Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 92 / 2013    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Συνήγορος κατηγορουμένου, Ε.Σ.Δ.Α., Αναβολής αίτημα, Πρακτικά συνεδρίασης, Κατηγορουμένου απολογία.




Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Τι πρέπει να περιέχει ο λόγος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Δ του ΚΠΔ για να είναι ορισμένος. Απόρριψη σχετικών λόγων ως απαραδέκτων. Αίτημα αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις (προσκόμιση εξοφλητικής αποδείξεως) μη νόμιμο. Παρά ταύτα, απόρριψη αυτού αιτιολογημένα. Από τις παραδοχές, για την απορριπτική κρίση, δεν παραβιάστηκε το τεκμήριο αθωότητας. Από τα πρακτικά, που δεν προβλήθηκαν ως πλαστά, δεν προκύπτει ότι ζητήθηκε η ανάγνωση συγκεκριμένων εγγράφων. Όχι έλλειψη ακροάσεως. Ο συνήγορος δεν μπορεί να απολογηθεί για λογαριασμό του εντολέα του, τον οποίο εκπροσωπεί, ούτε καλείται προς τούτο, χωρίς να παραβιάζεται, από το λόγο αυτό, η Ε.Σ.Δ.Α. Απόρριψη αιτήσεως και προσθέτων λόγων.




Αριθμός 92/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Δεκεμβρίου 2012, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου - Βασιλοπούλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Κ. Φ. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ασημακόπουλο, για αναίρεση της υπ' αριθ. ΒΤ-5044/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Νοεμβρίου 2011 αίτησή του αναιρέσεως όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 6 Απριλίου 2012 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1345/2011.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 352 και 353 του ΚΠοινΔ, παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα δικανική του πεποίθηση. Εξάλλου, η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 3904/2010, ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Με βάση τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Συμβάσεως αυτής, αν υποβληθεί νομίμως αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις και αυτό απορριφθεί χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, θεωρείται ότι προσβάλλεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη και ιδρύεται και ο ως άνω λόγος αναιρέσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο κατ' εξακολούθηση, πράξη που τέλεσε με το ελαφρυντικό των μη ταπεινών αιτίων, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δεκαπέντε (15) μηνών, ανασταλείσα. Η πράξη, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, συνίσταται, ειδικότερα, στο ότι αυτός: "Στον Πειραιά κατά το χρονικό διάστημα από 31.7.2003 έως 31.8.2007, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει τα 50.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, ενώ είχαν βεβαιωθεί διάφορα χρέη προς το Δημόσιο σε βάρος της εταιρίας ΟΙΚΟΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ - ΑΝΩΝ. με έδρα την ..., της οποίας είναι διευθύνων σύμβουλος, όπως ακριβώς αναφέρονται στο συνημμένο πίνακα χρεών της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ (αρ. ειδ. Βιβλίου .../2008) και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 30/1/2008 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της πιο πάνω Δ.Ο.Υ., ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό ευρώ 98.849,66 μέσα στη νόμιμη προθεσμία". Όπως δε προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, ο συνήγορος του κατηγορουμένου, μετά την εξέταση της μάρτυρος κατηγορίας, υπέβαλε αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, για να προσκομιστεί εξοφλητική απόδειξη εφόσον τελειώσει η εκκαθάριση, αναφέροντας ότι: "Ο κατηγορούμενος ήταν εκπρόσωπος της εταιρίας. Δεν ήταν ατομικά τα χρέη. Από τους πλειστηριασμούς εισέπραξε 8.000.000 ευρώ. Άλλοι δύο πλειστηριασμοί κατέστησαν άγονοι. Πήρε εντολή να συντάξει προσωρινό πίνακα. Η Δ.Ο.Υ. έχει απαίτηση 640.000 ευρώ και όχι 99.000 ευρώ". Το αίτημα, όμως, αυτό, όπως υποβλήθηκε, δεν ήταν νόμιμο, καθόσον ο αναιρεσείων ισχυρίστηκε όχι ότι είχε ήδη εξοφλήσει την απαίτηση του Δημοσίου αλλά ότι θα την εξοφλήσει στο μέλλον, μετά, δηλαδή, το πέρας της εκκαθαρίσεως της εταιρίας του και ότι, επομένως, η απόδειξη που, ενδεχομένως, θα επηρέαζε την κρίση του Δικαστηρίου δεν υπήρχε, αλλά θα δημιουργείτο στο μέλλον. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει την κρίση του, χωρίς, από τη μη αιτιολόγηση να παραβιάζεται η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και να προκαλείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Παρά ταύτα, απέρριψε το ως άνω αίτημα αιτιολογημένα, δεν ασκεί δε, ενόψει των ανωτέρω, επιρροή το γεγονός ότι, ενδεχομένως, η αιτιολογία δεν είναι επαρκής ούτε βεβαίως η σκέψη ότι "άλλωστε, ο εκκαλών - κατηγορούμενος, εάν είχε την οικονομική δυνατότητα να προβεί σε εξόφληση ή ακόμη και σε ρύθμιση του επίδικου χρέους θα το είχε κάνει μέχρι σήμερα" παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητας, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ. Αντιθέτως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, με τη σκέψη αυτή, δέχεται ότι η επικαλούμενη εξοφλητική απόδειξη δεν υπήρχε, αλλά θα δημιουργείτο στο μέλλον, αφού τα χρέη θα εξοφλούντο μετά το πέρας της εκκαθαρίσεως. Κατά συνέπειαν, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Α του ΚΠοινΔ, πρώτος και δεύτερος λόγοι του δικογράφου των παραδεκτώς ασκηθέντων (ενόψει του ότι η ένδικη αίτηση αναιρέσεως περιέχει παραδεκτό λόγο αναιρέσεως) προσθέτων λόγων, που κατατέθηκαν εμπρόθεσμα (την 6.4.2012) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 509 παρ. 2 του ΚΠοινΔ), με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ως άνω αιτήματος και για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω παραβιάσεως, με την παραπάνω σκέψη, του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, που προβλέπεται από την ΕΣΔΑ, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Από τις διατάξεις των άρθρων 474§1, 2 και 509§1 εδ. α' ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι στην έκθεση με την οποία ασκείται το ένδικο μέσο της αναιρέσεως κατ' αποφάσεως πρέπει, εκτός των άλλων, να διατυπώνονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο αυτό μέσο και οι οποίοι πρέπει να είναι από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510§1 του ίδιου Κώδικα. Οι αόριστοι και ασαφείς αναιρετικοί λόγοι απορρίπτονται ως απαράδεκτοι. Ειδικότερα, για το ορισμένο του εκ του άρθρου 510§1 στοιχ Δ' ΚΠοινΔ λόγου αναιρέσεως, για έλλειψη της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93§3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από τους άλλους λόγους αναιρέσεως, πρέπει να προσδιορίζεται με την αναίρεση σε τί συνίσταται η έλλειψη αυτή, αν δηλαδή δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία, ως προς όλα ή ως προς συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, ή αν η υπάρχουσα είναι ελλιπής και ποιές είναι, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, οι ελλείψεις ή οι ασάφειες ή οι αντιφάσεις της υπάρχουσας αιτιολογίας, ή ποιά αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας (Ολ.ΑΠ 2/2002).
Στην προκειμένη περίπτωση, στην αίτηση διαλαμβάνονται ως πρώτος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως κατά της πιο πάνω αποφάσεως, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής: "Η προσβαλλόμενη απόφαση έσφαλε, μη εκτιμήσασα δεόντως το αποδεικτικό υλικό, μη κρίνασα επαρκώς τους προβληθέντες ισχυρισμούς και μη επιτρέψασα την ανάπτυξιν αυτών" και "στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, εφ' όσον αντί της προσηκούσης αιτιολογίας αι τεθειμέναι σκέψεις του σκεπτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως συνιστούν τυπικήν αιτιολογίαν μη εμπεριέχουσαν καμίαν εκτιμητήν σκέψιν. Την ανυπαρξίαν εν προκειμένω της δεούσης αιτιολογίας, ως λόγο αναιρέσεως, διακηρύσσουν οι αποφάσεις (...)". Έτσι, όμως, διατυπούμενοι, οι λόγοι αυτοί αναιρέσεως είναι εντελώς αόριστοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτιμήσεως και πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι, αφού δεν προσδιορίζεται στην ειρημένη έκθεση αναιρέσεως σε τι συνίσταται η έλλειψη της αιτιολογίας που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ή ποιες είναι οι ελλείψεις ή ασάφειες αυτής ή σε ποιες, ενδεχομένως, άλλες πλημμέλειες περιέπεσε το Δικαστήριο της ουσίας, ο δε πρώτος είναι απαράδεκτος και γιατί αφορά την ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 141 του ΚΠοινΔ, τα πρακτικά τηρούνται συνοπτικά και πρέπει να περιέχουν, εκτός των άλλων, τις δηλώσεις των κατηγορουμένων και των αστικώς υπευθύνων, τις αποφάσεις του δικαστηρίου και τις διατάξεις εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση και γενικά κάθε αξιόλογο γεγονός κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι τα πρακτικά της ποινικής δίκης αποδεικνύουν, μέχρι να προσβληθούν ως πλαστά, όλα όσα καταχωρούνται σ' αυτά, μεταξύ των οποίων και οι δηλώσεις, προτάσεις και αιτήσεις των διαδίκων, καθώς και οι αποφάσεις του δικαστηρίου και οι διατάξεις εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση. Επομένως, αιτήσεις ή δηλώσεις του κατηγορουμένου που δεν καταχωρήθηκαν στα πρακτικά, τα οποία δεν διορθώθηκαν κατά τούτο, ούτε προσβάλλονται ως πλαστά, θεωρούνται ότι δεν έγιναν. Εξάλλου, ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επέρχεται για έλλειψη ακροάσεως, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, κατά τα άρθρα 170 παρ. 2 και 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ, όταν ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το Δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Τέτοιο δικαίωμα είναι και αυτό του κατηγορουμένου να υποβάλει, σύμφωνα με το άρθρο 364 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, αίτημα αναγνώσεως εγγράφου που κατατέθηκε κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Για να επέλθει, όμως, η, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠοινΔ, ακυρότητα της διαδικασίας, απαιτείται να υποβληθεί σαφές και ορισμένο αίτημα από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και επιπλέον, σε περίπτωση μη αποδοχής αυτού από το διευθύνοντα τη συζήτηση, άμεση προσφυγή του σε ολόκληρο το Δικαστήριο και απόρριψη παρά το νόμο από αυτό της προσφυγής ή παράλειψή του να αποφανθεί.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι ο συνήγορος του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου κατέθεσε προς ανάγνωση τις υπ' αριθ. 8248/2006 και 375/2007 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών και του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αντιστοίχως, και ότι η Προεδρεύουσα αρνήθηκε να τα παραλάβει και να τα αναγνώσει, ούτε ότι ο αυτός προσέφυγε, σχετικώς, στο Δικαστήριο. Κατά συνέπειαν, τα ως άνω έγγραφα του αναιρεσείοντος θεωρείται ότι δεν υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει, κατ' εκτίμηση, ότι επήλθε ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο για έλλειψη ακροάσεως, γιατί δεν περιελήφθησαν στα πρακτικά και οι ανωτέρω αποφάσεις, χωρίς, όμως, να προσβάλλει τα πρακτικά ως πλαστά, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Από τη διάταξη του άρθρου 366 του ΚΠοινΔ προκύπτει, ότι εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση στο ακροατήριο καλεί υποχρεωτικά τον κατηγορούμενο σε απολογία, είτε αυτός το ζητήσει είτε όχι. Διαφορετικά δημιουργείται, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' του ίδιου Κώδικα, ακυρότητα της διαδικασίας, εκ της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α' του Κώδικα. Αυτό, όμως, προϋποθέτει αυτοπρόσωπη του κατηγορούμενου παράσταση στο ακροατήριο. Όταν αυτός δεν παρίσταται στο ακροατήριο αυτοπροσώπως, αλλά, όπως έχει δικαίωμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 340 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, αλλά και αυτήν του άρθρου 6 παρ. 3 περ. γ της ΕΣΔΑ, εκπροσωπείται στη δίκη από συνήγορο, ο συνήγορός του δεν μπορεί να απολογηθεί για λογαριασμό του κατηγορούμενου, ούτε αυτός καλείται σε απολογία.
Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον τέταρτο (τελευταίο) λόγο αναιρέσεως, πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο, γιατί, το Δικαστήριο, που την εξέδωσε τον κήρυξε ένοχο, χωρίς, πριν από την πρόταση του εισαγγελέα της έδρας περί ενοχής, να δοθεί ο λόγος στον πληρεξούσιο δικηγόρο του, που τον εκπροσώπησε, για να λάβει θέση και να εκφρασθεί αντ' αυτού επί της κατηγορίας και της αποδεικτικής διαδικασίας που είχε διεξαχθεί στο ακροατήριο, με τον τρόπο δε αυτό παραβιάσθηκε και το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη που προστατεύεται από το άρθρο 6 παρ. 1 και 3γ της ΕΣΔΑ. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντος δεν μπορούσε να κληθεί να απολογηθεί για λογαριασμό του εντολέα του, χωρίς αυτό να προσκρούει σε οποιαδήποτε διάταξη της ΕΣΔΑ.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ' αριθ. 14/11 Νοεμβρίου 2011 αίτηση του Κ. Φ. του Γ. μετά των από 6 Απριλίου 2012 προσθέτων λόγων αυτής, για αναίρεση της υπ' αριθ. ΒΤ-5044/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιανουαρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Ιανουαρίου 2013.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή