Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Εισαγγελική Πρόταση.
Περίληψη:
Παραπομπή σε εισαγγελική πρόταση. Απορρίπτει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2481/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 17 Οκτωβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1902/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2006/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου με αριθμό 341/25.6.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485§1 Κ.Π.Δ., την υπ' αριθμ. 262/ 15-11-2007 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ, η οποία ασκήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό της από τον δικηγόρο Αθηνών Σταμάτη Τερεζάκη του Νικολάου, δυνάμει της από 12-11-2007 προσαρτημένης στην αίτηση και νομίμως θεωρημένης εξουσιοδοτήσεως και στρέφεται κατά του υπ'αριθμ. 1902/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα : 1. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 3857/2006 βούλευμά του παρέπεμψε την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτια της πράξεως της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση, με σκοπό προσπορισμού, δια βλάβης τρίτου, περιουσιακού οφέλους, που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 δραχμών. Κατά του βουλεύματος αυτού η παραπεμφθείσα αναιρεσείουσα κατηγορουμένη ήσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη με το υπ' αριθ. 1902/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη με την κρινόμενη αίτησή της, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα, το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα κατηγορουμένη την 7η Νοεμβρίου 2007, η δε αίτηση ασκήθηκε την 15-11-2007, δηλαδή μέσα στην δεκαήμερη προθεσμία του άρθρου 473 Κ.Π.Δ., ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, συνετάγη δε από εκείνον η υπ' αριθμ. 262/15-11-2007 έκθεση, όπου διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι, για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Τέλος, το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, διότι παραπέμπει την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη για κακούργημα.
Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως.
2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 Π.Κ. όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιτότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση από τον υπαίτιο εγγράφου, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη αυτή και σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως ή καταστάσεως, δημοσίας ή ιδιωτικής φύσεως, αδιαφόρου όντως αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε (ΑΠ 1230/2007). Η πλαστογραφία, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7 α' Ν. 2408/1996 και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2 Ν. 2721/1999, προσλαμβάνει τον χαρακτήρα του κακουργήματος και ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν, ως άμεσο αποτέλεσμα της πράξεώς του, σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτο ή σκόπευε να βλάψει άλλον και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, ή διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, έστω και αν δεν επιτεύχθηκε τελικώς ο σκοπός του οφέλους ή της βλάβης τρίτου. Στην περίπτωση τελέσεως της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, για την κρίση σχετικά με το ύψος του οφέλους ή της ζημίας και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξεως ως κακουργήματος ή πλημμελήματος, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 98 Π.Κ., η οποία προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 11 εδάφιο πρώτο Ν. 2721/1999, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου της πράξεως, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Αν όμως οι μερικότερες πράξεις έχουν τελεσθεί πριν από την ισχύ του Ν. 2721/1999, η κρίση για την αξία του αντικειμένου τους χωρεί με βάση το αντικείμενο κάθε μιας μερικότερης πράξεως, ενόψει του άρθρου 2 παρ. 1 Π.Κ., καθόσον η νέα ρύθμιση που προαναφέρθηκε, είναι δυσμενέστερη (βλ. ΑΠ 5/2002, ΑΠ 1855/2006).
3. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις του τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας : α) Αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη του και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη και τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 544/2005, ΑΠ 114/2004), β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έτσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού (ΑΠ 286/2006, ΑΠ 345/2006) και γ) Είναι επιτρεπτή η εξ ολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου (ΑΠ 1071/2005, ΑΠ 1364 2006).
Περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ευθεία παραβίαση), καθώς και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως (ΑΠ 1074/2006).
4. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, έκρινε, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα από τις ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, τα έγγραφα και την ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας (δεν ελήφθη απολογία της κατηγορουμένης διότι αυτή φυγοδικεί και για τον λόγο αυτό η κύρια ανάκριση περατώθηκε με την έκδοση εντάλματος συλλήψεως), προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η κατηγορουμένη Χ είχε ιδρύσει και εκπροσωπούσε ως Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνων Σύμβουλος μια σειρά εταιρειών που ανήκαν στον Όμιλό της, μεταξύ των οποίων τις εταιρείες "ADVANCED BUSINESS SERVICES - Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών ..... - Σύμβουλοι Επιχειρήσεων Α.Ε." και διακριτικό τίτλο "ABS .....", "PROSPECT - Ινστιτούτο Άσκησης Αισθητικής και Διαίτης - Α.Ε." και διακριτικό τίτλο "PROSPECT Αισθητική Α.Ε." (σχετικές οι υπ' αριθμ. ....., ....., ..... και ..... αντιστοίχων πρακτικών του Δ.Σ. της Εταιρίας "ABS ....." οι υπ' αριθμ. πρωτ. ....., ....., ....., ....., 7-5-2003, 12-5-2003, 12-5-2003, 30-5-2003, αντιστοίχων πρακτικών του Δ.Σ. της Ανωνύμου Εταιρείας, "PROSPECT Αισθητική Α.Ε.", μετά των από 30-6-2001 και 28-11-2001 αποφάσεων Γενικής Συνελεύσεως της ιδίας εταιρείας. Από την Μάρτιο του 1993 έως Ιούνιο 2003 είχε προσλάβει και απασχολούσε ως υπάλληλο γραφείου σε μία εκ των εταιρειών του Ομίλου της με την επωνυμία "Ι.Ι.Ε.Κ. ..... Α.Ι.Τ.Ε.Σ. Α.Ε." την εν λόγω εγκαλούσα, καταβάλλοντάς της μηνιαίο μισθό, καθώς και τις αντίστοιχες ασφαλιστικές της εισφορές, όπως άλλωστε εμφαίνεται από τις προσκομιζόμενες καταστάσεις ενσήμων του Ι.Κ.Α. των ετών από Μάρτιο 1993 έως Ιούνιο 1995, του ατομικού δελτίου εισφορών μισθολογικής περιόδου από 1-7-2000 έως 1-12-2001 και του αποσπάσματος ατομικού λογαριασμού ασφαλίσεως από 10/2000 έως 12/2002 και από 1/2003 έως 3/2003, καθώς επίσης τις αποδείξεις πληρωμής των μηνών Νοεμβρίου 2002, Δεκεμβρίου 2002 και Δώρου Χριστουγέννων 2002.
Στα προαναφερθέντα πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου των Ανωνύμων Εταιρειών "ΑBS ....." και PROSPECT Αισθητική Α.Ε." η ίδια η εγκαλούσα εμφανίζεται ως μέλος-σύμβουλος του εν λόγω καταστατικού οργάνου της πρώτης εταιρείας, κατά το έτος 1998, 1999, 2000 και ως Αντιπρόεδρος αυτής στα πρακτικά του Δ.Σ. της ίδιας εταιρείας με ημερομηνίες 19-12-2000 και 10-12-2001 και από το Μάιο του έτους 2002 ως μέλος της δεύτερης εταιρείας. Όμως όπως διατείνεται στην υπό κρίση έγκληση η Α, ουδέποτε άσκησε διαχειριστικές εξουσίες στις ως άνω εταιρείες και ότι όλες οι σχετικές ενέργειες της κατηγορουμένης έγιναν εν πλήρει αγνοία της και χωρίς καμία ενημέρωσή της. Μάλιστα προσκομίζει και σχετικό απόσπασμα εκ του βιβλιαρίου του Ι.Κ.Α., αφού φέρεται ότι κατά το Δεκέμβριο 2000 απουσίαζε εκ της εργασίας της, ευρισκομένη σε κατάσταση λοχείας, από 24-11-2000 έως 18-1-2001 και ως εκ τούτου υπήρχε πραγματική αδυναμία να ασκεί οιαδήποτε καθήκοντα που ορίζονται στα πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας. Προς επίρρωση τούτων στις ένορκες καταθέσεις τους οι μάρτυρες, οι οποίοι εργάσθηκαν στις επιχειρήσεις της κατηγορουμένης και γνώριζαν το είδος της παρεχομένης από την εγκαλούσα εργασίας, αναφέρουν μεταξύ των άλλων ότι: (ο μεν Β στην από 4-11-2005 ένορκη κατάθεσή του) "Εγώ ήμουν λογιστής στον όμιλο των επιχειρήσεων της κ. Χ ... η μηνύτρια δεν είχε καμία συμμετοχή στη Διοίκηση των ως άνω επιχειρήσεων, φέρεται ως αντιπρόεδρος μόνο κατ' όνομα, δεν έθετε υπογραφές στα διάφορα έγγραφα αυτών... επίσης δεν έθετε υπογραφές στα πρακτικά του Δ.Σ., άλλωστε ποτέ δεν συνεδρίαζε το Δ.Σ. ούτε γινόταν γενικές συνελεύσεις... ". (Ο δε Γ στην από 8-11-2005 ένορκη κατάθεσή του αναφέρει ότι) "Εργαζόμουν μαζί με τη μηνύτρια στην εταιρεία Π.Ε.Κ. ..... Α.Ι.Τ.Ε.Σ. Α.Ε.". Γνωρίζω ότι με τη μηνύτρια στην εταιρεία ΠΕΚ ..... Α.Ι.Τ.Ε.Σ. Α.Ε.". Γνωρίζω ότι η μηνύτρια δεν γνώριζε ότι η μηνυομένη την εμφάνιζε ως Αντιπρόεδρο του Δ.Σ... δεν είχαν ακούσει ποτέ ότι η μηνύτρια ήταν μέλος του Δ.Σ., ούτε είχαν ακούσει να γίνονται συνεδριάσεις των Διοικητικών Συμβουλίων. Τις αποφάσεις τις λάμβανε κατά κύριο λόγο η μηνυομένη". Εκ των ανωτέρω διαλαμβανομένων συνάγεται ότι η αναγραφή του ονόματος της εγκαλούσης ως μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου των ανωτέρω εταιρειών, η οποία έγινε εν πλήρει αγνοία της ήταν μόνο τυπική και για λόγους νομοτύπου συγκροτήσεως αυτού, αλλά όχι ουσιαστική, αφού τη μόνιμη εκπροσωπευτική εξουσία είχε η κατηγορουμένη, η οποία δέσμευε τις εταιρείες στις συναλλαγές προς τρίτους με την υπογραφή της. Άλλωστε, όπως οι ως άνω μάρτυρες καταθέτουν στην πραγματικότητα, ουδέποτε συγκλήθηκε και λειτούργησε Διοικητικό Συμβούλιο ή Γενική Συνέλευση και κατά συνέπεια τυχόν εκπροσωπευτικές εξουσίες προς τρίτα πρόσωπα που φέρονται επίσης ως μέλη των καταστατικών οργάνων, παραχωρούντο από την ίδια την κατηγορουμένη. Παρά ταύτα η τελευταία, εκμεταλλευόμενη την έλλειψη, οποιασδήποτε συμμετοχής της μηνύτριας και την έλλειψη γνώσεως αυτών σχετικά με τη διοίκηση των επιχειρήσεών της, κατάρτισε τον ισολογισμό της εταιρείας "ADVANCED BUSINESS SERVICES" της 30ης Ιουνίου 2001 εταιρικής χρήσεως, από 1-7-2000 έως 30-6-2001 και την 31-10-2001, όπου κάτωθι της θέσεως "Η Αντιπρόεδρος του Δ.Σ." ανέγραψε το ονοματεπώνυμο της εγκαλούσης κι έθεσε την δήθεν υπογραφή της, ενεργώντας και πάλι αυθαιρέτως και δίχως οιαδήποτε βούληση ή έγκριση της φερομένης ως υπογράφουσας. Οι ισχυρισμοί της τελευταίας, ότι η τεθείσα στο εν λόγω έγγραφο υπογραφή είναι παντελώς διάφορη προς τη δική της ενισχύονται κι από ορισμένον έγγραφο της δικογραφίας, όπου έχει τεθεί η γνήσια υπογραφή της, η οποία εμφανίζει σημαντικές διαφορές, συγκριτικά με την πλαστή όπως στις προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής μισθού όπου η μηνύτρια υπογράφει κάτωθι της ενδείξεως "η λαβούσα" ή στην από 22-2-2006 έκθεση ανωμοτί εξετάσεως ενώπιον του Ανακριτού. Εξ άλλου η κατηγορουμένη ακολουθώντας την αυτή τακτική, κατήρτισε αντίγραφο πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης εταιρείας με ημερομηνίες 12-2-1998, 31-12-1999, 9-2-2000, 29-12-2000 και 10-12-2001 και της δεύτερης εταιρείας με ημερομηνίες 16-5-2002, 7-5-2003 και 12-5-2003, αναγράφοντας με μηχανικό μέσο επί αυτών το ονοματεπώνυμο της μηνύτριας στη θέση της υπογραφής, με τρόπο, που να προκύπτει με σαφήνεια εξ αυτών ότι η τελευταία συμμετείχε με την ιδιότητα του μέλους ή αντιπροέδρου του Δ.Σ. Τον προαναφερθέντα προσεκόμισε προς δημοσίευση στο Φύλλο Εφημερίδος της Κυβερνήσεως (σχετ. το υπ' αριθμ. 1389/2002 Τεύχος Αν. Εταιρειών και Εταιρειών Περ. Ευθύνης) καθώς και σε άλλες δημόσιες υπηρεσίες (Νομαρχία, Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία για τη φορολογία των εμπορικών εταιρειών), ενώ τα πρακτικά κατέθεσε τόσο προς τη Νομαρχία Αθηνών, προκειμένου να καταχωρηθούν στο Φύλλο Εφημερίδος της Κυβέρνησης, όσο και σε άλλες υπηρεσίες ή οργανισμούς (Δ.Ο.Υ., Ι.Κ.Α.), όπως εκ του νόμου ήταν υπόχρεη. Η κατάρτιση των ως άνω πλαστών εγγράφων, από την κατηγορούμενη, ενισχύεται εκ του γεγονότος ότι είχε κατά κύριο λόγο την διαχειριστική εξουσία των εταιρειών του ομίλου και ότι ουδέποτε είχαν συγκληθεί, σύμφωνα με τα καταστατικά αυτών των εταιρειών, διοικητικά συμβούλια ή γενικές συνελεύσεις, ώστε να ληφθούν αποφάσεις ή να τεθούν υπογραφές από τα υπόλοιπα του φερομένου ως μέλη. Προς τα ανωτέρω διαπιστωθέντα, συνηγορούν και οι προαναφερθείσες από 4-11-2005 και 8-11-2005 ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, οι οποίοι επισημαίνουν ότι η μηνύτρια δεν είχε θέση ποτέ υπογραφή στα διάφορα πρακτικά των καταστατικών οργάνων των εταιρειών, αφού ποτέ δεν συνεδρίαζαν τα όργανα αυτά, αλλά τα σχετικά αντίγραφα πρακτικών τα συνέτασσε και τα επικύρωνε η ίδια η κατηγορούμενη. Εν τέλει την εναντίωση της μηνύτριας στις έννομες ενέργειες της κατηγορουμένης μαρτυρεί η από 20-5-2003 εξώδικη διαμαρτυρία-πρόσκλησή της, τις οποίες επέδωσε αρμοδίως στην ίδια την κατηγορουμένη ατομικώς και ως νόμιμη εκπρόσωπο των επίμαχων εταιρειών (σχετ. οι υπερ. ....., ..... και ..... εκθέσεις επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας .....) που είχε ως συνέπεια την τυπική έξοδό της από την εταιρεία "PROSPECT ΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΑΣΚΗΣΗΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΙΤΗΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" στην οποία φέρεται ότι υπήρξε μέλος από 15-5-2002 έως 29-5-2003 (σχετ. το υπ' αριθμ. ..... έγγραφο της Νομαρχίας Αθηνών).
Άμεσος σκοπός της κατηγορουμένης ήταν να παραπλανά σχετικά με το γεγονός - το οποίο μπορεί να έχει έννομες συνέπειες - ότι η εγκαλούσα τυγχάνει μέλος ή αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, τους αρμοδίους υπαλλήλους της Νομαρχίας Αθηνών, της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας και του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αλλά και διαφόρους συναλλασσόμενους και εταιρικούς πιστωτές, σχετικά με τη νόμιμη υποχρέωσή της προς εκπλήρωση των εταιρικών υποχρεώσεων και ασφαλιστικών εισφορών. Πράγματι, όπως προκύπτει κι από σχετικά έγγραφα που επισυνάπτονται στη δικογραφία, ήδη από έτους 2000, άρχισαν να κοινοποιούνται προς τη μηνύτρια σειρά εγγράφων περί οφειλών των ως άνω εταιρειών προς Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.Ε. Αθηνών και προς το Ι.Κ.Α. Αθηνών και ειδικότερα : α) Οφειλή ποσού 83.357, 57 ευρώ πλέον προσαυξήσεων στην Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.Ε. Αθηνών, λόγω συμμετοχής της στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ανωνύμου Εταιρίας "ABS A.E." (σχετ. η υπαρ. 12304/6-4-2005 ατομική ειδοποίηση ληξιπροθέσμων χρεών και του σχετικού πίνακα χρεών). β) Οφειλή ποσού 47.069, 40 ευρώ πλέον προσαυξήσεων στο Ι.Κ.Α. Αθηνών, λόγω της συμμετοχής της στο Διοικητικό Συμβούλιο της ιδίας ως άνω εταιρίας (σχετ. το από 20-1-2000 του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. προς Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών). γ) Οφειλή ποσού 16.124.242 δραχμών και ήδη 47.319,86 ευρώ πλέον προσαυξήσεων στη Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Αθηνών, λόγω της δήθεν συμμετοχής της στο Δ.Σ. της εταιρείας "PROSPECT A.E." (σχετ. η υπ' αριθμ. ..... ατομική ειδοποίηση ληξιπροθέσμων χρεών και του σχετικού πίνακα περί αυτών. Το σύνολο των ανωτέρω οφειλών υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, ενώ κι ως προς τη μερικοτέρα πράξη της πλαστογραφίας που τελέστηκε, σύμφωνα με τα ανωτέρω την 12-2-1998, ήτοι προ της ισχύος του Ν. 2721/99 δεν προέκυψε ποσό μικρότερο των 73.000 ευρώ, κατά το ποσό δε αυτό επήλθε σημαντική βλάβη στην εγκαλούσα, καθώς η περιουσία της επιβαρύνεται και δεσμεύεται κατά αυτό με αντίστοιχη σκοπούμενη περιουσιακή ωφέλεια της κατηγορουμένης, η οποία θα απαλλαγεί της υποχρεώσεως προς εκπλήρωση των εν λόγω εταιρικών υποχρεώσεων εάν η μηνύτρια καταβάλει το αντίστοιχο ποσό. Ο εν λόγω επιδιωκόμενος σκοπός της επιδιώκεται άλλωστε και εκ του γεγονότος ότι έχει ήδη αποχωρήσει από την Ελληνική Επικράτεια, προς άγνωστη χώρα του εξωτερικού και μέχρι σήμερα δεν έχει εμφανισθεί, προκειμένου να αναλάβει τις εταιρικές ευθύνες, αφού βρίσκεται στο εξωτερικό.
5. Με βάση όλα αυτά τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος. Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης κατά του πρωτοδίκου υπ' αριθμ. 3857/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη κρίθηκε παραπεμπτέα, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26, 27, 98 και 216 παρ. 1 και 3 Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα ρητώς ετίθεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι το συνολικό περιουσιακό όφελος το οποίο σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό της η αναιρεσείουσα, δια βλάβης της εγκαλούσας Α, υπερβαίνει κατά πολύ το ποσό των 73.000 ευρώ, υφίσταται δε άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της καταρτίσεως των ανωτέρω πλαστών εγγράφων και του σκοπού προσπορισμού του εν λόγω περιουσιακού οφέλους, ενώ είναι αδιάφορος ο χρόνος κατά τον οποίο η εγκαλούσα ειδοποιήθηκε για την καταβολή του εν λόγω ποσού. Περαιτέρω σαφής είναι η παραδοχή του προσβαλλομένου βουλεύματος, η οποία ως προς το σημείο αυτό δεν ελέγχεται αναιρετικώς, ότι η αναιρεσείουσα με την τέλεση, στις 12-2-1998, της μερικότερης πράξεως της πλαστογραφίας σκόπευε επίσης να προσπορίσει στον εαυτό της περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 δραχμών και συνεπώς η εν λόγω μικρότερη πράξη της πλαστογραφίας φέρει τον χαρακτήρα του κακουργήματος.
Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει του ότι δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος, που να δικαιολογεί την αναίρεση του προσβαλλομένου βουλεύματος, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.)
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω:
Α) Να απορριφθεί η υπ' αριθμ. 262/15-11-2007 αίτηση αναιρέσεως της Χ κατά του υπ' αριθμ. 1902/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και Β) Να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα,
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 1902/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η έφεση της αναιρεσείουσας κατά του πρωτοδίκου υπ' αριθμ. 3857/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκε αυτή στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθεί για πλαστογραφία με χρήση κατ' εξακολούθηση, με σκοπό προσπορισμού, δια βλάβης τρίτου, περιουσιακού οφέλους που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. (άρθρ.14, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98 και 216 παρ.1 και 3 Π.Κ. όπως η παρ.3 συμπληρ. με άρθρο 1 παρ.7α του ν.2408/1996 και αντικ. από άρθρ. 14 παρ. 2α του ν. 2721/1999) πράξεις που φέρονται απ' αυτή τελεσθείσες στην ..... τις 12-2-1998,31-12-1999,9-2-2000,29-12-2000 και 10-12-2001 εις βάρος της μηνύτριας Α. Για τους λόγους που εκτίθενται στην εισαγγελική πρόταση, στους οποίους ως ορθούς, νομίμους και βασίμους και το Συμβούλιο αυτό αναφέρεται εξ ολοκλήρου για την αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, αφού οι περιεχόμενοι σ' αυτή λόγοι από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β' και δ' ΚΠΔ και συγκεκριμένα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 216 παρ.1 και 3 Π.Κ. είναι αβάσιμοι. Ειδικότερα, με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και αναφέρονται διεξοδικώς στην εισαγγελική πρόταση διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού περιέχονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη στην αναιρεσείουσα ως άνω αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση κατ'εξακολούθηση, με σκοπό προσπορισμού, δια βλάβης τρίτου, περιουσιακού οφέλους που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις, για την παραπομπή της κατηγορουμένης στο ακροατήριο, καθώς επίσης και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98 και 216 παρ.1 και 3 Π.Κ., τις οποίες εφάρμοσε σωστά, χωρίς να τις παραβιάσει εκ πλαγίου και να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Επομένως, μετά την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 262/15-11-2007 αίτηση της Χ για αναίρεση του υπ' αριθμόν 1902/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 21 Νοεμβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ