Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία, Καταχραστές Δημοσίου.
Περίληψη:
Πλαστογραφία με χρήση κατ’ εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος και με τη συνδρομή του Ν. 1608/1950. Το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών είναι αμετάκλητο. Απορρίπτει την αίτηση ως απαράδεκτη.
ΑΡΙΘΜΟΣ 654/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση, Αιμιλία Λίτινα και Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Σεπτεμβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1843/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Α.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 117/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτιος Μακρής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού, με αριθμό 203/18.4.08, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 18-10-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ κατά του υπ' αριθμ. 1843/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω τα εξής:
Δια του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος, απερρίφθη κατ' ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ' αριθμ. 349/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, δια του οποίου ο αναιρεσείων παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), δια να δικασθή δια πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση εις βαθμό κακουργήματος, από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του και κατά μόνας και δι' απάτη εις βαθμό κακουργήματος από κοινού, μετερρυθμίσθη δε τούτο, κατά το παραπεμπτικό μέρος του, με την προσθήκη της επιβαρυντικής περιστάσεως τελέσεως των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων κατά παράβαση του Ν.1608/1950 και αναδιετυπώθη η σχετική κατηγορία.
Επειδή, κατά το άρθρ. 308 §1 εδ. γ' και δ' Κ.Π.Δ., στα εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρ.1 του Ν.1608/1950, η περάτωση της κυρίας ανακρίσεως κηρύσσεται από το συμβούλιο των εφετών. Για τον σκοπό αυτό, η δικογραφία διαβιβάζεται, αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη, στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, αν κρίνη ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει, με πρότασή του, στο συμβούλιο εφετών, που αποφαίνεται αμετακλήτως, ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η ως άνω ρύθμιση εισήχθη δια να επιτευχθή η συντόμευση της διαδικασίας παραπομπής στο ακροατήριο των κατηγορουμένων δια κατάχρηση του δημοσίου χρήματος, με τον περιορισμό της χρονοβόρας και εγκυμονούσης κινδύνους παραγραφής ενδιάμεσης διαδικασίας ενώπιον των συμβουλίων, εκδιδομένου ενός μόνο παραπεμπτικού βουλεύματος του συμβουλίου εφετών, μη υποκειμένου στο ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως, εφ' όσον υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής (βλ. Α.Π. 298/2004, εις Π.Χ./ΝΕ'/58).
Συνεπώς, και το επί εφέσεως κατά παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών εκδιδόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, το οποίο αποφαίνεται ότι το κρινόμενο έγκλημα προβλέπεται από το άρθρ. 1 του Ν.1608/1950, επίσης δεν υπόκειται εις αίτηση αναιρέσεως, δια τον ίδιο ως άνω λόγο. Μεταξύ δε των εγκλημάτων που προβλέπονται από το άρθρο αυτό είναι και τα υπό των άρθρ. 216 και 386 Π.Κ. προβλεπόμενα, εφ' όσον αυτά στρέφονται κατά του δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου, εκ των αναφερομένων στο άρθρο 263Α Π.Κ., όπως οι Τράπεζες που εδρεύουν στην ημεδαπή κατά τον νόμο ή το καταστατικό τους. Εξάλλου, κατά το άρθρ. 476 §1 Κ.Π.Δ., όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνη σχετικώς, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της αποφάσεως ή του βουλεύματος που έχει προσβληθή και την καταδίκη στα έξοδα του ασκήσαντος αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση, ως προκύπτει από το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα, το εκδόν αυτό Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, επί εφέσεως κατά του υπ' αριθμ. 349/2007 βουλεύματος Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, εδέχθη, με αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, ότι οι αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως εις βαθμό κακουργήματος (άρθρ. 216 Π.Κ.) και της απάτης εις βαθμό κακουργήματος (άρθρ. 386 Π.Κ.), δια τις οποίες ο αναιρεσείων παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), ως και από κοινού μετά των συγκατηγορουμένων του τελέσας αυτές, στρέφονται κατά της Τραπέζης υπό την επωνυμία "ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.", εδρευούσης στη Θεσσαλονίκη, κατά τον νόμο και το καταστατικό της και, επομένως, πρέπει να εφαρμοσθούν οι διατάξεις της παραγρ. 1 του άρθρ. 1 του Ν.1608/1950. Ακολούθως, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών μετερρύθμισε το εκκαλούμενο βούλευμα, κατά το παραπεμπτικό μέρος του, με την προσθήκη της επιβαρυντικής περιστάσεως τελέσεως των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων κατά παράβαση του Ν.1608/1950 και αναδιετύπωσε την σχετική κατηγορία. Αλλ' υπό τα δεδομένα αυτά, το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών δεν υπόκειται στο ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως, συμφώνως προς τα προεκτιθέμενα. Κατ' ακολουθία, πρέπει να απορριφθή, ως απαράδεκτη η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Εις περίπτωση δε που θα κριθή η αίτηση αυτή παραδεκτή, πρέπει να απορριφθή ως αβάσιμη, διότι το εκδόν το προσβαλλόμενο βούλευμα Συμβούλιο Εφετών, με αναφορά στην εισαγγελική πρόταση διέλαβε σ' αυτό την υπό του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και τις σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική κρίση του, συγχρόνως δε ορθώς εφήρμοσε και ερμήνευσε τις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παρεβίασε, ενώ δεν υπέπεσε και στην πλημμέλεια της απολύτου ακυρότητος. Επομένως, οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι αναιρετικοί λόγοι, εκ του άρθρ. 484 §1 στοιχ. α', β', δ' Κ.Π.Δ., είναι αβάσιμοι.
Για τους λόγους αυτούς
- Προτείνω Να απορριφθή η από 18-10-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ κατά του υπ' αριθ. 1843/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, και Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Αθήναι 28 Φεβρουαρίου 2008
Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου
Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
ΕΠΕΙΔΗ, κατά τις διατάξεις του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. 3 και 4 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που προστέθηκε με το άρθρο 5 παρ. 7 του ν. 1738/1987, "στα εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του ν. 1608/1950 ("για τους καταχραστές του δημοσίου") η περάτωση της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμβούλιο των εφετών. Για το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτικά πράξη στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρότασή του στο συμβούλιο εφετών, που αποφαίνεται αμετακλήτως ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η ως άνω ρύθμιση εισήχθη για να επιτευχθεί η συντόμευση της διαδικασίας παραπομπής στο ακροατήριο των κατηγορουμένων για κατάχρηση του δημόσιου χρήματος, με τον περιορισμό της χρονοβόρου ενδιάμεσης διαδικασίας ενώπιον των συμβουλίων, η οποία εγκυμονεί κινδύνους παραγραφής και εκδίδεται μόνον ένα βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, το οποίο δεν υπόκειται στο ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως, εφ' όσον υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής.
Συνεπώς και το επί εφέσεως κατά παραπεμπτικού βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών εκδιδόμενο βούλευμα του συμβουλίου εφετών, το οποίο αποφαίνεται ότι το κρινόμενο έγκλημα προβλέπεται από το άρθρο 1 του νόμου 1608/1950, επίσης δεν υπόκειται σε αίτηση αναιρέσεως, για τον ίδιο ως άνω λόγο. Μεταξύ των εγκλημάτων που προβλέπονται από το άρθρο αυτό είναι και εκείνα που προβλέπονται από τα άρθρα 216 και 386 του Ποινικού Κώδικα, εφ' όσον αυτά στρέφονται κατά του δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατ' άλλου νομικού προσώπου, από τα αναφερόμενα στο άρθρο 263 Α ΠΚ, όπως οι Τράπεζες που εδρεύουν στην ημεδαπή, κατά τον νόμο ή το καταστατικό τους. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, μεταξύ άλλων περιπτώσεων και εναντίον βουλεύματος, για το οποίο δεν προβλέπεται, όπως είναι το αμετάκλητο βούλευμα, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, σε συμβούλιο, το κηρύσσει απαράδεκτο και διατάσσει την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε αυτό.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, το οποίο το εξέδωσε επί εφέσεως κατά του 349/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, δέχθηκε με αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, ότι οι αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας με χρήση σε βαθμό κακουργήματος και της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, για τις οποίες ο αναιρεσείων παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), ως και από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του τελέσας αυτές, στρέφονται κατά της Τράπεζας με την επωνυμία "ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ", που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και επομένως πρέπει να εφαρμοσθούν οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Νόμου 1608/1950. Ακολούθως, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών μεταρρύθμισε το εκκαλούμενο βούλευμα, κατά το παραπεμπτικό του μέρος, με την προσθήκη της επιβαρυντικής περιστάσεως τελέσεως των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων με τη συνδρομή των όρων του ν. 1608/1950 και αναδιατύπωσε τη σχετική κατηγορία. Αλλά με τα δεδομένα αυτά, και ενόψει των όσων έχουν εκτεθεί παραπάνω, το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών δεν υπόκειται στο ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 ΚΔΠ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 18 Οκτωβρίου 2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ κατά του 1843/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€).
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2009.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΚΑΙ ΗΔΗ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ