Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Πλαστογραφία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση.
Περίληψη:
Δύο αναιρέσεις α΄) Αιτιολογημένη απόρριψη αιτήματος αναβολής και της εφέσεως ως ανυποστήρικτης. Απόρριψη μοναδικού λόγου αναιρέσεως για ανεπαρκή αιτιολογία. β΄) 1) Δεκτός λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας, γιατί δεν έπαυσε οριστικά η δίωξη λόγω παραγραφής για πλημμεληματική πλαστογραφία με χρήση του πλαστού, κατ’ εξακολούθηση, 2) Δεκτοί λόγοι του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, για απόλυτη ακυρότητα λόγω ανα-γνώσεως ξενόγλωσσων εγγράφων χωρίς μετάφραση
Αριθμός 2367/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z΄ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Φεβρουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καίσαρη, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Χορό και 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Κουδρόγλου, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 499/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 26 Μαΐου 2006 και από 8 Ιουνίου 2006 αιτήσεις αναιρέσεως, ως και στα από 29 Ιανουαρίου 2007 δυο δικόγραφα προσθέτων λόγων του δευτέρου κατηγορουμένου οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1196/2006.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε α) να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης ως προς τον Χ1 και β) να γίνει εν μέρει δεκτή η αίτηση ως προς τον Χ2 και να γίνουν δεκτοί οι πρόσθετοι λόγοι αυτοί.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου δυο αιτήσεις αναιρέσεως, ήτοι α) η πρώτη με χρονολογία 26 Μαΐου 2006 του κατηγορουμένου Χ1 και β) η δεύτερη με χρονολογία 8 Ιουνίου 2006, όπως η αίτηση αυτή διαμορφώθηκε με τα από 29 Ιανουαρίου 2007 δύο δικόγραφα πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, του κατηγορουμένου Χ2, οι οποίες (αιτήσεις) στρέφονται κατά της αυτής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης με αριθμό 499/2006, πρέπει δε να συνεκδικασθούν ως συναφείς.
Α) Ως προς τον πρώτο αναιρεσείοντα Χ1:
Κατά το άρθρο 501 παρ. 1 ΚΠΟινΔ "αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του, αν συντρέχει η περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 340, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη....Η διάταξη του άρθρου 349 για αναβολή της συζήτησης εφαρμόζεται και υπέρ του εκκαλούντος που δεν μπόρεσε να εμφανισθεί για λόγους ανώτερης βίας κ.λ.π.". Η απόφαση που απορρίπτει την έφεση μπορεί να προσβληθεί μόνο με αναίρεση, με την οποία συμπροσβάλλεται και η προπαρασκευαστική απόφαση, η οποία απέρριψε το αίτημα αναβολής. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δεν αφορά μόνο την κύρια απόφαση, αλλά και την παρεμπίπτουσα απόφαση, με την οποία το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αναβολής της δίκης, η έλλειψη της οποίας (αιτιολογίας) ιδρύει λόγον αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠοινΔ. Συνίσταται δε η κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της παρεμπίπτουσας αυτής αποφάσεως στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν, καθώς και των συλλογισμών, με τους οποίους κατέληξε το Δικαστήριο στην απορριπτική του αιτήματος κρίση του.
Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 499/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η έφεση του πιο πάνω αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά της υπ' αριθ. 455/2003 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία αυτός καταδικάσθηκε για κακουργηματική απάτη, κατ' εξακολούθηση σε ποινή καθείρξεως επτά ετών, μετά την απόρριψη του αιτήματός του για αναβολή της δίκης λόγω ανυπερβλήτων αιτίων εμφανίσεώς του στο ακροατήριο του Δικαστηρίου (ενώ αναφορικά με την πλημμεληματική πράξη της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, για την οποία, επίσης, καταδικάσθηκε πρωτοδίκως ο αναιρεσείων, το Πενταμελές Εφετείο έπαυσε υφ' όρον των κατ' αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξη, κατ' εφαρμογή του άρθρου 31 παρ. 1 του ν. 3346/2005). Από την προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφαση και τα πρακτικά της, αποδεικνύεται ότι κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο δεν εμφανίσθηκε ο πιο πάνω εκκαλών - κατηγορούμενος (ήδη αναιρεσείων), αλλ' αντ' αυτού εμφανίσθηκε, ως άγγελος, η αδελφή του ....., η οποία ανήγγειλε ότι ο κατηγορούμενος αδυνατεί λόγω ασθενείας του να εμφανισθεί στο ακροατήριο και ζήτησε την αναβολή της δίκης. Προς απόδειξη δε του εν λόγω ισχυρισμού του προσκόμισε αυτή στο Δικαστήριο την από 11.4.2006 ιατρική βεβαίωση της ...., Επιμελήτριας της Β΄ Νευρολογικής κλινικής του ΓΕΝΙΚΟΥ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ ΡΟΔΟΥ, που αναγνώσθηκε, και η ίδια εξετάσθηκε ως μάρτυρα και κατέθεσε τα εξής: "Ο αδελφός μου Χ1 είναι οδηγός τουριστικού λεωφορείου. Χθες τον περιμέναμε μαζί με την μητέρα μου να επιστρέψει από τη Ρόδο όπου βρισκόταν. Μας ειδοποίησε ότι είχε ένα τροχαίο ατύχημα και νοσηλεύεται γιατί ζαλίζεται και κάνει εμετό. Με FAX μας έστειλαν από το νοσοκομείο την ιατρική βεβαίωση". Το Δικαστήριο, ακολούθως, απέρριψε το αίτημα της αναβολής ως ουσιαστικά αβάσιμο και την έφεση ως ανυποστήρικτη με την εξής αιτιολογία, αναφορικά με την παρεμπίπτουσα απόφαση: "Στην προκειμένη περίπτωση από την κατάθεση της μάρτυρος που εξετάσθηκε στο ακροατήριο, αδελφής του πρώτου κατηγορουμένου, και την από 11-4-2005 ιατρική βεβαίωση του Γενικού Νοσοκομείου Ρόδου, δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος αυτός αντιμετώπιζε κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας, το οποίο να το εμπόδισε να εμφανιστεί στο Δικαστήριο αυτό προς υποστήριξη της εφέσεώς του. άλλωστε και η ως άνω ιατρική βεβαίωση δεν πιστοποιεί κάτι τέτοιο, αλλά κυρίως επαναλαμβάνει τις αιτιάσεις του κατηγορουμένου, προκειμένου αυτός να πετύχει την αναβολή της υποθέσεώς του. μάλιστα, ενώ η μάρτυς-αδελφή του κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα και τραυματίστηκε, αυτό δεν επιβεβαιώθηκε από κανένα πειστικό στοιχείο ( π.χ. βεβαίωση Τροχαίας κ.λ.π.) και ως εκ τούτου ενισχύεται η ανωτέρω κρίση περί της ουσιαστικής αβασιμότητας του αιτήματος του 1ου κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης. Κατ' ακολουθίαν αυτών, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα του κατηγορουμένου". Η παρεμπίπτουσα αυτή απόφαση έχει την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια και πληρότητα, αλλά και χωρίς αντιφάσεις, οι λόγοι για τους οποίους το Δικαστήριο οδηγήηκε στην απορριπτική του παραπάνω αιτήματος του κατηγορούμενου (ως αβασίμου) κρίση του. Επομένως, τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με το μοναδικό, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. δ΄ του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Ύστερα από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων Χ1 στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). Β) Ως προς τον δεύτερο αναιρεσείοντα Χ2:
Κατά το άρθρο 111 παρ. 1 και 3 ου Π.Κ., το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, τα δε πλημμελήματα παραγράφονται μετά πέντε έτη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 113 παρ. 2 και 3 εδ. α΄ του ίδιου Κώδικα, η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως περισσότερο από πέντε χρόνια για τα κακουργήματα, τρία χρόνια για τα πλημμελήματα και ένα χρόνο για τα πταίσματα. Περαιτέρω, ως κύρια διαδικασία, και για την εφαρμογή του άρθρου 113 παρ. 2 του Π.Κ., νοείται εκείνη που αρχίζει από την επίδοση στον κατηγορούμενου του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσεως για την εκδίκαση της υποθέσεως στο ακροατήριο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 320 επ. του ΚΠοινΔ, διότι έκτοτε η κατηγορία καθίσταται εκκρεμής στο Δικαστήριο. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις αυτές και τη διάταξη του άρθρου 370 εδ. β΄ ΚΠοινΔ σε περίπτωση που έχει παραγραφεί το αξιόποινο της πράξεως, το Δικαστήριο παύει οριστικώς την ποινική δίωξη. Σε αντίθετη περίπτωση, διαπράττει υπέρβαση εξουσίας, που ελέγχεται αναιρετικά (άρθρο 510 παρ. 1 στοι. Η΄ ΚΠοινΔ). Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για τον αναιρετικό έλεγχο, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την προσβαλλόμενη 499/2006 απόφαση, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, πλην άλλων, έπαυσε εφ' όρο, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 31 παρ. 1 του Ν. 3346/2005, την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του αναιρεσείοντος Χ2 για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, ήτοι για πλημμέλημα (άρθρο 216 παρ. 1 ΠΚ), που φέρεται ότι τελέσθηκε στη Θεσσαλονίκη κατά το χρονικό διάστημα από αρχές Νοεμβρίου του έτόυς 1997 μέχρι 20/23 Μαρτίου του έτους 1998. Το αξιόποινο, όμως, της πράξεως αυτής είχε εξαλειφθεί με την παραγραφή, λόγω παρελεύσεως χρονικού διαστήματος μείζονος της οκταετίας από το χρόνο τελέσεώς της μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης πιο πάνω αποφάσεως (12 Απριλίου 2006). Επομένως το Δικαστήριο της ουσίας, εφόσον με την προσβαλλόμενη απόφασή του δεν έπαυσε οριστικά την κατά του άνω αναιρεσείοντος ασκηθείσα ποινική δίωξη για την πιο πάνω πράξη, υπερέβη την εξουσία του κατά το βάσιμο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η΄ του ΚΠοινΔ, κατ' εκτίμηση, έκτο λόγο του κύριου δικογράφου, της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως. Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί κατά το μέρος αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οιστικά η ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος Χ2, για την πιο πάνω πλημμεληματική πράξη λόγω παραγραφής.
Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333, παρ. 2, 358, 364 παρ. 1 και 369 του ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 εδ. δ΄ του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη από το Δικαστήριο της ουσίας υπόψη, προς σχηματισμό της κρίσεώς του για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, εγγράφων, που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, γιατί έτσι αποστερείται ο κατηγορούμενος του από το πιο πάνω άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα απορρέοντος δικαιώματός του να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, που είναι σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Εξάλλου, ναι μεν δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται στα πρακτικά του Δικαστηρίου το περιεχόμενο των εγγράφων, που έχουν αναγνωσθεί, πλην όμως είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ' αυτά τα στοιχεία από τα οποία προσδιορίζονται τα έγγραφα, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία για την ταυτότητα των εγγράφων, που αναγνώσθηκαν και λήφθηκαν υπόψη, και να προκύπτει σε ποια έγγραφα στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου, γιατί διαφορετικά παραβιάζονται οι πιο πάνω διατάξεις, που επιβάλλουν την ανάγνωση στο ακροατήριο των εγγράφων, τα οποία έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου. Περίπτωση, τέλος, μη αναγνώσεως εγγράφου που δημιουργεί την πιο πάνω ακυρότητα υπάρχει και όταν το περιεχόμενο των εγγράφων που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο ήταν συνταγμένο σε ξένη γλώσσα και δεν βεβαιώνεται στην κατά τη δίκη αυτή εκδοθείσα απόφαση, ότι ο κατηγορούμενος, ή ο εκπροσωπών αυτόν συνήγορός του, μπορούσε να αντιληφθεί την έννοια των αναγραφομένων σ' αυτά. Στην προκείμενη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 499/2006 απόφασή του κήρυξε τον κατηγορούμενο, και τώρα αναιρεσείοντα, Χ2, ένοχο της αξιόποινης πράξεως της κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση και τον καταδίκασε σε ποινή καθείρξεως πέντε (5) ετών. Το πιο πάνω Δικαστήριο της ουσίας για να καταλήξει στην προμνημονευθείσα περί ενοχής του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κρίση του, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, έλαβεν υπόψη του αμέσως και κυρίως, και όχι ιστορικώς, και συνεκτίμησε, εκτός από τα άλλα αποδεικτικά μέσα, και "τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν". Μεταξύ αυτών ήταν, όπως συνάγεται από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως και τα πιο κάτω έγγραφα, που είχαν συνταχθεί στην Αγγλική γλώσσα, ήτοι: α) δυο φωτοτυπίες εγγράφων της THE BANK OF NEW YORK, β) φωτοτυπία σελίδας υπ' αριθμ. ......, που ελήφθη από την Τράπεζα Πειραιώς την 27-11-97, γ) έγγραφο FREE FORMAT .../.... και δ) εννέα έγγραφα της CITI BANK. Σε σχέση, όμως με τα ανωτέρω συνταγμένα σε ξένη γλώσσα έγγραφα, δεν βεβαιώνεται ότι ο κατηγορούμενος ή οι συνήγοροί του ήταν σε θέση να κατανοήσουν το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών. Έτσι, δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα, γιατί ο εν λόγω αναιρεσείων κατηγορούμενος στερήθηκε του δικαιώματος να προβεί ο ίδιος, ή οι συνήγοροί του, σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικές με όσα αναγράφονται στα παραπάνω έγγραφα. Επομένως, πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 171 παρ. 1 εδ. δ΄ και 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ του ΚΠοινΔ, να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι οι σχετικοί με αριθ. 1 λόγοι αναιρέσεως των δυο δικογράφων των προσθέτων λόγων, ενώ παρέλκει μετά ταύτα η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως, να αναιρεθεί εκ τούτου η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ2 και αναφορικά με την κακουργηματική πράξη της απάτης κατ' εξακολούθηση και στη συνέχεια να παραπεμφθεί η υπόθεση, ως προς την εν λόγω αξιόποινη πράξη, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 26 Μαΐου 2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθ. 499/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον πιο πάνω αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
ΑΝΑΙΡΕΙ την πιο πάνω υπ' αριθ. 499/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης ως προς τον αναιρεσείοντα Χ2. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, ως προς την αναφερόμενη στην εν λόγω απόφαση κακουργηματική πράξη της απάτης κατ' εξακολούθηση, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Και ΠΑΥΕΙ οριστικά την ποινική δίωξη, που ασκήθηκε κατά του αναιρεσείοντος Χ2, για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, που φέρεται ότι τελέσθηκε στη Θεσσαλονίκη κατά το χρονικό διάστημα από αρχές Νοεμβρίου 1997 μέχρι 20/23 Μαρτίου 1998, όπως η πράξη αυτή περιγράφεται στην αναιρούμενη πιο πάνω απόφαση.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Οκτωβρίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 24 Δεκεμβρίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ