Θέμα
Δικαστικό ένσημο, Πληρεξουσιότητα .
Περίληψη:
Μη νόμιμη παράσταση ενός αναιρεσιβλήτου. Εφόσον έχει κλητευθεί, προχωρεί η συζήτηση. Δικαστικό ένσημο - συνέπειες μη καταβολής του. Δικονομικού Δικαίου οι διατάξεις του. Δεν ιδρύονται από την παράβαση των οικείων διατάξεων λόγοι από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, γιατί αφορούν σε παραβάσεις διατάξεων δικονομικού και όχι ουσιαστικού δικαίου, ούτε από τον αριθμό 14 του ιδίου άρθρου, γιατί η διάταξη αυτή αφορά σε εκπτώσεις, κλπ, που αναφέρονται στον ΚΠολΔικ και όχι σε άλλους νόμους, που επιδιώκουν μόνο φορολογικούς σκοπούς, όπως είναι και οι περί δικαστικού ενσήμου. Λόγοι από τους αριθμούς 14, 16 και 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ που απορρίπτονται ως απαράδεκτοι γιατί στηρίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι έχει εκδοθεί απόφαση που, λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου, απορρίπτει την αγωγή.
Αριθμός 181/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ε. Β. του Σ., ως κληρονόμου της Ε. χήρας Κ. Κ. και του Α. Κ. του Κ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Παπαηλία, χωρίς να καταθέσει προτάσεις.
Των αναιρεσίβλητων: 1) Λ. Τ. του Δ., 2) Η. Τ. του Δ., ως συγκληρονόμων της Λ. Ε., κατοίκων ..., 3) Χ. Κ. του Α., 4) Η. Κ. του Α., 5) Α. Κ. του Α., 6) Σ. Ν. συζ. Ν., το γένος Α. Κ., ως συγκληρονόμων της Α. και Γ. Κ., κατοίκων ..., και 7) Ιερού Μητροπολιτικού Ναού "Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου", με έδρα τη Λαμία, που εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Βούλτση.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1/6/1981 αγωγή, την από 10/9/1981 ανακοίνωση δίκης μετά προσεπικλήσεως εις παρέμβαση των αρχικών διαδίκων και την από 4/10/1981 κύρια παρέμβαση του 7ου των αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1328/1982 μη οριστική, 9869/1982 μη οριστική, 9140/1983 μη οριστική και 9433/1990 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 6810/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 11/3/2010 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 23/11/2012 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ.1, 2 και 3 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει, αυτεπαγγέλτως, ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο αντίδικος του απολειπομένου ή μη παρισταμένου με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, τότε ερευνάται αν αυτός κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί (ΑΠ 1664/2012, ΑΠ 1667/2012). Εξάλλου κατά το άρθρο 94 παρ.1 ΚΠολΔ στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά το άρθρο 96 παρ.1 του ίδιου κώδικα, η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 104, για τη συζήτηση στο ακροατήριο, απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως, το δε δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της (ΑΠ 342/2011, ΑΠ 453/2011). Τις κλητεύσεις επικαλούνται και αποδεικνύουν οι παριστάμενοι διάδικοι (ΑΠ 1664, 1667/2012).
Στην προκειμένη περίπτωση από το σχετικό πινάκιο, τα πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου και τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι ο έβδομος αναιρεσίβλητος, ήτοι ο Ιερός Μητροπολιτικός Ναός "Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου" παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Γεωργίου Βούλτση, ο οποίος όμως δεν έχει την απαιτουμένη κατά το άρθρο 104 ΚΠολΔ ρητή προς τούτο πληρεξουσιότητα. Επομένως ο εν λόγω αναιρεσίβλητος δεν παρίσταται νόμιμα, και γι' αυτό πρέπει να ερευνηθεί αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, πράγμα το οποίο αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση αναιρεσείοντα, υπ' αριθμ. 1550/4.10.2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Λαμίας Αθανασίου Λάζου, από την οποία προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 11.3.2010 αιτήσεως αναιρέσεως, μαζί με κλήση για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο επιδόθηκε σ' αυτόν, μετά από παραγγελία του έχοντος προς τούτο πληρεξιουσιότητα και παραστάντος στο ακροατήριο πληρεξουσίου δικηγόρου των αναιρεσειόντων. Ενόψει τούτου η συζήτηση θα προχωρήσει, σύμφωνα με το άρθρο 576 παρ.2 ΚΠολΔ, παρά την απουσία αυτού (ΑΠ 1750/2012).
Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 2 Γπ04/1912 "περί δικαστικού ενσήμου", όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το ν.δ.1544/1942 και τροποποιήθηκε με το ν.δ.4189/1961, ο ενάγων, αν παραλείψει την προκαταβολή του οφειλομένου τέλους δικαστικού ενσήμου, δικάζεται ερήμην και η αγωγή απορρίπτεται, κατ' άρθρο 272 παρ.1 ΚΠολΔ, όπως τούτο ίσχυε κατά το χρόνο ασκήσεως της από 1.6.1981 και με αριθμό εκθ. καταθέσεως 7840/31.8.1981 ένδικης αγωγής (καταργηθέν στη συνέχεια με το άρθρο 13 παρ.2 του Ν. 2915/2001). Η εν λόγω διάταξη όριζε ότι "αν η συζήτηση γίνεται με επιμέλεια του ενάγοντος και αυτός δεν εμφανισθεί κατά την πρώτη συζήτηση ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτήν κανονικά, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση χωρίς αυτόν και απορρίπτει την αγωγή". Η απορριπτική για μη καταβολή δικαστικού ενσήμου απόφαση, μετά την τελεσιδικία της, λόγω μη ασκήσεως κατ' αυτής ενδίκου μέσου δημιουργεί δεδικασμένο (αρθρ.321 ΚΠολΔ) για το τυπικά παραδεκτό της αγωγής και για την ουσία της υπόθεσης και συνεπώς αποκλείεται η άσκηση νέας, με το αυτό αντικείμενο και μεταξύ των ίδιων διαδίκων, αγωγής (ΑΠ 1337/2011, ΑΠ 1107/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη αναίρεση και με την επίκληση των διατάξεων των αριθμών 14, 16 και 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι πλημμέλειες: α) ότι δεν κήρυξε άκυρη τη διαδικασία και τις διαδικαστικές πράξεις που, στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επηκολούθησαν μετά την έκδοση της υπ' αριθμ. 1328/1982 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η αγωγή, που συνεκδικάστηκε με ανακοίνωση δίκης και προσεπίκληση σε παρέμβαση, καθώς και με ασκηθείσα κυρία παρέμβαση, απορρίφθηκε λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου και εσφαλμένα θεώρησε έγκυρη τη διαδικασία που συνεχίστηκε με την από 15.12.1982 κλήση των εναγόντων - αναιρεσιβλήτων προς περαιτέρω συζήτηση της αγωγής και την έκδοση στη συνέχεια των παρεμπιπτουσών, υπ' αριθμ. 9896/1982 και 9140/1983, αποφάσεων, καθώς και της υπ' αριθμ. 9433/1990, οριστικής αποφάσεως (αριθμ.14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ) β) ότι παραβίασε τις διατάξεις περί δεδικασμένου, αφού δεν δέχθηκε ότι η παραπάνω, λόγω μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου απόφαση, αποτελεί δεδικασμένο, αφού κατέστη τελεσίδικη, λόγω μη ασκήσεως κατ' αυτής ενδίκων μέσων (αριθμ.16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ), γ) ότι παραβίασε τις περί δικαστικού ενσήμου ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και τις εξ αυτών απορρέουσες συνέπειες (αριθμ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ) και δ) ότι οι προταθέντες ισχυρισμοί, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και είχαν εισαχθεί με λόγο εφέσεως στον εκδόσαν την προσβαλλομένη απόφαση Εφετείο Αθηνών, απορρίφθηκαν με τις παρατιθέμενες αιτιολογίες, οι οποίες είναι ανεπαρκείς και αντιφατικές. Οι τρεις πρώτοι από τους παραπάνω λόγους είναι απαράδεκτοι γιατί στηρίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση, ότι η επικαλούμενη υπ' αριθμ. 1328/1982 απόφαση του Πρωτοβάθμιου δικαστηρίου απέρριψε την αγωγή, λόγω μη καταβολής, από τους αρχικά ενάγοντες και δικαιοπαρόχους των συνεχισάντων τη δίκη αναιρεσιβλήτων, του δικαστικού ενσήμου. Πλην όμως όπως προκύπτει από την επισκόπηση της εν λόγω αποφάσεως, με αυτήν, μετά τη διαπίστωση της μη καταβολής από τους ενάγοντες, του δικαστικού ενσήμου, αντί να απορριφθεί η αγωγή, όπως θα ήταν το ορθό κατ' εφαρμογή των αναφερομένων στη νομική σκέψη διατάξεων, τις οποίες κα η απόφαση αυτή, ως νομική σκέψη της, επικαλείται, θεωρεί εσφαλμένα ότι λόγω της εκ της μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου ερημοδικίας των εναγόντων και της μη εντεύθεν δυνατότητος λήψεως υπόψη των εγγράφων που αυτοί προσκόμισαν, μεταξύ των οποίων ήταν και οι εκθέσεις επιδόσεως της αγωγής, δεν προκύπτει ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση (εφόσον η εναγομένη δεν προσκομίζει την επιδοθείσα σ' αυτήν αγωγή με τη σχετική προς συζήτηση κλήση ή επιδοθείσα από αυτήν κλήση προς τους ενάγοντες) και από το λόγο αυτό θεωρεί τους ενάγοντες ως ερήμην δικαζόμενους. Κατά το διατακτικό της αποφάσεως αυτής, αφού συνεκδικάζεται ερήμην των εναγόντων και κατ' αντιμωλία των λοιπών διαδίκων η αγωγή, η ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε παρέμβαση και η ασκηθείσα κυρία παρέμβαση από τον αναιρεσίβλητο Ι.Μ.Ν. "Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου", κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση για την αγωγή και την ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε παρέμβαση, ενώ αναβάλλεται (αναστέλλεται) η πρόοδος της δίκης ως προς την κυρία παρέμβαση. Επομένως δεν υφίσταται απορριπτική της αγωγής απόφαση, αλλά μόνο απόφαση που κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση, η οποία είναι μεν εσφαλμένη (αφού θα έπρεπε, όπως προαναφέρθηκε να απορρίπτει την αγωγή λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου) πλην όμως παράγει τις ενέργειές της και συνακόλουθα ορθά η αγωγή επανεισήχθη στο δικαστήριο με την από 15.12.1982 και με αριθμό καταθ. 1598/5-3-1982 κλήση των επισπευσάντων τη συζήτηση δικαιοπαρόχων των εναγόντων αναιρεσιβλήτων, στην θέση των οποίων οι τελευταίοι έχουν υπεισέλθει. Η απόφαση αυτή ως μη οριστική θα μπορούσε να ανακληθεί είτε αυτεπαγγέλτως, είτε με πρόταση των διαδίκων (άρθρ. 309 ΚΠολΔ - ΑΠ 660/2011) από το εν συνέχεια επιληφθέν της υποθέσεως δικαστήριο. Πλην όμως δεν συνέτρεξε προς τούτο λόγος, καθόσον όπως προκύπτει από την επισκόπηση της εν συνεχεία εκδοθείσας παρεμπίπτουσας, περί αποδείξεων, υπ' αριθμ. 9140/1983 αποφάσεως, το αίτημα της αγωγής μετετράπει σε αναγνωριστικό. Ενόψει των προεκτεθέντων δεν συνέτρεχε περίπτωση κηρύξεως άκυρης και μάλιστα αυτεπαγγέλτως της "διαμορφωτικής" διαδικαστικής πράξεως της κλήσεως για περαιτέρω συζήτηση της αγωγής (άρθρα 159-160 ΚΠολΔ), αφού η διαδικαστική αυτή πράξη επακολουθεί μετά την κήρυξη ως απαράδεκτης της συζητήσεως της αγωγής, αλλά ούτε και περίπτωση ανακλήσεως της μη οριστικής και εσφαλμένης υπ' αριθμ. 1328/1982 αποφάσεως, ώστε λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου να απορριφθεί η αγωγή, αφού αυτή μετετράπει σε αναγνωριστική, αλλά ούτε και ακυρότητας των εν συνεχεία εκδοθεισών δικαστικών αποφάσεων. Ενόψει τούτων δεν μπορεί να γίνει λόγος ούτε για επελθόν με την εν λόγω υπ' αριθμ. 1328/1982 απόφαση δεδικασμένο, αλλά ούτε και περί παραβιάσεως, από την προσβαλλομένη απόφαση των περί δικαστικού ενσήμου δικονομικού δικαίου, συνεπειών (ΑΠ 1320/2010), λαμβανομένου υπόψη και του ότι η απόφαση αυτή (1328/1982) δεν συνεξεκκλήθη κατά τις πραγματικές διατάξεις της, με την εκδοθείσα στη συνέχεια και εκκληθείσα, υπ' αριθμ. 9433/1990 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Ο τρίτος λόγος είναι προσέτι απαράδεκτος, όπως και ο τέταρτος γιατί αιτιώνται την ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των περί δικαστικού ενσήμου διατάξεων, η οποία όμως παραβίαση ως αφορώσα σε δικονομικού δικαίου διατάξεις δεν ιδρύει τους επικαλούμενους από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγους αναιρέσεως, που αναφέρονται σε διατάξεις ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 608/2008), αλλά ούτε και εκείνου της διατάξεως του αριθμού 14 του ίδιου άρθρου, που αφορά σε εκπτώσεις από δικαιώματα, ακυρότητες και απαράδεκτα που περιέχονται στις διατάξεις του ΚΠολΔ και όχι σε άλλους νόμους, που επιδιώκουν μόνο φορολογικούς σκοπούς, όπως είναι και οι περί δικαστικού ενσήμου (ΑΠ 2365/2009). Ενόψει των προεκτεθέντων η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων λόγω της ήττας του, στη δικαστική δαπάνη των παρασταθέντων αναιρεσιβλήτων (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 11-3-2010 αίτηση του Ε. Β. για αναίρεση της υπ' αριθμό 6810/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Φεβρουαρίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ