Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1528 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ναρκωτικά.




Περίληψη:
Ναρκωτικά. Αίτηση αναίρεσης για απόρριψη ισχυρισμών κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 §§ 2α, 2δ και 2ε ΠΚ. Πότε οι ισχυρισμοί αυτοί είναι νόμιμοι και ορισμένοι.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1528/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου, περί αναιρέσεως της 1844/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.

Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Σεπτεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1680/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.) χωρίς ανάγκη ειδικώτερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτό. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι ο ισχυρισμός για αναγνώριση της υπάρξεως στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος, που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο για συνδρομή στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί, κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου, στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ιδίου Κώδικα. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις κατά το άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ θεωρούνται μεταξύ άλλων (υπό στοιχ. α') "το ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενική κοινωνική ζωή, κατά στοιχ." δ) "το ότι ο υπαίτιος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεώς του" και (υπό στοιχ. ε) "το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του". Για τη δεύτερη επί τις περιστάσεις αυτές, πρέπει, η μεταμέλεια του υπαιτίου όχι μόνο να είναι ειλικρινής, αλλά και να εκδηλώνεται εμπράκτως, τα οποία δείχνουν ότι αυτός μεταμελήθηκε και για το λόγο αυτό επεζήτησε, ειλικρινά και όχι προσχηματικά, να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεώς του, ενώ για την τρίτη, της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, πρέπει η συμπεριφορά αυτή να εκτείνεται σε μεγάλο διάστημα και υπό καθεστώς ελευθερίας του υπαιτίου, διότι είτε μόνον η επιλογή του αντανακλά στη γνήσια ψυχική του στάση και παρέχει αυθεντική μαρτυρία για την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του, σε αντίθεση με τον ευρισκόμενο στην φυλακή, ο οποίος υπόκειται σε ιδιαίτερο καθεστώς, δηλαδή στερήσεως της προσωπικής του ελευθερίας και υπακοής σε συγκεκριμένους κανόνες συμπεριφοράς από πειθαρχική ποινή, και συνεπώς η συμπεριφορά του δεν είναι ελεύθερη στην κοινωνία, στην οποία απέβλεψε ο νομοθέτης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 1844/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε, κατ' έφεση, για αγορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών για περαιτέρω διάθεση σε τρίτους - εμπορία και του επιβλήθηκε η ποινή κάθειρξης δώδεκα (12) ετών και χρηματική ποινή 10.000 ευρώ. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως ο αναιρεσείων δια του συνηγόρου του προέβαλε αυτοτελείς ισχυρισμούς περί της συνδρομής στο πρόσωπο αυτού (αναιρεσείοντος) των ελαφρυντικών περιστάσεων του προτέρου εντίμου βίου, της ελαφρυντικής μετάνοιας και της καλής συμπεριφοράς μετά τις πράξεις του (άρθρο 84 παρ. 2 εδ. α, δ και ε του ΠΚ), αντίστοιχα, επικαλέσθηκε δε για τη θεμελίωσή τους, κατά πιστή μεταφορά τους, τα εξής: "Α. Αυτοτελής ισχυρισμός περί συνδρομής της ελαφρυντικής περιστάσεως της διατάξεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α' ΠΚ "... ότι ο υπαίτιος έζησε έως το γρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή" Εκ του συνόλου του αποδεικτικού υλικού που ετέθη ενώπιον Σας, ήτοι τα έγγραφα, τις καταθέσεις των μαρτύρων και την απολογία μου ενώπιον Σας, προκύπτει ότι μέχρι το χρόνο της σύλληψης μου έζησα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή.
Γεννήθηκα στην ... και μεγάλωσα στην περιοχή της ... . Τελείωσα το δημοτικό και το Λύκειο, εργάστηκα από το έτος 1994 έως και το έτος 1998 στην Εμπορική Τράπεζα (σχετικά βεβαίωση από 20.9.2006 της Εμπορικής Τράπεζας που ανεγνώσθη στο ακροατήριο) και από το έτος 2000 έως και το Μάιο του έτους 2003 ως εξωτερικός συνεργάτης το μεγαλύτερου γραφείου κατασκευαστικής εταιρίας που ανήκει στον ΑΑ στην ... (σχετικά βεβαίωση του ιδίου που ανεγνώσθη στο ακροατήριο).
Ο έντιμος βίος μου αποδεικνύεται από το γεγονός ότι
¦ Είχα σταθερή επαγγελματική δραστηριότητα
¦ Είχα κοινωνική παρουσία μέσω της επαγγελματικής μου δραστηριότητας και της οικογένειας μου (σχετικά βεβαιώσεις από τους Δημάρχους ... και ... και την βεβαίωση του εφημέριου της Ιεράς Μητρόπολης ... που ανεγνώσθησαν στο ακροατήριο και αποδεικνύουν ότι δεν είχα δημιουργήσει ποτέ κάποιο πρόβλημα έως καιτη στιγμή της συλλήψεως μου)
¦ Έχω οικογένεια
¦ το ποινικό μου μητρώο είναι λευκό. Όπως είναι γνωστό, όμως, δεν αρκεί μόνο το λευκό ποινικό μητρώο για να πιστοποιηθεί ο πρότερος έντιμος βίος, αλλά απαιτείται η απόδειξη θετικής κοινωνικής κλπ συμπεριφοράς (ΑΠ 649/1997, ΠοινΧρ Μ', 155).
Όλα όσα ανέφερα, όσα απέδειξα δια των εγγράφων που αναλυτικά ανωτέρω αναφέρω και εζήτησα να αναγνωσθούν και όσα απέδειξα με την ειλικρινή μου απολογία για την επαγγελματική δραστηριότητα, την οικογενειακή ζωή και την κοινωνική μου παρουσία, αποδεικνύουν ότι είγα θετική κοινωνική παρουσία και αποδεδειγμένα έντιμο βίο. Δεν υφίσταται εξάλλου κανένα στοιχείο που να αντικρούει όσα απέδειξα δια μαρτύρων και εγγράφων! Β. Αυτοτελής ιστορισμός περί της συνδρομής της ελαφρυντικής περιστάσεως της διατάξεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. δ ΠΚ "... ότι ο υπαίτιος έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τας συνέπειας της πράξεως του ...". Η ειλικρινής μου απολογία - ομολογία σε συνδυασμό με την από 17.6.2008 εισηγητική έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας της φυλακής ..., όπου κρατούμαι με την οποία βεβαιώνεται από ανθρώπους έμπειρους που διαπιστώνουν καθημερινά τη συμπεριφορά μου και γνωρίζουν το χαρακτήρα μου ότι "... εργάζεται ως καθαριστής και επιδεικνύει εργατικότητα, συνέπεια και υπευθυνότητα στις υποχρεώσεις του και τα καθήκοντα του. Συμπερασματικά, η εν γένει στάση του και η συμπεριφορά του στο Κατάστημα μας καθώς και η έκφραση ενοχών για τα λάθη που έχει ήδη συνειδητοποιήσει, δείχνουν τη μεταμέλειά του και θεωρούμε ότι πρέπει να του δοθούν ανάλογες ευκαιρίες προκειμένου να επανορθώσει, προς όφελος του ιδίου και της οικογένειας του ..." μπορεί να αποτελέσει το ασφαλές αποδεικτικό έρεισμα για την αναγνώριση της συγκεκριμένης ελαφρυντικής περιστάσεως, η οποία ελλείψει αντιθέτων αποδεικτικών στοιχείων πρέπει να μου αναγνωριστεί.
Β. Αυτοτελής ισχυρισμός περί της συνδρομής της ελαφρυντικής περιστάσεως της διατάξεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε' ΠΚ "... ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της πράξεώς του ..." Η ελαφρυντική αυτή περίσταση αναγνωρίζεται, αν αποδειχθεί ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη.
Η καλή συμπεριφορά δεν εννοείται ως παθητική καλή διαγωγή (ΑΠ 260/1991/ΠοινΧρ. ΜΣΤ', 1646) ή μόνο ως απουσία παραβατικότητας. Περιλαμβάνει και τη θετική δραστηριότητα του υπαιτίου, η οποία εκδηλώνεται αυτοβούλως και όχι ως αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού (ΑΠ 859/1996, ΠοινΧρ ΜΖ', 1159). Κατά τη διάρκεια της κράτησης μου στις Φυλακές, έχω επιδείξει καλή διαγωγή τόσο απέναντι στους σωφρονιστικούς υπαλλήλους όσο και απέναντι στους συγκροτούμενους μου, όπως προκύπτει εκ της από 17.6.2008 εισηγητικής έκθεσης της κοινωνικής υπηρεσίας της φυλακής Μαλανδρίνου, όπου κρατούμαι με την οποία βεβαιώνεται από ανθρώπους έμπειρους που διαπιστώνουν καθημερινά τη συμπεριφορά μου και γνωρίζουν το χαρακτήρα μου ότι "... η διαγωγή και η συμπεριφορά του κατά τη διάρκεια της κράτησης του στο κατάστημα μας είναι η δέουσα καθώς δεν έχει δημιουργήσει ποτέ κανένα πρόβλημα είτε με τους συγκροτούμενους του είτε με το σωφρονιστικό προσωπικό και επομένως δεν έχει τιμωρηθεί πειθαρχικά και είναι ήσυχος και υπάκουος στους κανονισμούς του Καταστήματος, εργάζεται ως καθαριστής και επιδεικνύει εργατικότητα, συνέπεια και υπευθυνότητα στις υποχρεώσεις του και να καθήκοντα του. Συμπερασματικά, η εν γένει στάση του και η συμπεριφορά του στο Κατάστημα μας καθώς και η έκφραση ενοχών για τα λάθη που έχει ήδη συνειδητοποιήσει, δείχνουν τη μεταμέλεια του και θεωρούμε ότι πρέπει να του δοθούν ανάλογες ευκαιρίες προκειμένου να επανορθώσει, προς όφελος του ιδίου και της οικογένειας του ...". Ουδέποτε κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού μου στο δύσκολο και πιεστικό περιβάλλον με τις πολλές ιδιαιτερότητες των Φυλακών, υπέπεσα σε οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα, ουδέποτε δημιούργησα το οιοδήποτε πρόβλημα, αντιθέτως υπομένω καρτερικά τη μέρα που θα αφεθώ ελεύθερος να επιστρέψω στην οικογένεια μου και την εργασία μου.
Η συμπεριφορά μου υπήρξε άψογη όλο αυτό το χρονικό διάστημα, από εσωτερική ανάγκη και όχι εξαιτίας του φόβου που θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι προξενεί η μικροκοινωνία της φυλακής και οι ιδιαίτερες σχέσεις με συγκρατουμένους και σωφρονιστικό προσωπικό.
Όλο αυτό το χρονικό διάστημα πειθάρχησα στους κανόνες των φυλακών και δε δημιούργησα το παραμικρό πρόβλημα. Πρέπει, δε, να επισημάνω στο Δικαστήριο Σας ότι όλο αυτό το χρονικό διάστημα εργάζομαι στο μαγειρείο των φυλακών, όπως συνέβαινε και προ της συλλήψεως μου.
Υπήρξε προσωπική και συνειδητή μου επιλογή, η οποία δεν υπαγορεύτηκε από σκοπιμότητα, αλλά προήρχετο από την πηγαία επιθυμία μου να είμαι απόλυτα συμμορφωμένος με τους ισχύοντες κανόνες και αυτό πρέπει να ασκήσει επιρροή στην απόφασή Σας.
Είναι σαφές ότι οι προβληματικοί χαρακτήρες και οι εγκληματικές προσωπικότητες ξεδιπλώνονται και παρουσιάζονται πιο εύκολα σε όλη τους την έκταση, όταν βρεθούν σε δύσκολο και πιεστικό περιβάλλον, όπως κατεξοχήν αυτό της φυλακής.
Επειδή οι ανωτέρω ισχυρισμοί προβάλλονται σύννομα, καθώς αυτοτελείς είναι οι ισχυρισμοί που έχουν ως συνέπεια την άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης, τον αποκλεισμό ή τη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό, την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί προβλήθηκαν με τρόπο σαφή και ορισμένο (ΑΠ 48/1999, ΠοινΧρ. ΜΘ', 119) και υπό αυτή την έννοια και οι ανωτέρω ισχυρισμοί μου συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, επί των οποίων το Δικαστήριο πρέπει να διαλάβει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, κατά τα άρθρα 93 παρ 3 Σ και 139 ΚΠΔ, άλλως θεμελιώνεται λόγος αναιρέσεως κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στ. Δ' ΚΠΔ.
Επειδή οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί είναι αυτοτελείς κατά την ανωτέρω έννοια, καθόσον είναι σαφείς και ορισμένοι, επειδή εκτός από την επίκληση της συγκεκριμένης νομικής διάταξης ή του χαρακτηρισμού με τον οποίο είναι γνωστός στη νομική ορολογία, γίνεται και σαφής παράθεση των αληθινών περιστατικών που τους θεμελιώνουν (ΑΠ 797/2001, ΠοινΧρ 2002, σελ. 245).
Επειδή οι ελαφρυντικές περιστάσεις έχουν εφαρμογή επί παντός εγκλήματος και παντός εγκληματία (ΑΠ 267/1995, Υπέρ. 1996, 762)".
Όμως, οι πιο πάνω ισχυρισμοί δεν θεμελιώνονται στα παραπάνω συναφώς επικληθέντα από τον αναιρεσείοντα περιστατικά, καθόσον: α) δεν αρκεί για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου ούτε το λευκό ποινικό μητρώο, ούτε η απουσία δραστηριότη-τας μέχρι την τέλεση των πράξεων, ούτε η μέχρι τότε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά με τη δημιουργία οικογένειας και την άσκηση επαγγέλματος για βιοπορισμό, αλλά απαιτείται θετική και επωφελής για την κοινωνία - δράση και συμπεριφορά, β) για την ελαφρυντική περίσταση της ειλικρινούς μετάνοιας δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση της μόνο η επίκληση ότι η μετάνοια είναι ειλικρινής αλλά να εκτίθενται και στοιχεία έμπρακτης εκδήλωσης της, δηλαδή να αναφέρονται συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία δείχνουν ότι αυτός μεταμελήθηκε και για το λόγο αυτό επεζήτησε, ειλικρινά και όχι προσχηματικά να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες των πράξεων του, μη αρκούσης της ομολογίας του για την τέλεση των πράξεων που έγινε μετά τη σύλληψή του και της εργατικότητάς του στη φυλακή. και γ) η ήσυχη και χωρίς πειθαρχικά παραπτώματα διαβίωση του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του στη Φυλακή δεν συνιστά καθεαυτή την ελαφρυντική περίσταση της μετά τις πράξεις καλής συμπεριφορά του υπαιτίου, διότι τέτοια συμπεριφορά, την οποία η έννομη τάξη επιβραβεύει με ουσιώδη και υποχρεωτική μείωση της ποινής, δεν μπορεί να νοηθεί παρά εκείνη που εκδηλώνεται υπό καθεστώς απεριόριστης προσωπικής ελευθερίας, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη. Επομένως, το Πενταμελές Εφετείο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει στους ως άνω ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, πολύ δε περισσότερα να αιτιολογήσει με την προσβαλλόμενη απόφαση του επ' αυτών απορριπτική κρίση του. Παρά ταύτα, όμως, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Δικαστήριο της ουσίας, που απέρριψε κατ' ουσίαν τους ισχυρισμούς αυτούς "αφού δεν αποδείχθηκε η συνδρομή των προϋποθέσεων παραδοχής τους" διέλαβε περί αυτών (πιο πάνω ισχυρισμών) πλεοναστικώς ειδική μεν συνοπτική δε αιτιολογία. Επομένως, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για αναιτιολόγητη απόρριψη των ως άνω αυτοτελών ισχυρισμών του αναιρεσείοντος, εκ του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α, δ και ε του Π.Κ. (οι οποίοι και μόνο αποτελούν το αντικείμενο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως), πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση κα να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την επί 30 Σεπτεμβρίου 2008 αίτηση - δήλωση του Χ για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1844/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Ιουνίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή