Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ηθική αυτουργία, Δυσφήμηση συκοφαντική.
Περίληψη:
Ηθική αυτουργία σε συκοφαντική δυσφήμηση. Αιτιολογία καταδικαστικής απόφασης. Ανάγνωση με αμετάκλητων αποφάσεων χωρίς αντίρρηση κατηγορουμένου και λήψη υπόψη αυτών για το σχηματισμό της καταδικαστικής κρίσης. Δεν συνιστά ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Αίτηση αναίρεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης για έλλειψη αιτιολογίας και απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Απόρριψη αμφοτέρων των λόγων ως αβασίμων. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 1354/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή, Χριστόφορο Κοσμίδη και Κυριακούλα Γεροστάθη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαΐου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1. Χ1, 2. Χ2, κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεόδωρο Φραγκάκη, περί αναιρέσεως της 1424/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ3 και πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Φεβρουαρίου 2010 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 352/10.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων και των αυτοπροσώπως παραστάντα ως δικηγόρο πολιτικώς ενάγοντα, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 17-2-2010 κοινή αίτηση αναίρεσης των: 1) Χ2 και 2) Χ1, κατά της υπ' αρ. 1424/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω.
Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει, ότι για την πραγμάτωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου για κάποιου άλλου γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη αυτού, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και γ) άμεσος δόλος του δράστη, συνιστάμενος στη θέλησή του να προβεί στην ενέργεια αυτή και στη γνώση ότι το γεγονός ήταν ψευδές και μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ, 1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτέλεσε ι την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει, ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος και την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει, αφού ο νομός δεν ορίζει, με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως με προτροπές, με παρακίνηση ή παρόρμηση ή ενθάρρυνση και με παραινέσεις (δηλαδή με συμβουλές κλπ), με πειθώ και φορτικότητα ή με εκμετάλλευση της επιβολής στο φυσικό αυτουργό, λόγω υπηρεσιακής εξαρτήσεως. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με θέληση -και γνώση και αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σε αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά, με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Στην περίπτωση της ηθικής αυτουργίας για την πληρότητα της αιτιολογίας πρέπει να αναφέρονται ο τρόπος και τα μέσα, με τα όποια ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση στον αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός παρήγαγε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Ειδικώς, για το δόλο που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης της ηθικής αυτουργίας, όταν για τη θεμελίωση του οικείου εγκλήματος αρκεί και ενδεχόμενος δόλος, δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία, γιατί αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, στο οποίο παρακινεί ο ηθικός αυτουργός το φυσικό αυτουργό, και εξυπακούεται ότι υπάρχει στην πραγμάτωση των περιστατικών αυτών. Όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα για την πληρότητα της αιτιολογίας, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν υποδήλωνε ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα τελευταία. Η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη με την υπ' αριθμ. 1424/2009 απόφασή του, όπως προκύπτει από τα πρακτικά αυτής, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά (αναφέρονται και εκείνα για τα οποία ο τρίτος συγκατηγορούμενος των αναιρεσειόντων Χ3 καταδικάσθηκε για το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης): "Το έτος 1992 ο πρώτος των κατηγορουμένων, Χ3, υπέστη τροχαίο αυτοκινητικό ατύχημα από ανασφάλιστο όχημα. Την υπόθεσή του αυτή την ανέθεσε στον εγκαλούντα, Δικηγόρο του Δ.Σ. Αθηνών, ο οποίος βρισκόταν σε συνεχή επικοινωνίας τόσο με τον ίδιο τον παθόντα και εντολέα τους, όσο και με τους άλλους δύο κατηγορούμενους. Η αμοιβή του συμφωνήθηκε σε ποσοστό 20% επί των χρηματικών ποσών, που θα εισπράττονταν συμπεριλαμβανομένων και των δικαστικών εξόδων, τα οποία (έξοδα) θα ελάμβανε ο εγκαλών, ο οποίος, όμως, θα κατέβαλε εξ ιδίων τα απαιτούμενα δικαστικά έξοδα των διαφόρων διαδικαστικών πράξεων, που θα διενεργούνταν, καθώς και των παραστάσεών του, όπως και για την εν γένει απασχόλησή του. Αξίζει να σημειωθεί, ότι τη συμφωνία αυτή επιβεβαίωσε πλήρως η Τρίτη των κατηγορουμένων σε ένορκη κατάθεσή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τη συζήτηση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, η οποία είχε ασκηθεί εναντίον του εγκαλούντος. Ο τελευταίος από την ανάθεση της εντολής χειρίσθηκε την υπόθεση κατά τρόπο άψογο και επιτυχή. Ειδικότερα, άσκησε: α) την από 17-2-1993 αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθ. 7221/1993 απόφαση, η οποία επιδίκασε στον παθόντα πελάτη του το χρηματικό ποσό των 1.941.610 δρχ, για το χρονικό διάστημα από 3.3.1993 έως 3.7.1993. Το συνολικό δε ποσό ανήλθε σε 2.353.473 δρχ., το οποίο εισέπραξε από το "Επικουρικό Κεφάλαιο". Μετ' αφαίρεση δε της αμοιβής του και της δικαστικής δαπάνης, που επιδικάσθηκε, το υπόλοιπο ποσό κατέθεσε αυθημερόν ο εγκαλών στον υπ' αριθ. ... τραπεζικό λογαριασμό του δευτέρου των κατηγορουμένων, που διατηρούσε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε., β) την από 4.11.1993 αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του ίδιου πιο πάνω δικαστηρίου, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθ. 25077/1993 απόφαση, που επιδίκασε το συνολικό ποσό τω 805.000 δρχ και αυτή τη φορά ο εγκαλών, μετ' αφαίρεση της αμοιβής του και της από 12.000 δρχ. δικαστικής δαπάνης, κατέθεσε αμέσως το υπόλοιπο χρηματικό ποσό. Είναι σαφές, ότι οι παραπάνω αιτήσεις ασκήθηκαν από τον εγκαλούντα στα πλαίσια λήψεως ασφαλιστικών μέτρων για την επιδίκαση στον πελάτη του προσωρινών απαιτήσεων, λόγω της άμεσης ανάγκης που είχε μέχρι την επιδίκαση των οριστικών απαιτήσεων επί της τακτικής αγωγής, η οποία, στο μεταξύ, είχε ασκηθεί. Επ' αυτής, εκδόθηκε κατ' αρχήν η υπ' αριθ. 4711/1994 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κατ' έφεση η υπ' αριθ. 9928/1995 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία κατέστη αμετάκλητη και, έτσι, επιδικάσθηκε στον παθόντα, κατά το δεύτερο αυτό στάδιο, το επιπλέον χρηματικό ποσό των 4.598.454 δρχ., το οποίο, σημειωτέον, ο εγκαλών εισέπραξε από το παραπάνω νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου" "Επικουρικό Κεφάλαιο" στις 6.11.1995. Μετ' αφαίρεση δε του ποσοστού της αμοιβής του και την παρακράτηση της δικαστικής δαπάνης, που επιδικάσθηκε, ο εγκαλών κατέθεσε και μάλιστα αυθημερόν το συνολικό ποσό των 3.558.864 δρχ. στον προαναφερόμενο τραπεζικό λογαριασμό του δεύτερου των κατηγορουμένων. Αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι η ανατεθείσα στον εγκαλούντα υπόθεση δεν διεξήχθη από αυτόν μόνο επιτυχώς, αλλά -και το σημαντικότερο- με ταχύτατους ρυθμούς και ορθούς νομικούς χειρισμούς και με την άμεση καταβολή στον παθόντα πελάτη του όλων των εισπραχθέντων χρηματικών ποσών και μάλιστα εις το ακέραιον. Και ενώ έτσι είχαν τα πράγματα, ο εγκαλών αντιμετώπισε μία σφοδρή επίθεση, που έλαβε χώρα εναντίον του από τον ως άνω πελάτη του και πρώτο των κατηγορουμένων. Κατ' αρχήν άσκησε κατ' αυτού την από 23.10.2003 αίτηση, με την οποία ζήτησε τη λήψη εναντίον του ασφαλιστικών μέτρων και, συγκεκριμένα, να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας του, αμφισβητώντας ευθέως το ύψος της αποζημίωσης, που είχε λάβει. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθ. 533/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία αναλύοντας κατά τρόπο λεπτομερή τα επιδικασθέντα χρηματικά ποσά με τις παραπάνω δικαστικές αποφάσεις και αφαιρώντας τη συμφωνηθείσα αμοιβή, η οποία, σημειωτέον, δεν αμφισβητήθηκε, κατέληξε, ότι ο εγκαλών είχε καταβάλει στον πελάτη του την αποζημίωση, που δικαιούνταν, και μάλιστα, από πρόδηλη λογιστική παραδρομή, είχε καταβληθεί και επιπλέον ποσό. Έτσι, απορρίφθηκε η αίτηση ως ουσιαστική αβάσιμη, αφού δεν πιθανολογήθηκε η απαίτηση. Πέραν, όμως, της ανωτέρω ενέργειάς του. Εξάλλου, στις 2.7.2003 συντάχθηκε κατ' εντολή του η ακόλουθη εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία, η οποία αναφερόταν στον εγκαλούντα Δικηγόρο, επιδόθηκε σ' αυτόν στις 7.7.2003 με δικαστικό επιμελητή και είχε το εξής περιεχόμενο: "... πρόσφατα διαπίστωσα μετά μεγάλης εκπλήξεως και αγανακτήσεως, ότι εισπράξατε μεγάλα ποσά χρημάτων για λογαριασμό του τόσο από τον υπαίτιο οδηγό ΑΑ όσο και από το "Επικουρικό Κεφάλαιο", τα οποία παρακρατήσατε διαπράττοντας τα ποινικά αδικήματα της υπεξαιρέσεως και της απιστίας δικηγόρου ... . Σας προσκαλώ: Όπως ... ανακοινώσετε εγγράφως και μου παραθέσετε κατάλογο εσόδων και εξόδων ... και μου καταβάλετε νομιμοτόκως το υπόλοιπο των όσων έχετε εισπράξει, άλλως θέλω ασκήσει καθ' υμών πάν νόμιμο μέσο προβλεπόμενο υπό της αστικής και ποινικής νομοθεσίας". Το περιεχόμενο της ως άνω εξώδικης δήλωσης και διαμαρτυρίας αξιολογούμενο περιέχει δυσμενείς φράσεις για τον εγκαλούντα και συγχρόνως μειωτικές για την τιμή και την υπόληψή του. Εμφανίζουν έναν πληρεξούσιο δικηγόρο να αναλαμβάνει μία αστική υπόθεση, την οποία, αφού διεκπεραιώνει, να καρπούται παρανόμως μέρος της αποζημιώσεως, την οποία επιδίκασε το πολιτικό δικαστήριο. Πάντα, όμως, τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω εξώδικη διαμαρτυρία πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται, ότι ήσαν ψευδή και ότι υπήρχε πρόθεση στον πρώτο κατηγορούμενο με τη διάδοσή τους, την οποία με τον ανωτέρω τρόπο σκόπευε, να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος. Βέβαια η επίδοση της εν λόγω εξώδικης διαμαρτυρίας προηγήθηκε και ακολούθησε η παραπάνω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, κατά την οποία με την εκδοθείσα δικαστική απόφαση ο εν θέματι κατηγορούμενος έλαβε μία σαφή απάντηση, ότι είχε λάβει αυτός αποζημίωση επιπλέον από όση δικαιούνταν να λάβει και, συνεπώς, ο εγκαλών πληρεξούσιος δικηγόρος του υπήρξε υπέρ το δέον συνεπής και έντιμος. Ακολούθως, αποδεικνύεται, ότι οι δεύτερος και τρίτη των κατηγορουμένων, Χ2 (αναιρεσείοντες) κατά την ανωτέρω τόπο και χρόνο, δηλαδή, στην ..., στις 7.7.2003, ενεργώντας με πρόθεση προκάλεσαν την απόφαση στον πρώτο συγκατηγορούμενό τους να εκτελέσει την άδικη πράξη που προαναφέρθηκε και διέπραξε. Η πρόκληση δε της αποφάσεως έγινε με προτροπές και παραινέσεις προς αυτόν. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο το γεγονός, ότι πριν προβεί ο πρώτος κατηγορούμενος στις παραπάνω ενέργειές του τον έπεισαν να αναζητήσει το φάκελό του με όλα τα σχετικά έγγραφα από τον εγκαλούντα, προκειμένου να ανατεθεί σε άλλον δικηγόρο. Όπως δε κατατίθεται, αμφισβητούσαν τον εγκαλούντα και η τρίτη κατηγορουμένη είχε καταγγείλει αυτόν στις 5.2.2002 στο Πειθαρχικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, επ' ευκαιρία άλλης υποθέσεώς της.
3. Επειδή, με βάση τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προεκτέθηκαν, το Δικαστήριο κρίνει, πως πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι των αξιοποίνων πράξεων, οι οποίες τους αποδίδονται με το κατηγορητήριο. Ωστόσο, κρίνεται, πως πρέπει να αναγνωρισθεί στο πρόσωπό τους η ελαφρυντική περίσταση του αριθ. 84 παρ 2α' ΠοινΚ, δεδομένου, ότι και από τα αντίγραφα των ποινικών τους μητρώων, τα οποία επισυνάπτονται στη δικογραφία προκύπτει, ότι αυτοί μέχρι την τέλεση των αξιοποίνων πράξεων, για τις οποίες, χωριστά ο καθένας, κηρύχθηκαν ένοχοι, έζησαν έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να επιβληθεί σε καθέναν από αυτούς μειωμένη ποινή, κατ' αρθ. 83 ΠοινΚ". Στη συνέχεια το ως άνω Δικαστήριο κήρυξε ενόχους αμφοτέρους τους αναιρεσείοντες για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε συκοφαντική δυσφήμηση, που τέλεσε ο τρίτος συγκατηγορούμενός τους, και επέβαλε στον καθένα ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία (3) έτη. Με βάση τις προαναφερόμενες παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας δι έλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 α, 27, 45, 46 παρ. 1α, 362 και 363 παρ. 1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, σε σχέση με τις περί του αντιθέτου προβαλλόμενες από τους αναιρεσείοντες αιτιάσεις, αναφέρονται στην αιτιολογία με σαφήνεια τα αποδεικτικά μέσα, κατά το είδος τους (μάρτυρες και έγγραφα), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδήγησαν στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχαν, κατά νομό, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Συγκεκριμένα αναφέρονται τα μέσα και ο τρόπος που χρησιμοποίησαν οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι για να πείσουν το φυσικό αυτουργό Ψ (αδελφό της αναιρεσείουσας και κουνιάδο του αναιρεσείοντος αντίστοιχα) να διαπράξει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, ενεργώντας με πρόθεση από κοινού, με προτροπές και παραινέσεις τους προς εκείνον, εν γνώσει αυτών ότι τα υποστηριζόμενα για τον πολιτικώς ενάγοντα κατά το χειρισμό υπόθεσης αστικής φύσης, που εκείνος του είχε αναθέσει ήταν ψευδή γεγονότα και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος - πολιτικώς ενάγοντος, σκοπό τον οποίο επεδίωκαν όλοι οι κατηγορούμενοι. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως της αιτήσεως, με τον οποίο προβάλλονται αιτιάσεις για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Όλες οι λοιπές, σε σχέση με τον παραπάνω λόγο, διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως αιτιάσεις, πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου ουσίας ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι γι' αυτόν απαράδεκτες. Ακόμη, κατά την διάταξη του άρθρου 364 παρά του Κ.Π.Δ. στο ακροατήριο διαβάζονται τα έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά της. Διαβάζονται επίσης τα έγγραφα από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη στην οποία εκδόθηκε αμετάκλητη απόφαση, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η ανάγνωση αυτή είναι χρήσιμη. Εξάλλου από την παραπάνω διάταξη και εκείνη του άρθρου 171 του ίδιου Κώδικα προκύπτει ότι η ανάγνωση από το Δικαστήριο της ουσίας απόφασης πολιτικής ή ποινικής δίκης χωρίς να προκύπτει ότι είναι αμετάκλητη και χωρίς προηγουμένη απόφαση ότι ήταν κρίσιμη η ανάγνωση αυτής δεν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο Δικαστήριο.
Συνεπώς η λήψη υπόψη από το Δικαστήριο κατά το σχηματισμό της καταδικαστικής κρίσης για τους αναιρεσείοντες, εκτός των λοιπών εγγράφων, α) της αγωγής λογοδοσίας της ΒΒ, β) της εκδοθείσας επ' αυτής οριστικής και όχι αμετάκλητης υπ' αριθμ. 3473/2005 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, γ) και του κατηγορητηρίου για την υπ' αρ. ΒΔΕΓ 94-04/468 ποινική δικογραφία, επί της οποίας δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση, χωρίς μάλιστα να προβληθεί κάποια αντίρρηση από οιοδήποτε διάδικο (και τους αναιρεσείοντες), όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδρίασης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. 7η σελίδα αυτήν), δεν επάγεται κάποια ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και συνεπώς δεν θεμελιώνει η λήψη της υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α εδ. α του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Γι' αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο προβαλλόμενος ως άνω δεύτερος λόγος αναίρεσης της κρινόμενης κοινής αίτησης αναιρέσεως.
Μετά από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 153 ΚΠΔ) ως και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176, 180 παρ. 2 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17 Φεβρουαρίου 2010 αίτηση των: 1) Χ2 και 2) Χ1, κατοίκων ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1424/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει καθένα των ως άνω αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, και εις ολόκληρον τον καθένα αυτών στην εκ πεντακοσίων (500) ευρώ δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Ιουνίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ