Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία, Υπεξαίρεση, Εξακολουθούν έγκλημα.
Περίληψη:
Απόρριψη εφέσεως κατηγορουμένης κατά παραπεμπτικού βουλεύματος για πλαστογραφία (νόθευση επιταγών) με χρήση, κατ' εξακολούθηση, με σκοπό πορισμού περιουσιακού οφέλους δια βλάβης τρίτων, με την επιβαρυντική περίσταση της τέλεσης κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 €, και για υπεξαίρεση κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που ήταν εμπιστευμένο στην κατηγορουμένη λόγω της ιδιότητας της ως εντολοδόχου (ασφαλιστικής πράκτορος). Στοιχεία εγκλημάτων. Απόρριψη λόγου αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης. Ορθή και αιτιολογημένη η κρίση για τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων. Επιτρεπτή η αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, καθώς και η αλληλοσυμπλήρωση διατακτικού και σκεπτικού. Απαράδεκτη η αιτίαση για εσφαλμένη εκτίμηση αποδεικτικών μέσων, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου της ουσίας.
Αριθμός 1711/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, σύμφωνα με τη με αριθμό 101/21.7.2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια και Ιωάννη Γιαννακόπουλο (που ορίσθηκε με τη με αριθμό 104/21.7.2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Παγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του με αριθμό 561/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Απριλίου 2010 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 526/2010. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 236/22.6.2010 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγοντας, κατ' άρθ. 485 παρ. 1 ΚΠΔ, την από 16-4-2010 αίτηση αναίρεσης της κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., κατά του υπ'αρ. 561/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών εκθέτουμε τ' ακόλουθα :Ι. Με το προσβαλλόμενο βούλευμα έγινε τυπικά δεκτή, αλλά απερρίφθη κατ' ουσία η υπ' αριθμ. 575/2009 έφεση της τώρα αναιρεσείουσας κατά του υπ'αρ. 2909/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, με το οποίο παραπέμφθηκε αυτή στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις: α] της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, επί σκοπώ πορισμού περιουσιακού οφέλους δια βλάβης τρίτου, τελεσθείσα από δράστη που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία το επιδιωχθέν συνολικό όφελος και η προκληθείσα συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15000 ευρώ και β] της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που ήταν εμπιστευμένο στο δράστη λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου [ άρθρ. 1,13 περ γ' και στ',14 ,26 παρ 1α 27 παρ 1 98 216 παρ 1 και 3 εδ β-α, 375παρ 2α-1 παρ.1α-περ β' του ΠΚ ( όπως το άρθρο 216 παρ 3 τροπ. με άρθρ 14 εδ α' και β του νόμου 2721/1999 και το άρθρ 375 παρ 2 ΠΚ με το άρθρ 1 παρ 9 Ν 2408/1996 και συμπλ με άρθρ 14 παρ3 β του Ν 2721/1999 ) ]. Κατά του εφετειακού αυτού Βουλεύματος στρέφεται τώρα η κατηγορούμενη με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης η οποία ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα στις 8-4-2010 η δε αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε στις 14-4-2010 ήτοι εμπροθέσμως (άρθρο 473§1 Κ.Π.Δ). Η εν λόγω αναίρεση ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Χαρίτο, συντάχθηκε δε γι' αυτήν η με αριθ. ... έκθεση στην οποίαν διατυπώνονται οι λόγοι άσκησής της και ειδικότερα: α) η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας β) εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Εξάλλου το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει αυτή για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρων η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθούν περαιτέρω οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. 'Ελλειψη της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1δ του Κ.Π.Δ. (μετά την εκ νέου αρίθμηση με το άρθρο 42 του Ν. 3160/2003) υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και στα οποία το Συμβούλιο στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των εγκλημάτων για τα οποία διώχθηκε και παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις στις οποίες θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το Δικαστικό Συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά, τα οποία έγιναν δεκτά, προκύπτουν σοβαρές (αποχρώσες) ενδείξεις, (ήτοι ενδείξεις δυνάμενες να στηρίξουν δημοσία επ' ακροατηρίω κατηγορία), δια την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Δια την κατά τα ως άνω πληρότητα της αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος: α) Αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατ 'είδος τα αποδεικτικά μέσα τα οποία ελήφθησαν υπόψη από το Δικαστικό Συμβούλιο προκειμένου να καταλήξει στην παραπεμπτική κρίση του, χωρίς να απαιτείται ειδική αναφορά εκάστου αποδεικτικού μέσου και τί προκύπτει εξ αυτού (ΑΠ 201/2002 Ποιν.Χρ. ΝΒ 902, 2269/2002 Ποιν.Χρ. ΝΓ 803). Περαιτέρω δεν απαιτείται ειδική αξιολόγηση εκάστου αποδεικτικού μέσου ή αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και στοιχείων μεταξύ τους και εν τέλει προσδιορισμός του ποίο εξ αυτών βάρυνε περισσότερο στην παραπεμπτική κρίση (1640/2000 Ποιν.Χρ. ΝΑ 802, 1/2002 Ποιν.Χρ. ΝΒ 813). Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, για το σχηματισμό της παραπεμπτικής του κρίσεως όλα ανεξαιρέτως τα κατ' άρθρο 178 του Κ.Π.Δ. αποδεικτικά μέσα και στοιχεία και όχι μόνον κάποια από αυτά ( ΑΠ 1050/2001 Ποιν.Χρ. ΝΒ 351, 108/2000 Ποιν.Χρ. Ν. 313, 1588/2002 Ποιν.Χρ. ΝΓ 91, 2338/2002 Ποιν.Χρ. ΝΓ 821 ). β) Είναι επιτρεπτή η εξ ολοκλήρου αναφορά του Συμβουλίου Εφετών στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, και δι' αυτής στην πρόταση του Εισαγγελέα Πλημ/κών, η οποία έχει ενσωματωθεί στο πρωτόδικο βούλευμα. Αρκεί να εκτίθενται στην τελευταία με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα στα οποία θεμελιώνονται και οι σκέψεις στις οποίες στηρίζεται η παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσονται οι κρίσεις των Συμβουλίων (ΑΠ 107/1998 Ποιν. Χρ. ΜΗ 757, 348/1994 Ποιν. Χρ. ΜΖ 33, 222/1996, Ποιν. Χρ. ΜΣΤ 1624, 911/1995 Ποιν. Χρ. ΜΕ 1440, 1568/1994 Ποιν.Χρ. ΜΔ 1357 Contra ΑΠ 711/2000 Ποιν. Χρ. ΝΑ 54). Εξ άλλου όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. Β' Κ.Π.Δ., η οποία προβλέπει τον σε αυτή λόγο αναιρέσεως, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά ενώ περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συντρέχει όχι μόνον όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, επειδή στο πόρισμα του βουλεύματος, το οποίο περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (ΑΠ 829/2001 Ποιν. Χρ. ΝΒ 314, 1907/2001 Ποιν. Χρ. ΝΒ 652, 336/2002 Ποιν. Χρ. ΝΒ 978). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 § 1 του ΠΚ, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, η χρήση δε του εγγράφου από αυτόν θεωρείται ως επιβαρυντική περίπτωση. Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η εξαρχής κατάρτιση από το δράστη εγγράφου, που να εμφανίζεται ότι καταρτίστηκε δήθεν από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη ή τροποποίηση λέξεων, αριθμών ή σημείων, υποκειμενικώς δε δόλος του δράστη, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών, που απαρτίζουν την πράξη της πλαστογραφίας και επιπροσθέτως σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή που είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης (βλ. ΑΠ 217/2003 ΠΧρ. ΝΓ' σελ. 929, ΑΠ 1224/2001 ΠΧρ. ΝΒ' σελ. 426). Επίσης, κατά τις διατάξεις των εδαφίων α' και β' της παρ.3 του ιδίου ως άνω άρθρου 216 του ΠΚ, όπως το μεν εδάφιο α' προστέθηκε στην παρ.3 με το άρθρο 1 § 7α του Ν. 2408/1996 και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 § 2α του Ν. 2721/1999 και όπως το εδάφιο β' της ιδίας παραγράφου προστέθηκε σ'αυτήν με το άρθρο 14 § 2β του Ν. 2721/1999, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) ο υπαίτιος της πράξεως της παραγράφου 1 του ιδίου άρθρου, αν σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον και συγχρόνως υπερβαίνει το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ, και β) ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της βαρύτερης μορφής της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, που προβλέπεται από τη διάταξη του εδαφίου α' της παρ.3 του άρθρου 216 ΠΚ, απαιτείται πρόσθετος σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, με αντίστοιχη βλάβη τρίτου, ενώ συγχρόνως είναι απαραίτητο να υπερβαίνει το επιδιωκόμενο από αυτόν συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία που προξενήθηκε στην ξένη περιουσία το χρηματικό ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ ( ΑΠ 2172/2003 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΔ' σελ. 790, ΑΠ 184/2002 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΒ' σελ. 898 ), ενώ για τη στοιχειοθέτηση της βαρύτερης μορφής της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, που προβλέπεται από τη διάταξη του εδαφίου β' της παρ.3 του άρθρου 216 ΠΚ, απαιτείται να διαπράττει ο υπαίτιος πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ ( ΑΠ 2.172/2003 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΔ' σελ. 790 ).Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, όπως το εδάφιο στ' προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικώς μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικώς δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του ( βλ. ΑΠ 573/2003 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΔ' σελ. 123, ΑΠ 692/2000 σε Συμβούλιο, ΠΧρ. ΝΑ' σελ. 47 κ.λπ.). Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Κατά την έννοια δε της άνω διάταξης, επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής, δεν απαιτούνται προηγούμενες καταδίκες ( ΑΠ 299/1998 Ποιν. Χρ. ΜΗ' 907). Ακόμη, κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 98 ΠΚ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 § 1 του Ν. 2721/1999, που άρχισε να ισχύει από τις 3-6-1999, η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε (ΑΠ 17/2004 ΠΧρ. ΝΔ' σελ. 594). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1α του ΠΚ ορίζεται : "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει, ότι, για την ύπαρξη της υπεξαίρεσης, απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρήμα β) να είναι αυτό ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα, ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον, εκτός από τον δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στον δράστη, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, από τον υπαίτιο, που υπάρχει, όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νόμιμου δικαιολογητικού λόγου, και ε) προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Εξ άλλου από τη διάταξη του άρθρου 719 του Α.Κ. προκύπτει ότι ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα οτιδήποτε έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής, είτε αυτά αποκτώνται σε μετρητά, είτε με επιταγές ή συναλλαγματικές, είτε με κατάθεση σε προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό. Έτσι, σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, υπαίτιος υπεξαίρεσης καθίσταται και ο εντολοδόχος, όταν αρνείται να αποδώσει στον εντολέα και ιδιοποιείται παράνομα το κινητό πράγμα, που απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής [ΑΠ 964/2007, ΑΠ 481/2000]. Εξ άλλου κατά το άρθρο 2§1 του Ν. 1969/1985 (όπως αυτό αντικ. με άρθρο 11§2 του Ν. 2170/1993), ο ασφαλιστικός πράκτορας, που έχει, ως αποκλειστικό έργο, την ανάληψη, με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει ή συνάπτει ο ίδιος ή μέσω διαμεσολαβητών, για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, ασφαλιστικές συμβάσεις. Κατά δε το άρθρο 4§1 εδ. α' του ίδιου νόμου, όπου η ασφαλιστική επιχείρηση χαρακτηρίζεται, στην πρακτορική σύμβαση, ως εντολέας, τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και αρμοδιότητες των ασφαλιστικών πρακτόρων καθορίζονται, με έγγραφη σύμβαση, ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και την ασφαλιστική επιχείρηση, που προτίθεται να πρακτορεύει. Μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που ρυθμίζονται, με τη σύμβαση αυτή, μπορεί να είναι και η είσπραξη ή μη, από τον ασφαλιστικό πράκτορα, των ασφαλίστρων, για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και ο καθορισμός του τρόπου και του χρόνου απόδοσης των ασφαλίστρων στην ασφαλιστική επιχείρηση, οπότε ο ασφαλιστικός πράκτορας, ως προς την είσπραξη των ασφαλίστρων, για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης και την απόδοση αυτών, σ' αυτή, επέχει, έναντι της εντολίδας του επιχείρησης, θέση εντολοδόχου. Και ναι μεν, κατά το άρθρο 3§1 του ΠΔ 298/1986, ορίζεται, ότι τα ασφάλιστρα, που εισπράττει ο ασφαλιστικός πράκτορας, θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται αυτός, ως θεματοφύλακας, πλην όμως, η πρόσθετη αυτή ευθύνη του ασφαλιστικού πράκτορα, κατά τον χρόνο που έχει στην κατοχή του τα ασφάλιστρα, που εισέπραξε, για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, δεν αναιρεί την ιδιότητα αυτού, ως εντολοδόχου της ασφαλιστικής εταιρίας, ως προς την είσπραξη για λογαριασμό αυτής και την απόδοση, από αυτόν, των ασφαλίστρων, αφού τέτοια υποχρέωση, ως θεματοφύλακα, μπορεί να συμφωνηθεί, επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής, εκ μέρους της κυρίας υποχρέωσης του εντολοδόχου (βλ. ΑΠ 493/2007, ΑΠ 964/2007 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 492/2003 σε Συμβούλιο ΠΧρ ΝΔ'-40). Τέλος, χρόνος τέλεσης του στιγμιαίου και ουσιαστικού εγκλήματος της υπεξαίρεσης, το οποίο στρέφεται, κατά της ιδιοκτησίας, είναι ο χρόνος της εξωτερίκευσης της ενδιάθετης βούλησης του δράστη, να κατακρατήσει ή απαλλοτριώσει το αντικείμενο της υπεξαίρεσης, χωρίς την συναίνεση του κυρίου αυτού και χωρίς δικαίωμα, παρεχόμενο από τον νόμο (βλ. ΑΠ 979/98 σε Συμβούλιο ΠΧρ ΜΘ'-554, ΑΠ 279/1993 ΠΧρ ΜΓ'-174, ΑΠ 1698/90 ΠΧρ ΜΑ'-717, ΑΠ 524/1984 ΠΧρ ΛΔ'-944, ΑΠ 1127/1977 ΠΧρ ΚΗ'-245, Εφ. Ναυπλίου 4/1995 ΠΧρ ΜΣΤ'-680). Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, δέχθηκε, - με επιτρεπτή εξ' ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση-, αλλά και με δικές του σκέψεις, ότι από αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος, και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα της δικογραφίας, και την απολογία της κατηγορουμένης, προέκυψαν τα εξής: Α] με βάση την πρόταση του Εισαγγελέα: <<...Η κατηγορουμένη και ήδη εκκαλούσα Χ ήταν εταίρος {με ογδόντα εταιρικά μερίδια επί συνόλου οκτακοσίων) και εργαζόμενη στην εδρεύουσα στη ...) εταιρία με την επωνυμία "Σ1 ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Π.Ε." και το διακριτικό τίτλο "ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ E.M.S.", της οποίας διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος ήταν αρχικά και δη από τις 28-6-2001 ( οπότε συστήθηκε η εταιρία με το ... συμβολαιογραφικό έγγραφο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κων/νου Ασημάκη ΓΚΙΟΥΣΑ ) μόνον ο Σ1 και στη συνέχεια από 5-3-2003 (οπότε τροποποιήθηκε το καταστατικό της εταιρίας με το ... συμβολαιογραφικό έγγραφο του ίδιου Συμβολαιογράφου) και η μη εταίρος Σ2. Αντικείμενο των εργασιών της εταιρίας ήταν, μεταξύ άλλων, οι πρακτορεύσεις ασφαλιστικών εταιριών και πάσης φύσεως ασφαλιστικών εργασιών και οι αντιπροσωπεύσεις ασφαλιστικών νοσοκομειακών προγραμμάτων ελληνικών και διεθνών οργανισμών υγείας. Στα πλαίσια δε του σκοπού της αυτού είχε αναλάβει την αντιπροσώπευση στην Ελλάδα του Βρετανικού Οργανισμού Υγείας με τον τίτλο " ΒUΡΑ International ", ο οποίος προσέφερε διεθνή κάλυψη νοσοκομειακής περίθαλψης σε φυσικά και νομικά πρόσωπα. Υπάλληλος της εταιρίας από τις 4/2/2002 μέχρι τις 15/9/2003, με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου ήταν και η εγκαλούσα Δ, που προηγουμένως εργαζόταν σε άλλη εκπροσωπούμενη από την Σ2 εταιρεία με παρεμφερές αντικείμενο. Η κατηγορουμένη στη ... στις 12/12/2002, 4/2/2003, 27/2/2003, 11/3/2003, 20/5/2003, 29/5/2003, 6/6/2003, 21/7/2003, 23/7/2003, 12/8/2003, 29/9/2003, 27/10/2003 και 4/11/2003. αφού υπό την ιδιότητα της εξουσιοδοτημένης προς τούτο υπαλλήλου της ανωτέρω εταιρίας, παρέλαβε από πελάτες της εταιρίας, έναντι εξοφλήσεως των ασφαλίστρων, που αυτοί όφειλαν, με βάση τις αντίστοιχες συμβάσεις ασφάλισης τους προς τον Βρετανικό Οργανισμό Υγείας με τον τίτλο "BUPA International", τις παρακάτω τραπεζικές επιταγές, συνολικού ποσού 41.327,22 € και συγκεκριμένα 1) την υπ' αριθμ. ... επιταγή, εκδόσεως της Τράπεζας "ΕΓΝΑΤΙΑ", σε διαταγή του Βρετανικού Οργανισμού Υγείας με τον τίτλο "BUPA International", ποσού 2.187,87 €, 2) την υπ' αριθμ. .. επιταγή, εκδόσεως της Τράπεζας "HSBC" (Κατάστημα Πειραιώς), σε διαταγή του Βρετανικού Οργανισμού Υγείας με τον τίτλο "BUPA International", ποσού 1.020,60 €, 3) την υπ' αριθμ. ... επιταγή, εκδόσεως της Τράπεζας "CITIBANK" (Κατάστημα ...), σε διαταγή του Βρετανικού Οργανισμού Υγείας με τον τίτλο "BUPA International", ποσού 3.674,99 €, 4) την υπ' αριθμ. ... επιταγή, εκδόσεως της Τράπεζας "CITIBANK" (Κατάστημα...), σε διαταγή του Βρετανικού Οργανισμού Υγείας με τον τίτλο "BUPA International", ποσού 72,89 €, 5) την υπ" αριθμ. ... επιταγή, εκδόσεως της Τράπεζας "CITIBANK" (Κατάστημα ...), σε διαταγή του Βρετανικού Οργανισμού Υγείας με τον τίτλο "BUPA International", ποσού 250,00 €, 6) την υπ' αριθμ. ... επιταγή, εκδόσεως της Τράπεζας "CITIBANK" (Κατάστημα ...), σε διαταγή του Βρετανικού Οργανισμού Υγείας με τον τίτλο "BUPA International", ποσού 70,00 €, 7) την υπ' αριθμ. ... επιταγή, εκδόσεως της Τράπεζας "HSBC" (Κατάστημα ...), σε διαταγή του Βρετανικού Οργανισμού Υγείας με τον τίτλο "BUPA International", ποσού 1.020,60 €, 8) την υπ' αριθμ. ... επιταγή, εκδόσεως της Τράπεζας "ALPHA BANK" (Κατάστημα ...), σε διαταγή του Βρετανικού Οργανισμού Υγείας με τον τίτλο "BUPA International", ποσού 3.299,35 €, 9) την υπ' αριθμ. ... επιταγή, εκδόσεως της Τράπεζας "ALPHA BANK" (Κατάστημα ...), σε διαταγή του Βρετανικού Οργανισμού Υγείας με τον τίτλο "BUPA International", ποσού 1.199,00 €, 10) την υπ' αριθμ. ... επιταγή, εκδόσεως της Τράπεζας "ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΤΤΙΚΗΣ" (Κατάστημα ...), σε διαταγή του Βρετανικού Οργανισμού Υγείας με τον τίτλο "BUPA International", ποσού 3.778,00 €,11) την υπ' αριθμ.... επιταγή, εκδόσεως της Τράπεζας "CITIBANK" (Κατάστημα ...), σε διαταγή του Βρετανικού Οργανισμού Υγείας με τον τίτλο "BUPA International", ποσού 1.500,00 €, 12) την υπ' αριθμ.... επιταγή, εκδόσεως της Τράπεζας "ALPHA BANK" (Κατάστημα ...), σε διαταγή του Βρετανικού Οργανισμού Υγείας με τον τίτλο "BUPA International", ποσού 294,27 €, 13) την υπ' αριθμ. ... επιταγή, εκδόσεως της Τράπεζας "ALPHA BANK" (Κατάστημα ...), σε διαταγή του Βρετανικού Οργανισμού Υγείας με τον τίτλο "BUPA International", ποσού 2.128,87 €, 14) την υπ' αριθμ. ...ης Τράπεζας "ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ" (Κατάστημα ...), σε διαταγή του Βρετανικού Οργανισμού Υγείας με τον τίτλο "BUPA International", ποσού 8.181,00 €, 15) την υπ' αριθμ. ... επιταγή, εκδόσεως της Τράπεζας "ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ" (Κατάστημα ...), σε διαταγή του Βρετανικού Οργανισμού Υγείας με τον τίτλο "BUPA International", ποσού 744,00 €, 16) την υπ' αριθμ. ... επιταγή, εκδόσεως της Τράπεζας "ALPHA BANK" (Κατάστημα ...), σε διαταγή του Βρετανικού Οργανισμού Υγείας με τον τίτλο "BUPA International", ποσού 3.548,00 €, 17) την υπ' αριθμ.... επιταγή, εκδόσεως της Τράπεζας "ALPHA BANK" (Κατάστημα ...}, σε διαταγή του Βρετανικού Οργανισμού Υγείας με τον τίτλο "BUPA International", ποσού 744,00 €, 16) την υπ' αριθμ. ... επιταγή, εκδόσεως της Τράπεζας "ALPHA BANK" (Κατάστημα ...), σε διαταγή του Βρετανικού Οργανισμού Υγείας με τον τίτλο "BUPA International", ποσού 3.548,00 €, 17) την υπ' αριθμ. ... επιταγή, εκδόσεως της Τράπεζας "ALPHA BANK" (Κατάστημα ...), σε διαταγή Βρετανικού Οργανισμού Υγείας με τον τίτλο "BUPA International", ποσού 2.423,14 €, 18) την υπ' αριθμ. ... επιταγή, εκδόσεως της Τράπεζας "HSBC" (Κατάστημα ...), σε διαταγή του Βρετανικού Οργανισμού Υγείας με τον τίτλο "BUPA International", ποσού 1.096,20 €, 19) την υπ' αριθμ. ... επιταγή, εκδόσεως της Τράπεζας "ALPHA BANK" (Κατάστημα, ...), σε διαταγή του Βρετανικού Οργανισμού Υγείας με τον τίτλο "BUPA International", ποσού 4.897,44 €, προκειμένου να τις αποστείλει, για λογαριασμό της εταιρίας "Σ1 ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Π.Ε." προς τον δικαιούχο αυτών Βρετανικό Οργανισμό Υγείας με τον τίτλο "BUPA International", δεν τις απέστειλε σ' αυτόν, αλλά, αφού προηγουμένως νόθευσε το περιεχόμενο τους ως εγγράφων θέτοντας επί της θέσεως της υπογραφής του α' οπισθογράφου, αφενός μεν σφραγίδα, που η ίδια είχε κατασκευάσει και περιείχε το εντύπωμα με τα στοιχεία "BUPA International" και αφετέρου δυσανάγνωστη υπογραφή ως προερχόμενη δήθεν από τον νόμιμο εκπρόσωπο του ανωτέρω Βρεττανικού Οργανισμού Υγείας, επί της θέσεως της υπογραφής του β' οπισθογράφου, κατ' απομίμηση, υπογραφή της συνδιαχειρίστριας της εργοδότριας της ανωτέρω εταιρίας Σ2 και επί της θέσεως της υπογραφής του γ' οπισθογράφου, κατ' απομίμηση, υπογραφή της ανωτέρω εγκαλούσας Δ, εν αγνοία και άνευ της συναινέσεως αυτής, έτσι ώστε να φαίνεται ότι αυτές (οι επιταγές) είχαν δήθεν περιέλθει νομίμως στην κατοχή της ως δήθεν τελευταίας νόμιμης κομίστριας αυτών, ακολούθως, κατέθεσε όλες τις ανωτέρω αναφερόμενες επιταγές, στον υπ'αριθμ. ... κοινό τραπεζικό λογαριασμό, που η ίδια - εν αγνοία της ανωτέρω εγκαλούσας - είχε ανοίξει, στην Τράπεζα "ALPHA BANK" Κατάστημα ...), επ' ονόματι, τόσο της ίδιας (της κατηγορουμένης), όσο και της ανωτέρω εγκαλούσας ιδιοποιούμενη, με τον τρόπο αυτό, παράνομα, το συνολικό και ιδιαίτερα υψηλό ποσό της αξίας των ανωτέρω επιταγών, που ανερχόταν σε 41.327 22 €, το οποίο στη συνέχεια και ανέλαβε τμηματικά, με αλλεπάλληλες αναλήψεις που πραγματοποίησε η ίδια, από τον προαναφερόμενο κοινό τραπεζικό λογαριασμό, στην ..., αλλά και στο ... που ήταν ο τόπος καταγωγής της, στις 12/12/2002, 4/2/2003, 27/2/2003, 11/3/2003, 20/5/2003, 29/5/2003, 6/6/2003, 21/7/2003, 23/7/2003, 12/8/2003, 29/9/2003, 27/10/2003 και 4/11/2003 (βλ. την έγκληση και τις καταθέσεις της εγκαλούσας, Δ, τις καταθέσεις των ..., Σ1 και Σ2, την από 5/2/2009 έκθεση κατ' αντιπαράσταση εξέτασης της εγκαλούσας, με τη μάρτυρα ..., τα αντίγραφα των ανωτέρω δέκα εννέα (19) επιταγών, τα αντίγραφα των δέκα εννέα (19) αποδεικτικών κατάθεσης των ανωτέρω επιταγών στον υπ' αριθμ. ... κοινό τραπεζικό λογαριασμό της Τράπεζας "ALPHA BANK" (Κατάστημα ...), τα αντίγραφα των είκοσι δύο (22) αποδεικτικών αναλήψεων χρηματικών ποσών, από τον ίδιο λογαριασμό, που πραγματοποιήθηκαν από την κατηγορουμένη σε διάφορα καταστήματα της ανωτέρω Τράπεζας και την κατάσταση κίνησης του λογαριασμού αυτού κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 7/1/2003 και 4/2/2004).Η κατηγορουμένη αρνείται την κατηγορία και επικαλείται την ... δήλωση της εγκαλούσας ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς, Μαρίας Νάκου, με την οποία αυτή φέρεται να δηλώνει κατά λέξη ότι " Εγώ η Δ έδωσα εντολή στη Χ να ανοίξει αντ' εμού τραπεζικό λογαριασμό στην ALPHA BANK (υποκ/μα ...), προσθέτοντας και το όνομά της και για το λόγο αυτό της έδωσα αντίγραφο της ταυτότητας μου και της υπογραφής μου, προς διακίνηση επιταγών εις διαταγή BUPA INTERNATIONAL, των πελατών, προς είσπραξη για λογαριασμό μου, τα οποία γνώριζε και η Σ2, η οποία ενεργούσε ως διαχειρίστρια και πληρεξούσια της εταιρίας με την επωνυμία ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΠΕ. Επίσης η κ. Σ2 γνώριζε ότι εισέπραττα και διαχειριζόμουν τα χρήματα για λογαριασμό μου, για διάφορους λόγους. Δηλώνω επίσης βάσει των συνεπειών του νόμου ότι η κ. Χ δε φέρει καμία ευθύνη, ουδέποτε χρησιμοποίησε χρήματα για λογαριασμό της και μου έχει απαιτήσει ως μέτοχος της άνω εταιρίας να επιστρέψω τις οφειλές μου " (βλ. το προσκομιζόμενο ακριβές αντίγραφο αυτής, που φέρει τη σχετική βεβαίωση της ανωτέρω Συμβολαιογράφου). Η δήλωση όμως αυτή, όπως προκύπτει από την κατάθεση της Συμβολαιογράφου Μαρίας Νάκου, την από 21/11/2007 με ABM ... έγκλησή της κατά Ρ και Χ, τις καταθέσεις των Σ1 και της Σ2, καθώς και την κατάθεση της Ρ) κατασκευάσθηκε από την τότε υπάλληλο της Συμβολαιογράφου Ρ, που διατηρούσε φιλικές σχέσεις με την κατηγορουμένη, μετά από προτροπή της τελευταίας, στη συνέχεια δε η Ρεκμεταλλευόμενη την εμπιστοσύνη της ανωτέρω Συμβολαιογράφου, κατάφερε να υποκλέψει την υπογραφή της στο πρωτότυπο συμβολαιογραφικό έγγραφο της ανωτέρω δήλωσης. Το γεγονός δε ότι αφενός μεν με την 6784/2009 απόφαση του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, απόσπασμα της οποίας προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα, έχει αυτή απαλλαγεί για ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία μετά χρήσεως κλπ αξιόποινες πράξεις, που της αποδόθηκαν βάσει της ανωτέρω από 21/11/2007 με ... εγκλήσεως της ... κατ' αυτής, αφετέρου δε οι δικαστικοί γραφολόγοι ..., των οποίων επίσης εκθέσεις προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα, αποφαίνονται ότι οι υπογραφές της Συμβολαιογράφου στην ανωτέρω δήλωση είναι γνήσιες, δεν διαφοροποιεί την ανωτέρω εκτίμηση μας, ενόψει του ότι ευθύς εξαρχής η Συμβολαιογράφος θετικά και κατηγορηματικά αρνείται ότι συνέταξε την δήλωση αυτή και αναφέρει ότι η υπογραφή της επ'αυτής είτε πλαστογραφήθηκε (θέμα αποκλειστικά και μόνον που κρίθηκε με την ανωτέρω 6784/2009 απόφαση του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά) είτε αποσπάστηκε από αυτήν λαθραία και εν αγνοία της από την υπάλληλο της Ρ, όταν της πήγαινε να υπογράψει διάφορα αντίγραφα συμβολαιογραφικών πράξεων, όπου σκοπίμως παρενέβαλε και το κείμενο της κατασκευασμένης δήλωσης, εκδοχή που κατά την κρίση μας είναι η πιθανότερη.Περαιτέρω η κατηγορουμένη και ήδη εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι στόχος της εγκαλούσας είναι η αντεκδίκηση και ο προσωπικός και κοινωνικός της διασυρμός, εξαιτίας μηνύσεως που έχει καταθέσει σε βάρος της για πλαστογραφία και υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και βάσει της οποίας αυτή (η εγκαλούσα} παραπέμφθηκε με το 2715/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων προκειμένου να δικαστεί για τις ανωτέρω πράξεις. Πλην όμως ο ισχυρισμός της αυτός δεν αρκεί από μόνος του για να αποδυναμώσει την κατηγορία σε βάρος της, η οποία στηρίζεται στα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα, ενώ εξάλλου και ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης και ήδη εκκαλούσας ότι εξόφλησε τις επίδικες επιταγές παραμένει αναπόδεικτος.Επομένως προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής της εκκαλούσας κατηγορουμένης για: α) πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, επί σκοπώ πορισμού περιουσιακού οφέλους δια βλάβης τρίτων, τελεσθείσα από δράστη που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το επιδιωχθέν συνολικό όφελος και η προκληθείσα συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ και β) υπεξαίρεση κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που ήταν εμπιστευμένο στο δράστη λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου ( άρθρα 1,13 περ. γ και στ, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 98, 216 παρ.1 και 3 εδ. β'-α', 375 παρ.2 εδ. α'-1 παρ.1 εδ. α'-περ. β' του ΠΚ -όπως το άρθρο 216 παρ.3 τροπ. με το άρθρο 14 παρ.2 εδ. α' και β' του Ν. 2721/1999 και το άρθρο 375 παρ.2 ΠΚ αντικ. με το άρθρο 1 παρ.9 Ν. 2408/1996 και συμπλ. με το άρθρο 14 παρ.3β του Ν. 2721/1999), ορθώς δε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα του παρέπεμψε αυτήν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών προκειμένου να δικαστεί για τις προαναφερθείσες πράξεις και γι' αυτό πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί στην ουσία της ".Β] με βάση τις δικές του συμπληρωματικές σκέψεις ".....για τους λόγους που εκτίθενται στην Εισαγγελική πρόταση, στους οποίους ως ορθούς και νομίμους και προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων αναφέρεται και το Συμβούλιο τούτο και προς επίρρωση των οποίων επιβάλλονται να προστεθούν και τα ακόλουθα: 1) Ότι ο προς απόκρουση της αποδιδομένης σ'αυτή κατηγορίας της υπεξαιρέσεως ισχυρισμός της εκκαλούσης-κατηγορουμένης, σύμφωνα με τον οποίο, προέβη αυτή στην κατάθεση της χρηματικής αξίας των τραπεζικών επιταγών, που αναφέρονται στην Εισαγγελική πρόταση εις κοινό τραπεζικό λογαριασμό, τον οποίο άνοιξε στο υποκατάστημα ... της τραπέζης ALPHA BANK επ' ονόματι αυτής και της εγκαλούσης και δη κατόπιν σχετικής εγγράφου εντολής της τελευταίας και ότι ως εκ τούτου, ως συνδικαιούχος του άνω κοινού λογαριασμού ενομιμοποιείτο αυτή στην ανάληψη του ποσού τούτου, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς της και απέδωσε στη συνέχεια στην εγκαλούσα, με συνέπεια, εκ της αιτίας αυτής, να μη στοιχειοθετείται κατά νόμο η αποδιδομένη σ'αυτή ως άνω αξιόποινη πράξη της υπεξαιρέσεως ελέγχεται απορριπτέος προεχόντως ως μη νόμιμος, κατά πάσα δε περίπτωση και ως κατ' ουσίαν αβάσιμος. Και τούτο διότι από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι η κατηγορουμένη επέτυχε την είσπραξη του προϊόντος των άνω επιταγών, το οποίο ανήκε στην δικαιούχο εταιρεία BUPA International, εις διαταγή της οποίας είχαν εκδοθεί οι επιταγές αυτές, αφού προηγουμένως επλαστογράφησε στις θέσεις των α' β' και γ' οπισθογράφων των επιταγών αυτών αφ' ενός την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της δικαιούχου αλλοδαπής εταιρείας, εις διαταγή της οποίας είχαν εκδοθεί αυτές και αφ' ετέρου την υπογραφή της Σ2, που ήταν συνδιαχειρίστρια της ΕΠΕ με την επωνυμία "Σ1 και Σία" (η οποία είχε αναλάβει την διαχείριση στην Ελλάδα των δικαιωμάτων της άνω αλλοδαπής εταιρείας) και τέλος την υπογραφή της εγκαλούσης, που ήταν υπάλληλος της τελευταίας, και μάλιστα κατ' απομίμηση των γνησίων υπογραφών των, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται αυτή ως γενομένη νόμιμη κομίστρια των επιταγών αυτών δια λευκής οπισθογραφήσεως και εντεύθεν δικαιούχος της αξίας των, ενώ, όπως προεξετέθη, δικαιούχος του προϊόντος των επιταγών αυτών ήτο αποκλειστικά και μόνο η ως άνω αλλοδαπή εταιρεία, με συνέπεια η κατηγορουμένη να μη καταστεί εντεύθεν δικαιούχος του προϊόντος των επιταγών αυτών με μόνη την κατάθεσή των εις κοινό λογαριασμό, αφού, όπως προεξετέθη ουδέν δικαίωμα είχε αυτή επί του προϊόντος των άνω επιταγών. Επομένως η εις κοινό λογαριασμό κατάθεση του προϊόντος των επιταγών αυτών δεν κατέστησε την κατηγορουμένη δικαιούχο τούτου, ώστε να αποκλείεται η συνδρομή στο πρόσωπό της περιπτώσεως παρανόμου ιδιοποιήσεως τούτου και συνακόλουθα να αποκλείεται η δι' αυτήν ποινική της ευθύνη. Ανεξαρτήτως όμως τούτου από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι η επικαλούμενη από την κατηγορουμένη δήθεν έγγραφη εντολή της εγκαλούσης για το άνοιγμα του ανωτέρω κοινού λογαριασμού τυγχάνει πλαστή για τους λόγους που εν εκτάσει αναφέρονται στην Εισαγγελική πρόταση, ώστε και για τον λόγο αυτό ο προς άρνηση της κατηγορίας προβαλλόμενος συναφής ισχυρισμός της να παρίσταται αβάσιμος στην ουσία του και απορριπτέος. 2) Αλλά και ο έτερος ισχυρισμός της κατηγορουμένης σύμφωνα με τον οποίο προέβη αυτή στην εξόφληση των άνω επιταγών και έτσι ικανοποίησε πλήρως την δικαιούχο αλλοδαπή εταιρεία και ότι ως εκ τούτου εξαλείφτηκε το αξιόποινο της αποδιδομένης εις αυτήν πράξεως της υπεξαιρέσεως κατά το άρθρο 379 του Π.Κ. τυγχάνει επίσης απορριπτέος αφ' ενός μεν ως μη νόμιμος, εφόσον η πράξη που της αποδίδεται φέρει χαρακτήρα κακουργήματος, επί της οποίας δεν έχει εφαρμογή η ανωτέρω διάταξη, αφ' ετέρου δε και ως κατ' ουσίαν αβάσιμος, δεδομένου ότι εξ ουδενός στοιχείου προέκυψε ότι προέβη αυτή στην εξόφληση των άνω επιταγών. Τέλος ως κατ' ουσίαν αβάσιμος ελέγχεται και ο έτερος υπερασπιστικός της εκκαλούσης ισχυρισμός, σύμφωνα με τον οποίο η εγκαλούσα κατεμήνυσε αυτή και επεδίωξε την ποινική της δίωξη εκ λόγων αντεκδικήσεως, ήτοι λόγω της μηνύσεως που υπέβαλε αυτή εις βάρος της για πλαστογραφία και υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος, πράξεις για τις οποίες έχει παραπεμφθεί να δικαστεί αυτή με το υπ' αριθμ. 2715/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, δεδομένου ότι κάτι τέτοιο δεν προέκυψε από το σύνολο των υπαρχόντων στην δικογραφία αποδεικτικών στοιχείων. Εν όψει αυτών και εφόσον υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής εις βάρος της κατηγορουμένης, παρέπεται ότι ορθώς το Πρωτοβάθμιο δικαστικό συμβούλιο με το προσβαλλόμενο βούλευμα του παρέπεμψε αυτή ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για να δικαστεί για τις πράξεις αυτές και πρέπει μετά ταύτα, να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμος η τα αντίθετα υποστηρίζουσα έφεση της, και να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των αρθρ. 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τις σκέψεις με τις οποίες έκρινε, ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της αναιρεσείουσας στο ακροατήριο του δικαστηρίου για να δικαστεί για τις αξιόποινες πράξεις : α] της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση ,επί σκοπώ πορισμού περιουσιακού οφέλους δια βλάβης τρίτου, τελεσθείσα από δράστη που διαπράτει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία το επιδιωχθέν συνολικό όφελος και η προκληθείσα συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15000 ευρώ και β] της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που ήταν εμπιστευμένο στο δράστη λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου [ άρθρ. 1,13 περ. γ' και στ',14 ,26 παρ 1α 27 παρ 1 98 216 παρ 1 και 3 εδ β-α, 375 παρ 2α-1 παρ. 1α-περ β' του ΠΚ (όπως το άρθρο 216 παρ 3 τροπ. με άρθρ 14 εδ α'και β' του νόμου 2721/1999 και το άρθρ. 375 παρ 2 ΠΚ με το άρθρ. 1 παρ 9 Ν. 2408/1996 και συμπλ. με άρθρ. 14 παρ.3β του Ν. 2721/1999) ], τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα στο προσβαλλόμενο βούλευμα με σαφήνεια, και πληρότητα εκθέτει, ότι η αναιρεσείουσα με την ιδιότητα της εξουσιοδοτημένης υπαλλήλου της εργοδότριας εταιρείας <<Σ1 και ΣΙΑ>>, παραλαβούσα τις - στο σκεπτικό του παρόντος - αναγραφόμενες [19] επιταγές με την εντολή να τις αποστείλει στον δικαιούχο Βρετανικό Οργανισμό Υγείας, δεν έπραξε τούτο αλλά αντίθετα τις νόθευσε, με τον περιγραφόμενο σ' αυτό τρόπο -έτσι ώστε να εμφανίζεται αυτή ,ως γενόμενη κομίστρια των επιταγών αυτών δια λευκής οπισθογραφήσεως και εντεύθεν ως δικαιούχος της αξίας αυτών, ότι στη συνέχεια προσκόμισε αυτές στην τράπεζα <<ΑLΡΗA BANK>> και με παραπλάνηση των υπαλλήλων αυτής-, τις εισέπραξε για λογαριασμό της - χωρίς κανένα δικαίωμα, και ότι με τον τρόπο αυτόν, ιδιοποιήθηκε το ιδιαίτερα μεγάλο ποσό των 41.327,22 ευρώ, που αντιστοιχούσε στη συνολική ονομαστική αξία των ανωτέρω επιταγών, ενσωματώνοντας το στην περιουσία της και βλάπτοντας έτσι αντίστοιχα κατά το ποσό αυτό, τον παραπάνω Οργανισμό, καθόσον μετά την είσπραξη αυτών κατέθεσε το ποσό της αξίας τους, σε κοινό λογαριασμό που είχε ανοίξει στο όνομά της και στο όνομα της Δ, εν αγνοία αυτής, από τον οποίο λογαριασμό το απέσυρε στη συνέχεια και, το ιδιοποιήθηκε. Οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, ότι δεν ελήφθησαν υπόψη και δεν αξιολογήθηκαν με ρητή αναφορά τους, όλα τα αποδεικτικά μεταξύ των οποίων και: α] η 6784/2009 αθωωτική απόφαση του τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, β] το ... συμβολαιογραφικό έγγραφο-δήλωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Μαρίας Νάκου, γ] η από 23-10-2007 ένορκη κατάθεση της μάρτυρα Σ2 ενώπιον του 20ου Ανακριτή Αθηνών και δ] το γεγονός ότι έχει παραπεμφθεί η Δ ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών μετά από μήνυσή της, και για το λόγο αυτό οι παραδοχές του αναιρεσιβαλλόμενου βουλεύματος είναι οπωσδήποτε ασαφείς και ελλιπείς, είναι αβάσιμες, καθόσον το Συμβούλιο, με επιτρεπτή αναφορά στην πρόταση της εισαγγελέα, αναφέρει, ότι εκτίμησε όλα αυτά, αλλά και προκύπτει τούτο από το σκεπτικό του βουλεύματος. Οι αιτιάσεις δε της αναιρεσείουσας, καθ'ό μέρος αναφέρονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, -έστω και αν αυτή είναι εσφαλμένη - δεν συνιστούν λόγο αναιρέσεως, και είναι απαράδεκτες ,διότι, στην περίπτωση αυτή, με την επίκληση της ελλείψεως της αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας [ ΑΠ 544/2005, ΑΠ 114/2004 ΑΠ 537/2003 ΑΠ 1287/2002 ΑΠ 2203/2006 ΑΠ 459/2009]. Η αιτίαση τέλος της αναιρεσείουσας ότι η παραδοχή του Συμβουλίου Εφετών ότι το έγκλημα της πλαστογραφίας τελέστηκε απ' αυτήν κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια είναι εσφαλμένη, γιατί στερείται νομίμου αιτιολογίας , αφού δεν διαλαμβάνονται τα πραγματικά περιστατικά, που αξιώνει ο νόμος για την στοιχειοθέτηση των επιβαρυντικών αυτών περιστάσεων, οι οποίες δεν μπορούν να αιτιολογηθούν με την μνεία μόνο της νομικής ορολογίας και με την επανάληψη της διατυπώσεως του νόμου, είναι αβάσιμη, καθόσον, στο προσβαλλόμενο βούλευμα, με επιτρεπτή αναφορά στην εισαγγελική πρόταση -αναφέρονται λεπτομερώς τα πραγματικά περιστατικά- τα οποία δέχθηκε το Συμβούλιο ως αποδειχθέντα, από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλείται και προσδιορίζει κατ' είδος, της επανειλημμένης τέλεσης των πράξεων της πλαστογραφίας [νόθευσης] εκ μέρους της προαναφερθείσας των ανωτέρω δέκα εννέα [19] επιταγών, η αξιολόγηση των οποίων, συνέτεινε στην παραδοχή του ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την στοιχειοθέτηση σε βάρος της και των επιβαρυντικών περιστάσεων της πλαστογραφίας, που της αποδίδεται. [Αναφέρονται, η κατασκευή σφραγίδας που περιείχε το εντύπωμα, με στοιχεία του δικαιούχου των επιταγών, Βρετανικού Οργανισμού Υγείας και η θέση αυτής, επί της θέσεως της υπογραφής του α' οπισθογράφου των δέκα εννέα [19] επιταγών, μαζί με δυσανάγνωστη υπογραφή, ως προερχόμενη, δήθεν, από τον νόμιμο εκπρόσωπο του ως άνω Οργανισμού, η θέση επί των επιταγών αυτών και δη στα σημεία που υπογράφουν οι β 'και γ' οπισθογράφοι, των υπογραφών -κατ' απομίμηση- τις υπογραφές των Σ2 και Δ, αντίστοιχα, η χρήση των νοθευμένων ως άνω επιταγών, η παραπλάνηση των τραπεζικών υπαλλήλων, η είσπραξη αυτών και η κατάθεση του ποσού της αξίας τους, σε κοινό λογαριασμό που είχε ανοίξει στο όνομά της και στο όνομα της Δ, εν αγνοία αυτής, από τον οποίο λογαριασμό το απέσυρε στη συνέχεια και το ιδιοποιήθηκε]. Επομένως ενόψει των προεκτεθέντων, είναι αβάσιμες οι αντίθετες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας για: α) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και ως εκ τούτου θα πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεώς της, να επιβληθούν δε σε βάρος της τα δικαστικά έξοδα (αρθ. 583 §1 Κ.Π.Δ, όπως αντικ. με αρθρ. 55 §1 του Ν. 3160/2003, σε συνδ. με το αρθρ. 3 §3 του Ν. 773/1977 και την 58553/28-6-2006 Απόφ. Υπουργ. Οικονομικών & Δικαιοσύνης).
Για τους λόγους αυτούς Προτείνουμε: Α) Να απορριφθεί η με αριθ. 48/2010 αίτηση αναιρέσεως της Χ, κατοίκου ... κατά του με αριθ. 561/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Β) Να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας τα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των 220 €. Αθήνα 18 Ιουνίου 2010
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Μπόμπολης".
Αφού άκουσε τον ως άνω Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 216§1 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η κατάρτιση εγγράφου από το δράστη, που να το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, ήτοι η αλλοίωση της έννοιας του, με μεταβολή του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως των περιστατικών αυτών και, επιπλέον, το σκοπό του δράστη (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει, με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, άλλον για γεγονός δυνάμενο να έχει έννομες συνέπειες, που μπορεί να αφορούν τον παραπλανώμενο ή τρίτο, οι οποίες αναφέρονται στη δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως, χωρίς να ασκεί επιρροή αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε. Η χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου στοιχειοθετείται αντικειμενικά όταν ο δράστης καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον μέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόμενο του τρίτον και του δώσει τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει πράγματι γνώση ο τρίτος ή να παραπλανηθεί από αυτό. Η χρήση του εγγράφου από τον πλαστογράφο δεν αποτελεί στοιχείο της πλαστογραφίας, αλλά επιβαρυντική περίσταση, που λαμβάνεται υπόψη για την επιμέτρηση της ποινής. Το έγγραφο στη διάταξη αυτή αναφέρεται με την έννοια που προσδιορίζει το άρθρο 13 περ. γ1 ΠΚ, κατά το οποίο έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, ως τέτοιο δε γεγονός νοείται εκείνο, το οποίο είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως. Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, κατάρτιση πλαστού εγγράφου συνιστά και η συμπλήρωση από τον υπαίτιο των στοιχείων του άρθρου 1 του Ν. 5960/1933 ελλιπούς ως προς τα στοιχεία αυτά επιταγής, εν αγνοία και παρά τη θέληση του δικαιούχου της, χρήση δε αποτελεί η κατά οποιονδήποτε τρόπο χρησιμοποίηση του πλαστού εγγράφου, αμέσως ή εμμέσως, δι' άλλου προσώπου τελούντος σε καλή πίστη, και ιδίως, αν πρόκειται για πλαστή επιταγή, η οπισθογράφησή της και η εμφάνιση προς πληρωμή της στην πληρώτρια Τράπεζα. Η πιο πάνω δε πράξη της πλαστογραφίας προσλαμβάνει τη μορφή κακουργήματος κατ" άρθρο 216§3 α και β ΠΚ, όπως τα εδάφια αυτά αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 14 παρ. 2α και 2β του ν. 2721/1999, εφόσον 1. ο υπαίτιος της πράξεως σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον και το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ή η αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός επιτεύχθηκε ή όχι και 2. αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ. Ως περιουσιακό όφελος νοείται η βελτίωση της περιουσιακής καταστάσεως του δράστη ή άλλου υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελούμενου ή προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με την αποσόβηση της μειώσεως της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία από μόνη της αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 73.000 ευρώ. Ζημιούμενος αμέσως από το έγκλημα της πλαστογραφίας δεν είναι μόνο εκείνος του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή νοθεύτηκε το έγγραφο του οποίου είναι εκδότης, αλλά και όποιος ζημιώνεται αμέσως από τη χρήση του. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, όπως το εδάφιο στ' προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικώς μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικώς δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του. Επανειλημμένη δε τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη μεν φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητα του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξης αυτής, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Για τη συνδρομή, όμως, της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως του εγκλήματος κατά συνήθεια, απαιτείται οπωσδήποτε επανειλημμένη τέλεση αυτού, από την οποία να προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Δεν συντρέχει, λοιπόν, κατά συνήθεια τέλεση όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά. Ακόμη, κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 98 ΠΚ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14§1 του ν. 2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε.
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. Ια του ΠΚ, στην οποία ορίζεται ότι "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους", προκύπτει ότι για την ύπαρξη της υπεξαιρέσεως απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, β) να είναι αυτό ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα, ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον, εκτός από τον δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στον δράστη, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον υπαίτιο, που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νόμιμου δικαιολογητικού λόγου, και ε) προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεως του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Κατά δε το εδ. α της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως αντικ. από το άρθρο 1§9 του ν. 2408/1996, η υπεξαίρεση προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα αν το πράγμα που υπεξαιρέθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, μεταξύ άλλων, και λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 719 του ΑΚ προκύπτει ότι ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα ο,τιδήποτε έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεση της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής, είτε αυτά αποκτώνται σε μετρητά, είτε με επιταγές ή συναλλαγματικές, είτε με κατάθεση σε προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό. Έτσι, σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, υπαίτιος υπεξαιρέσεως καθίσταται και ο εντολοδόχος, όταν αρνείται να αποδώσει στον εντολέα και ιδιοποιείται παράνομα το κινητό πράγμα, που απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής.
Τέλος, κατά το άρθρο 2§1 του ν. 1969/1985 (όπως αυτό αντικ. με άρθρο 11 §2 του ν. 2170/1993), ο ασφαλιστικός πράκτορας, που έχει, ως αποκλειστικό έργο, την ανάληψη, με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει ή συνάπτει ο ίδιος ή μέσω διαμεσολαβητών, για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, ασφαλιστικές συμβάσεις. Κατά δε το άρθρο 4§1 εδ. α' του ίδιου νόμου, όπου η ασφαλιστική επιχείρηση χαρακτηρίζεται, στην πρακτορική σύμβαση, ως εντολέας, τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και αρμοδιότητες των ασφαλιστικών πρακτόρων καθορίζονται, με έγγραφη σύμβαση, ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και την ασφαλιστική επιχείρηση, που προτίθεται να πρακτορεύει. Μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που ρυθμίζονται, με τη σύμβαση αυτή, μπορεί να είναι και η είσπραξη ή μη, από τον ασφαλιστικό πράκτορα, των ασφαλίστρων, για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, καθώς και ο καθορισμός του τρόπου και του χρόνου αποδόσεως των ασφαλίστρων στην ασφαλιστική επιχείρηση, οπότε ο ασφαλιστικός πράκτορας, ως προς την είσπραξη των ασφαλίστρων, για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, και την απόδοση αυτών, σ' αυτή, επέχει, έναντι της εντολίδας του επιχειρήσεως, θέση εντολοδόχου. Και ναι μεν, στο άρθρο 3§1 του ΠΔ 298/1986 ορίζεται, ότι τα ασφάλιστρα, που εισπράττει ο ασφαλιστικός πράκτορας, θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται αυτός, ως θεματοφύλακας, πλην, η πρόσθετη αυτή ευθύνη του ασφαλιστικού πράκτορα, κατά τον χρόνο που έχει στην κατοχή του τα ασφάλιστρα, που εισέπραξε, για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, δεν αναιρεί την ιδιότητα αυτού, ως εντολοδόχου της ασφαλιστικής εταιρίας, ως προς την είσπραξη για λογαριασμό αυτής και την απόδοση, από αυτόν, των ασφαλίστρων,
αφού τέτοια υποχρέωση, ως θεματοφύλακα, μπορεί να συμφωνηθεί, επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής, εκ μέρους της κυρίας υποχρεώσεως του εντολοδόχου.
Εξάλλου, το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών που απορρίπτει έφεση του κατηγορουμένου κατά πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 §3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484§1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικές σκέψεις, με βάση τις οποίες το συμβούλιο έκρινε ότι τα εν λόγω περιστατικά, αναγόμενα στις εφαρμοστέες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, συνιστούν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται πιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται μερικώς ή εξολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αρκεί να εκτίθενται στην τελευταία με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠΔ, συνιστά λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει αυτή, δεν υπάγει στην αληθινή έννοια της τα προκύψαντα από την ανάκριση και δεκτά γενόμενα από αυτό περιστατικά, αλλά τα υπάγει σε άλλη διάταξη νόμου, που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν στο βούλευμα εμφιλοχώρησαν, κατά την έκθεση και ανάπτυξη των πραγματικών περιστατικών, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμα του, δέχθηκε, τόσο με δικές του σκέψεις όσο και με συμπληρωματική επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα ειδικώς μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα προέκυψαν τα περιστατικά που αναφέρονται στην πρόταση αυτή, στην οποία εκτίθενται, επί λέξει, τα εξής: ".. προέκυψαν τα εξής: Η κατηγορουμένη και ήδη εκκαλούσα Χ ήταν εταίρος (με ογδόντα εταιρικά μερίδια επί συνόλου οκτακοσίων) και εργαζόμενη στην εδρεύουσα στη ... (οδός ...) εταιρία με την επωνυμία "Σ1 ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Π.Ε." και το διακριτικό τίτλο "ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ Ε.Μ.S.", της οποίας διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος ήταν αρχικά και δη από τις 28-6-2001 (...) μόνον ο Σ1 και στη συνέχεια από 5-3-2003 (...) και η μη εταίρος Σ2. Αντικείμενο των εργασιών της εταιρίας ήταν, μεταξύ άλλων, οι πρακτορεύσεις ασφαλιστικών εταιριών και πάσης φύσεως ασφαλιστικών εργασιών και οι αντιπροσωπεύσεις ασφαλιστικών νοσοκομειακών προγραμμάτων ελληνικών και διεθνών οργανισμών υγείας. Στα πλαίσια δε του σκοπού της αυτού είχε αναλάβει την αντιπροσώπευση στην Ελλάδα του Βρετανικού Οργανισμού Υγείας με τον τίτλο "ΒUΡΑ Ιηternational", ο οποίος προσέφερε διεθνή κάλυψη νοσοκομειακής περίθαλψης σε φυσικά και νομικά πρόσωπα. Υπάλληλος της εταιρίας από τις 4/2/2002 μέχρι τις 15/9/2003, με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου ήταν και η εγκαλούσα Δ, που προηγουμένως εργαζόταν σε άλλη εκπροσωπούμενη από την Σ2 εταιρεία με παρεμφερές αντικείμενο. Η κατηγορουμένη στη ... στις 12/12/2002, 4/2/2003, 27/2/2003, 11/3/2003, 20/5/2003, 29/5/2003, 6/6/2003, 21/7/2003, 23/7/2003, 12/8/2003, 29/9/2003, 27/10/2003 και 4/11/2003, αφού υπό την ιδιότητα της εξουσιοδοτημένης προς τούτο υπαλλήλου της ανωτέρω εταιρίας παρέλαβε από πελάτες της εταιρίας, έναντι εξοφλήσεως των ασφαλίστρων, που αυτοί όφειλαν, με βάση τις αντίστοιχες συμβάσεις ασφάλισης τους προς τον Βρετανικό Οργανισμό Υγείας με τον τίτλο ""ΒUΡΑ Ιηternational", τις παρακάτω τραπεζικές επιταγές, συνολικού ποσού 41.327,22 € και συγκεκριμένα 1) ..., 19)..., προκειμένου να τις αποστείλει, για λογαριασμό της εταιρίας "Σ1 ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Π.Ε." προς τον δικαιούχο αυτών Βρετανικό Οργανισμό Υγείας με τον τίτλο ""ΒUΡΑ Ιηternational", δεν τις απέστειλε σ' αυτόν, αλλά, αφού προηγουμένως νόθευσε το περιεχόμενο τους ως εγγράφων θέτοντας επί της θέσεως της υπογραφής του α' οπισθογράφου, αφενός μεν σφραγίδα, που η ίδια είχε κατασκευάσει και περιείχε το εντύπωμα με τα στοιχεία ""ΒUΡΑ Ιηternational", και αφετέρου δυσανάγνωστη υπογραφή ως προερχόμενη δήθεν από τον νόμιμο εκπρόσωπο του ανωτέρω Βρετανικού Οργανισμού Υγείας, επί της θέσεως της υπογραφής του β' οπισθογράφου, κατ" απομίμηση, υπογραφή της συνδιαχειρίστριας της εργοδότριας της ανωτέρω εταιρίας Σ2 και επί της θέσεως της υπογραφής του γ' οπισθογράφου, κατ' απομίμηση, υπογραφή της ανωτέρω εγκαλούσας Δ, εν αγνοία και άνευ της συναινέσεως αυτής, έτσι ώστε να φαίνεται ότι αυτές (οι επιταγές) είχαν δήθεν περιέλθει νομίμως στην κατοχή της ως δήθεν τελευταίας νόμιμης κομίστριας αυτών, ακολούθως, κατέθεσε όλες τις ανωτέρω αναφερόμενες επιταγές, στον υπ' αριθμ. ... κοινό τραπεζικό λογαριασμό, που η ίδια - εν αγνοία της ανωτέρω εγκαλούσας - είχε ανοίξει, στην Τράπεζα "ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ" (Κατάστημα ...), επ' ονόματι τόσο της ίδιας (της κατηγορουμένης), όσο και της ανωτέρω εγκαλούσας, ιδιοποιούμενη, με τον τρόπο αυτό, παράνομα, το συνολικό και ιδιαίτερα υψηλό ποσό της αξίας των ανωτέρω επιταγών, που ανερχόταν σε 41.327 22 €, το οποίο στη συνέχεια και ανέλαβε τμηματικά, με αλλεπάλληλες αναλήψεις που πραγματοποίησε η ίδια, από τον προαναφερόμενο κοινό τραπεζικό λογαριασμό, στην ..., αλλά και στο ..., που ήταν ο τόπος καταγωγής της, στις ... Η κατηγορουμένη αρνείται την κατηγορία και επικαλείται την ... δήλωση της εγκαλούσας ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς, Μαρίας Νάκου, με την οποία αυτή φέρεται να δηλώνει κατά λέξη ότι "Εγώ η Δ έδωσα εντολή στη Χ να ανοίξει αντ' εμού τραπεζικό λογαριασμό στην ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ (υποκ/μα ...), προσθέτοντας και το όνομα της και για το λόγο αυτό της έδωσα αντίγραφο της ταυτότητας μου και της υπογραφής μου, προς διακίνηση επιταγών εις διαταγή "ΒUΡΑ Ιηternational" των πελατών, προς είσπραξη για λογαριασμό μου, τα οποία γνώριζε και η Σ2, η οποία ενεργούσε ως διαχειρίστρια και πληρεξούσια της εταιρίας με την επωνυμία ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΠΕ. Επίσης η κ. Σ2 γνώριζε ότι εισέπραττα και διαχειριζόμουν τα χρήματα για λογαριασμό μου, για διάφορους λόγους. Δηλώνω επίσης βάσει των συνεπειών του νόμου ότι η κ. Χ δε φέρει καμία ευθύνη, ουδέποτε χρησιμοποίησε χρήματα για λογαριασμό της και μου έχει απαιτήσει ως μέτοχος της άνω εταιρίας να επιστρέψω τις οφειλές μου" (βλ....). Η δήλωση όμως αυτή, όπως προκύπτει από ... κατασκευάσθηκε από την τότε υπάλληλο της Συμβολαιογράφου Ρ, που διατηρούσε φιλικές σχέσεις με την κατηγορουμένη, μετά από προτροπή της τελευταίας, στη συνέχεια δε η Ρεκμεταλλευόμενη την εμπιστοσύνη της ανωτέρω Συμβολαιογράφου, κατάφερε να υποκλέψει την υπογραφή της στο πρωτότυπο συμβολαιογραφικό έγγραφο της ανωτέρω δήλωσης. Το γεγονός δε ότι αφενός μεν με την 6784/2009 απόφαση του Α1 Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, απόσπασμα της οποίας προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα, έχει αυτή απαλλαγεί για ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία μετά χρήσεως κ.λ.π. αξιόποινες πράξεις, που της αποδόθηκαν βάσει της ανωτέρω από 21/11/2007 με ... εγκλήσεως της ... κατ' αυτής, αφετέρου δε οι δικαστικοί γραφολόγοι ..., των οποίων επίσης εκθέσεις προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα, αποφαίνονται ότι οι υπογραφές της Συμβολαιογράφου στην ανωτέρω δήλωση είναι γνήσιες, δεν διαφοροποιεί την ανωτέρω εκτίμηση μας, ενόψει του ότι ευθύς εξαρχής η Συμβολαιoγράφος θετικά και κατηγορηματικά αρνείται ότι συνέταξε την δήλωση αυτή και αναφέρει ότι η υπογραφή της επ' αυτής είτε πλαστογραφήθηκε (θέμα αποκλειστικά και μόνον που κρίθηκε με την ανωτέρω 6784/2009 απόφαση του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά) είτε αποσπάστηκε από αυτήν λαθραία και εν αγνοία της από την υπάλληλο της Ρ, όταν της πήγαινε να υπογράψει διάφορα αντίγραφα συμβολαιογραφικών πράξεων, όπου σκοπίμως παρενέβαλε και το κείμενο της κατασκευασμένης δήλωσης, εκδοχή που κατά την κρίση μας είναι η πιθανότερη...Επομένως προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής της εκκαλούσας κατηγορουμένης για: α) πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, επί σκοπώ πορισμού περιουσιακού οφέλους δια βλάβης τρίτων, τελεσθείσα από δράστη που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το επιδιωχθέν συνολικό όφελος και η προκληθείσα συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ και β) υπεξαίρεση κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που ήταν εμπιστευμένο στο δράστη λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου...". Στο δε διατακτικό του παραπεμπτικού βουλεύματος, το οποίο, όπως αναφέρθηκε, αποτελεί ενιαίο σύνολο με το σκεπτικό, εκτίθεται και ότι: "Η κατηγορουμένη διαπράττει πλαστογραφίες κατ" επάγγελμα, αφού προκύπτει σκοπός της για πορισμό εισοδήματος από την προπεριγραφείσα εκ μέρους αυτής επανειλημμένη τέλεση των πράξεων πλαστογραφίας (νόθευσης) των ανωτέρω δεκαεννέα (19) επιταγών και από την υποδομή που αυτή είχε διαμορφώσει, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης των ανωτέρω πράξεων [κατασκευή σφραγίδας, που περιείχε το εντύπωμα με τα στοιχεία του δικαιούχου των επιταγών Βρετανικού Οργανισμού Υγείας ""ΒUΡΑ Ιηternational" και θέση αυτής επί της θέσεως της υπογραφής του α' οπισθογράφου των ανωτέρω δεκαεννέα (19) επιταγών, μαζί με δυσανάγνωστη υπογραφή, ως προερχόμενη δήθεν από τον νόμιμο εκπρόσωπο του ανωτέρω Βρετανικού Οργανισμού Υγείας, κατ' απομίμηση της υπογραφής, αφενός μεν της Σ2, που κατά τα προαναφερόμενα ήταν συνδιαχειρίστρια της εταιρείας, με την επωνυμία "Σ1 ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΠΕ" και το διακριτικό τίτλο "ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ Ε.Μ.S.", στο σημείο της υπογραφής του β' οπισθογράφου και αφετέρου της υπογραφής της εγκαλούσας Δ, στο σημείο της υπογραφής του γ' οπισθογράφου των ανωτέρω δεκαεννέα (19) επιταγών, κατ' απομίμηση,...], αλλά και κατά συνήθεια, αφού από την προπεριγραφείσα εκ μέρους αυτής επανειλημμένη τέλεση πράξεων πλαστογραφίας προκύπτει σταθερή ροπή αυτής προς τη διάπραξη εγκλημάτων πλαστογραφίας ως στοιχείο της προσωπικότητας της". Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος της εκκαλούσας-κατηγορουμένης για τις αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ" εξακολούθηση, με σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους δια βλάβης τρίτου, που τελέσθηκε από δράστη που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, το συνολικό όφελος που επιδιώχθηκε από την οποία και η συνολική ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ και υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που ήταν εμπιστευμένο σ' αυτήν λόγω της ιδιότητας της ως εντολοδόχου και, για το λόγο αυτό, απέρριψε την από αυτήν ασκηθείσα, κατά του υπ' αριθμ. 2909/2009 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, έφεση ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα.
Με αυτά που δέχθηκε, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ" αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της κατηγορουμένης - αναιρεσείουσας στο ακροατήριο, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 13 περ. γ και στ; 14, 26§1, 27§1, 98, 216§§1 και 3 εδ. β και α, 375§§1 και 2 περ. α του Π.Κ., όπως ισχύουν, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, στο προσβαλλόμενο βούλευμα εκτίθενται: Α) Ως προς την κακουργηματική πλαστογραφία με χρήση, ότι η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη είχε εξουσιοδοτηθεί από την εταιρία "Σ1 ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΠΕ" να παραλαμβάνει επιταγές πελατών της εταιρίας, οι οποίες εκδίδονταν από Τράπεζες, κατόπιν εντολών των πελατών, προς εξόφληση ασφαλίστρων, και, στη συνέχεια, να τις αποστέλλει, για λογαριασμό της εταιρίας, στο Βρετανικό Οργανισμό Υγείας ""ΒUΡΑ Ιηternational", ότι παρέλαβε τις αναφερόμενες 19 επιταγές, πλην δεν τις απέστειλε στον Οργανισμό, αλλά νόθευσε, με τον ως άνω τρόπο, το περιεχόμενο τους, με σκοπό την παραπλάνηση άλλων (των αρμοδίων υπαλλήλων της κατωτέρω Τράπεζας), με τη χρήση τους, για γεγονός που μπορούσε να έχει έννομη συνέπεια (ότι, δηλαδή, επρόκειτο για γνήσιες επιταγές, των οποίων οι οπισθογράφοι είχαν αναλάβει εγκύρως υποχρέωση προς πληρωμή τους), ότι, στη συνέχεια, έκανε χρήση των πλαστών επιταγών, καταθέτοντας αυτές στον ως άνω κοινό λογαριασμό που η ίδια είχε ανοίξει στην ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ στο όνομα αυτής και της Δ, εν αγνοία της τελευταίας, και ότι στην πράξη της αυτή προέβη με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος συνολικού ύψους 41.327,22 ευρώ (ήτοι άνω των 15.000 ευρώ), όσο και το συνολικό ποσό των επιταγών, βλάπτοντας αντίστοιχα τον ανωτέρω Οργανισμό. Αιτιολογείται, ακόμη, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού του προσβαλλόμενου και του διατακτικού του παραπεμπτικού βουλεύματος και η συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της τελέσεως της πράξεως της πλαστογραφίας α) "κατ' επάγγελμα" με την παραδοχή ότι από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως της νοθεύσεως επιταγών και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει η κατηγορουμένη (κατασκευή σφραγίδας με το εντύπωμα του δικαιούχου των επιταγών Βρετανικού Οργανισμού Υγείας "ΒUΡΑ Ιηternational", θέση υπογραφών, κατά τα προεκτεθέντα), προκύπτει σκοπός της για πορισμό εισοδήματος και β) "κατά συνήθεια" με την παραδοχή ότι από την επανειλημμένη τέλεση πράξεων πλαστογραφίας προκύπτει σταθερή ροπή της προς τη διάπραξη εγκλημάτων πλαστογραφίας ως στοιχείο της προσωπικότητας της. Και Β) ως προς την κακουργηματική υπεξαίρεση ότι οι ως άνω επιταγές περιήλθαν στην κατοχή της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης και ήταν εμπιστευμένες σ' αυτήν λόγω της ιδιότητας της ως εντολοδόχου της εταιρίας "Σ1 ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΠΕ", ότι το αντικείμενο αυτών ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (συνολικού ύψους 41.327,22 ευρώ) και ότι, με αλλεπάλληλες αναλήψεις από τον ως άνω λογαριασμό, ανέλαβε το ποσό των (νοθευμένων, κατά τα ανωτέρω) επιταγών και το ενσωμάτωσε στην ατομική της περιουσία. Επομένως, ο μοναδικός από το άρθρο 484§1 στοιχ. δ και β ΚΠοινΔ, λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης και συγκεκριμένα γιατί μόνη αιτιολογία αυτού αποτελεί το περιεχόμενο της ενσωματωμένης σ" αυτό εισαγγελικής προτάσεως, ενώ δεν διαλαμβάνει τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απαιτούνται για τη στοιχειοθέτηση των επιβαρυντικών περιστάσεων του "κατ" επάγγελμα" και "κατά συνήθεια", είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Η αιτίαση ότι εκτιμήθηκαν εσφαλμένα τα αποδεικτικά μέσα και δη η από 23.10.2007 ένορκη εξέταση της μάρτυρος Σ2 ενώπιον του 20ου Τακτικού Ανακριτή, η επιστολή παραιτήσεως της εγκαλούσας Δ, το υπ' αριθ. ... συμβολαιογραφικό έγγραφο, η υπ' αριθ. 6784/2009 αθωωτική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, η από 5.2.2009 κατ" αντιπαράσταση εξέταση της μάρτυρος ..., το απολογητικό υπόμνημα της αναιρεσείουσας ενώπιον το 20ου Τακτικού Ανακριτή και το από 24.11.2009 υπόμνημα της ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, καθώς και η μήνυση της εγκαλούσας, είναι απαράδεκτη, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου της ουσίας.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ' αριθ. 48/16 Απριλίου 2010 αίτηση της Χ, για αναίρεση του υπ' αριθ. 561/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Οκτωβρίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Οκτωβρίου 2010.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ