273 α και 274 ΠΚ). Για να καταλήξει στην αθωωτική του κρίση η πλειοψηφίσασα γνώμη του δικαστηρίου της ουσίας, δέχθηκε, από την συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που κατ είδος αναφέρει, μεταξύ των οποίων και η από μηνός Φεβρουαρίου 2004 έκθεση πραγματογνωμοσύνης της ..., κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τα έγγραφα που διαβάστηκαν στο ακροατήριο, την από το μήνα Φεβρουάριο του 2004 έκθεση Πραγματογνωμοσύνης της ..., την από 5-03-2007 τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ..., την υπ' αρ. ... γνωμοδότηση, τη χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα, τις μαρτυρίες των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο, σε συνδυασμό και με την απολογία των παρόντων εκκαλούντων - κατηγορουμένων, και από την υπόλοιπη συζήτηση της υπόθεσης, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1, είναι ιδιοκτήτης του ισογείου και του 1ου ορόφου της επί του οικοπέδου 115/2 πολυώροφης κοινόκτητης οικοδομής, που βρίσκεται στη ..., επί της οδού ... αρ. ... Ιδιοκτήτης διαμερίσματος της ίδιας οικοδομής είναι και ο πολιτικώς ενάγων Ψ. Η οικοδομή έχει δύο διαμερίσματα ανά όροφο, ισόγειο κατάστημα και υπόγειο. Κατασκευάσθηκε το έτος 1933 και κατά το σεισμό του έτους 1978 υπέστη ζημίες και πιο συγκεκριμένα είχαν παρατηρηθεί εκτεταμένες ρηγματώσεις των τοίχων πλήρωσης, χωρίς μείωση της γενικής αντοχής της οικοδομής, γι' αυτό και είχε χαρακτηρισθεί με κίτρινο χρώμα. Ο πρώτος κατηγορούμενος αποφάσισε να προβεί σε οικοδομικές εργασίες στο παραπάνω ακίνητο του (κατάστημα), προκειμένου να διευκολυνθεί η επικοινωνία υπογείου, ισογείου και 1ου ορόφου με την τοποθέτηση μεταλλικών κλιμάκων. Εφοδιάσθηκε με την ... άδεια εργασιών διαρρυθμίσεων από τη Διεύθυνση Πολεοδομίας ..., για να προβεί στη διεύρυνση δύο οπών διαστάσεων 1,20 Χ 1,20 μ. που υπήρχαν, από την αρχική ακόμα κατασκευή της οικοδομής ως καταπακτές στις πλάκες του ισογείου (προβλεπόμενες από την αρχική άδεια), σε μία μεγαλύτερη οπή και στις απαραίτητες διαρρυθμίσεις. Στην άδεια αυτή προβλεπόταν διάνοιξη οπής στο μπροστινό αριστερό πρώτο από το δρόμο φάτνωμα και για λόγους στατικής ενίσχυσης η κατασκευή μανδυών σε επιλεγμένα υποστυλώματα, τοιχώματα και δοκούς περιμετρικά της οπής. Κατά το έτος 2002 κατατέθηκε από τον πρώτο κατηγορούμενο νέος φάκελος αναθεώρησης της προηγούμενης άδειας στην Πολεοδομία ... και στο νέο αυτό φάκελο προβλεπόταν η διεύρυνση μόνο της υπάρχουσας οπής με τελικές διαστάσεις 3,20 Χ 4,00 μ., καθώς και πρόσθετες εργασίες στο υπόγειο. Τελικά η οπή ανοίχθηκε τον Μάϊο του έτους 2002 σε άλλη θέση, ένα φάτνωμα πιο πίσω από την αρχική, ενώ έγινε και καθαίρεση τμήματος τοιχοποιίας στον 1ο όροφο. Τις εργασίες ανέλαβε με σύμβαση έργου ο τρίτος κατηγορούμενος Χ4, ως εργολάβος - Τεχνικός ειδικών κατασκευών, ενώ η τέταρτη κατηγορουμένη Χ3, Πολιτικός Μηχανικός, ήταν υπεύθυνη για την γενική μελέτη και επίβλεψη των οικοδομικών εργασιών και ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2 συνέταξε, σαν αρχιτέκτονας, την αρχιτεκτονική μελέτη της κατασκευής. Από τις ως άνω εργασίες δεν( αποδείχθηκε παντάπασι ότι θίχθηκε καθ' οιονδήποτε τρόπο ο φέρων οργανισμός της οικοδομής, καθόσον οι ως άνω εργασίες είχαν χαρακτήρα μόνον τοπικής επέμβασης. Τα ανωτέρω εκτιθέμενα επιρρωνύουν οι, καταθέσεις των μαρτύρων ..., υπαλλήλου της Πολεοδομίας, Πολιτικού Μηχανικού, ..., Πολιτικού Μηχανικού, Προϊσταμένου ΤΕΕ, και μάλιστα στο Τμήμα Επικινδύνων, ο οποίος κατέθεσε αφενός μεν ότι έκαναν αυτοψία και κάλεσαν τον καταγγέλλοντα πολιτικώς ενάγοντα να υποβάλλει αίτημα στατικής επικινδυνότητας επάρκειας ή όχι με δύο μηχανικούς, αφετέρου δε ότι μακροσκοπικά δεν αντιλήφθησαν την ύπαρξη προβλήματος, και του μάρτυρα υπεράσπισης ..., συνταξιούχου Πολιτικού Μηχανικού, ο οποίος υπήρξε για δύο χρόνια Διευθυντής του Ινστιτούτου Σεισμολογίας. Ο τελευταίος κατέθεσε ρητά ότι οι ως άνω εργασίες είναι κλασσική περίπτωση τοπικής επέμβασης, ότι αφορούν τις πλάκες που δεν είναι τμήμα του φέροντος οργανισμού και ακόμη ότι δεν έχει θιγεί ούτε κολώνα ούτε δοκός. Κατέθεσε, περαιτέρω, ότι ακόμη και αν είχε χαρακτηρισθεί με κίτρινο χρώμα η οικοδομή μετά τον σεισμό του έτους 1978, με συνέπεια η αντοχή της να είχε μειωθεί από τις 100 μονάδες στις 95, μετά τις ως άνω πραγματοποιηθείσες εργασίες η αντοχή της οικοδομής παρέμεινε στις 95 μονάδες. Από όλα τα ανωτέρω εκτεθέντα, δεν προέκυψε ότι από τις προαναφερόμενες εργασίες μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να κηρυχθούν αθώοι άπαντες οι κατηγορούμενοι.
Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία παραδεκτά επισκοπείται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, η πράξη για την οποία είχαν κηρυχθεί ένοχοι οι αναιρεσίβλητοι με την 30511/2006 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κειου Αθηνών, η οποία επίσης παραδεκτά επισκοπείται για τον ίδιο ως άνω λόγο και αθώοι, κατά τα ανωτέρω από την προσβαλλόμενη απόφαση, συνίστατο στο ότι: Στη ... τον Μάϊο του έτους 2002 προξένησαν από αμέλεια τους βλάβη σε ακίνητο συνιδιόκτητο για τον πρώτο και ξένο για τους λοιπούς κατηγορουμένους πράγμα, από την οποία (βλάβη) μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα και ειδικότερα από έλλειψη της προσοχής που όφειλαν από τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν δεν πρόβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα που πραγματοποιήθηκε από την παρακάτω πράξη τους.
Συγκεκριμένα ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1, ως ιδιοκτήτης του ισογείου και του 1ου ορόφου της επί του οικοπέδου ... πολυόροφης κοινόκτητης διατηρητέας οικοδομής, ευρισκομένης επί της ενταύθα οδού ... αρ. 12 και κατασκευασθείσας το έτος 1933, η τέταρτη κατηγ/νη Χ3 ως Πολιτικός Μηχανικός υπεύθυνη για την γενική μελέτη και επίβλεψη των παρακάτω αναφερομένων οικοδομικών εργασιών, ο δεύτερος κατ/νος Χ2 ως αρχιτέκτονας και ο τρίτος κατ/νος Χ4, ως εργολάβος -Τεχνικός ειδικών κατασκευών, προκειμένου να διευκολυνθεί η επικοινωνία υπογείου, ισογείου και 1ου ορόφου με την τοποθέτηση μεταλλικών κλιμάκων προέβησαν στην διεύρυνση δύο οπών διαστάσεων 1,20 Χ 1,20 μ. που υπήρχαν από την αρχική ακόμα κατασκευή της οικοδομής ως καταπακτές στις πλάκες του ισογείου σε 3,20 Χ 4,00 μ., περιμετρικά των οποίων (οπών) είχαν λάβει χώρα σε προγενέστερο χρόνο τοπικές επεμβάσεις με την τοποθέτηση μανδυών στα υποστυλώματα και στις δοκούς και σε καθαίρεση τμήματος τοιχοποιίας στον 1ο όροφο, μη λαμβάνοντας υπόψη τόσο την παλαιότητα της οικοδομής ενόψει και του ότι η αρχική άδεια (έτους 1933) όπως είναι φυσικό να μην καλύπτει τις προδιαγραφές του νέου αντισεισμικού κανονισμού όσο και το γεγονός ότι κατά το σεισμό του 1978 είχαν παρατηρηθεί εκτεταμένες ρηγματώσεις των τοίχων πλήρωσης χωρίς μείωση της γενικής αντοχής της οικοδομής (γι' αυτό και είχε χαρακτηρισθεί με κίτρινο χρώμα), με συνέπεια με τη διάνοιξη των οπών να γίνει ανακατανομή του φορτίου σε πλάκες (διαφορετικός τρόπος επίλυσης τους στις συνεχόμενες πλάκες) στις δοκούς και στους στύλους να προκληθεί δυσμενέστερη εντατική κατάσταση - δύσκαμπτο ισόγειο και όροφος και εύκαμπτη την υπόλοιπη ανωδομή καθώς και εκκεντρότητα και κατ' επέκταση να προκληθεί κοινός κίνδυνος κατάρρευσης των λοιπών ορόφων της οικοδομής.
Ο κοινός κίνδυνος, η πρόκληση του οποίου, κατά την κατηγορία που αποδόθηκε στους κατηγορουμένους, συνδεόταν αιτιωδώς με τις επεμβάσεις που έκαναν στην οικοδομή, οι οποίες λεπτομερώς αναφέρονται ανωτέρω, και οφείλεται σε ασυνείδητη αμέλεια τους, συνίστατο στον κίνδυνο κατάρρευσης της οικοδομής. Ενόψει τούτου έπρεπε, για να καταλήξει το Δικαστήριο στην κρίση περί μη στοιχειοθετήσεως, αντικειμενικώς, της πράξεως αυτής σε βάρος των κατηγορουμένων, να δεχθεί μη ύπαρξη κινδύνου κατάρρευσης της οικοδομής, εξαιτίας των επεμβάσεων που έγιναν απ αυτούς με τις ανωτέρω ιδιότητες που ο καθένας έφερε. Επί του ζητήματος αυτού, από τις ανωτέρω παραδοχές της αποφάσεως, προκύπτει ότι το Δικαστήριο δέχθηκε ότι, από τις οικοδομικές εργασίες που διενεργήθηκαν και είχαν χαρακτήρα τοπικής μόνον επέμβασης, δεν θίχθηκε καθοιονδήποτε τρόπο ο φέρων οργανισμός της οικοδομής, όπως κολώνες δοκοί, τοιχία, δηλαδή στοιχεία, που συνδέονται άμεσα με την στατικότητα της οικοδομής και κατ επέκταση τον κίνδυνο καταρρεύσεως αυτής. Από τις παραδοχές επίσης της αποφάσεως, οι οποίες στηρίζονται στις καταθέσεις των μαρτύρων ειδικών γνώσεων, που αναφέρονται σ αυτήν, τις οποίες υιοθέτησε πλήρως το Δικαστήριο και τις κατέστησε μέρος του σκεπτικού της αποφάσεώς του, προκύπτει αμέσως ότι, από τις εργασίες αυτές, η αντοχή της οικοδομής, η οποία, συνεπεία του σεισμού του 1978, είχε μειωθεί από τις 100 μονάδες στις 95 (η οικοδομή είχε χαρακτηρισθεί μετά τους σεισμούς με κίτρινο χρώμα), δεν είχε μειωθεί, αλλά παρέμεινε στις 95 μονάδες. Από την παραδοχή αυτή καθίσταται σαφές ότι το Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι οικοδομικές εργασίες των κατηγορουμένων δεν είχαν οποιαδήποτε επίδραση στην αντοχή της οικοδομής, παραδοχή η οποία κατά λογική ακολουθία, οδηγεί στην κατάφαση της ασφάλειας αυτής στον ίδιο, όπως και πριν τις εργασίες, βαθμό και στην κατ ακολουθία της εν λόγω παραδοχής μη πρόκληση, από τις διενεργηθείσες, από τους αναιρεσίβλητους, οικοδομικές εργασίες, κινδύνου καταρρεύσεως αυτής και συνακόλουθα κοινού κινδύνου σε ξένα πράγματα, όπως τα λοιπά διαμερίσματα της οικοδομής, μεταξύ των οποίων και το του πολιτικώς ενάγοντος.
Συνεπώς διέλαβε το Δικαστήριο της ουσίας στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτούμενη, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, για να καταλήξει στην αθωωτική για τους κατηγορουμένους κρίση, ελλείψει του στοιχείου της προκλήσεως κοινού κινδύνου από τις κατά τα άνω διενεργηθείσες από αυτούς οικοδομικές εργασίες. Σύμφωνα δε με αυτά που εκτίθενται ανωτέρω, δεν συνάγεται από το σκεπτικό της αποφάσεως και το ανωτέρω αποδεικτικό πόρισμα του Δικαστηρίου, όπως υποστηρίζει ο πολιτικώς ενάγων με το υπόμνημά του, ότι δεν έλαβε η προσβαλλομένη υπόψη, ούτε εκτίμησε την έκθεση πραγματογνωμοσύνης της ..., την οποία ειδικά μνημονεύει μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, τα οποία συνεκτιμήθηκαν, όπως και την 460/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θσσαλονίκης, η οποία αναφέρεται μεταξύ των αναγνωστέων εγγράφων που λήφθηκαν υπόψη και εκτιμήθηκαν εκ του ότι δεν γίνεται στην απόφαση ειδική μνεία και σχολιασμός και των εγγράφων αυτών, αλλά εξαίρονται μόνον τα άλλα αναφερόμενα σ αυτήν αποδεικτικά μέσα. Τα παράπονα που εκθέτει στο υπόμνημα ο πολιτικώς ενάγων για παραβάσεις της αναιρεσιβαλλόμενης, σε σχέση με τα έγγραφα αυτά, τις οποίες προβάλλει και ζητά τον έλεγχο και γι αυτές από το παρόν Δικαστήριο της απόφασης, αναφέρονται, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ως άνω αλλά και των λοιπών που επικαλείται διατάξεων, στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και την επί της ουσίας κρίση του ως Εφετείου δικάσαντος Τριμελούς Πλημ/κειου και τυγχάνουν απαράδεκτα. Αβασίμως λοιπόν πλήττεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση με τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ'ΚΠΔ, μοναδικό λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, επί του ως άνω ζητήματος της προκλήσεως ή μη κοινού κινδύνου από τις οικοδομικές εργασίες που διενήργησαν στην επίμαχη οικοδομή οι αναιρεσίβλητοι και ειδικότερα διότι: "... δεν διευκρινίζει (η προσβαλλομένη) αν δέχεται ότι η ως άνω πράξη των κατηγορουμένων (οικοδομικές εργασίες) επέδρασε ή όχι στην αντοχή της οικοδομής και ειδικότερα αν η οικοδομή, μετά την ως άνω επέμβαση, είναι ασφαλής ...", αφού, όπως ήδη λέχθηκε, η πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου έλαβε θέση επί των ζητημάτων αυτών και απάντησε αρνητικώς επί του πρώτου και θετικώς επί του δεύτερου. Συνεπώς πρέπει η αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί κατά το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αρ. 21/2009 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ' αρ. 20045/2008 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Φεβρουαρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ