Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1988 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, Δόλος.




Περίληψη:
Παράβαση ΑΝ 86/1967. Στοιχεία του εγκλήματος. Αυτοτελείς ισχυρισμοί και αιτήματα κατηγορουμένου. Για το παραδεκτό αυτών απαιτείται και προφορική προβολή και υποβολή και ανάπτυξη, αλλιώς δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να απαντήσει. Δεν υπάρχει επίσης υποχρέωση απάντησης σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Η επανάληψη του διατακτικού στο αιτιολογικό δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, εφόσον το διατακτικό περιλαμβάνει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την ύπαρξη αιτιολογίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν χρειάζεται να αναφερθεί ιδιαιτέρως, εκτός και αν για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός. Αιτιολογημένη καταδίκη για το ανωτέρω έγκλημα του κατηγορουμένου, ο οποίος ως εργοδότης δεν κατέβαλε στο ΙΚΑ τις οφειλόμενες εργοδοτικές και εργατικές εισφορές για την εργαζομένη που απασχόλησε. Απορρίπτεται η αίτηση.




Αριθμός 1988/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδης, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ανδρέα Δουλγεράκη και Ιωάννη Παπαδόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 28 Απριλίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Σακκαλή, για αναίρεση της 501/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Άμφισσας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Άμφισσας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Σεπτεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1617/2008.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την παρ. 1 του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967, τιμωρείται, με τις στην διάταξη αυτή οριζόμενες αθροιστικώς ποινές, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών αυτόν ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών), ασχέτως ποσού, προς τους εις το Υπουργείο Εργασίας υπαγόμενους κάθε φύσεως οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής ή κοινωνικής Ασφάλισης ή Ειδικούς Λογαριασμούς και δεν τις καταβάλλει στους παραπάνω Οργανισμούς, εντός ενός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές, ενώ κατά την παρ. 2 της προδιαληφθείσης διατάξεως, τιμωρείται για υπεξαίρεση, με τις στην εν λόγω διάταξη προβλεπόμενες αθροιστικώς ποινές, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εις αυτόν εργαζομένων, με σκοπό να τις αποδώσει στους ανωτέρω, κατά της παρ. 1 Οργανισμούς και δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει αυτές προς τους Οργανισμούς τούτους εντός ενός μηνός, αφότου κατέστησαν απαιτητές. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι, προς στοιχειοθέτηση του μη γνησίου εγκλήματος παραλείψεως της μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών, απαιτείται να προσδιορίζεται η οφειλή του υπόχρεου, η ιδιότητα αυτού, ως εργοδότη που απασχολεί προσωπικό για ασφαλιστικές εισφορές που τον βαρύνουν ατομικώς καθώς και εκείνων που προέρχονται από παρακράτηση υπό τούτου των βαρυνουσών εργατικών εισφορών και η μη καταβολή τους εντός ενός μηνός, αφότου κατέστησαν απαιτητές προς τον Ασφαλιστικό Οργανισμό, στον οποίο είναι ασφαλισμένο το απασχολούμενο προσωπικό, ενώ, ως χρόνος καταβολής των τοιούτων εισφορών και συγκεκριμένα προς το ΙΚΑ ορίζεται, κατά μεν το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ, το ημερολογιακό τέλος του μηνός, εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία, κατά δε το άρθρο 26 παρ. 3 του ΑΝ 1846/1951, μέχρι το τέλος του επόμενου από τον ορισθέντα χρόνο μηνός. Από τα προπαρατεθέντα προκύπτει, ότι δεν αποτελεί στοιχείο προς θεμελίωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος που προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 1 παρ. 1 και άρθρο 2 του ΑΝ. 86/1967, ο καθορισμός του αριθμού των απασχοληθέντων μισθωτών, ποίοι ήταν αυτοί και πόσον χρόνο εργάσθηκε ο καθένας τους στον υπόχρεο, ούτε οι τακτικές αποδοχές καθενός εξ αυτών. Ο χρόνος απασχολήσεως και καταβολής των μηνιαίων αποδοχών του προσωπικού που συμπλέκεται αμέσως με το χρόνο των δύο αξιοποίνων πράξεων, είναι κρίσιμος, όταν ασκεί επιρροή στην έρευνα της εξαλείψεως του αξιοποίνου των πράξεων αυτών, λόγω παραγραφής. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, ενώ η επανάληψη του διατακτικού στο αιτιολογικό ή η αναφορά του αιτιολογικού στο διατακτικό, δεν συνιστά καθ' εαυτήν έλλειψη αιτιολογίας, εφόσον το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Σχετικά με την ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να περιέχεται ιδιαίτερη αιτιολογία, γιατί αυτός (δόλος) ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός και αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ήτοι άμεσος δόλος ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 139 παρ. 1 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά και στην κρίση για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, η οποία επίσης, πρέπει, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, πρέπει, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτό, συνιστά έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, εκ της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Β' του ΚΠοινΔ. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που αναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε να διαλάβει στην απόφασή του ιδιαίτερη αιτιολόγηση, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση απαντήσεως σε απαράδεκτο ή αόριστο ισχυρισμό, ενώ αιτιολογία για τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς εμπεριέχεται από τα πράγματα, στην κύρια αιτιολογία της απόφασης για την ενοχή. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 331 του ΚΠοινΔ "η διαδικασία στο ακροατήριο γίνεται προφορικά και για τη συζήτηση συντάσσονται πρακτικά", κατά δε τη διάταξη του άρθρου 141 παρ.2 του ίδιου Κώδικα "ο Εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να ζητούν την καταχώρηση (στα πρακτικά) κάθε δήλωσης όσων εξετάζονται ή εκείνων που μετέχουν στη δίκη, αν έχουν συμφέρον και δεν είναι αντίθετο στο νόμο και να παραδίδουν γραπτώς σ' αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση, τις δηλώσεις τους, που αναπτύχθηκαν προφορικά". Με την πρώτη από τις διατάξεις αυτές, καθιερώνεται η αρχή της "προφορικότητας" της διαδικασίας της ποινικής δίκης, η οποία όχι μόνο δεν κάμπτεται, αλλά αντίθετα ενισχύεται με τη δεύτερη, αφού η παράδοση γραπτώς των δηλώσεων, προϋποθέτει (κατά τη διάταξη αυτή) προφορική ανάπτυξή τους. Έτσι η προβολή αυτοτελών ισχυρισμών ή η υποβολή αιτημάτων του κατηγορουμένου με μόνη τη διατύπωσή τους σε έγγραφο που καταχωρίζεται και ενσωματώνεται στα πρακτικά, χωρίς δηλαδή και την προηγούμενη προφορική προβολή και υποβολή και ανάπτυξή τους, προκύπτουσα από τα ίδια τα πρακτικά, ώστε να γίνουν αντικείμενο έρευνας κατά τη συζήτηση στα πλαίσια της προφορικότητας και της αμεσότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, παραβιάζει την προαναφερθείσα αρχή της ποινικής διαδικασίας και οδηγεί στο απαράδεκτο του ισχυρισμού ή του αιτήματος. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης υπ' αριθ. 501/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Άμφισσας, ο συνήγορος του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατέθεσε έγγραφο σημείωμα, ο οποίο καταχωρίστηκε στα πρακτικά και με το οποίο αφενός ζητούσε αναβολή της δίκης μέχρι να εκδοθεί απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Λεβαδείας επί προσφυγής που άσκησε κατά της Πράξεως Επιβολής Εισφορών με βάση την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη και αφετέρου πρόβαλε ότι 1)εκδόθηκε απόφαση του (Πολιτικού) Εφετείου Λαμίας που επιδίκασε μικρότερες αποδοχές στην εργαζομένη ... από αυτές που αναφέρονταν στην πρωτόδικη απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Άμφισσας και για το λόγο αυτόν πρέπει να αναβληθεί η συζήτηση προκειμένου να γίνει νέος υπολογισμός των εισφορών και να εκδοθούν νέες Πράξεις Επιβολής Εισφορών, 2)δεν προσέλαβε αυτός την εργαζομένη αλλά ο αδελφός του, ο ίδιος δε δεν γνώριζε την πρόσληψη και 3)δεν είχε δόλο διαπράξεως του εγκλήματος που του αποδίδεται. Από τα πρακτικά όμως της προσβαλλόμενης απόφασης δεν προκύπτει ότι τα ανωτέρω (αίτημα αναβολής και ισχυρισμοί) υποβλήθηκαν και αναπτύχθηκαν και προφορικά και έτσι προβλήθηκαν απαραδέκτως και το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει επ' αυτών, πέρα από το ότι οι ισχυρισμοί αυτοί δεν ήταν αυτοτελείς, αλλά αρνητικοί της κατηγορίας. Επομένως ο επικαλούμενος από τον αναιρεσείοντα λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠΔ περί ελλείψεως ακροάσεως επειδή δεν απάντησε το Δικαστήριο στα ανωτέρω (αίτημα αναβολής και ισχυρισμούς), είναι αβάσιμος. Περαιτέρω το Τριμελές Πλημμελειοδικείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, αποδείχτηκαν τα εξής: "Ο κατηγορούμενος ετέλεσε τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται, καθόσον αποδείχτηκαν τα πραγματικά περιστατικά που λεπτομερώς εκτίθενται στο διατακτικό της παρούσης. Επομένως πρέπει αυτός να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων αυτών". Εν συνεχεία στο διατακτικό της αποφάσεως όρισε τα εξής: "
Κηρύσσει ένοχο κατά πλειοψηφία τον παραπάνω κατηγορούμενο του ότι: Στο ... στις 2 Απριλίου 2003, εργοδότης τυγχάνων και διατηρών επιχείρηση Καφετέρια, ενώ απασχολούσε κατά τη μισθολογική περίοδο από 1-1-2001 έως 30-9-2001 στην επιχείρησή του αυτή σε εξαρτημένη εργασία με αμοιβή προσωπικό εσφαλμένο στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ), δηλαδή σε Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης που υπάγεται στο Υπουργείο Εργασίας και όφειλε για την ασφάλιση του προσωπικού του να καταβάλλει στον Οργανισμό αυτό τις παρακάτω εισφορές μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα, μέσα στο οποίο παρασχέθηκε η εργασία, εν τούτοις:
Α) Δεν κατέβαλε στον Οργανισμό αυτόν τις ασφαλιστικές εισφορές (Εργοδοτικές) που τον βαρύνουν και που ανέρχονται στο ποσό των 2592,91 Ευρώ από τότε που έγιναν απαιτητές και Β)Δεν κατέβαλε στον Οργανισμό αυτόν τις ασφαλιστικές εισφορές (Εργατικές) τις οποίες παρακράτησε με σκοπό να τις αποδώσει στον Οργανισμό αυτόν από τότε που έγιναν απαιτητές από τους σ' αυτόν εργαζομένους 1296,45 ευρώ, ενώ την προαναφερόμενη χρονική περίοδο απασχολούσε προσωπικό, την ..., επιβαρύνουν αυτόν και που ανέρχονται δε αυτές στο ποσό των 3.889,36 ευρώ (συνολικά) και κατέστη τιμωρητέος για υπεξαίρεση. Για τη μη καταβολή των εισφορών αυτών συντάχθηκε η με αριθμό 2398/06 ΠΕΕ". Μετά από αυτά το Δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο σε συνολική ποινή φυλακίσεως εφτά (7) μηνών και συνολική χρηματική ποινή διακοσίων (200) Ευρώ. Με αυτά που δέχτηκε το Δικαστήριο στο αιτιολογικό και στο διατακτικό, τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού το διατακτικό στο οποίο αναφέρεται το αιτιολογικό, είναι λεπτομερές και περιέχει με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, ενώ η ύπαρξη του δόλου δεν χρειαζόταν να αναφερθεί ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των προαναφερθέντων εγκλημάτων και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως αυτών. Τέλος το ότι το διατακτικό συμπίπτει στη διατύπωση με το κατηγορητήριο, δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, αφού το Δικαστήριο δέχτηκε ότι τα αναφερόμενα σ' αυτά περιστατικά αποδείχτηκαν και όχι κάποια άλλα. Επομένως ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως που δεν περιέχει άλλο λόγο, πρέπει να απορριφθεί και επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την από 29-9-2008 αίτηση του ..., για αναίρεση της υπ' αριθ. 501/2008 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Άμφισσας.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαΐου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Οκτωβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή