Θέμα
Αγωγή περί κλήρου , Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, Κοινωνία.
Περίληψη:
Αγωγή περί κλήρου. Ο συγκληρονόμος νέμεται και για λοιπούς. Δεν μπορεί να αντιτάξει χρησικτησία ή κτητική παραγραφή πριν καταστήσει γνωστό ότι νέμεται για τον εαυτό του. Προθεσμία χρησικτησίας αρχίζει από την γνωστοποίηση αυτή 559 αρ. 1 δεν ιδρύεται ο λόγος όταν υπό την επίφαση της παραβιάσεως πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων. 559 αρ.20. Παραμόρφωση εγγράφου. Δεν ιδρύεται επί εκτιμητικού λάθους αλλά μόνο επί διαγνωστικού. Ιδρύεται και όταν γίνεται επιλεκτική ανάγνωση. Έγγραφα θεωρούνται και τα διαδικαστικά έγγραφα, άλλης δίκης, όχι όμως και της ενεστώσας. Πρέπει να είναι το έγγραφο το κύριο αποδεικτικό στοιχείο, όχι όταν συνεκτιμάται μαζί με άλλα 281 ΑΚ Προϋποθέσεις. Δεν αρκεί μόνο η αδράνεια. Απορρίπτεται η από οτ 559 αρ.1 αιτίαση γιατί τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά ως αποδειχθέντα δεν αρκούσαν για την εφαρμογή της διατάξεως του 281 ΑΚ.
Αριθμός 1509/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Μαΐου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Π. Κ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) ’. συζ. Λ. Κ., το γένος Γ. Κ., κατοίκου ..., 2) Γ. συζ. Δ. Φ., το γένος Γ. Κ., κατοίκου ..., 3) Γ. Σ. του Κ., κατοίκου ..., 4) Μ. Σ. του Γ., κατοίκου ..., και 5) Κ. Σ. του Γ., κατοίκου ... . Οι 1η, 3ος, 4η και 5η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ελευθέριο Παπαδημητρίου και η 2η παραστάθηκε με τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/1/2006 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κιλκίς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 64/2008 του ιδίου Δικαστηρίου και 1408/2010 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 22/12/2010 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσίβλητοι, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 11/2/2012 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. 9354δ/23.11.12 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Κιλκίς, ..., ακριβές αντίγραφο της από 29-5-2012 κλήσεως για συζήτηση μαζί με την υπ' αριθμ. 163/14-11-2012 πράξη προσδιορισμού (συντομοτέρας) δικασίμου το Προεδρεύοντος του Γ' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Βασιλείου Φούκα, για τη δικάσιμο της 20.2.2012, επιδόθηκε, από τους επισπεύδοντες τη συζήτηση αναιρεσίβλητους, προς τον αναιρεσείοντα, προς τον οποίο επίσης έχει επιδοθεί, από τους ίδιους επισπεύδοντες και ακριβές αντίγραφο της από 22.10.2010 αιτήσεως αναιρέσεως, μαζί με κλήση για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 9.5.2012, κατά την οποία λόγω των βουλευτικών εκλογών, ματαιώθηκε η συζήτηση και επαναπροσδιορίστηκε με την προαναφερθείσα, από 29.5.2012 κλήση. Η εν λόγω επίδοση (της αιτήσεως αναιρέσεως) προκύπτει από την υπ' αριθμ. 3797δ/9.11.2011 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Κιλκίς .... Κατά τη δικάσιμο της 20.2.2013 η υπόθεση αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, λόγω αποχής των δικηγόρων και με αίτηση του πληρεξουσίου δικηγόρου των αναιρεσιβλήτων. Νέα κλήτευση για τη μετ' αναβολή δικάσιμο δεν χρειαζόταν, αφού η εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρο 575 και 226 παρ.4 εδ.γ ΚΠολΔ), ως εκ περισσού δε έλαβε χώρα, κοινοποιηθέντος στον αναιρεσείοντα από τους επισπεύδοντες αναιρεσίβλητους πρακτικού αναβολής, όπως τούτο προκύπτει από την υπ' αριθμ. 10.046Γ/25-2-2013 εκθέσεις επιδόσεως του προαναφερθέντος δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Κιλκίς ... (Δεν είχε τηρήσει ο αναιρεσείων τη διαδικασία του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ ώστε να απαιτείται επίδοση του πρακτικού αναβολής βλ. αντίγραφο πινακίου της 20-2-2013). Ενόψει των προεκτεθέντων, αφού ο αναιρεσείων δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ' αυτό, ούτε κατέθεσε δήλωση ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1 ΚΠολΔ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση, παρά την απουσία του (άρθρ. 576 παρ.2 ΚΠολΔ).
Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 1871, 1872 και 1882 του ΑΚ προκύπτει ότι ο κληρονόμος δικαιούται με την περί κλήρου αγωγή, να απαιτήσει από εκείνον που κατακρατεί ως κληρονόμος αντικείμενα της κληρονομίας, την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος και την απόδοση της κληρονομίας ή κάποιου αντικειμένου της, ως αντικείμενα δε της κληρονομίας, των οποίων, κατά τα ανωτέρω, την απόδοση δικαιούται να απαιτήσει ο κληρονόμος με την περί κλήρου αγωγή, θεωρούνται και εκείνα επί των οποίων ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο του θανάτου του είχε την κυριότητα ή τη νομή ή και απλά την κατοχή. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 787, 980, 981, 982, 994 και 1113 ΑΚ συνάγεται, ότι ο συγκοινωνός, όπως είναι και ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος, αν κατέχει ολόκληρο το κοινό πράγμα, θεωρείται ότι κατέχει αυτό και στο όνομα των λοιπών συγκοινωνών και δεν μπορεί να αντιτάξει κατ' αυτών αποσβεστική ή κτητική παραγραφή, πριν καταστήσει σ' αυτούς γνωστό, ότι νέμεται ποσοστό μεγαλύτερο της μερίδας του ή ολόκληρο το κοινό πράγμα αποκλειστικά, στο όνομά του, ως κύριος, για δικό του λογαριασμό. Με την ανωτέρω προϋπόθεση, δύναται ο κατέχων ολόκληρο το κοινό πράγμα να αντιτάξει κατά των λοιπών συγκυρίων την κτήση με έκτακτη χρησικτησία, της οποίας αρχίζει τρέχουσα η προθεσμία από της ως άνω γνωστοποιήσεως. Τέτοια γνωστοποίηση προς τους συγκύριους μπορεί να γίνει, είτε ρητώς, είτε σιωπηρώς με πράξεις που φανερώνουν την ως άνω απόφαση του κατέχοντος το πράγμα συγκυρίου. Η περί της αντιποιήσεως της νομής γνώση των λοιπών συγκυρίων μπορεί να προέλθει, είτε από τη δήλωση του αντιποιουμένου τη νομή του κοινού, είτε από οποιονδήποτε άλλον (αντιπρόσωπό τους) και αρκεί η γνώση του συγκυρίου για την αντιποίηση του κατέχοντος το κοινό από οπουδήποτε και αν προέρχεται (ΑΠ 928/2012, ΑΠ 1171/2012). Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος αναιρέσεως για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ.ΑΠ 10/2011, ΑΠ 1020/2013, ΑΠ 1021/2013, ΑΠ 495/2013). Εξάλλου ο ίδιος λόγος αναιρέσεως είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση γιατί παραβίασε κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναιρέσεως θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 609/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι κατά παραβίαση της ουσιαστικής διατάξεως του άρθρου 1871 ΑΚ δέχθηκε την εναντίον του περί κλήρου αγωγή των αναιρεσιβλήτων "καθόσον από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, ούτε από την κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως στο πρωτόδικο δικαστήριο δεν προέκυψε ότι ο αναιρεσείων - εναγόμενος δήλωσε πότε προς τους αναιρεσίβλητους - ενάγοντες ότι κατακρατεί τα κληρονομικά τους μερίδια, ως μοναδικός κληρονόμος των γονέων τους, αντιποιούμενος, με τον τρόπο αυτό, το κληρονομικό τους δικαίωμα επ'αυτών" ότι "ο ίδιος ο μάρτυρας των αντιδίκων εξεταζόμενος πρωτοδίκως επί του θέματος αυτού, σε σχετική ερώτηση του πληρεξουσίου τους δικηγόρου, κατέθεσε ότι όταν το 1998 ετέθη θέμα ανεγέρσεως οικοδομής επί του κληρονομιαίου οικοπέδου και διανομής της, πράγμα το οποίο δεν συνέβη, αφού και νομικά δεν ήταν κάτι τέτοιο δυνατό, ο αναιρεσείων - εναγόμενος δεν συμφώνησε στην πρόταση αυτή". Ότι ενόψει τούτων "το συμπέρασμα της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι ο αναιρεσείων - εναγόμενος, κατακρατεί τα κληρονομιαία μερίδια των αναιρεσιβλήτων - εναγόντων ως μοναδικός κληρονόμος των γονέων τους Γ. και Ρ. Κ., αντιποιούμενος το κληρονομικό τους δικαίωμα, αποτελεί κακή υπαγωγή των αποδείξεων στο νομικό κανόνα του άρθρου 1871 ΑΚ και κακή του νόμου εφαρμογή". Οι αιτιάσεις όμως αυτές δεν αφορούν σε παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, που δεν πληρούσαν το πραγματικό της διατάξεως του άρθρου 1871 ΑΚ και ότι συνακόλουθα εσφαλμένα υπήχθησαν σ' αυτήν, αλλά στο ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Εφετείο δεν προέκυψαν από τις αποδείξεις. Δηλαδή οι αιτιάσεις αυτές πλήττουν την ορθότητα της εκτιμήσεως των αποδείξεων και την περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, η οποία κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της (ΑΠ 197/2013, ΑΠ 1020/2013, ΑΠ 1021/2013). Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 24/1992, ΑΠ 567/2013). Τα επιχειρήματα δηλαδή αυτά δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε να επιδέχεται αυτή, στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 92/2013, ΑΠ 483/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι περιέχει ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το ζήτημα της ασκήσεως από τον αναιρεσείοντα εναγόμενο πράξεων νομής επί των επιδίκων ακινήτων για δικό του αποκλειστικά λογαριασμό.
Ειδικότερα κατά το λόγο αυτό οι επίμαχες παραδοχές της αποφάσεως είναι οι ακόλουθες: "Το έτος 1974 η πρώτη ενάγουσα κατόπιν σύμφωνης γνώμης και του πατέρα της, που νεμόταν όσο ήταν εν ζωή όλα τα επίδικα ακίνητα, αποφάσισε να ανεγείρει οικία στο ανατολικό τμήμα του επιδίκου οικοπέδου και για το σκοπό αυτό εξέδωσε, δια του εναγομένου, αφού αυτή τότε ήταν μετανάστρια στη Γερμανία, την .../1974 οικοδομική άδεια του Γραφείου Πολεοδομίας Κιλκίς. Όταν όμως, το επόμενο έτος ήλθε στην Ελλάδα, η αδελφή του πατέρα της Ε. (Λ.), που διέμενε απέναντι από το επίδικο οικόπεδο, την πληροφόρησε ότι διεκδικεί τμήμα αυτού ως κληρονόμος της αρχικής κληρούχου. 0 ισχυρισμός του εναγόμενου ότι η παραπάνω αδελφή του πατέρα του προέβαλλε την εν λόγω διεκδίκηση υπέρ αυτού, ότι δηλαδή αντέδρασε γιατί τόσο η ίδια, όσο και τα υπόλοιπα αδέλφια του Γ. Κ. παραιτούνταν από τα κληρονομικά τους δικαιώματα προκειμένου το εν λόγω οικόπεδο να παραμείνει στον εναγόμενο και σε περίπτωση που αυτό δε γίνει σεβαστό από τις αδελφές του τελευταίου, τότε θα διεκδικήσει και εκείνη το κληρονομικό της μερίδιο, για τον οποίο (ισχυρισμό) καταθέτει και η μάρτυρας ανταποδείξεως, δεν αποδεικνύεται βάσιμος, κυρίως γιατί παραίτηση της παραπάνω από το κληρονομικό της μερίδιο αφορούσε τις σχέσεις της ίδιας με τον αδελφό της και σε κάθε περίπτωση μετά την εν λόγω παραίτηση δεν μπορούσε η παραπάνω να καθορίσει τον τρόπο διάθεσης του οικοπέδου από τον παραπάνω. Ενόψει της προαναφερθείσας αντίδρασης της αδελφής του πατέρα της, Ε., η ενάγουσα δεν ανήγειρε τελικά την οικία, για την οποία είχε εκδώσει την ως άνω άδεια και όταν πήγε ν' αναλάβει τα χρήματα, που είχε καταθέσει στην Εθνική Τράπεζα επ' ονόματι του εναγομένου για την αντιμετώπιση των πρώτων εξόδων κατασκευής της οικίας, ανερχόμενα στο ποσό των 15.000 δραχμών, διαπίστωσε ότι ο τελευταίος τα είχε ήδη αναλάβει για την αντιμετώπιση των οικονομικών του αναγκών, γεγονός που και ο ίδιος ο εναγόμενος στην ανώμοτη κατάθεση του ομολογεί". Οι παραδοχές όμως αυτές της αποφάσεως δεν περιέχουν ισχυρισμούς με αυτοτελή ύπαρξη, που να τείνουν στην κατάλυση του ασκηθέντος με την αγωγή δικαιώματος, αλλά περιέχουν πραγματικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση, στάθμιση και εκτίμηση των αποδείξεων και δεν αποτελούν, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, αιτιολογία της απόφασης, ώστε αυτή, στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Επειδή ο από το άρθρο 559 αρ.20 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο του εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα, προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναγόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (ΑΠ 495/2013, ΑΠ 567/2013, ΑΠ 609/2013). Η παραμόρφωση του εγγράφου μπορεί να γίνει θετικά, με την εσφαλμένη ανάγνωση του κειμένου του εγγράφου ή αρνητικά με την παράλειψη ανάγνωσης κρίσιμων, για το αποδεικτέο γεγονός, φράσεων αυτού, που μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα (ΑΠ 847/2013, ΑΠ 1258/2013). Για την ίδρυση του λόγου αυτού δεν αρκεί εσφαλμένη ανάγνωση του αποδεικτικού, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ εγγράφου, αλλά πρέπει επί πλέον το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (Ολ.ΑΠ 2/2008, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 1258/2013). Εξάλλου στην έννοια των κατά τη διάταξη αυτή εγγράφων περιλαμβάνονται και τα διαδικαστικά έγγραφα άλλης δίκης, είτε μεταξύ των διαδίκων, είτε συναφούς, που προσκομίζονται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 25/2011), όχι όμως και τα διαδικαστικά έγγραφα της ενεστώσας δίκης (ΑΠ 1007/2009) ή οι αποφάσεις που επικαλείται το Εφετείο προς επιστήριξη της νομικής του άποψης (ΑΠ 701/2011).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθώς και εκείνης του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο, με επιλεκτική αναφορά και κατά παραμόρφωση του περιεχομένου των προτάσεων, που ο αναιρεσείων είχε καταθέσει στο Ειρηνοδικείο του Κιλκίς, προς απόκρουση της από 4-5-1988 αγωγής, περί νομής των επιδίκων ακινήτων, που είχαν ασκήσει εναντίον του, κάποιοι από τους κληρονόμους της αρχικής κληρούχου των ακινήτων αυτών και απώτερης δικαιοπαρόχου και του ιδίου, εκ πατρός γιαγιάς του Π. Κ., κατέληξε στο συμπέρασμα, χωρίς να λάβει υπόψη και τους λοιπούς περιεχόμενους στις προτάσεις αυτές ισχυρισμούς περί παραγραφής και περί καταχρηστικής ασκήσεως του καταχθέντος στη δίκη εκείνη αγωγικού δικαιώματος, ότι οι αδελφές του δεν είχαν παραιτηθεί από την κληρονομιά του πατέρα τους Γ. Κ. και με ανεπαρκείς ως προς το ζήτημα αυτό αιτιολογίες απέρριψε τον περιεχόμενο στον τέταρτο λόγο της εφέσεως οικείο ισχυρισμό του. Ως προς τις αιτιάσεις του λόγου αυτού οι επίμαχες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι οι ακόλουθες: "To έτος 1988 ορισμένοι από τους κληρονόμους των 3 τέκνων της αρχικής κληρούχου Π. Κ. και συγκεκριμένα της Ε., της Α. και του Η. άσκησαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κιλκίς την από 4-5-1988 (αριθ. κατ. 28/1988) αγωγή, που έστρεψαν κατά του νυν εναγομένου, με την οποία, επικαλούμενοι κληρονομικά δικαιώματα των ως άνω τέκνων της αρχικής κληρούχου στην κληρονομιά της, ζητούσαν ν' αναγνωρισθούν συννομείς κατά τα ποσοστά που ανέφεραν των νυν επιδίκων ακινήτων και να υποχρεωθεί ο τελευταίος να τους τα αποδώσει κατά τα ποσοστά που τους ανήκαν. Κατά τη συζήτηση της αγωγής ο εναγόμενος με τις προτάσεις του ισχυρίσθηκε ότι τα λοιπά τέκνα της αρχικής κληρούχου, μετά το θάνατο της, παραχώρησαν το μερίδιο, που είχαν στην κληρονομιά της, στον πατέρα του Γ. που τη φρόντιζε και δεν είχε αποκατασταθεί με γεωργικό κλήρο και ότι μετά το θάνατο και αυτού υπεισήλθαν στη νομή των επιδίκων η σύζυγος και τα 4 τέκνα του, δηλαδή ο ίδιος και οι αδελφές του και περαιτέρω ισχυρίσθηκε ότι η αγωγή "... για την πληρότητα της παθητικής νομιμοποιήσεως θα έπρεπε να στραφεί η κρινόμενη αγωγή εναντίον όλων ημών και όχι μόνο εναντίον μου ...", όπως επί λέξει στην αρχή της δεύτερης σελίδας του δεύτερου φύλλου αναφέρει και στη συνέχεια προβάλλοντας ισχυρισμό περί παραγραφής και έκτακτης χρησικτησίας ανέφερε ότι "... από την επομένη του θανάτου της αρχικής κληρούχου άρχισε να τρέχει αυτή υπέρ του πατρός μου και μετά το θάνατο του υπέρ των κληρονόμων του μεταξύ των οποίων και υπέρ εμού ...", όπως επί λέξει στο τέλος της πρώτης σελίδας του τρίτου φύλλου. Δηλαδή στην εν λόγω δίκη ουδόλως ο εναγόμενος πρόβαλλε ισχυρισμό ότι οι αδελφές του, του είχαν παραχωρήσει το κληρονομικό τους μερίδιο και συνεπώς, είναι αβάσιμος ο προβαλλόμενος με τον σχετικό τέταρτο λόγο της έφεσης του ισχυρισμός του εκκαλούντος, ότι εσφαλμένα δηλαδή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αντλήθηκε επιχείρημα σε βάρος του από τον προβληθέντα στην δίκη αυτή ισχυρισμό του, το γεγονός δε ότι στη δίκη εκείνη δεν προσεπικάλεσε τις αδελφές του και ούτε οι τελευταίες παρενέβησαν δεν αποδεικνύει την επικαλούμενη παραίτηση τους από το κληρονομικό τους δικαίωμα, όπως αβάσιμα υποστηρίζει με το σχετικό τέταρτο λόγο της έφεσης του. Στη δίκη εκείνη εξετάσθηκε ως μάρτυρας ανταπόδειξης ο Σ. Κ., γιος του Η. Κ., που ήταν γιος της αρχικής κληρούχου και αδελφός του 9ου και 10ου των εναγόντων στην ως άνω αγωγή νομής, ο οποίος κατέθεσε ότι τα λοιπά τέκνα της αρχικής κληρούχου είχαν παραχωρήσει το μερίδιο τους στα επίδικα στον αδελφό τους Γ.. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 3/1989 απόφαση του Ειρηνοδικείου Κιλκίς, με την οποία έγινε δεκτή η σχετική ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, που είχε προβάλλει ο εναγόμενος και απορρίφθηκε η αγωγή. Στη συνέχεια ο τελευταίος συνέχισε να κατοικεί στο επίδικο οικόπεδο και να εισπράττει τα μισθώματα από τα ως άνω κληροτεμάχια, πλην του 1049, που όπως προαναφέρθηκε, δεν είχε στη νομή του (βλ. σχετικά την κατάθεση του μάρτυρα Ι. Α. στη δίκη ενώπιον του Ειρηνοδικείου, την κατάθεση της Κ. Κ. στην προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση και τις δηλώσεις Ε2 του εναγομένου όπου δεν δηλώνει το παραπάνω κληροτεμάχιο ως μισθωμένο, όπως κάνει με τα υπόλοιπα και ενόψει του ότι οι ενάγοντες δεν επικαλούνται κάτι αντίθετο). Το έτος 1996 κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του εναγόμενου λόγω χειρουργικής επέμβασης, στην οποία υποβλήθηκε, συναντήθηκαν στο νοσοκομείο οι αδελφές του με τη σύζυγο του και τότε για πρώτη φορά συζητήθηκε μεταξύ τους η περίπτωση να αξιοποιηθεί το επίδικο οικόπεδο δια της αναθέσεως σε εργολάβο να κατασκευάσει σε αυτό οικοδομή με το σύστημα της αντιπαροχής. Κατά τη συζήτηση αυτή υπήρξε διαφωνία ως προς τον αριθμό των διαμερισμάτων, που θα λάμβανε η οικογένεια του εναγομένου διότι η σύζυγος του ζητούσε μεγαλύτερο αριθμό από εκείνο που πρότειναν οι αδελφές του. Όταν ο εναγόμενος ανάρρωσε και πληροφορήθηκε για τη συζήτηση αυτή αντέδρασε και για πρώτη φορά μετά το θάνατο των γονέων του εκδήλωσε τη βούληση να νέμεται τα επίδικα (πλην του 1049 κληροτεμαχίου) στο εξής αποκλειστικά στο όνομα του και για δικό του λογαριασμό του, ισχυριζόμενος ότι είναι μόνο αυτός κληρονόμος των γονέων του και συνέχισε να κατέχει τα ακίνητα και κατά τα ποσοστά των συγκληρονόμων αδελφών του, μέχρι την άσκηση της αγωγής, αντιποιούμενος το κληρονομικό τους δικαίωμα επί των κληρονομιαίων ακινήτων (πλην του 1049 που δεν ήταν κληρονομιαίο). Έκτοτε δε διέκοψε τις σχέσεις του με τις αδελφές του, οι οποίες επέμειναν να διεκδικούν το μερίδιο τους στην κληρονομιά του πατέρα και της μητέρας τους, που αποβίωσαν χωρίς διαθήκη και κληρονομήθηκαν κατά την εξ αδιαθέτου διαδοχή, ο πρώτος από τη σύζυγο και τα 4 τέκνα του κατά ποσοστό 4/16 από τη σύζυγο και από 3/16 από καθένα των τέκνων του και η τελευταία κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου από καθένα από τα 4 τέκνα της. Ακολούθως το έτος 1999 οι τρεις αδελφές αποδέχθηκαν την κληρονομιά των γονέων τους και του πατέρα τους για λογαριασμό της μητέρας τους με την .../1999 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Θεσ/νίκης Χαρίλαου Σουμελίδη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κιλκίς (τ. 791 α.α. 54), ενώ ο εναγόμενος από το 1996 έχει απαγορεύσει σε αυτές οποιαδήποτε ενέργεια στα επίδικα, ακόμη και να τον επισκέπτονται στην οικία, που κατοικεί και κείται στο επίδικο οικόπεδο. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο ισχυρισμός του εναγομένου περί παραχωρήσεως στον ίδιο της νομής των επιδίκων από τον πατέρα του Γ. το έτος 1970, δεν αποδείχθηκε βάσιμος, αφού, πέραν των όσων προαναφέρθηκαν, αν ήταν αληθής ο εν λόγω ισχυρισμός του, θα αντιδρούσε στην έκδοση οικοδομικής άδειας από την πρώτη ενάγουσα το έτος 1974, που αφορούσε την εκ μέρους της ανέγερση οικίας σε τμήμα του επιδίκου οικοπέδου, αντίδραση που δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα. Ούτε εξάλλου αποδείχθηκε ο έτερος ισχυρισμός του περί παραχωρήσεως από τις αδελφές του κληρονομικού τους δικαιώματος στα επίδικα μετά το θάνατο των γονέων τους, καθόσον στη προαναφερθείσα κατά το 1988 δίκη ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κιλκίς δεν επικαλέσθηκε το γεγονός αυτό προς αντίκρουση της ως άνω αγωγής, όπως θα έπραττε αν ήταν αληθής ο ισχυρισμός αυτός, αλλά αντίθετα ισχυρίσθηκε ότι τα επίδικα περιήλθαν στον ίδιο και στις αδελφές του ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους του πατέρα τους, όπως με λεπτομέρεια παραπάνω εκτέθηκε, ούτε γνωστοποίησε στις αδελφές του τη βούληση του να νέμεται τα ανωτέρω από τα επίδικα αποκλειστικά για λογαριασμό του μετά το θάνατο του πατέρα του και στη συνέχεια της μητέρας του, αλλά το πρώτον, όπως προαναφέρθηκε, μόλις το 1996 γνωστοποίησε την εν λόγω βούληση του. Η κρίση αυτή στηρίζεται στην κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ρητά κατέθεσε ότι δεν υπήρξε παραχώρηση στον εναγόμενο του δικαιώματος νομής στα επίδικα ούτε από τον πατέρα του (εναγομένου), ούτε από τις αδελφές του, ούτε γνωστοποίηση σχετικής βούλησης του προς αυτές πριν το 1996, η παραπάνω δε κατάθεση του μάρτυρα για το ότι δεν υπήρξε παραχώρηση της νομής των ακινήτων από τον πατέρα στον εναγόμενο ενισχύεται και από την κατάθεση της μάρτυρος ανταπόδειξης, η οποία ρητά κατέθεσε ότι ούτε ο πατέρας, ούτε η μητέρα είχαν εκφράσει τη βούληση τους σχετικά με την κληρονομιαία περιουσία. Η αντίθετη κατά τα λοιπά κατάθεση της παραπάνω μάρτυρος ανταπόδειξης ότι οι αδελφές του εναγόμενου δήλωσαν ότι "ούτε τους γέρους θέλουν ούτε την περιουσία" δεν κρίνεται πειστική, καθόσον αόριστα αυτή καταθέτει για το γεγονός αυτό, αναφέροντας ότι "τις άκουσε" να λένε τα παραπάνω χωρίς να προσδιορίζει το πότε έγινε αυτό, ενώ κατέθεσε ότι δεν γνωρίζει για σχετική συμφωνία μεταξύ των αδελφών για παράδοση των μεριδίων στον εναγόμενο, η δε συχνή αναφορά στην κατάθεση της ότι ο εναγόμενος παρέμεινε στο Κιλκίς για να φροντίζει τους γονείς του αφορά την πραγματική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί και ακόμα και αν αυτό έγινε κατά προτροπή των αδελφών του, όπως ισχυρίζεται ο εναγόμενος και καταθέτει η παραπάνω μάρτυρας, δεν αποδεικνύει και την παραίτηση των αδελφών του από την κληρονομιαία περιουσία των γονέων τους. Ούτε εξάλλου και η κατάθεση της συζύγου του εναγόμενου στην προαναφερθείσα ένορκη βεβαίωση, οδηγεί σε διαφορετική από τα παραπάνω κρίση, καθόσον τα όσα περί παραίτησης των αδελφών συγκληρονόμων του εναγομένου συζύγου της καταθέτει δεν ενισχύονται από άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλά αντίθετα αυτή, παρότι καταθέτει ότι από το έτος 1970 ο εναγόμενος νέμεται και κατέχει τα πιο πάνω κληρονομιαία ακίνητα επιμελώς αποφεύγει να αναφερθεί στο γεγονός της έκδοσης της οικοδομικής άδειας το έτος 1974 από την πρώτη ενάγουσα".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ότι οι αδελφές του αναιρεσείοντος και συγκληρονόμοι μαζί με αυτόν στην κληρονομιά του πατέρα τους Γ. Κ., δεν είχαν παραιτηθεί από την κληρονομιά αυτή και στη συνέχεια απέρριψε τους αφορώντες στο ζήτημα αυτό οικείους λόγους της εφέσεως (2ο, 3ο και 4ο ) επικυρώνοντας και κατά τούτο την εκκαλουμένη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως ως προς το κεφάλαιο αυτό. Ο λόγος αυτός ως αιτίαση από τη διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος, γιατί πλήττει την κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως για εκτιμητικό και όχι για διαγνωστικό σφάλμα και συγκεκριμένα για εσφαλμένη εκτίμηση του εν λόγω εγγράφου (προτάσεις επί άλλης ως προς τα ίδια ακίνητα δίκης), το οποίο το Εφετείο ορθά και στο σύνολό του ανέγνωσε, αφού πέραν των επικαλουμένων ισχυρισμών από τους οποίους συνήγαγε το πόρισμα ότι δεν υπήρξε παραίτηση από κληρονομικό δικαίωμα των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων και της αδελφής τους και δικαιοπαρόχου των λοιπών αναιρεσιβλήτων Π., αναφέρεται και στους λοιπούς ισχυρισμούς των εν λόγω προτάσεων (χρησικτησία, παραγραφή, κατάχρηση). Η εκτίμηση όμως αυτή πλήτει την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου ως προς το περιεχόμενο αποδεικτικού μέσου και συνακόλουθα την περί των πραγμάτων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Προσέτι ο λόγος αυτός, κατά την ερευνώμενη αιτίαση του, είναι απαράδεκτος και γιατί, όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, το πληττόμενο έγγραφο δεν ήταν το μοναδικό ή το κύριο αποδεικτικό στοιχείο, στο οποίο το δικαστήριο στηρίχθηκε για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος για την απόρριψη του επίμαχου ισχυρισμού, αλλά το συνεκτίμησε με άλλα ισοδύναμα αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες αποδείξεως, ανταποδείξεως, ένορκη βεβαίωση συζητήσεις περί ανοικοδομίσεως στο επίδικο από την Π. Κ.). Περαιτέρω ο ίδιος λόγος αναιρέσεως ως αιτίαση από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι επίσης απορριπτέος, αφού η προσβαλλομένη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου τη διάταξη του άρθρου 107 ΑΚ, καθόσον δεν στερείται νομίμου βάσεως, αφού όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενό της διέλαβε σ'αυτήν πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς το ζήτημα της ιδιότητας των εναγόντων αναιρεσιβλήτων ως κληρονόμων του Γ. Κ. και μη παραιτήσεως τους από την κληρονομιά αυτή και της απορρίψεως του οικείου αρνητικού ισχυρισμού του αναιρεσείοντος - εναγομένου. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ'ουσίαν την υπόθεση, η κατά τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ παραβίαση, κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση (ΑΠ 1020/2013, ΑΠ 1258/2013, ΑΠ 1259/2013). Περαιτέρω κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικής και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της ασκήσεώς του ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (Ολ.ΑΠ 5/2011 ΑΠ 1126/2013). Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά δικαιούχου, σε συνάρτηση με εκείνη του υποχρέου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υποχρέου και η υπ'αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιτπώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, δεν συγχωρείται να γίνει, προς απόκρουση του δικαιώματος, επίκληση πράξεων άσχετων με τη συμπεριφορά αυτή. Για την εφαρμογή της διατάξεως δεν αρκεί μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει δικαίωμα κατ' αυτού η ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί, ούτε κατ' ανάγκην από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο αλλά απαιτείται κατά περίπτωση, συνδυασμός των ανωτέρω (Ολ.ΑΠ 5/2011, ΑΠ 191/2013, ΑΠ 1127/2013). Σε κάθε περίπτωση τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου αν συνιστούν ή όχι κατάχρηση δικαιώματος με την προαναφερθείσα έννοια (ΑΠ 1126/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της ευθείας παραβιάσεως της παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, καθόσον αυτή δεν εφαρμόσθηκε, ενώ υπό τα γενόμενα δεκτά, ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ), προκύπτει ότι σε σχέση με την ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως του ενδίκου δικαιώματος των αναιρεσιβλήτων, που ο αναιρεσείων είχε υποβάλει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επανέφερε στο δευτεροβάθμιο με τον έκτο λόγο της εφέσεώς του, έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: "Τέλος και σχετικά με την προβληθείσα εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση του εκκαλούντος-εναγόμενου, με την οποία ειδικότερα ισχυριζόταν ότι από το έτος 1970 και μέχρι την άσκηση της αγωγής εναντίον του κατέχει αποκλειστικά για τον εαυτό του τα ακίνητα, ότι αρχικά από το έτος 1970 και μέχρι το έτος 1980 προέβη αποκλειστικά με δικές του δαπάνες σε γενική ανακατασκευή της παλαιάς οικίας (δάπεδα, επιχρίσματα, κουφώματα σκεπή κλπ.), ανέγερση κουζίνας, λουτροκαμπινέ και ισογείου εργαστηρίου για την εγκατάσταση της βιοτεχνίας του, περίφραξη και φύτευση διάφορων οπωροφόρων δένδρων και αμπέλου, υπό τα όμματα και με τη συναίνεση των αδελφών του, οι οποίες ουδέποτε κατά το χρονικό διάστημα από τον κατά το έτος 1976 θάνατο του πατέρα τους και από τον κατά το έτος 1988 επισυμβάντα θάνατο της μητέρας τους και μέχρι το έτος 2002 προέβαλλαν οποιαδήποτε αξίωση για τα κληρονομιαία ακίνητα, ότι έτσι εύλογα του δημιουργήθηκε πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσουν το δικαίωμα τους και ότι η ανατροπή της διαμορφωθείσας κατάστασης θα επιφέρει αφόρητες συνέπειες για τον ίδιο, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι η εν λόγω ένσταση καταχρηστικής άσκησης της περί κλήρου αγωγής είναι αβάσιμη κατ' ουσία. Τούτο δε διότι ο εναγόμενος προέβη στην ανακατασκευή της παλαιάς οικίας και στην ανέγερση των προαναφερθέντων βοηθητικών χώρων (κουζίνας, λουτροκαμπινέ) καθώς και στην κατασκευή του εργαστηρίου, για την εξυπηρέτηση των στεγαστικών αναγκών του ίδιου και της οικογενείας του, καθώς και για την εγκατάσταση της βιοτεχνίας που διατηρούσε, ενώ οι δαπάνες αυτών μπορούν να αναζητηθούν από τους ενάγοντες υπό τις νόμιμες προϋποθέσεις. Η διαμονή δε των συγκληρονόμων-αδελφών στην οικία του εναγόμενου κατά τις επισκέψεις τους στο Κιλκίς, μέχρι το έτος 1996, που κατά τα προεκτεθέντα διερράγησαν οι σχέσεις τους, δεν δημιούργησε ο' αυτόν την πεποίθηση ότι αυτές δεν θα ασκήσουν το κληρονομικό τους δικαίωμα, δεδομένου μάλιστα ότι δεν αποδείχθηκε, κατά τα προδιαληφθέντα ότι ο πατέρας, πριν το θάνατο του, παραχώρησε άτυπα στον εναγόμενο τα επίδικα ακίνητα. Και ναι μεν οι συγκληρονόμοι αδελφές του εναγομένου καθυστέρησαν να ασκήσουν την ένδικη εναντίον του αγωγή, όμως μόνη η εν λόγω αδράνεια τους δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος τους, καθόσον η καθυστέρηση αυτή οφείλεται στην ανοχή της εκμετάλλευσης εκ μέρους του εναγόμενου καθ' ολοκληρία των κληρονομιαίων ακινήτων λόγω της συγγενικής τους σχέσης ως αδελφών, της δύσκολης οικονομικής κατάστασης του εναγόμενου και του γεγονότος ότι φρόντισε τους γονείς τους όταν ασθένησαν, ενώ επίσης, όταν ο εναγόμενος εκδήλωσε για πρώτη φορά το έτος 1996 την πρόθεση του να κατέχει τα επίδικα ακίνητα (πλην του 1049) ως αποκλειστικός νομέας, οι συγκληρονόμοι αδελφές του αντέδρασαν και προέβησαν στην αποδοχή της κληρονομιάς το έτος 1999 και ακολούθως το έτος 2006 άσκησαν την εναντίον του αγωγή".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την παραπάνω ένσταση και τον οικείο λόγο εφέσεως, επικυρώνοντας κατά το κεφάλαιο της αυτό την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε την προδιαληφθείσα ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ ενόψει του ότι υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά από αυτή και υπήχθησαν στην παραπάνω διάταξη, όπως η έννοια αυτής αναλύθηκε στη νομική σκέψη, και του συμπεράσματος του δικανικού της συλλογισμού. Ειδικότερα τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά δεν συνιστούν κατάχρηση, καθόσον δεν προέκυψε συμπεριφορά των δικαιούχων - αναιρεσιβλήτων που να δημιουργεί στον υπόχρεο - αναιρεσείοντα την πεποίθηση ότι οι συγκληρονόμοι αδελφές τους δεν θα ασκήσουν το κληρονομικό τους δικαίωμα και ότι αντίθετη πεποίθησή του δεν δικαιολογείται από το ότι όταν αυτές μετέβαιναν στο Κιλκίς διέμεναν στην κληρονομιαία οικία, που ο αναιρεσείων είχε ανακατασκευάσει για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών του ιδίου και της οικογενείας του και την εγκατάσταση της βιοτεχνίας του, χωρίς να διαμαρτυρηθούν για τις ανακατασκευές, αφού δεν υπήρχε ζήτημα αμφισβητήσεως των δικαιωμάτων τους, ενώ μόνη η επιδειχθείσα αδράνεια ως προς την άσκηση της ένδικης αγωγής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του ενδίκου δικαιώματός τους. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσίβλητων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ) και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22-12-2010 αίτηση του Π. Κ. του Γ., για αναίρεση της υπ' αριθμό 1408/2010 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιουνίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Ιουλίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ