Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Εισαγγελική Πρόταση.
Περίληψη:
Αιτιολογία παραπεμπτικού βουλεύματος. Παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση διατακτικού με αιτιολογικό. Δεν απαιτείται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ των παρόντων αποδεικτικών μέσων. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι ελήφθησαν υπ’ όψη όλα τα αποδεικτικά μέσα. Υπάρχει αιτιολογία και με την παραπομπή στην ενσωματωμένη στο βούλευμα Εισαγγελική πρόταση, εφ’ όσον αυτή είναι σαφής και πλήρης. Απάτη κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια. Στοιχεία. Ψευδή γεγονότα. Βλάβη. Γνώση. Απορρίπτει αναίρεση.
Αριθμός 2255/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Χαράλαμπο Δημάδη (που ορίσθηκε με τη με αριθμό 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Απριλίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ περί αναιρέσεως του με αριθμό 1766/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1873/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 119/11.3.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 §§ 1 και 4, 138 §2β, 485 §1 Κ.Π.Δ. την υπ' αρ. 242/2-11-2007 (ενώπιον του Γραμμ. του Εφετείου Αθηνών) αίτηση αναιρέσεως του Χ κατά του υπ' αρ. 1766/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αρ. 1007/2006 βούλευμά του παρέπεμψε τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών όπως δικασθεί για απάτη κατά συρροή από δράστη που ενεργεί κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια το συνολικό δε όφελος, με αντίστοιχη ζημία των παθόντων υπερβαίνει το ποσό των πέντε εκατομμυρίων δραχμών (15.000 Ευρώ) ήτοι παραβ. αρ. 13 στ', 94 §1, 386 §§1 και 3α Π.Κ. Μετά από έφεση που άσκησε κατά του άνω βουλεύματος ο κατηγορούμενος, εκδόθηκε το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα, με το οποίο απερρίφθη κατ' ουσίαν η κριθείσα έφεσή του ως και το αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του συμβουλίου. Το εν λόγω βούλευμα επεδόθη στον κατηγορούμενο (δια θυροκολλήσεως) την 23-10-2007 εις δε τον αντίκλητο δικηγόρο του την 22-10-2007 (βλ. αποδεικτικά). Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι νομότυπη και εμπρόθεσμη (αρ. 473 §1, 474 §1 Κ.Π.Δ.) και περιέχει (άρ. 474 §2 Κ.Π.Δ.) συγκεκριμένο λόγο ήτοι ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του το απολογητικό του υπόμνημα, στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν περιέχεται καμία απολύτως σκέψη για το εάν το διαμέρισμα και οι αποθήκες που βρίσκονταν στο στάδιο του σκελετού στερούνταν αξίας και άρα αν απεκλείετο εντελώς ή εμειώνετο η ζημία των εγκαλούντων. Εις δε την σελ. 4 της αιτήσεως αναιρέσεως ο κατηγορούμενος θεωρεί ότι υφίσταται έλλειψη της ειδικής αιτιολογίας από την μη εκτίμηση της καταθέσεως του μάρτυρα Α.
Συνεπώς η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως θα πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί κατ' ουσίαν. II) Η απαιτούμενη από τα άρ. 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών) ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα που ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και συλλογισμοί βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προέκυψαν οι αποχρώσες ενδείξεις (Α.Π. 1307/2004, Α.Π. 2090/2005). Το βούλευμα περιλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και όταν αναφέρεται στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, εφ' όσον η τελευταία διαλαμβάνει τα απαραίτητα στοιχεία (Συμβ. Α.Π. 96/2004 Π.Δ/σύνη 2004/617, Συμβ. Α.Π. 2168/05 Π.Δ/σύνη 2006/732).
ΙΙΙ) Η διάταξη του άρθρου 386 §1 Π.Κ. ορίζει ότι: "Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Κατά δε την §3α ιδίου άρθρου αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών (15.000 Ευρώ). Από την διάταξη της παραγράφου 1 προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας (ζημία), η οποία τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες και ψευδείς διαβεβαιώσεις του δράστη (Α.Π. 430/2000 Ποιν.Δικ/σύνη 7/2000 σελ.790, Α.Π. 985/2000 Π.Χρ. ΝΑ/232, Α.Π. 1034/2000 Π.Χρ. ΝΑ/253). Η βλάβη αποτελεί προϋπόθεση τελέσεως της απάτης (Α.Π. 1924/97 Π.Χρ. ΜΗ/648), ως τέτοια νοείται η χειροτέρευση της περιουσίας, έστω και αν υπάρχει ενεργός αξίωση προς ανόρθωση της βλάβης (Α.Π. 79/2001 Π.Χρ. ΝΑ/891). Ως γεγονότα κατά την έννοια του άρ. 386 Π.Κ. νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν, δηλαδή τα αναγόμενα στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων γεγονότων που αναφέρονται στο παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή πραγματική κατάσταση ή δυνατότητα του δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε υπάρχει γεγονός που θεμελιώνει το έγκλημα της απάτης (Α.Π. σε Συμβ. 5/2001 Π.Χρ. ΝΑ/591). Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος που υπάρχει, όταν ο δράστης γνωρίζει ουσιαστικά περιστατικά της πράξης και θέλει να τα παραγάγει. Πρέπει ο δόλος να περιλαμβάνει όχι μόνο τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος που προαναφέρθηκαν, αλλά και τη μεταξύ τους αιτιώδη σχέση. Η διατύπωση της διατάξεως "εν γνώσει" υποδηλώνει υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση και δεν επιτρέπει την παραδοχή ενδεχόμενου δόλου ως προς το ψευδές της παραστάσεως αποκρύψεως ή παρασιωπήσεως, ενώ ως προς τα λοιπά στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως αρκεί και ενδεχόμενος δόλος (Α.Π. 172/2002 Ποιν.Δικ/σύνη 2002/844 που αποκλείει τον ενδεχόμενο δόλο, ενώ αντιθέτως Τούσης-Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. υπ' αρ. 386, αρ. 26 δέχονται ενδεχόμενο δόλο ως προς όλα τα στοιχεία). Από την διάταξη του αρ. 13 στοιχ. στ' Π.Κ. προκύπτει ότι για την συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, δηλαδή τέλεση του εγκλήματος περισσότερες από μία φορά, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Δεν απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το έγκλημα αυτό. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως προκύπτει ο άνω σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος (Α.Π. 480/98 Π.Χρ. ΜΜ/1093, Α.Π. 372/99 Π.Χρ. Ν/26, Α.Π. 1307/2002 Π.Χρ. ΝΓ/497). Δεν είναι αναγκαίο ο δράστης να έχει διαπράξει περισσότερες πράξεις (Α.Π. 1166/91 Π.Χρ. ΜΒ/130, Α.Π. 1375/89 Π.Χρ. Μ/649), δεν πρέπει όμως ο δράστης να ενήργησε ευκαιριακά, αλλά με βάση σχέδιο. IV) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Αντεισαγγελέως Εφετών εδέχθη ότι: α) Από το συλλεγέν από την διενεργηθείσα κυρία ανάκριση αλλά και την προηγηθείσα αυτής προκαταρκτική εξέταση αποδεικτικό υλικό και δη τις καταθέσεις των ενόρκως και ανωμοτί εξετασθέντων μαρτύρων, τα περιεχόμενα στη δικογραφία έγγραφα, εν συνδυασμώ και προς την απολογία του κατηγορουμένου και τα περιστατικά της εγκλήσεως, προέκυψαν τα κάτωθι εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά: Με το ..... συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Κων/νας Παπαζαφειροπούλου, οι εγκαλούντες Ψ1 και Ψ2, αγόρασαν ένα διαμέρισμα στον τέταρτο όροφο πολυκατοικίας, κειμένης στην ....., στην οδό ..... αριθμ. ..., κατά πλήρη συγκυριότητα, σύννομη και συγκατοχή, κοινά, αδιαίρετα και κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα εξ αυτών, αντί τιμήματος 23.724.750 δραχμών, μετά δύο αποθηκών υπογείου. Η ως άνω πολυκατοικία, κατά τον χρόνο της καταρτίσεως του ..... συμβολαίου, δεν ήταν ακόμη έτοιμη και βρισκόταν στο στάδιο του σκυροδέματος μέχρι και του τρίτου ορόφου και κατασκευή ξυλοτύπου του τετάρτου ορόφου. Την πολυκατοικία δε αυτή είχε αναλάβει να ανοικοδομήσει σε οικόπεδο της Β, ο εκκαλών κατηγορούμενος Χ, εργολαβικώς, με το γνωστό σύστημα της αντιπαροχής. Ο εν λόγω κατηγορούμενος, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων για την αγορά του παραπάνω διαμερίσματος και των αποθηκών, διαβεβαίωσε τους εγκαλούντες ότι ήταν φερέγγυος, με μεγάλη ακίνητη περιουσία, ότι είχε τα απαιτούμενα κεφάλαια για την αποπεράτωση της ημιτελούς οικοδομής στην οποία βρισκόταν το διαμέρισμα που επρόκειτο να αγοράσουν και ότι είχε μεγάλη κατασκευαστική εμπειρία, επειδή είχε -σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις του- κατασκευάσει μεγάλο αριθμό πολυκατοικιών στις γύρω περιοχές. Τους έδειξε μάλιστα και κάποιες πολυκατοικίες στην ..... και στη ....., ισχυριζόμενος ότι τις είχε κατασκευάσει ο ίδιος, καθώς και μία οικία στη ....., την οποία έδειξε στον εγκαλούντα Ψ1, ισχυριζόμενος ότι του ανήκε κατά κυριότητα. Οι διαβεβαιώσεις αυτές όμως ήσαν ψευδείς. Ούτος δεν είχε ακίνητη περιουσία και ως εκ τούτου δεν υπήρχε εκ μέρους του η δυνατότητα να ικανοποιηθούν απαιτήσεις τρίτων σε βάρος του από οποιαδήποτε αιτία. Επίσης το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα αντιμετώπιζε σοβαρότατο πρόβλημα οικονομικής ρευστότητας και ως εκ τούτου δεν είχε τη δυνατότητα να αποπερατώσει τη συγκεκριμένη ημιτελή οικοδομή, ο ίδιος δε, δεν είχε ανεγείρει οποιαδήποτε πολυκατοικία, αλλά μόνο ο αποβιώσας πατέρας του, ο οποίος ήταν επί σειρά ετών κατασκευαστής και είχε ανεγείρει μεγάλο αριθμό πολυκατοικιών στις γύρω περιοχές. Με αυτές τις εν γνώσει του παραστάσεις ψευδών γεγονότων ως αληθινών, έπεισε τους εγκαλούντες να αγοράσουν τις ως άνω αναφερόμενες ημιτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες (διαμέρισμα και αποθήκες) και να του καταβάλουν έναντι του τιμήματος το ποσό των 21.900.000 δραχμών ως εξής: Κατά την κατάρτιση του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου κατέβαλαν εις αυτόν 5.000.000 δραχμές τοις μετρητοίς και 10.300.000 δραχμές με τραπεζικές επιταγές μεταχρονολογημένες, οι οποίες πληρώθηκαν κανονικά κατά την εμφάνισή τους στην πληρώτρια Τράπεζα. Επίσης 4.000.000 δραχμές κατέβαλαν στον ανωτέρω στις 5-10-2001, 800.000 δραχμές στις 8-10-2001, 800.000 δραχμές στις 19-10-2001 και 1.000.000 δραχμές στις 25-10-2001. Το συνολικό αυτό ποσό των 21.900.000 δραχμών ο εκκαλών κατηγορούμενος ενσωμάτωσε στην περιουσία του και απεκόμισε ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη βλάβη της περιουσίας των εγκαλούντων, δεδομένου ότι μετά την κατάρτιση του συμβολαίου και την καταβολή του ποσού αυτού, εγκατέλειψε την πολυκατοικία, ευρισκομένη στο προαναφερθέν στάδιο οικοδομικών εργασιών και δεν εκτέλεσε καμία απολύτως εργασία. Τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά και δεδομένα προκύπτουν αβίαστα από τις ανωμοτί καταθέσεις των εγκαλούντων-πολιτικώς εναγόντων, τις ένορκες καταθέσεις όλων των μαρτύρων και τα περιεχόμενα στη δικογραφία έγγραφα, εν συνδυασμώ και προς την απολογία του κατηγορουμένου. Ειδικώς η μάρτυς Β (οικοπεδούχος) καταθέτει μεταξύ άλλων: "... με έπεισε ότι είναι κατασκευαστής πολυκατοικιών και ότι δεν διατρέχω κανένα κίνδυνο ... Μου έδειξε και μια πολυκατοικία στην ....., η οποία κατοικείτο και μου είπε ότι εκείνος την είχε φτιάξει ... όταν έπεσαν και τα μπετά του δευτέρου ορόφου σταμάτησε κάθε εργασία με διάφορες δικαιολογίες και στο τέλος εξαφανίστηκε. Έχει πουλήσει όλα τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας με προσύμφωνα αλλά τα χρήματα που έχει εισπράξει, δεν τα έχει ρίξει στην οικοδομή αλλά τα έχει φάει". Ο δε μάρτυς Γ καταθέτει μεταξύ άλλων: "... Πριν οι μηνυτές υπογράψουν το συμβόλαιο, μας πήγε εμένα και το μηνυτή στην ..... ο μηνυόμενος και μας έδειξε δύο πολυκατοικίες, οι οποίες δεν είχαν ακόμα αποπερατωθεί και μας είπε ότι οι πολυκατοικίες αυτές κατασκευάζονταν από αυτόν... πήγε το μηνυτή στη ..... και του έδειξε ένα ακίνητο, λέγοντας του ότι είναι δικό του και ότι κατοικεί σ' αυτό ... την πολυκατοικία την έφτασε μέχρι το δεύτερο όροφο και μετά την εγκατέλειψε και εξαφανίστηκε. Τις οριζόντιες ιδιοκτησίες των μηνυτών τις πούλησε και σε άλλους με προσύμφωνο". Ωσαύτως και από τις καταθέσεις των λοιπών μαρτύρων και τα περιεχόμενα στη δικογραφία έγγραφα, προκύπτει ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος προέβαινε σε καταρτίσεις προσυμφώνων και εισέπραττε προκαταβολές όπως λ.χ. στην περίπτωση του Δ, από τον οποίο εισέπραξε 10.000.000 δραχμές κατά μήνα Φεβρουάριο του έτους 2001, καταρτίζοντας σχετικό προσύμφωνο το δε ποσό αυτό ενσωμάτωσε επίσης στην περιουσία του με αντίστοιχη ζημία του Δ, ενώ είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει ημιτελή την πολυκατοικία και δη στο προαναφερθέν στάδιο εργασιών. Υπό τα δεδομένα αυτά φρονώ ότι προκύπτουν κατά του κατηγορουμένου-εκκαλούντος αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για την αξιόποινη πράξη για την οποία διώκεται. Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 Π.Κ. προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του απ' αυτήν προβλεπομένου εγκλήματος της απάτης απαιτείται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε ο απατώμενος ή τρίτος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης περιουσίας η οποία τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος. Αθέμιτη δε παρασιώπηση συνιστά η παράλειψη ανακοίνωσης αληθινών γεγονότων, όταν από το νόμο ή τη σύμβαση ή από προηγούμενη ενέργεια του δράστη υπάρχει υποχρέωση ανακοίνωσης αυτών. Τέτοια υποχρέωση μπορεί να θεμελιωθεί και στην από τις διατάξεις των άρθρων 197, 288 και 330 του ΑΚ επιβαλλόμενη, σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη συμπεριφορά στο συμβαλλόμενο. Εξάλλου κατά την παράγραφο 3 εδ. α' του άρθρου 386 Π.Κ., όπως αντικ. από το άρθρο 14 παρ.4 του Ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα και όταν ο δράστης διαπράττει απάτες κατ επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (15.000,00 ευρώ). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' Π.Κ. που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ.1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης, ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος (ΑΠ 625/2005 ΠΧ ΝΣΤ/21, ΑΠ 382/2006 ΠΧ ΝΣΤ/898). Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος της απάτης συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη (άρθρ. 13 εδ. στ' ΠΚ). Η επανειλημμένη τέλεση της πράξεως δεν πρέπει να είναι τυχαία και ασυνδέτως επαναλαμβανόμενη εγκληματική συμπεριφορά, αλλά να προκύπτει από αυτήν σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του (Α.Π. 692/2000 ΠΧ ΝΑ/47, ΑΠ 822/2000 ΠΧ ΝΑ/135).
Εν προκειμένω η όλη εγκληματική δραστηριότητα του εκκαλούντος κατηγορουμένου, προς την οποία προκύπτει σταθερή ροπή του ως στοιχείο της προσωπικότητας του, αποσκοπούσε στην παράνομη απόκτηση εισοδήματος, λόγω των ιδιαίτερα οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε, με αποτέλεσμα να συντρέχει περίπτωση κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως του εγκλήματος της απάτης. Το ποσό των 21.900.000 δραχμών κατά το οποίο ζημιώθηκε η περιουσία των εγκαλούντων, κατ' αντικειμενική κρίση είναι ιδιαίτερα μεγάλο και υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών (15.000,00 ευρώ). Ο σχετικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου στην έκθεση εφέσεώς του ότι οι εγκαλούντες γνώριζαν την κακή οικονομική του κατάσταση και παρά ταύτα προέβησαν στην κατάρτιση του ως άνω αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, δεν ευρίσκει έρεισμα στο προαναφερθέν αποδεικτικό υλικό. Άλλωστε με τις ίδιες ψευδείς διαβεβαιώσεις παραπλάνησε σύμφωνα με τα προεκτεθέντα και άλλους (Β, Δ), γεγονός που καταδεικνύει ότι τους ισχυρισμούς αυτούς χρησιμοποιούσε έναντι πάντων. Υπό τα δεδομένα αυτά φρονώ ότι ορθώς το εκκαλούμενο βούλευμα έκρινε ότι προκύπτουν κατά του εκκαλούντος κατηγορουμένου αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για την αξιόποινη πράξη για την οποία διώκεται και παρέπεμψε αυτόν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για την πράξη αυτή. Η ασκηθείσα έφεση κατά του βουλεύματος αυτού πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της και να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα ως προς όλες τις διατάξεις του, β) Το αίτημα του εκκαλούντος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο Συμβούλιό Σας, πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι ούτος με τα απολογητικά του υπομνήματα και τους λόγους εφέσεώς του, έχει αναπτύξει πλήρως τους ισχυρισμούς του, οι οποίοι δεν χρειάζονται πλέον οιαδήποτε διασάφηση και δεν συντρέχει λόγος να επαναλάβει αυτούς και ενώπιόν Σας. V) Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών και απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμα ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, διέλαβε την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (αρ. 93 §3 Συντάγματος και αρ. 139 Κ.Π.Δ.) αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος (αρ. 13στ' 94 § 1, 386 §§1 και 3α Π.Κ.) για την οποία εκρίθη παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε αυτά στην άνω ουσιαστική ποινική διάταξη την οποία ορθώς ερμήνευσε, εφήρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα: Το βούλευμα προσδιορίζει κατ' είδος τα αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κ.λ.π.) και δεν ήταν απαραίτητη η αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από καθένα από αυτά, ούτε η αξιολογική συσχέτισή τους, ενόψει και της διατάξεως του αρ. 177 Κ.Π.Δ., που εισάγει την αρχή της ηθικής αποδείξεως (Συμβ. Α.Π. 550/2005 Π.Δ/σύνη 2005/1087). Όταν αναφέρεται πως ελήφθη υπόψη η απολογία του κατηγορουμένου σαφώς εννοείται ότι ελήφθησαν υπόψη όλοι οι υπερασπιστικοί ισχυρισμοί που διατυπώνονται και στα σχετικά συνοδεύοντα ή επιστηρίζοντα την απολογία υπομνήματα, έγγραφα, και ως εκ τούτου είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο αντίθετος ισχυρισμός του κατηγορουμένου. Το βούλευμα αναφέρει όλα τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της κακουργηματικής απάτης της παρ. 3α αρ. 386 Π.Κ., τι και πότε εξακολουθητικά παρέστησε (εν γνώσει της αναληθείας) ψευδώς ο κατηγορούμενος στους εγκαλούντες σχετικά με την επαγγελματική του δραστηριότητα και εμπειρία, την μεγάλη οικονομική του επιφάνεια, τα εξασφαλισμένα κεφάλαια, με τα οποία αποπεράτωνε την οικοδομή στο επί της οδού ..... στην ....., οικόπεδο ιδιοκτησίας της Β, πως ήταν φερέγγυος, ενώ η αλήθεια την οποία εγνώριζε ήταν πως δεν ήταν επιτυχημένος εργολάβος οικοδομών, δεν είχε μεγάλη οικονομική επιφάνεια, ούτε εξασφαλισμένα κεφάλαια, ούτε ήταν φερέγγυο πρόσωπο που είχε ανεγείρει πολλές οικοδομές. Έτσι οι εγκαλούντες επείσθησαν και αγόρασαν με συμβολαιογραφικά έγγραφα κατά ποσοστό 1/2 εξ' αδιαιρέτου έκαστος ένα διαμέρισμα 4ου ορόφου εμβαδού 72,70 τ.μ. Π.2 θέσης σταθμεύσεως και δύο αποθήκες του υπογείου για συνολικό τίμημα 45.000.000 δρχ. από το οποίο ποσό 22.724.750 δρχ., ενώ ποσό 21.900.000δρχ. οι εγκαλούντες το κατέβαλαν σ' αυτόν μετρητοίς, εξ ημισείας, ως ειδικότερα εκτίθεται, με διαδοχικές τμηματικές καταβολές το οποίο ενοσφίσθη ο κατηγορούμενος με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη των εγκαλούντων διότι δεν αποπεράτωσε την οικοδομή αλλά την εγκατέλειψε και δεν επέστρεψε τα χρήματα. Παραθέτει αποσπάσματα καταθέσεων μαρτύρων, αντικρούει τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, προσδιορίζει την κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση της πράξεως ως και τα στοιχεία της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και αιτιολογεί την απόρριψη του αιτήματος του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του συμβουλίου. Τέλος δεν δημιουργεί λόγον αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση και έλλειψη αξιολογήσεως των αποδεικτικών μέσων (Συμβ. Α.Π. 869/2003 Π.Δ/σύνη 2003/1153) ως υποστηρίζει ο αναιρεσείων. Κατά συνέπεια η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως θα πρέπει να απορριφθεί και επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος.
Για τους λόγους αυτούς. Προτείνω 1) Να απορριφθεί η υπ' αρ. 242/2-11-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ κατά του υπ' αρ. 1766/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος. Αθήνα 14-12-2007.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος - Εμμανουήλ Παπαδάκης".
Αφού άκουσε τον ως άνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, ο οποίος αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ιδίου Κώδικος λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με την αποδιδομένη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου εις το ακροατήριο. Για την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος γενικώς, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε γενικά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβεν υπ' όψη του και συνεξετίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά εξ αυτών κατ' επιλογήν, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδεδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 Κ.Π.Δ (ολ.ΑΠ 1/2005). Η επιβαλλομένη από τις άνω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, στην οποίαν εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποίαν συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Στην προκειμένη περίπτωση με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 1766/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών απερρίφθη η ασκηθείσα από τον αναιρεσείοντα έφεση κατά του πρωτοδίκου υπ' αριθμ. 1007/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο έχει παραπεμφθεί να δικασθεί για απάτη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών (15.000 €). Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμά του εισαγγελική πρόταση και με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβεν υπ' όψη του, (από) το συλλεγέν από την διενεργηθείσα κυρία ανάκριση, αλλά και την προηγηθείσα αυτής προκαταρκτική εξέταση αποδεικτικό υλικό και δη τις καταθέσεις των ενόρκως και ανωμοτί εξετασθέντων μαρτύρων, τα περιεχόμενα στη δικογραφία έγγραφα, εν συνδυασμώ και προς την απολογία του κατηγορουμένου και τα περιστατικά της εγκλήσεως εδέχθη ότι απεδείχθησαν κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το ..... συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Κων/να Παπαζαφειροπούλου, οι εγκαλούντες Ψ1 και Ψ2, αγόρασαν ένα διαμέρισμα στον τέταρτο όροφο πολυκατοικίας, κειμένης στην ....., στην οδό ..... αριθμ. ..., κατά πλήρη συγκυριότητα, σύννομη και συγκατοχή, κοινά, αδιαίρετα και κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα εξ αυτών, αντί τιμήματος 23.724.750 δραχμών, μετά δύο αποθηκών υπογείου. Η ως άνω πολυκατοικία, κατά τον χρόνο της καταρτίσεως του ..... συμβολαίου, δεν ήταν ακόμη έτοιμη και βρισκόταν στο στάδιο του σκυροδέματος μέχρι και του τρίτου ορόφου και κατασκευή ξυλοτύπου του τετάρτου ορόφου. Την πολυκατοικία δε αυτή είχε αναλάβει να ανοικοδομήσει σε οικόπεδο της Β, ο εκκαλών κατηγορούμενος Χ, εργολαβικώς, με το γνωστό σύστημα της αντιπαροχής. Ο εν λόγω κατηγορούμενος, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων για την αγορά του παραπάνω διαμερίσματος και των αποθηκών, διαβεβαίωσε τους εγκαλούντες ότι ήταν φερέγγυος, με μεγάλη ακίνητη περιουσία, ότι είχε τα απαιτούμενα κεφάλαια για την αποπεράτωση της ημιτελούς οικοδομής στην οποία βρισκόταν το διαμέρισμα που επρόκειτο να αγοράσουν και ότι είχε μεγάλη κατασκευαστική εμπειρία, επειδή είχε - σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις του - κατασκευάσει μεγάλο αριθμό πολυκατοικιών στις γύρω περιοχές. Τους έδειξε μάλιστα και κάποιες πολυκατοικίες στην ..... και στη ....., ισχυριζόμενος ότι τις είχε κατασκευάσει ο ίδιος, καθώς και μία οικία στη ....., την οποία έδειξε στον εγκαλούντα Ψ1, ισχυριζόμενος ότι του ανήκε κατά κυριότητα. Οι διαβεβαιώσεις αυτές όμως ήσαν ψευδείς. Ούτος δεν είχε ακίνητη περιουσία και ως εκ τούτου δεν υπήρχε εκ μέρους του η δυνατότητα να ικανοποιηθούν απαιτήσεις τρίτων σε βάρος του από οποιαδήποτε αιτία. Επίσης το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα αντιμετώπιζε σοβαρότατο πρόβλημα οικονομικής ρευστότητας και ως εκ τούτου δεν είχε τη δυνατότητα να αποπερατώσει τη συγκεκριμένη ημιτελή οικοδομή, ο ίδιος δε, δεν είχε ανεγείρει οποιαδήποτε πολυκατοικία, αλλά μόνο ο αποβιώσας πατέρας του, ο οποίος ήταν επί σειρά ετών κατασκευαστής και είχε ανεγείρει μεγάλο αριθμό πολυκατοικιών στις γύρω περιοχές. Με αυτές τις εν γνώσει του παραστάσεις ψευδών γεγονότων ως αληθινών, έπεισε τους εγκαλούντες να αγοράσουν τις ως άνω αναφερόμενες ημιτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες (διαμέρισμα και αποθήκες) και να του καταβάλουν έναντι του τιμήματος το ποσό των 21.900.000 δραχμών ως εξής: Κατά την κατάρτιση του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου κατέβαλαν εις αυτόν 5.000.000 δραχμές τοις μετρητοίς και 10.300.000 δραχμές με τραπεζικές επιταγές μεταχρονολογημένες, οι οποίες πληρώθηκαν κανονικά κατά την εμφάνιση τους στην πληρώτρια Τράπεζα. Επίσης 4.000.000 δραχμές κατέβαλαν στον ανωτέρω στις 5-10-2001, 800.000 δραχμές στις 8-10-2001, 800.000 δραχμές στις 19-10-2001 και 1.000.000 δραχμές στις 25-10-2001. Το συνολικό αυτό ποσό των 21.900.000 δραχμών ο εκκαλών κατηγορούμενος ενσωμάτωσε στην περιουσία του και απεκόμισε ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη βλάβη της περιουσίας των εγκαλούντων, δεδομένου ότι μετά την κατάρτιση του συμβολαίου και την καταβολή του ποσού αυτού, εγκατέλειψε την πολυκατοικία, ευρισκομένη στο προαναφερθέν στάδιο οικοδομικών εργασιών και δεν εκτέλεσε καμία απολύτως εργασία. Τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά και δεδομένα προκύπτουν αβίαστα από τις ανωμοτί καταθέσεις των εγκαλούντων-πολιτικώς εναγόντων, τις ένορκες καταθέσεις όλων των μαρτύρων και τα περιεχόμενα στη δικογραφία έγγραφα, εν συνδυασμώ και προς την απολογία του κατηγορουμένου. Ειδικώς η μάρτυς Β (οικοπεδούχος) καταθέτει μεταξύ άλλων: "... με έπεισε ότι είναι κατασκευαστής πολυκατοικιών και ότι δεν διατρέχω κανένα κίνδυνο...Μου έδειξε και μια πολυκατοικία στην ....., η οποία κατοικείτο και μου είπε ότι εκείνος την είχε φτιάξει ... όταν έπεσαν και τα μπετά του δευτέρου ορόφου σταμάτησε κάθε εργασία με διάφορες δικαιολογίες και στο τέλος εξαφανίστηκε...Έχει πουλήσει όλα τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας με προσύμφωνα αλλά τα χρήματα που έχει εισπράξει, δεν τα έχει ρίξει στην οικοδομή αλλά τα έχει φάει". Ο δε μάρτυς Γ καταθέτει μεταξύ άλλων: "...Πριν οι μηνυτές υπογράψουν το συμβόλαιο, μας πήγε εμένα και το μηνυτή στην ..... ο μηνυόμενος και μας έδειξε δύο πολυκατοικίες, οι οποίες δεν είχαν ακόμα αποπερατωθεί και μας είπε ότι οι πολυκατοικίες αυτές κατασκευάζονταν από αυτόν ... πήγε το μηνυτή στη ..... και του έδειξε ένα ακίνητο, λέγοντας του ότι είναι δικό του και ότι κατοικεί σ' αυτό ... την πολυκατοικία την έφτασε μέχρι το δεύτερο όροφο και μετά την εγκατέλειψε και εξαφανίστηκε. Τις οριζόντιες ιδιοκτησίες των μηνυτών τις πούλησε και σε άλλους με προσύμφωνο". Ωσαύτως και από τις καταθέσεις των λοιπών μαρτύρων και τα περιεχόμενα στη δικογραφία έγγραφα, προκύπτει ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος προέβαινε σε καταρτίσεις προσυμφώνων και εισέπραττε προκαταβολές όπως λ.χ. στην περίπτωση του Δ, από τον οποίο εισέπραξε 10.000.000 δραχμές κατά μήνα Φεβρουάριο του έτους 2001 καταρτίζοντας σχετικό προσύμφωνο το δε ποσό αυτό ενσωμάτωσε επίσης στην περιουσία του με αντίστοιχη ζημία του Δ, ενώ είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει ημιτελή την πολυκατοικία και δη στο προαναφερθέν στάδιο εργασιών. Υπό το δεδομένα αυτά προκύπτουν κατά του κατηγορουμένου-εκκαλούντος αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για την αξιόποινη πράξη για την οποία διώκεται. Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του απ' αυτήν προβλεπομένου εγκλήματος της απάτης απαιτείται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε ο απατώμενος ή τρίτος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης περιουσίας η οποία τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος. Αθέμιτη δε παρασιώπηση συνιστά η παράλειψη ανακοίνωσης αληθινών γεγονότων, όταν από το νόμο ή τη σύμβαση ή από προηγούμενη ενέργεια του δράστη υπάρχει υποχρέωση ανακοίνωσης αυτών. Τέτοια υποχρέωση μπορεί να θεμελιωθεί και στην από τις διατάξεις των άρθρων 197, 288 και 330 του ΑΚ επιβαλλόμενη, σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη συμπεριφορά στο συμβαλλόμενο. Εξάλλου κατά την παράγραφο 3 εδ.α' του άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικ. από το άρθρο 14 παρ.4 του Ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα και όταν ο δράστης διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (15.000,00 ευρώ). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' ΠΚ που προστέθηκε με το άρθρο παρ.1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης, ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητα του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος (ΑΠ 625/2005 ΠΧ ΝΣΤ/21, ΑΠ 382/2006 ΠΧ ΝΣΤ/898). Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος της απάτης συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη (άρθρ. 13 εδ. στ' ΠΚ). Η επανειλημμένη τέλεση της πράξεως δεν πρέπει να είναι τυχαία και ασυνδέτως επαναλαμβανόμενη εγκληματική συμπεριφορά, αλλά να προκύπτει από αυτήν σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του (ΑΠ 692/2000 ΠΧ ΝΑ/47, ΑΠ 822/2000 ΠΧ ΝΑ/135).
Εν προκειμένω η όλη εγκληματική δραστηριότητα του εκκαλούντος κατηγορουμένου, προς την οποία προκύπτει σταθερή ροπή του ως στοιχείο της προσωπικότητας του, αποσκοπούσε στην παράνομη απόκτηση εισοδήματος, λόγω των ιδιαίτερα οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε, με αποτέλεσμα να συντρέχει περίπτωση κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως του εγκλήματος της απάτης. Το ποσό των 21.900.000 δραχμών κατά το οποίο ζημιώθηκε η περιουσία των εγκαλούντων, κατ' αντικειμενική κρίση είναι ιδιαίτερα μεγάλο και υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών (15.000, 00 ευρώ). Ο σχετικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου στην έκθεση εφέσεώς του ότι οι εγκαλούντες γνώριζαν την κακή οικονομική του κατάσταση και παρά ταύτα προέβησαν στην κατάρτιση του ως άνω αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, δεν ευρίσκει έρεισμα στο προαναφερθέν αποδεικτικό υλικό. Άλλωστε με τις ίδιες ψευδείς διαβεβαιώσεις παραπλάνησε σύμφωνα με τα προεκτεθέντα και άλλους (Β, Δ), γεγονός που καταδεικνύει ότι τους ισχυρισμούς αυτούς χρησιμοποιούσε έναντι πάντων. Υπό τα δεδομένα αυτά ορθώς το εκκαλούμενο βούλευμα έκρινε ότι προκύπτουν κατά του εκκαλούντος κατηγορουμένου αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για την αξιόποινη πράξη για την οποία διώκεται και παρέπεμψε αυτόν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για την πράξη αυτή. Η ασκηθείσα έφεση κατά του βουλεύματος αυτού πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της και να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα ως προς όλες τις διατάξεις του.
Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού σ' αυτό εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες επείσθη ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για την άνω πράξη της απάτης κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Ειδικότερα το βούλευμα προσδιορίζει κατ' είδος τα αποδεικτικά μέσα, μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κ.λ.π., χωρίς να είναι αναγκαία, για την πληρότητα της αιτιολογίας, η αναφορά τού τί προκύπτει εξ ενός εκάστου αυτών? το γεγονός ότι εξαίρει ορισμένα και δη τις καταθέσεις των μαρτύρων, με περικοπές, Β και Γ, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπ' όψη τα άλλα, και δη η κατάθεση του μάρτυρος Ε (και η οποία δεν εξετιμήθη κατά τον σχηματισμό της κρίσεώς του), όπως αβασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, ως και η απολογία του νυν αναιρεσείοντος με το υπόμνημά του στην ανάκριση, όπως επίσης αβασίμως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων. Επίσης το βούλευμα αναφέρει τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της απάτης και δη τα ψευδή γεγονότα τα οποία ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων εν γνώσει του παρέστησεν ως αληθινά, από τα οποία και παρεπλανήθη ο εγκαλών, η εξ αυτών βλάβη αυτού και το παράνομο περιουσιακό όφελος του αναιρεσείοντος, από την πώληση του ημιτελούς διαμερίσματος και των δύο αποθηκών του υπογείου, ανερχόμενο στο καταβληθέν από τον εγκαλούντα ποσόν των 21.900.000 δραχμών, χωρίς κατ' ουδέν να απαιτείται, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να εκθέτει εάν ταύτα στερούνται αξίας ή εις τι ύψος ανέρχεται και εάν εξ αυτού μειώνεται η ζημία και το όφελος που απεκόμισε ο αναιρεσείων με την είσπραξη υπ' αυτού του άνω ποσού, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων. Μετά ταύτα ο σχετικός μόνος λόγος της κρινόμενης αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο βούλευμα, εκ των άνω επικαλουμένων ελλείψεων, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2.11.2007 αίτηση του Χ για αναίρεση του υπ' αριθμ. 1766/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουλίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 24 Οκτωβρίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και ήδη ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ