Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Κατηγορούμενος, Αναβολής αίτημα, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για ψευδορκία μάρτυρα. Στοιχεία του ε/κλήματος. Απόρριψη λόγου για εκ πλαγίου παραβίαση ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Η λήψη υπόψη από το δικαστήριο εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας εκτός αν αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενο τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα. Πιστοποιητικό για το αμετάκλητο αποφάσεως αποτελεί διαδικαστικό έγγραφο. Επαρκής προσδιορισμός ταυτότητας πρακτικών δικών, τα οποία, πάντως αποτελούν το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος της ψευδορκίας. Λόγος που βάλλει κατά παρεμπίπτουσας αποφάσεως, με την οποία απορρίφθηκε αίτημα αναβολής, που είχε υποβληθεί από συγκατηγορούμενο του αναιρεσείοντος, απορρίπτεται ως απαράδεκτος για έλλειψη εννόμου συμφέροντος.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1716/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21-7-10 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητής, σύμφωνα με την 104/21-7-2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και την Γραμματέα Πελαγία Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Καλαϊτζίδη, περί αναιρέσεως της 251 και 404/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με συγκατηγορούμενους τους 1. Ψ1, και 2. Ψ2. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Απριλίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 525/2010.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Για την κατ' άρθρο 224 § 2 ΠΚ στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται α) ο μάρτυρας να καταθέσει ενώπιον αρμόδιας αρχής για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή, γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση αυτού ότι αυτά τα οποία κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Η ένορκη κατάθεση του δράστη του εγκλήματος αυτού πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς ανακριβή και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις, εκτός εάν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες προς τα γεγονότα που κατέθεσε. Θεωρείται δε αντικειμενικώς ψευδές το περιστατικό που κατατίθεται όταν αυτό είναι αντίθετο όχι μόνο προς την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά και προς εκείνα που ο μάρτυρας αντιλήφθηκε ή από διηγήσεις τρίτων πληροφορήθηκε και, ως εκ τούτου, γνώριζε.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέ-κυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παρα-γωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διατάξεως συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 404/2010 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο (μεταξύ άλλων και) τον αναιρεσείοντα ψευδορκίας μάρτυρα και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως 9 μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "...αποδείχθηκε ότι: Ο τρίτος κατηγορούμενος (Ψ2) με την υπ' αρ. 295, 296/2004 απόφαση του Β' Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθήνας, η οποία κατέστη αμετά-κλητη ως τούτο προκύπτει από το με αριθ. πρωτ. ... πιστοποιητικό του Γραμματέα του Αρείου Πάγου, καταδικάστηκε για τις πράξεις του βιασμού, της κλοπής και της απλής σωματικής βλάβης, που τέλεσε σε βάρος της εγκαλούσας, Ζ στη ..., στις 30 Απριλίου 2000 κατά τις πρώτες πρωινές ώρες. Κατά την εκδίκαση της ως άνω υπόθεσης και συγκεκριμένα στις 26.4.2002 ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίων Θηβών, όπου εκδικαζόταν στον πρώτο βαθμό, οι πρώτος και δεύτερος των κατηγορουμένων, Χ (αναιρεσείων) και Ψ1, αντίστοιχα και στις 2.6.2004 ενώπιον του Β' Μικτού Εφετείου Αθηνών, όπου δικαζόταν κατ' έφεση, οι ίδιοι ως άνω κατηγορούμενοι και ο τέταρτος από αυτούς (Δ), εξεταζόμενοι ενόρκως, κατέθεσαν ότι το βράδυ της ..., ήτοι στις 30.4.2000 που φέρονται ότι έλαβαν χώρα οι άνω αξιόποινες πράξεις, ο τρίτος κατηγορούμενος (Ψ2), βρισκόταν μαζί τους στον ... σε κλαμπ με το όνομα "..." και επομένως δεν θα μπορούσε ο ίδιος μέσα στο ως άνω χρονικό διάστημα να βρίσκεται στην ... μαζί με την εγκαλούσα και να τελέσει τις ανωτέρω πράξεις, τις οποίες η ίδια κατήγγειλε σε βάρος του. Οι άνω κατηγορούμενοι εκ των οποίων οι πρώτος και ο τέταρτος από αυτούς είναι φίλοι εξεταζόμενοι κατά τις παραπάνω ημεροχρονολογίες, ως μάρτυρες υπεράσπισης του τρίτου κατηγορούμενου, κατέθεσαν ότι κατά τον επίμαχο χρόνο της τέλεσης των παραπάνω αξιόποινων πράξεων σε βάρος της εγκαλούσας ο τρίτος κατηγορούμενος βρισκόταν στον ... σε κλαμπ μαζί τους. Και ίσως οι τέσσερις κατηγο-ρούμενοι το συγκεκριμένο βράδυ να συναντήθηκαν, γεγονός που δεν επιβεβαιώθηκε όμως από μαρτυρία τρίτου προσώπου πέραν των ιδίων, καίτοι όπως ισχυρίζονται οι ίδιοι το βράδυ εκείνο δεν ήσαν μόνοι τους στο προαναφερόμενο κλαμπ, πλην όμως αποδείχθηκε ότι η συνεύρεσή τους δεν διήρκεσε προφανώς καθόλη τη διάρκεια της νύχτας μέχρι της 7.00' πρωινή της επόμενης μέρας. Στην προσπάθειά τους όμως να ενισχύσουν το επικαλούμενο από τον τρίτο κατηγορούμενο άλλοθι, κατέθεσαν τόσον ο πρώτος κατηγορούμενος (Χ - αναιρεσείων) όσο και ο δεύτερος κατηγορούμενος (Ψ1), στον πρώτο βαθμό ότι "...φτάσαμε στον ... στις 02.15' με 02.20' ... Από τον ... φύγαμε στις 07.00 η ώρα...", ενώπιον του Β' Μικτού Εφετείου Αθηνών, κατέθεσαν ότι "... Γύρω στις 01.30' η ώρα πήγαμε στον ..... Γυρίσαμε στην ... στις 6.30'...", μεγεθύνοντας έτσι το χρόνο συνύπαρξης με τον τρίτο κατηγορούμενο σε τόπο μάλιστα αρκετά απομεμακρυσμένο από τον τόπο τελέσεως των πράξεων του βιασμού, της κλοπής και της απλής σωματικής βλάβης, για τις οποίες καταδικάστηκε ότι τέλεσε σε βάρος της εγκαλούσας, Ζ, έτσι ώστε λαμβανομένων υπόψη της μεταξύ των δύο περιοχών απόστασης και του αναγκαίου χρόνου μετακινήσεων να αποκλειστεί το ενδεχόμενο της τελέσεως των ως άνω πράξεων από τον τρίτο κατηγορούμενο. Τα ανωτέρω κατατεθέντα ενόρκως κατ' επανάληψη από τον πρώτο και δεύτερο των κατηγορουμένων απεδείχθησαν ψευδή, πέραν του ότι έχει κριθεί αμετάκλητα ότι ο τρίτος κατηγορούμενος τις πρώτες πρωινές ώρες στις 30.4.2000 πράγματι συναντήθηκε με την εγκαλούσα στην ... και αφού την οδήγησε στη ... διέπραξε τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις σε βάρος της, για τις οποίες και καταδικά-στηκε. Εξάλλου, η εγκαλούσα με σαφήνεια και πειστικότητα καταθέτει και στο παρόν Δικαστήριο ότι οι ως άνω αξιόποινες πράξεις έλαβαν χώρα σε βάρος της κατά τις πρώτες πρωινές ώρες της 30.4.2000, γεγονός το οποίο έχει κριθεί αμετάκλητα και με την ως άνω καταδικαστική απόφαση.
Συνεπώς, είναι αναληθές ότι κατά τις ίδιες ώρες της 30.4.2000, ήτοι καθόλο το χρονικό διάστημα από τις 1.30' η ώρα της 30.4.2000 έως τις 7.00 π.μ., ο τρίτος κατηγορούμενος βρισκόταν στο κλαμπ "..." στο ... και διασκέδαζε με τους λοιπούς συγκατηγορουμένους του, την αναλήθεια δε αυτή σαφώς και γνώριζαν οι τελευταίοι κατά την ένορκη κατάθεσή τους, αφού είναι ένα γεγονός η συνεύρεσή τους ή όχι, καθώς και η διάρκεια της συνευρέσεως που το βίωσαν ή όχι οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι και δεν το πληροφορήθηκαν από τρίτο. Εξάλλου,....
Συνεπώς, οι πρώτος (αναιρεσείων) και δεύτερος κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι...". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα κατ` εξακολούθηση, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 § 1α, 27§1, 98, 224 §§ 2-1 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, προσδιορίζονται τα ψευδή γεγονότα που ο αναιρεσείων κατέθεσε κατά την ένορκη εξέτασή του ενώπιον του ΜΟΔ Θηβών στις 26.4.2002 και του ΜΟΕ Αθηνών στις 2.6.2004, αιτιολογείται δε και ότι αυτός γνώριζε την αναλήθεια αυτών που κατέθεσε, αφού η συνεύρεσή του με τον καταδικασθέντα με τις άνω αποφάσεις Ψ2 και η διάρκεια της συνευρέσεώς τους κατά τον κρίσιμο χρόνο της τελέσεως από τον τελευταίο των αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες καταδικάσθηκε είναι γεγονός που το βίωσε ο ίδιος και δεν το πληροφορήθηκε από τρίτον. Επομένως, ο δεύτερος, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Ε ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εκ πλαγίου παραβίαση των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, η οποία συνίσταται στο ότι στο πόρισμα αυτής έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες και αντιφάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ειδικότερα: Η αιτίαση ότι δεν εξειδικεύεται ο ακριβής χρόνος, κατά τον οποίο ο Ψ2 (που καταδικάσθηκε ως ηθικός αυτουργός των ψευδορκιών) τέλεσε τις πράξεις του βιασμού, της κλοπής και της απλής σωματικής βλάβης σε βάρος της Ζ δεν ευσταθεί, γιατί η απόφαση δέχεται ως χρόνο τελέσεως των πράξεων αυτών "τις πρώτες πρωινές ώρες της 30 Απριλίου 2000", όπως κρίθηκε αμετακλήτως με την υπ` αριθ. 295, 296 απόφαση του ΜΟΕ Αθηνών, και δεν ήταν αναγκαία περαιτέρω εξειδίκευση, δεδομένου ότι ως "πρώτες πρωινές ώρες" νοούνται οι πρώτες μεταμεσονύχτιες ώρες, δηλαδή το χρονικό διάστημα από 01.00 π.μ. μέχρι 07.00 π.μ. Ακόμη, η παραδοχή ότι "και ίσως οι τέσσερις κατηγορούμενοι το συγκεκριμένο βράδυ να συναντήθηκαν...στο προαναφερόμενο κλαμπ, πλην όμως αποδείχθηκε ότι η συνεύρεσή τους δεν διήρκεσε προφανώς καθόλη τη διάρκεια της νύχτας μέχρι της 7.00' πρωινή της επόμενης μέρας" δεν είναι ενδοιαστική και η αιτίαση για το αντίθετο είναι αβάσιμη. Αντιθέτως, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι συναντήθηκαν στο κλαμπ δεν επιβεβαιώθηκε από μαρτυρία άλλου προσώπου, καίτοι ισχυρίστηκαν ότι δεν ήταν μόνοι τους στο κλαμπ το βράδυ εκείνο, αλλά αυτοί προσπάθησαν να ενισχύσουν το άλλοθι του συγκατηγορουμένου τους Ψ2 (το οποίο δεν δέχθηκε το ΜΟΕ), μεγεθύνοντας το χρόνο κατά τον οποίο, όπως ισχυρίζονταν, είχαν συνυπάρξει με τον τελευταίο σε τόπο αρκετά απομακρυσμένο από αυτόν της τελέσεως των εγκλημάτων του βιασμού κ.λπ. Τέλος, ως τόπος τελέσεως των ως άνω εγκλημάτων κρίθηκε ότι ήταν το ... και όχι η ..., όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο αναιρεσείων, όπου, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, που στηρίζονται και στην αμετάκλητη επ` αυτού κρίση με την υπ` αριθ. 295, 296/2004 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, συναντήθηκε ο Ψ2 με την παθούσα και την οδήγησε στο .... Η δε αιτίαση ότι δεν καθίσταται σαφές πότε ακριβώς συναντήθηκε ο αναιρεσείων (και οι συγκατη-γορούμενοί του για ψευδορκία) με τον καταδικασθέντα, πόσο διήρκεσε η συνάντησή τους, πότε συναντήθηκε ο καταδικασθείς με την εγκαλούσα και πού και πότε τελέσθηκαν οι πράξεις του βιασμού κ.λπ. σε βάρος της στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε εν τέλει ότι το αληθές είναι ότι ο αναιρεσείων και οι συγκατη-γορούμενοί του Ψ1 και Δ κατά την κρίσιμη νύχτα δεν είχαν συναντηθεί με τον καταδικασθέντα για τις ως άνω πράξεις Ψ2.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ.2, 364 και 369 ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν είναι βέβαιο ότι αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 ΚΠοινΔ), εκτός αν αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορη-τηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα. Στα πρακτικά της αποφάσεως δεν είναι απαραίτητο να καταχω-ρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, είναι, όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκείνα εκ των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώστηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το συγκεκριμένο έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί στις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα του εγγράφου, υπάρχει η ίδια ως άνω ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μεταξύ των εγγράφων που μνημονεύονται ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικάσαν Εφετείο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του αναιρεσείοντος, περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα, με τους αντίστοιχους αύξοντες αριθμούς: 2. Τα πρακτικά του ΜΟΔ Θηβών της 26.4.2002, 3. τα πρακτικά του Β' ΜΟΕ Αθηνών της 2.6.2004. Ακόμη, λήφθηκε υπόψη, χωρίς να αναφέρεται στα αναγνωσθέντα έγγραφα, το με αριθ. πρωτ. ... πιστοποιητικό του Γραμματέα του Αρείου Πάγου περί αμετακλήτου της υπ` αριθ. 295, 296/2004 αποφάσεως του ΜΟΕ Αθηνών. Και το μεν τελευταίο έγγραφο δεν ήταν αναγκαίο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, να αναγνωσθεί, γιατί αυτό είναι διαδικαστικό, αφού δεν είναι έγγραφο της αποδεικτικής διαδικασίας, αλλά αφορά το διαδικαστικό ζήτημα του αμετακλήτου της ανωτέρω αποφάσεως του ΜΟΕ Αθηνών, με την οποία καταδικάσθηκε ο Ψ2 για τις πράξεις του βιασμού κ.λπ., και λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως. Όσον αφορά τα ανωτέρω πρακτικά που αναγνώσθηκαν, η ταυτότητά τους προσδιορίζεται επαρκώς, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ότι πρόκειται για τα πρακτικά των αποφάσεων (του ΜΟΔ Θηβών και του ΜΟΕ Αθηνών με αριθμό 295, 296/2004), με τις οποίες ο ειρημένος Ψ2 καταδικάσθηκε για βιασμό κ.λπ., ανεξαρτήτως του ότι αυτά αποτελούν το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος της ψευδορκίας κατ` εξακολούθηση, για την οποία καταδικάσθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων, ο οποίος, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, δεν προέβαλε καμιά αντίρρηση για την ανάγνωση των εγγράφων που αναγνώσθηκαν. Επομένως, ο πρώτος, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Α ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, που συνίσταται στο ότι τα οριζόμενα ως πρακτικά του ΜΟΔ Θηβών της 26.4.2002 και πρακτικά του Β' ΜΟΕ Αθηνών της 2.6.2004 δεν προσδιορίζονται επαρκώς (δεν αναφέρουν τι αφορούν και δεν περιέχουν την απόφαση του δικαστηρίου), ενώ λήφθηκαν υπόψη χωρίς να αναγνωσθούν η υπ` αριθ. 295, 296/2004 απόφαση του Β' Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών και το υπ` αριθ. ... πιστοποιητικό του Γραμματέα του Αρείου Πάγου, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Η κατά τα άρθρα 93§ 2 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510§1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες, ή αν η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει την αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης λόγω σημαντικών αιτίων, κατά το άρθρο 349 ΚΠοινΔ, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, παρά το ότι η παραδοχή ή απόρριψη τέτοιας αιτήσεως έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου. Διαφορετικά, ιδρύεται ο κατά τα ανωτέρω λόγος αναιρέσεως. Περαιτέρω, κατά την αρχή που καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 463 ΚΠοινΔ, το ένδικο μέσο, άρα και αυτό της αναιρέσεως (άρθρο 462 ΚΠοινΔ), μπορεί να το ασκήσει μόνον εκείνος, στον οποίο ρητώς ο νόμος παρέχει αυτό το δικαίωμα και έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση του στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η ίδια αρχή ισχύει και για την προβολή κάθε λόγου του ενδίκου μέσου (Ολ. ΑΠ 1244/1986). Αν το έννομο συμφέρον ελλείπει, το ένδικο μέσο ή ο λόγος του, κατά περίπτωση, απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι κατά τη δικάσιμο της 13.1.2010, εμφανίσθηκε, ως άγγελος, ο ..., πατέρας του, τότε απόντος, κατηγορουμένου Ψ2 και ζήτησε την αναβολή της δίκης, λόγω ασθενείας του τελευταίου. Το Τριμελές Εφετείο, με την παρεμπίπτουσα υπ` αριθ. 251/2010 απόφασή του, η οποία προηγήθηκε της προσβαλλομένης κυρίας αποφάσεώς του υπ' αριθ. 404/2010 και συμπροσβάλ-λεται με την τελευταία, απέρριψε το αίτημα για αναβολή της δίκης και, ακολούθως, διέκοψε την εκδίκαση της υποθέσεως για 18.1.2010, οπότε προσήλθε και ο απών κατηγορούμενος, ο οποίος και απολογήθηκε. Την παρεμπίπτουσα αυτή απόφαση πλήττει ο αναιρεσείων, με τον τρίτο (τελευταίο), από το άρθρο 510§1 στοιχ. Α και Δ ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως, για απόλυτη ακυρότητα, συνισταμένη στο ότι επί του αιτήματος για την αναβολή δεν δόθηκε ο λόγος στους άλλους κατηγορουμένους ή στους συνηγόρους τους, και για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ανωτέρω αιτήματος. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, για έλλειψη εννόμου συμφέ-ροντος του αναιρεσείοντος προς προβολήν του, αφού το αίτημα υποβλήθηκε όχι από αυτόν, αλλά από συγκατηγορούμενό του, ο οποίος, πάντως, κατά την μετά τη διακοπή δικάσιμο, όπως αναφέρθηκε, προσήλθε στο ακροατήριο και απολογήθηκε, ενώ ο αναιρεσείων δεν επικαλείται ότι είχε αυτός κάποια έννομη επιβλαβή συνέπεια από την απόρριψη του αιτήματος αναβολής και τη διακοπή της δίκης, εφόσον και ο ίδιος παρέστη κανονικά στη συνεδρίαση της 18.1.2010.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 6 Απριλίου 2010 (υπ' αριθ. πρωτ.2607/2010) αίτηση του Χ, για αναίρεση των υπ` αριθ. 251/13.1.2010 και 404/ 18.1.2010 αποφάσεων του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελη-μάτων) Αθηνών. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Οκτωβρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Νοεμβρίου 2010.
Η ΠΡΟΕΔΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ