Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Παραγραφή, Έγκλησης δικαιούχος, Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη.
Περίληψη:
Αιτιολογημένη καταδίκη αναραισείουσας για έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Δικαιούχος εγκλήσεως είναι και ο εξ αναγωγής κομιστής της επιταγής. Αναστέλλεται η παραγραφή έστω και αν το κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε καλούσε την αναιρεσείουσα να εμφανιστεί σε αναρμόδιο δικαστήριο.
Αριθμός 2348/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε΄ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσό (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ......, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Μαντά, περί αναιρέσεως της 1347/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Χ1 που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Ιουλίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1477/07.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 ''περί επιταγής'' (κατά την αρχική του διατύπωση και προ της αντικαταστάσεώς του με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972), ''εκείνος που εκδίδει εν γνώσει επιταγή μη πληρωθείσα, επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά το χρόνο της έκδοσης και της πληρωμής, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή ή με εκατέρα των ποινών αυτών''. Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972 και ορίσθηκε ότι, ''εκείνος που εκδίδει επιταγή μη πληρωθείσα επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά τον χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής αυτής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών''. Από τη διάταξη αυτή, από την οποία απαλείφθηκε το ''εν γνώσει'' της προηγούμενης ρυθμίσεως, προκύπτει ότι, το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται αντικειμενικά μεν, i) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, ii) υπογραφή του εκδότη, στη θέση υπογραφής του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου και εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας, iii) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και iv) έλλειψη αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον πληρωτή, τόσο κατά το χρόνο έκδοσης, όσο και κατά το χρόνο εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε, γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως, της έκδοσης δηλαδή επιταγής, που είναι ακάλυπτη. Με την νέα δηλαδή ρύθμιση, αρκεί ο απλός (ή ενδεχόμενος) και δεν απαιτείται άμεσος δόλος, με την έννοια της εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεσης της πράξεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ΄ του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχή, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως την εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή την επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Τέτοια πρόσθετα στοιχεία, δεν αξιώνονται πλέον από το νόμο, στην περίπτωση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία τέλος της καταδικαστικής απόφασης, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο.
Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 1347/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, η οποία εκπροσωπήθηκε στη δίκη από συνήγορο, σε δεύτερο βαθμό, για τη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής (παράβαση του άρθρου 79 του ν. 5960/1933 ''για επιταγή''),με την αναγνώριση του ελαφρυντικού ότι έζησε έως το χρόνο που έγινε η πράξη έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή σε ποινή φυλάκισης δέκα οκτώ (18) μηνών την οποία ανεστειλε επί τρία χρόνια . Στην αιτιολογία της απόφασης, αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής: " Επειδή από την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας που εξετάστηκε ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο , τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης ,που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη δικηγόρος στην Αθήνα στις 30-1-2000 εξέδωσε σε διαταγή του εγκαλούντος Χ1 ,την υπ'αριθμ. ..... Τραπεζική επιταγή ,ποσού 27.040.000 δρχ. την οποία ο ίδιος ως άνω κομιστής εμφάνισε εμπρόθεσμα στις 31-1-2000 στην πληρώτρια Ιονική Τράπεζα αλλά δεν πληρώθηκε, ελλείψει υπολοίπου ποσού στον εκεί τηρούμενο λογαριασμό της ( βλ σχετική βεβαίωση επί του σώματος της επιταγής ) ,γεγονός που σαφώς εγνώριζε η κατηγορουμένη ,αφού ο παραπάνω λογαριασμός ανήκε στην ίδια και ανά πάσα στιγμή ήταν ενήμερη για την ανυπαρξία κεφαλαίων τόσο κατά το χρόνο της έκδοσης όσο και κατά το χρόνο πληρωμής της παραπάνω επιταγής . Η κατηγορουμένη ,δια ου συνηγόρου της που την εκπροσωπεί στην παρούσα δίκη ,ισχυρίζεται ότι ο εγκαλών δεν έχει δικαίωμα για την υποβολή εγκλήσεως ,αφού δεν είναι ο τελευταίος κομιστής της επιταγής που εμφάνισε την προαναφερθείσα επιταγή για πληρωμή ,αλλά κατέστη κομιστής αυτής εξ αναγωγής και, ως εκ τούτου δεν είναι άμεσα παθών.Ο πιο πάνω ισχυρισμός της κατηγορουμένης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος γιατί αποδείχθηκε ότι τελευταίος κομιστής της επιταγής είναι ο εγκαλών , ο οποίος και εμφάνισε την ανωτέρω επιταγή για πληρωμή στην Πληρώτρια Τράπεζα. Αλλά και αν ήθελε κριθεί ότι ο εγκαλών κατέστη κομιστής της επιταγής εξ αναγωγής και πάλι νομιμοποιείται για την υποβολή εγκλήσεως ,αφού κατά τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρ. 79 του Ν. 5960/1933, που προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, ως '' κομιστής ''θεωρείται και ο εξ αναγωγής υπόχρεος , ο οποίος πλήρωσε την επιταγή και έγινε κομιστής ( βλ. ολ Α.Π 24/2007) Κατόπιν τούτων,πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο παραπάνω ισχυρισμός της κατηγορουμένης και να κηρυχθεί αυτή ένοχη της αξιόποινης πράξης που της αποδίδεται. Με το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου ( άρθρ. 84 παρ.2α ΠΚ ). Αντίθετα , το αίτημά της για αναγνώριση και του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2ε ΠΚ πρέπει να απορριφθεί, αφού υποβλήθηκε εντελώς αόριστα και χωρίς επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών.". Με βάση δε τα αποδειχθέντα αυτά περιστατικά το δικαστήριο κατέληξε σε καταδικαστική για την κατηγορουμένη κρίση και της επέβαλε την αναφερόμενη ποινή. Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα- κατηγορουμένη, τις αποδείξεις( αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην αναφερόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, όπως έχει αντικατασταθεί, την οποία εφάρμοσε. Δεν ήταν δε αναγκαία και ιδιαίτερη αναφορά στην αιτιολογία της διατάξεως βάσει της οποίας κρίνεται το εμπρόθεσμο ή μη της εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή ούτε ποια είναι η απαιτούμενη από το νόμο προθεσμία , αλλά αρκεί να αναφέρεται όπως στην προκειμένη περίπτωση ότι εμφανίστηκε η επιταγή προς πληρωμή εμπρόθεσμα. Ούτε επίσης ήταν αναγκαία ιδιαίτερη αναφορά στην αιτιολογία, της από μέρους της κατηγορουμένης γνώσεως του ακαλύπτου της αναφερόμενης επιταγής, την οποία αυτή εξέδωσε, αφού όπως αναφέρθηκε για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, αρκεί πλέον (μετά δηλαδή την ισχύ το έτος 1972 του ν.δ. 1325/1972) ο απλός και δεν είναι αναγκαίος ο άμεσος δόλος, η εν γνώσει δηλαδή ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως. πλέον του ότι αιτιολογείται αυτή. Επομένως τα αντιθέτως υποστηριζόμενα , με τους εκ του άρθρου 510 παρ 1 περ. Δ΄ του Κ.Π.Δ., τρίτο και τέταρτο λόγους αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία της απόφασης, εκ της μη ειδικής αναφοράς της διατάξεως που κρίνεται το εμπρόθεσμο ή μη της επιταγής προς πληρωμή, της απαιτούμενης από το νόμο προθεσμίας προς εμφάνιση και του στοιχείου της γνώσεως, από μέρους της κατηγορουμένης , του ακαλύπτου της επιταγής, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Από τις διατάξεις των άρθρων 364 και 170 παρ. 2 ΚΠΔ προκύπτει ότι ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ λόγο αναίρεσης της απόφασης, δημιουργείται όταν, παρά την υποβολή σχετικής αίτησης από τον κατηγορούμενο ή τον Εισαγγελέα, δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο έγγραφο που υπέβαλαν αυτοί κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Η ανάγνωση όμως από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή κατά πρόταση του Εισαγγελέα εγγράφου, που δεν αναφέρεται στο κατηγορητήριο, χωρίς να αμφισβητηθεί η γνησιότητα και χωρίς να αντιλέξει στην ανάγνωσή του ο κατηγορούμενος δεν επιφέρει καμιά ακυρότητα της διαδικασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, το Πενταμελές Εφετείο ανέγνωσε κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και στη συνέχεια έλαβε υπόψη και εκτίμησε, όχι το πρωτότυπο της επίμαχης επιταγής, αλλά το υπάρχον στη δικογραφία φωτοαντίγραφο αυτής, το οποίο, δεν είχε επικυρωθεί, σύμφωνα με το άρθρο 449 παρ. 2 ΚΠολΔ, από πρόσωπο που είναι κατά νόμο αρμόδιο να εκδίδει αντίγραφα χωρίς να προβάλει ο εκπροσωπών την αναιρεσείουσα συνήγορός της ουδεμία αντίρρηση για την ανάγνωσή της. Επομένως ο πέμπτος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του με τον οποίο, προβάλλεται η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ) με την αιτίαση ότι το Εφετείο ανέγνωσε το ως άνω έγγραφο, χωρίς αυτό το έγγραφο να έχει αποδεικτική δύναμη, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι στο χώρο του ποινικού δικαίου το φωτοτυπικό αντίγραφο εγγράφου αποτελεί έγγραφο που έχει την αποδεικτική δύναμη του κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. γ' ΠΚ εγγράφου, χωρίς να απαιτείται η, κατά το άρθρο 449 παρ. 2 ΚΠολΔ, βεβαίωση της ακριβείας του από αρμόδιο, κατά το νόμο, πρόσωπο (Ολ.Α.Π. 2/2000).- Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης κατά της ποινικής απόφασης ιδρύει η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, όχι όμως και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή δικονομικής διάταξης, όπως είναι εκείνες του Κ.Π.Δ. οι οποίες αφορούν την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο. Επομένως ο πέμπτος λόγος αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος του με τον οποίο προβάλλεται η ελεγχόμενη από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ πλημμέλεια της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας των διατάξεων των άρθρων 358, 364 Κ.Π.Δ. τα οποία αφορούν την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο, και 449 παρ.2 και 451 παρ.3 Κ.Πολ.Δ είναι απαράδεκτος... Επειδή από τις διατάξεις του άρθρου 79 του ν.5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 4 παρ.1 περ.α' του ν.2408/1996 , σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 40 - 47 του ν. 5.960/1933, συνάγεται, ότι δικαιούχος προς υποβολή εγκλήσεως για έκδοση ακάλυπτης επιταγής μπορεί να είναι όχι μόνο ο τελευταίος κομιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε, όταν εμφανίσθηκε η επιταγή στον πληρωτή αλλά και οποιοσδήποτε άλλος που έγινε κομιστής της επιταγής εξ αναγωγής, αφού αυτός τελικά υφίσταται τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία του είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή . (Ολ.ΑΠ 29/2007).Επομένως οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1στοιχ.Η και Ε' ΚΠΔ με τους οποίους προβάλλεται η πλημμέλεια ότι η προσβαλλομένη απόφαση υπερέβη την εξουσία της και εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 του ν. 5960/1933 με το να δεχθεί ότι ο εγκαλών είτε ως τελευταίος είτε ως εξ αναγωγής κομιστής της ως άνω επιταγής δικαιούνταν να υποβάλει την έγκληση είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Κατά το άρθρο 113 παρ. 2 ΠΚ, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 6 του Ν 2408/1996, η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η δικαστική απόφαση πάντως, όχι πέρα από πέντε έτη για τα κακουργήματα, τρία έτη για τα πλημμελήματα και ένα έτος για τα πταίσματα. Εξάλλου, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 320, 321, 340 και 343 ΚΠΔ η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο αρχίζει είτε με την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο κλήσεως ή κλητηρίου θεσπίσματος, με τα οποία καλείται στο ακροατήριο, είτε με τη χωρίς εναντίωση εμφάνιση του στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υποθέσεως. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι η αναστολή της παραγραφής, κατά το άρθρο 113 παρ. 2 ΠΚ, επέρχεται με την έναρξη της κύριας διαδικασίας διότι έκτοτε η κατηγορία είναι εκκρεμής στο δικαστήριο. Για να αρχίσει η επιφέρουσα την αναστολή της παραγραφής κύρια διαδικασία αρκεί το, κατά τις διακρίσεις των άρθρων 244, 245, 308 παρ. 3, 314 και 315 ΚΠΔ, επιδιδόμενο στον κατηγορούμενο κλητήριο θέσπισμα ή κλήση να περιέχει, πλην άλλων, και προσδιορισμό του δικαστηρίου στο οποίο καλείται αυτός να εμφανισθεί, χωρίς να είναι αναγκαίο για την εγκυρότητά του το αναγραφόμενο δικαστήριο να είναι πράγματι το αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση. Διότι η τυχόν αναγραφή άλλου, από το αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση, δικαστηρίου, δεν καθιστά το εισαγωγικό έγγραφο (κλητήριο ή κλήση) άκυρο και ανενεργές ως προς τις έννομες συνέπειές του. Το έγγραφο αυτό, ως δηλωτικό του τέλους της προανακρίσεως και του αμετακλήτου της εισαγωγής της υποθέσεως στο ακροατήριο, διατηρεί την ισχύ του και δεν επαναλαμβάνεται, στηρίζει δε τη διαδικασία του επιλαμβανομένου της υποθέσεως αναρμοδίου δικαστηρίου προκειμένου αυτό να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο. Σε περίπτωση δηλαδή που το δικαστήριο κηρυχθεί αναρμόδιο η αναστολή της παραγραφής που επήλθε με την επίδοση στον κατηγορούμενο της σχετικής κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος δεν ανατρέπεται αλλά διατηρείται, αφού η κλήτευση ήταν νομότυπη με τον προσδιορισμό του δικαστηρίου. (ΑΠ Ολ 2/1997).Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, ο έκτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών υπερέβη την εξουσία του διότι δεν έπαυσε οριστικώς την κατά της αναιρεσειούσης ποινική δίωξη για το ως άνω πλημμέλημα της παραβ. του άρθρου 79 ν.5960/1933 παρ' ότι είχε συμπληρωθεί η πενταετία, από της τελέσεώς του, μέχρι του χρόνου (30-6-2005) κατά τον οποίο εκδόθηκε η υπ' αριθμ.52433/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την οποία ακυρώθηκε η υπ' αριθμ.79318/2001 απόφαση του Μονομελούς Πλημμμελειοδικείου Αθηνών κηρύχθηκε καθ'ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο καθ' ύλην Τριμελές Εφετείο Αθηνών και δεν είχε ανασταλεί η παραγραφή του , πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού με την επίδοση στην κατηγορουμένη του σχετικού κλητηρίου θεσπίσματος με το οποίο εκαλείτο αυτή να εμφανιστεί έστω και στο αναρμόδιο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών,επήλθε αναστολή της παραγραφής και δεν ανατράπηκε αλλά διατηρήθηκε, κατά τα προεκτεθέντα, η δε κλήτευσή της ήταν νομότυπη με τον προσδιορισμό του δικαστηρίου, μη προβαλλομένου λόγου ακυρότητός της.
Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 83 και 84 του ΠΚ, το δικαστήριο της ουσίας, κατά τον ακροαματικό έλεγχο κάθε υπόθεσης, ερευνά μεν αυτεπαγγέλτως αν συντρέχουν οι προβλεπόμενες από το δεύτερο ως άνω άρθρο ελαφρυντικές περιστάσεις, οι οποίες επιφέρουν μείωση της ποινής, δεν είναι όμως υποχρεωμένο να προβεί οίκοθεν στην αιτιολόγηση της μη συνδρομής τέτοιας περίστασης. Εφόσον όμως υποβληθεί από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του τέτοιος ισχυρισμός περί αναγνωρίσεως σ' αυτόν μιας ή περισσοτέρων από τις ελαφρυντικές αυτές περιστάσεις, το δικαστήριο έχει υποχρέωση να τον ερευνήσει και αν τον απορρίψει να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την κρίση του. Προϋπόθεση, όμως, της εξέτασης της ουσιαστικής βασιμότητας τέτοιου αυτοτελούς ισχυρισμού αποτελεί η προβολή του κατά τρόπον σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση της επικαλούμενης ελαφρυντικής περίστασης. Μόνη η επίκληση της νομικής διάταξης που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση ή τον χαρακτηρισμό με τον οποίον είναι αυτή γνωστή στη νομική ορολογία, καθιστά το σχετικό ισχυρισμό αόριστο, στον οποίον ως τέτοιο δεν έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει ή να δικαιολογήσει ειδικά τη σιωπηρή ή ρητή απόρριψή του.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως διαπιστώνεται από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσείουσα, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της , ζήτησε την επιείκεια του δικαστηρίου και να της αναγνωρισθεί, το ελαφρυντικό της περ. ε΄ της παρ. 2 του άρθρου 84 ΠΚ. Ο ισχυρισμός αυτός, όπως διατυπώθηκε και αναπτύχθηκε, ήταν αόριστος, εφόσον δεν επικαλούνταν πραγματικά περιστατικά που να τον θεμελιώνουν και ως εκ τούτου δεν είχε υποχρέωση το εφετείο να απαντήσει αιτιολογημένα άλλωστε ορθώς τον απέρριψε ως αόριστο και δεν έρχεται σε αντίφαση με το ότι έλαβε υπόψη του για την αναστολή της ποινής κατά το άρθρο 99 παρ. 1 του Π.Κ. εκ περισσού πλην άλλων τη διαγωγή της αναιρεσείουσας μετά την τέλεση της πράξης. Επομένως, οι λόγοι αναίρεσης της εν λόγω αναιρεσειούσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε' ΚΠΔ, που αναφέρεται στην πλημμέλεια της απόρριψης χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του ισχυρισμού για αναγνώριση του ως άνω ελαφρυντικού και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 84 παρ.2ε'ΠΚ είναι αβάσιμοι. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από δέκα τρείς (13) Ιουλίου 2007 αίτηση της ....., για αναίρεση της με αριθ. 1347/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών . Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Νοεμβρίου 2007.
O ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του 20 Δεκεμβρίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ