Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1532 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση, Εισαγγελικής πρότασης γνωστοποίηση.




Περίληψη:
Άρθρο 308§2 Κ.Π.Δ. Αν ο διάδικος λάβει γνώση της προτάσεως, δεν απαιτείται η δικογραφία να μείνει επί δεκαήμερο στο γραφείο της εισαγγελίας, διότι έχει πληρωθεί ο σκοπός της διατάξεως αυτής. Όχι απόλυτη ακυρότης εκ της μη παραμονής της δικογραφίας στο γραφείο εισαγγελίας. Η άνω διάταξη εφαρμόζεται και στη διαδικασία του Συμβουλίου Εφετών και του Αρείου Πάγου. Άρθρο 138 § 2 Κ.Π.Δ., 309 § 2 Κ.Π.Δ. . Όταν το αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση υποβληθεί σε χρόνο μεταγενέστερο από εκείνο που αποφασίστηκε το βούλευμα, το αίτημα αυτό είναι απαράδεκτο και δεν λαμβάνεται υπ’ όψη, εκ της μη λήψεως δε υπ’ όψη δεν δημιουργείται απόλυτη ακυρότης. Στοιχεία υπεξαιρέσεως κακουργηματικής (375 § 1 β΄ Π.Κ.). Πότε αιτιολογία στο παραπεμπτικό βούλευμα. Πότε εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Όχι λόγος αναιρέσεως, όταν πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Άρθρο 309 § 2: Πότε απόλυτη ακυρότης. Εάν δεν απαντήσει καθόλου στο αίτημα της αυτοπροσώπου εμφανίσεως, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 § 1 περ. α΄ ΚΠΔ. Εάν απορρίψει αυτό χωρίς αιτιολογία ιδρύεται λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 § 1 δ΄. Απορρίπτει αίτηση.





ΑΡΙΘΜΟΣ 1532/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1007/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 208/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 462/26.11.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:

Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρ. 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την παραδεκτώς, κατά τις συνδεδυασμένες διατάξεις των άρθρ. 465 παρ. 1, 474, 482 παρ. 1 στοιχ. α' και 484 παρ. 1 στοιχ. α', δ' Κ.Π.Δ. του ιδίου κώδικος και εμπροθέσμως κατ'άρθρ. 473 παρ. 1 Κ.Π.Δ. αφού η ημερομηνία ασκήσεώς της αρχίζει από την επίδοσιν του προσβαλλομένου βουλεύματος στον αντίκλητον του κατηγορουμένου, ασκηθείσαν υπό του κατηγορουμένου X1 δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, δυνάμει της από 18-12-2006 εξουσιοδοτήσεως, με αριθ. 175/21-12-2006 αίτησιν αναιρέσεως κατά του υπ'αριθ. 1007/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και επάγομαι τα ακόλουθα:
Ι) Δια του πληττομένου βουλεύματος, που εξεδόθη κατόπιν εφέσεως του παραπάνω κατηγορουμένου κατά του υπ'αριθ. 1006/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, παρεπέμφθη ούτος δια να δικασθεί δι'υπεξαίρεσιν η συνολική αξία του αντικειμένου της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Κατά του βουλεύματος τούτου παραπονείται ήδη ο αναιρεσείων κατηγορούμενος προβάλλων τους υπό του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. α' και δ' Κ.Π.Δ. λόγους της απολύτου ακυρότητος και της έλλειψης της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.

ΙΙ) Κατά την διάταξη του άρθρ. 308 παρ. 2 Κ.Π.Δ., όπως συνεπληρώθη με το άρθρο 10 παρ. 8 ν. 1941/91 και 3 παρ. 5 ν. 2145/93 και άρθρ. 20 παρ. 2 ν. 3160/2003, ο κατηγορούμενος δικαιούται να γνωστοποιήσει και προφορικά στον Εισαγγελέα ότι επιθυμεί να λάβει γνώση της προτάσεώς του. Στην περίπτωση αυτή ο Εισαγγελέας υποχρεούται να τον ειδοποιήσει και προφορικά ή τηλεφωνικά προκειμένου να λάβει γνώση της προτάσεώς του. Η δικογραφία παραμένει υποχρεωτικά στην γραμματεία της Εισαγγελίας για χρονικό διάστημα δέκα ημερών, από την ειδοποίηση, πριν από την πάροδο των οποίων, η δικογραφία δεν εισάγεται στο Συμβούλιο. Με την διάταξη αυτή θεσμοθετείται δικαίωμα των διαδίκων να λαμβάνουν γνώσιν της πρότασης του Εισαγγελέα, προκειμένου να υποβάλλουν εγκαίρως τις παρατηρήσεις των και η δικογραφία να εισάγεται στο Συμβούλιο στο σύνολό της, πλην όμως, η υποχρέωση αυτή περί ενημερώσεως του διαδίκου στην άσκηση του υπερασπιστικού του δικαιώματος, προϋποθέτει ότι αφ'ενός μεν υπεβλήθη υπ'αυτού σχετικό αίτημα και αφ'ετέρου ότι το τοιούτο αίτημα υπεβλήθη αποκλειστικώς στον αρμόδιο Εισαγγελέα και δεν αρκεί να διατυπωθεί απλώς σε άλλο έγγραφο της ποινικής προδικασίας, ως το απολογητικό υπόμνημα, ή το κείμενο της συντασσομένης ενώπιον του αρμοδίου γραμματέως περί δηλουμένης ασκήσεως ενδίκου μέσου εκθέσεως (Α.Π. 1533/2003 Ποιν.Χρ. ΝΔ' σελ. 522).
Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται όχι μόνο στην διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών αλλά και εις αυτήν ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών και του Αρείου Πάγου (άρθρ. 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), η παραβίασίς της δε όταν εκείνος που ζήτησε να λάβει γνώση της πρότασης του Εισαγγελέα πριν υποβληθεί στο Συμβούλιο και δεν ειδοποιήθηκε να λάβει γνώση είναι ο κατηγορούμενος, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατ'άρθρ. 171 παρ. 1 εδ. δ' Κ.Π.Δ., γιατί ανάγεται στην στέρηση υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, που λαμβάνεται υπ'όψιν και αυτεπαγγέλτως και ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ. 'Οταν όμως ο κατηγορούμενος ειδοποιήθηκε για την κατάθεση της πρότασης του Εισαγγελέα και προσήλθε στο αρμόδιο γραφείο και έλαβε γνώση, ικανοποιείται ο σκοπός του νόμου και δεν είναι αναγκαίο να παραμείνει η πρόταση στο γραφείο του γραμματέα επί δέκα ημέρες, αλλά μπορεί να εισαχθεί η υπόθεση στο δικαστικό Συμβούλιο για περαιτέρω έρευνά της, δίχως να προκύπτει ακυρότητα. Η λύση αυτή είναι άμεση συνέπεια της υλοποίησης της δυνατότητος του κατηγορουμένου, ο οποίος ικανοποίησε το δικαίωμά του και είχε την ευχέρεια να υποβάλλει τις παρατηρήσεις του (Α.Π. 362/2006 Ποιν. Χρον. ΝΣΤ' σελ. 890, Α.Π. 1242/1995 Ποιν.Χρ. ΜΣΤ' σελ. 373, Α.Π. 2556/2003 Ποιν.Χρ. ΝΔ' σελ. 931, Α.Π. 481/2005 Ποιν.Χρ. ΝΕ' σελ. 989, Α.Π. 1666/98 Ποιν.Χρ. ΜΘ' σελ. 354, Α.Π. 162/1999 Ποιν.Χρ. ΜΘ' σελ. 992). Υπεστηρίχθη όμως και η αντίθετος άποψις σύμφωνα με την οποίαν έγινε δεκτό ότι πριν παρέλθει το δεκαήμερο από την ειδοποίηση, η οικεία δικογραφία δεν εισάγεται στο Συμβούλιο, αλλά παραμένει στην γραμματεία της Εισαγγελίας επί ποινή απολύτου ακυρότητος, υπό την προϋπόθεση όμως ότι ο κατηγορούμενος ζήτησε να ασκήσει το δικαίωμά του για γνώση της εισαγγελικής πρότασης και δη (ζήτησε την άσκηση του δικαιώματος αυτού πριν από την κατάρτιση της εισαγγελικής πρότασης και όχι απλώς πριν από την υποβολή της στο Συμβούλιο. 'Αλλως δεν γεννάται υποχρέωση του Εισαγγελέως για ειδοποίηση του κατηγορουμένου ούτε υποχρέωση παραμονής της δικογραφίας στην Γραμματεία της Εισαγγελίας επί δεκαήμερον, αφού αυτή δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό, ούτε οδηγεί στην παραγραφή των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, καθόσον αυτός όταν εκλήθη να απολογηθεί είχε την δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου των εγγράφων της δικογραφίας και να ασκήσει όλα τα παρεχόμενα από τον νόμο εις αυτόν δικαιώματα υπεράσπισής του (ίδετ. τις υπ'αριθ. Α.Π. 680/1999, Α.Π. 1938/1999, Α.Π. 615/2000, Α.Π. 821/2000 αδημοσίευτες αποφάσεις). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρ. 138 παρ. 2 Κ.Π.Δ., τα βουλεύματα του δικαστικού Συμβουλίου εκδίδονται ύστερα από γραπτή πρόταση του Εισαγγελέα, ο οποίος την αναπτύσσει και προφορικά. Ο νόμος ορίζει τις περιπτώσεις στις οποίες πρέπει να ακουσθούν οι διάδικοι πριν εκδοθεί το βούλευμα. 'Ετσι, σύμφωνα με το άρθρ. 309 παρ. 2 Κ.Π.Δ., το Συμβούλιο είναι υποχρεωμένο, ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάσσει την εμφάνιση ενώπιόν του των διαδίκων για να δώσουν προς αυτό διευκρινίσεις. Το Συμβούλιο τότε είναι μόνο δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Η παράβαση των διατάξεων αυτών συνεπάγεται την απόλυτη ακυρότητα του βουλεύματος, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το συμβούλιο (άρθρ. 138 παρ. 3 και 171 παρ. 1 περ. δ' Κ.Π.Δ.) και ιδρύει τον από το άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. Α' Κ.Π.Δ., λόγο αναίρεσης του βουλεύματος. Όμως δεν νοείται παραβίαση από το Συμβούλιο της υποχρεώσεως να αποφανθεί για την υποβληθείσα αίτηση εμφάνισης των διαδίκων στην περίπτωση κατά την οποία η προς αυτό (συμβούλιο) απευθυνομένη αίτηση του διαδίκου προς εμφάνιση δεν υπεβλήθη στο συμβούλιο αλλά στον Εισαγγελέα και δεν έγινε δυνατή η έγκαιρη διαβίβασή της μαζί με την απαιτούμενη και γι'αυτή έγγραφη πρόταση του Εισαγγελέα πριν από την προφορική ανάπτυξη της υπόθεσης, πολύ περισσότερο δε όταν η αίτηση του διαδίκου υπεβλήθη μετά την διάσκεψη του αρμοδίου Συμβολίου για την έκδοση της επί της ουσίας απόφασής του (Α.Π. 658/2006 Ποιν.Χρ. ΝΖ' σελ. 148, Α.Π. 1280/2005 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ' σελ. 233, Α.Π. 1060/1998 Ποιν.Χρ. ΜΘ' σελ. 587).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος με το 1006/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, παρεπέμφθη εις το ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (κακουργημάτων), για να δικασθεί για υπεξαίρεση, η συνολική αξία του αντικειμένου της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Η σχετική δικογραφία εισήχθη εις το αρμόδιο ως άνω Συμβούλιο την 9-3-2005 μετά της από 21-2-2005 σχετικής προτάσεως του αρμοδίου Εισαγγελέως Πρωτοδικών, όπως προκύπτει από τις επ'αυτής επισημειώσεις, αφού προηγουμένως, αν και δεν είχε υποβληθεί αίτημα του αναιρεσείοντος να λάβει γνώση του περιεχομένου της εν λόγω προτάσεως του Εισαγγελέως, εκλήθη, ως εκ περισσού και έλαβε γνώσιν περί αυτού δια του συνηγόρου του Παναγιώτη Δημόπουλου την 7-3-2005, εις τον οποίον μάλιστα, κατόπιν της υπό ιδίαν ημερομηνίαν αιτήσεώς του, εζήτησε και εχορηγήθη αυθημερόν εις τούτον αντίγραφο της προδιαληφθείσης προτάσεως. 'Ετσι, εν όψει των εκτεθέντων, ορθώς εισήχθη εις το αρμόδιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών η εις βάρος του αναιρεσείοντος σχηματισθείσα δικογραφία μετά της σχετικής προτάσεως του Εισαγγελέως, χωρίς να συντρέχει λόγος παραμονής της επί δεκαήμερον στην Γραμματεία της Εισαγγελίας, αφού, ως ανωτέρω ελέχθη, δεν υπεβλήθη, καθ'οιονδήποτε τρόπο, αίτημα του κατηγορουμένου να λάβει γνώση του περιεχομένου της προτάσεως του Εισαγγελέως. Στην συνέχεια όμως ο αναιρεσείων δια της από 16-3-2005 αιτήσεώς του, απευθυνομένης εις το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, εζήτησε να επιτραπεί η αυτοπρόσωπος ενώπιόν του εμφάνιση του προαναφερθέντος συνηγόρου του δια την προφορικήν ανάπτυξιν των ισχυρισμών του εν σχέσει με την κατ'αυτού κατηγορίαν. Η εν λόγω αίτησις ενεχειρίσθη ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών την 17-3-2005 και διεβιβάσθη αυθημερόν εις το αρμόδιο Συμβούλιο, πλην όμως ήδη είχε επακολουθήσει η διάσκεψη των μελών του επί της ουσίας της υπόθεσης την 15.3.2005 και μετά ταύτα η έκδοσίς του την 6-4-2005. Επομένως ουδεμία ακυρότης προεκλήθη εκ της παραλείψεως του παραπάνω Συμβουλίου να αποφανθεί επί του εν λόγω αιτήματος.
Στην συνέχεια ο κατηγορούμενος δια του δικογράφου του με αριθ. 244/2005 δικογράφου της εφέσεώς του κατά του προαναφερομένου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, διέλαβε, ως λόγους εφέσεως, μεταξύ των άλλων, τας περιγραφομένας ως άνω παραλείψεις τόσον της μη παραμονής της δικογραφίας εις την Γραμματεία της Εισαγγελίας επί δεκαήμερον όσον και της τοιαύτης περί αυτοπροσώπου εμφανίσεως του συνηγόρου του ενώπιον του ως άνω Συμβουλίου και επί πλέον επανέφερε εκ νέου το παραπάνω αίτημά του ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών.
Όμως το Συμβούλιο εφετών έκρινε ότι είναι περιττή η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του ενώπιόν του και έτσι απέρριψε το σχετικό αίτημά του για εμφάνιση. Την κρίση του δε αυτή στήριξε, με δική του σκέψη και με επιτρεπτή αναφορά στην πρόταση του Εισαγγελέα, στην επαρκή αιτιολογία ότι ο αναιρεσείων με τα υπομνήματά του ενώπιον του Συμβουλίου και την απολογία του έχει αναπτύξει διεξοδικά με πληρότητα και επάρκεια την υπεράσπισή του, αναλύει, επεξηγεί και διευκρινίζει τους ισχυρισμούς του και τα πραγματικά περιστατικά κατά τρόπο ώστε να παρέλκει η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο Συμβούλιο. Η με την ανωτέρω αιτιολογία απόρριψη της αιτήσεως εμφανίσεως του κατηγορουμένου ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών είναι πλήρης, δεν έρχεται δε σε αντίθεση ούτε προς τις διατάξεις των άρθρ. 5 παρ. 3, 4 και 6 παρ. 3 της κυρωθείσης με το ν.δ. 53/1974 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα δικαιώματα του ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και την με αυτές καθιερούμενη αρχή της δίκαιης δίκης, ενώ παράλληλα με επαρκή αιτιολογία δια του προσβαλλομένου βουλεύματος απερρίφθησαν οι λόγοι εφέσεως που αναφέρονται στην εισαγωγή της υποθέσεως προς κρίσιν εις το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, χωρίς να παραμείνει η σχετική δικογραφία στην Γραμματεία της Εισαγγελίας επί δεκαήμερο.
Επομένως ο σχετικός πρώτος λόγος του δικογράφου της αίτησης αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Περαιτέρω η απαιτούμενη από το άρθρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν το συμβούλιο εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα στο αιτιολογικό του βουλεύματος ή και σε συνδυασμό με το διατακτικό του, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση (κύρια και προανάκριση) και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο παραπέμπεται ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και αι σκέψεις, βάσει των οποίων έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς (αποχρώσες) ενδείξεις που στηρίζουν την κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου για την συγκεκριμένη πράξη. 'Οσον αφορά δε εις τα αποδεικτικά μέσα, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί να προσδιορίζονται απλώς κατά κατηγορία, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Πρέπει, όμως, να προκύπτει από το βούλευμα, ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μερικά από αυτά, για να καταλήξει στην επί της ουσίας κρίση του. Προσθέτως είναι επιτρεπτή η εν μέρει ή εξ ολοκλήρου αναφορά του Συμβουλίου Εφετών στην ενσωματωμένη σ'αυτό πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών και δι'αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και στην ενσωματωμένη σ'αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικώτερον η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ή του αρμοδίου Συμβουλίου (Α.Π. 1013/2005 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ' σελ. 124, Α.Π. 1149/2005 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ/50). Εξάλλου κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρ. 375 παρ. ια Π.Κ. όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Εντεύθεν προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται παράνομη ιδιοποίηση ξένου ολικά ή εν μέρει κινητού πράγματος, που είχε περιέλθει στην κατοχή του δράστη με οποιονδήποτε τρόπο. Το πράγμα είναι ξένο όταν βρίσκεται σε ξένη, εν σχέσει με τον δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται από τον Αστικό Κώδικα. Κινητό δε είναι εκείνο, που κατά την κοινή, την φυσική αντίληψη, μπορεί να μετακινηθεί και ως τοιούτο θεωρούνται και τα χρήματα. Εξάλλου η ιδιοποίηση θεωρείται παράνομη, όταν γίνεται χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη ή όταν ο δράστης κατακρατεί το πράγμα και το ιδιοποιείται χωρίς δικαίωμα, αναγνωριζόμενο από τον νόμο και με δόλια προαίρεση να το κάνει δικό του. Η πράξις δε αυτή προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα όταν η συνολική αξία του αντικειμένου υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ.
Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί πραγμάτων κρίση του ότι από την εκτίμηση των κατ'είδος λεπτομερώς αναφερομένων αποδεικτικών μέσων (μαρτυρικών καταθέσεων, εγγράφων της δικογραφίας και απολογίας του κατηγορουμένου) προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εγκαλούσα Ψ1, έχοντας μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία και θέλοντας να ιδρύσει στα .. ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα για ανάπηρα παιδιά στη μνήμη του αποβιώσαντος συζύγου της και προκειμένου να λάβει σχετική χρηματοδότηση για τον σκοπό αυτό, συμφώνησε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρο Ιωαννίνων, Ιωάννη Βανδέρα στις 29-5-2001 με τον εκκαλούντα-κατηγορούμενο,X1, νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρίας "........ L.T.D.", όπως ο ανωτέρω κατηγορούμενος δια της εκπροσωπήσεως της από αυτόν προαναφερόμενης εταιρίας αναλάβει και εκδόσει από την COMMERCIAL BANK OF AMERICA, δια λογαριασμό και υπέρ της μηνύτριας μια εγγυητική επιστολή (BANK GUARANTEE), ύψους 15.000.000 δολλαρίων Η.Π.Α., που ήταν απαραίτητη, προκειμένου η μηνύτρια να λάβει σχετική χρηματοδότηση από Τράπεζα της προτίμησής της. Συμφώνησαν δε το ποσό της εγγυητικής επιστολής θα ασφαλιζόταν από τον άνω κατηγορούμενο και θα αντασφαλιζόταν επίσης απ'αυτόν σε γνωστή ασφαλιστική εταιρία με την προϋπόθεση ότι η μηνύτρια θα κατέβαλλε ως ασφάλιστρα της εγγυητικής επιστολής το 4,5% του εγγυημένου ποσού, ήτοι το χρηματικό ποσό των 273.000.000 δρχ.
Έτσι, κατά την συμφωνία των, ο κατηγορούμενος θα εξέδιδε τόσο την εγγυητική επιστολή των 15.000.000 δολλαρίων Η.Π.Α., όσο και τα πιστοποιητικά ασφαλίσεως, εφόσον ελάμβανε από την μηνύτρια το ποσό των ασφαλίστρων της εγγυητικής επιστολής, το οποίο και ήταν υποχρεωμένος να το καταβάλλει για λογαριασμό της μηνύτριας στο όνομα της οποίας και θα το ελάμβανε ώστε να ήταν δυνατή η ενεργοποίηση της εγγυητικής επιστολής και εν συνεχεία η λήψη πιστώσεως χρηματοδότησης από την μηνύτρια σε τράπεζα επιλογής της. Ο κατηγορούμενος με έγγραφη διαβεβαίωση προς την μηνύτρια, με ημερομηνία 29-5-2001 ανέλαβε την υποχρέωση σε περίπτωση μη τήρησης εκ μέρους του (εκ μέρους της εκπροσωπούμενης απ'αυτόν εταιρίας) των συμφωνηθέντων, να επιστρέψει εντόκως στην μηνύτρια το ποσό των 4,5%. Στα πλαίσια της ως άνω συμφωνίας η μηνύτρια κατέβαλλε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου στον πρώτο κατηγορούμενο: α) στις 29-5-2001 το ποσό των 110.000.000 δρχ. σε τραπεζική επιταγή και στις 31-5-2001 το ποσό των 163.000.000 δρχ. με κατάθεση στον υπ'αριθ. ..... λογαριασμό που τηρούσε ο κατηγορούμενος στην Τράπεζα AR-AB BAK-PLC. Τα ως άνω χρήματα απεστάλησαν στον κατηγορούμενο στα πλαίσια της παραπάνω συμφωνίας, ήτοι να τα καταβάλει αυτός για λογαριασμό της μηνύτριας ως ασφάλιστρα-αντασφάλιστρα του ποσού της εγγυητικής επιστολής και να λάβει τα σχετικά πιστοποιητικά ασφάλισης, ώστε να ενεργοποιηθεί η εγγυητική επιστολή. Ο κατηγορούμενος όμως προέβη στην συνέχεια στην έκδοση της υπ'αριθ. .... εγγυητικής επιστολής της British Bank of Commerce για ποσό 15.000.000 δολλαρίων Η.Π.Α., εκδοθείσα σε διαταγή της εταιρίας "Ξενοδοχειακές και Τουριστικές Επιχειρήσεις "ΠΑΛΛΑΔΙΟΝ Α.Ε.", της οποίας όμως μέτοχος, κατά 50%, ήταν η μηνύτρια. Ο κατηγορούμενος αν και παρέδωσε στον πληρεξούσιο δικηγόρο της μηνύτριας την ως άνω εγγυητική επιστολή, εν τούτοις δεν προέβη στην ασφάλιση και αντασφάλιση του εγγυούμενου ποσού δια των χρημάτων 273.000.000 δρχ. που έλαβε για τον σκοπό αυτό από την μηνύτρια, αλλά τα ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας στην περιουσία του, αρνείται δε να τα επιστρέψει στην μηνύτρια, όπως είχε αναλάβει σχετική υποχρέωση, αν και ωχλήθη προς τούτο, επανειλημμένα, από την μηνύτρια, η οποία δεν μπορούσε να ενεργοποιήσει την εγγυητική επιστολή, προκειμένου να λάβει την σχετική χρηματοδότηση, διότι αυτή (επιστολή) είχε εκδοθεί στο όνομα της εταιρίας "Ξενοδοχειακές και Τουριστικές Επιχειρήσεις ΠΑΛΛΑΔΙΟΝ Α.Ε.", της οποίας μέτοχος όμως ήταν η μηνύτρια κατά ποσοστό 50% και δεν είχαν πληρωθεί τα ασφάλιστρα-αντασφάλιστρα αυτής. Πρέπει να τονισθεί ότι σε έγγραφο με ημερομηνία 4-4-2002, που απευθύνεται από τον εκκαλούντα κατηγορούμενο στην μηνύτρια και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, αυτός (κατηγορούμενος) επιβεβαιώνει την ακύρωση της πιο πάνω εγγυητικής επιστολής και αποδέχεται την υποχρέωσή του να επιστρέψει στην μηνύτρια το ως άνω καταβληθέν ποσό, χωρίς όμως μέχρι σήμερα να έχει εκπληρώσει την ως άνω υποχρέωση του. Αντίθετα, ο εκκαλών κατηγορούμενος, μετά την απολογία του, αρνείται ότι έλαβε το πιο πάνω ποσό για ασφάλιστρα της εγγυητικής επιστολής και ότι το ποσό αυτό κατέβαλε στην Τράπεζα για την έκδοση της εγγυητικής επιστολής, ενώ, όπως ισχυρίζεται, τα ασφάλιστρα συμφώνησε να ανέρχονται στο 2,25% του ασφαλιζομένου ποσού της εγγυήσεως, ήτοι σε 337.500 δολλάρια Η.Π.Α. και να του προκαταβληθούν από την εταιρία HOTEL AND TOYRIST ENTEPRISES PALLADION S.A.", πλην όμως, δεν του κατεβλήθησαν γι'αυτό δεν προέβη στην ασφάλιση. Ο παραπάνω ισχυρισμός του κατηγορουμένου, εκτός του ότι δεν αποδεικνύεται από κανένα βάσιμο και ασφαλές αποδεικτικό στοιχείο, αντικρούεται από όλες τις μαρτυρικές καταθέσεις των μαρτύρων, που εξητάσθησαν κατά πρόταση της μηνύτριας αλλά και από το από 4-4-2002 έγγραφο του κατηγορουμένου, που προαναφέρθηκε, απευθυνόμενο και προς την μηνύτρια, που αφορά έγγραφη υποχρέωση αναγνώρισης για την επιστροφή του ποσού που έλαβε από την μηνύτρια και για το οποίο δεν δίδει επαρκείς εξηγήσεις ως προς το θέμα απεύθυνσης του εγγράφου αυτού και προς την μηνύτρια, το δε ποσό των 2,25% που ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος ότι συμφώνησε να του καταβληθεί δεν αφορούσε την πληρωμή ασφαλίστρων, αλλά την αμοιβή που θα ελάμβανε από την μηνύτρια για τις πιο πάνω αναφερόμενες και ανατεθείσες σ'αυτόν εργασίες, όταν η μηνύτρια ελάμβανε την χρηματοδότηση-πίστωση, η οποία αμοιβή, θα ανερχόταν κατά την συμφωνία του στο ποσοστό 2,25% επί του ποσού της χρηματοδότησης...".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις που δικαιολογούν την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στο ακροατήριο για να δικασθεί για την περιγραφομένη ως άνω πράξιν της υπεξαίρεσης αντικειμένου που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, ενώ διέλαβε εις το προσβαλλόμενο βούλευμά του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει εις τούτο με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την κυρία ανάκριση, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της προδιαληφθείσης πράξεως, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με τους οποίους έκανε την υπαγωγή του στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφήρμοσε, την οποία ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παρεβίασε. Ειδικότερα, με πλήρη αιτιολογία κατέληξε στην παραπομπή του αναιρεσείοντος για την παραπάνω πράξη, αφού εδέχθη ότι το προαναφερόμενο ποσό των 273.000.000 δρχ, μετά από συμφωνία αυτού μετά της εγκαλούσης, κατεβλήθη εις τούτον υπό της τελευταίας με την εντολή να προβεί ούτος στην ασφάλιση του ποσού της υπό έκδοσιν εγγυητικής επιστολής, εκδοθείσης προς τούτο της υπ'αριθμ. ...... επιταγής της τραπέζης εργασίας ποσού 110.000.000 δρχ. αφ'ενός και αφ'ετέρου κατάθεσης ποσού 163.050.001 δρχ. εις τον με αριθ. ...... λογαριασμό του κατηγορουμένου που τηρούσε στην τράπεζα "ΑRAB-BANK PLC". Το συνολικό δε ως άνω ποσό δεν αποτελούσε ποσοστόν προμηθείας αυτού δια τας υπό του ιδίου παρεχομένας υπηρεσίας, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, για την έκδοσιν της ως άνω εγγυήσεως. Παρά ταύτα όμως ούτος δεν εξεπλήρωσε την τοιαύτην υποχρέωσίν του αλλά ιδιοποιήθη τουτο παρανόμως. Επί πλέον δεν είναι αντιφατική η παραδοχή του προβαλλομένου βουλεύματος ότι κατηρτίσθη η τοιαύτη συμφωνία της εγκαλούσης μετά του αναιρεσείοντος και ουχί του τελευταίου μετά της υπό της πρώτης εκπροσωπουμένης εταιρίας με την επωνυμία "Ξενοδοχειακές και τουριστικές επιχειρήσεις ΠΑΛΛΑΔΙΟΝ ΑΕ", εν όψει του ότι η παραπάνω εγγυητική επιστολή εξεδόθη τελικώς ουχί εις διαταγήν της εγκαλούσης αλλά του νομικού προσώπου της ως άνω εταιρίας αφού παραλλήλως εδέχθη ότι, ανεξαρτήτως τούτου, η παραπομπή του κατηγορουμένου δεν αναιρείται, μεταξύ των άλλων εγγράφων και από το περιεχόμενο του υπ'αριθμ. 110/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ιωαννίνων δια του οποίου παραπέμπεται εις το ακροατήριον του αρμοδίου Δικαστηρίου ο Ιωάννης Βανδέρας για την κακουργηματική πράξη της πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση που ετελέσθη υπ'αυτού εις βάρος της ως άνω Ξενοδοχειακής εταιρίας, εμφανιζόμενος ως εκπρόσωπός της κατά τις διαπραγματεύσεις για την έκδοσιν της προδιαληφθείσης εγγυητικής επιστολής. Επομένως όλοι οι αντίθετοι λόγοι αναιρέσεως τόσον της απολύτου ακυρότητος όσον και της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας του προσβαλλομένου βουλεύματος είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν και συνακόλουθα η υπό κρίσιν αίτησης αναιρέσεως εν τω συνόλω της και
Να επιβληθούν τα έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ--------------------
Προτείνω: Α) Να απορριφθεί η με αριθμ. 175/21-12-2006 αίτησις αναιρέσεως του X1, κατά του υπ'αριθμ. 1007/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Β) Να επιβληθούν τα έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος.
Αθήνα 2 Οκτωβρίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΑντώνιος Μύτης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπ' όψη από το δικαστήριο, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται τις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Κατ' άρθρον 308 παρ. 2 ΚΠοινΔικ., όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. αυτής αντικατεστάθη με το άρθρο 20 παρ. 2 του Ν. 3160/2003 "οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να γνωστοποιήσουν και προφορικά στον εισαγγελέα και πριν καταρτίσει την πρότασή του, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενό της. Ο Εισαγγελέας οφείλει σ' αυτή την περίπτωση να ειδοποιήσει τον διάδικον που άσκησε το δικαίωμα αυτό, αν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά τον αντίκλητο που έχει διορίσει στην έδρα αυτή, για να προσέλθει και λάβει γνώση της πρότασης του, μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες.....
Η ειδοποίηση αυτή μπορεί να γίνει και προφορικά ή τηλεφωνικά, οπότε αποδεικνύεται με βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέως της εισαγγελίας, που επισυνάπτεται στη δικογραφία. Πριν παρέλθει χρονικό διάστημα δέκα ημερών από την ειδοποίηση, η δικογραφία δεν εισάγεται στο συμβούλιο, αλλά παραμένει στη γραμματεία της εισαγγελίας εκτός αν υπάρχει κίνδυνος παραγραφής. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται όχι μόνον στη διενεργουμένη ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών διαδικασία, αλλά και σε εκείνη που διεξάγεται ενώπιον του συμβουλίου εφετών και του Αρείου Πάγου (άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠοινΔ) η παραβίαση αυτής, όταν εκείνος που ζήτησε να λάβει γνώση της προτάσεως του Εισαγγελέως πριν να υποβληθεί στο συμβούλιο και δεν ειδοποιήθηκε να λάβει γνώση είναι ο κατηγορούμενος, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔικ. διότι ανάγεται στην στέρηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του και ιδρύει τον από του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. α' ΚΠοινΔ προβλεπόμενο λόγον αναιρέσεως. Η θεσμοθέτηση της διατάξεως σκοπόν έχει να λάβουν γνώση οι διάδικοι της εισαγγελικής προτάσεως πριν την υποβολή της στο συμβούλιο, για να επιφέρουν τις παρατηρήσεις τους και προετοιμάσουν την υπεράσπισή τους. Σε περίπτωση όμως κατά την οποίαν ο κατηγορούμενος ειδοποιηθείς, έλαβε γνώση της εισαγγελικής προτάσεως, η μετά ταύτα παραμονή της δικογραφίας στην γραμματεία της εισαγγελίας μέχρις εξαντλήσεως του δεκαημέρου από την ειδοποίηση είναι περιττή, αφού ικανοποιείται ο σκοπός του νόμου και συνεπώς η προ του δεκαημέρου εισαγωγή της υποθέσεως στο δικαστικό συμβούλιο δεν επάγεται ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε με την έφεσή του, επί της οποίας το προσβαλλόμενο βούλευμα, ότι ζητήσας να γνωρίσει το περιεχόμενο της προτάσεως του εισαγγελέως πλημμελειοδικών ειδοποιήθη και έλαβε γνώση της εισαγγελικής αυτής προτάσεως την 7/3/2005 δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Παναγιώτου Δημοπούλου, όμως μετά ταύτα η δικογραφία δεν παρέμεινε επί δεκαήμερον στα γραφεία της εισαγγελίας. Το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ορθώς ότι εφ' όσον ο πληρεξούσιος του κατηγορουμένου, έλαβε κατά τον άνω χρόνον γνώση της εισαγγελικής προτάσεως και του περιεχομένου αυτής, από την μη παραμονή της δικογραφίας το επόμενο δεκαήμερο στα γραφεία της εισαγγελέως, ο κατηγορούμενος δεν εστερήθη την υπερασπιστικών του δικαιωμάτων και δεν παρεβιάσθη η διάταξη του άρθρου 308 παρ. 2 ΚποινΔικ, αφού ήδη εξεπληρώθη ο σκοπός αυτής, κατά τ' άνω εκτεθέντα. Μετά ταύτα ο σχετικός πρώτος λόγος αναιρέσεως περί απολύτου ακυρότητος κατά τον πρώτον σκέλος του (εκ της άνω αιτίας) είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατά το άρθρο 138 παρ. 2 ΚΠοινΔικ. τα βουλεύματα του δικαστικού συμβουλίου εκδίδονται ύστερα από γραπτή πρόταση του εισαγγελέως, ο οποίος την αναπτύσσει και προφορικώς. Ο νόμος ορίζει τις περιπτώσεις, στις οποίες πρέπει να ακουσθούν οι διάδικοι πριν εκδοθεί το βούλευμα. Ούτως υποχρεωτικώς διατάσσεται από το Συμβούλιο ή εμφάνιση ενώπιόν του των διαδίκων, έπειτα από αίτηση ενός από τους διαδίκους για να παύσουν κάθε διευκρίνιση, κατά το άρθρο 309 παρ. 2 ΚΠοινΔ, είναι δε δυνατόν να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, μόνον όταν συντρέχουν ειδικοί λόγοι αναφερόμενοι ειδικά στο βούλευμα. Η παράβαση των διατάξεων αυτών συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα, η οποία λαμβάνεται υπ' όψη και αυτεπαγγέλτως από το συμβούλιο (άρθρο 138 παρ. 3 και 171 παρ. 1 περ. δ ΚΠοινΔ) και ιδρύει τον εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. α' λόγον αναιρέσεως. Όμως δεν νοείται παραβίαση από το συμβούλιο της υποχρεώσεώς του αυτής, να αποφανθεί για την υποβληθείσα αίτηση εμφανίσεως των διαδίκων, στην περίπτωση κατά την οποίαν η προς αυτό συμβούλιο απευθυνόμενη αίτηση του διαδίκου προς εμφάνιση δεν υπεβλήθη στο συμβούλιο, αλλά στον εισαγγελέα και δεν έγινε δυνατή ή έγκαιρη διαβίβασή της μαζί με την απαιτουμένη και γι' αυτή έγγραφη πρόταση του εισαγγελέως πριν από την προφορική ανάπτυξη της υποθέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος αναιρεσείων παρεπέμφθη με το υπ'αριθμ. 1006/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων) για να δικασθεί για κακουργηματική υπεξαίρεση. Η σχετική δικογραφία εισήχθη εις το άνω συμβούλιο την 9/3/2005, μετά της από 21/2/2005 εισαγγελικής προτάσεως, εν συνεχεία δε ο αναιρεσείων δια της από 16/3/2005 αιτήσεώς του, απευθυνομένης εις το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, εζήτησε την αυτοπρόσωπο εμφάνιση του συνηγόρου του σ' αυτό. Η αίτηση αυτή ενεχειρίσθη στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών την 17/3/2005 και διεβιβάσθη στο Συμβούλιο αυθημερόν, όπως και ο ίδιος ισχυρίζεται, όταν ήδη είχε λάβει χώρα (και) η διάσκεψη των μελών του επί της ουσίας της υποθέσεως την 15/3/2005 ήτο εντεύθεν, απαράδεκτη, και δεν ηδύνατο να ληφθεί υπ' όψη εφόσον η απόφαση είχε ήδη ληφθεί από το Συμβούλιο και δεν υπόκειται σε ανάκληση για να συνεκτιμηθούν έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υπεβλήθησαν εκπρόθεσμα. Δι'ό και το Συμβούλιο δεν απήντησε επ' αυτής της αιτήσεως, γεγονός για το οποίο παρεπονέθη ο κατηγορούμενος (εκκαλών) με την έφεσή του. Το Συμβούλιο Εφετών έκρινεν ορθώς ότι νομίμως δεν απήντησε, αφού δεν έλαβε υπόψη του την αίτησή του ως άνω, δι' ο και ο σχετικός πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, περί απολύτου, εξ αυτού, ακυρότητος, κατά το δεύτερο σκέλος του, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατ' άρθρον 375 παρ. 1 εδ. α' όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, εδ. β' (όπως προσετέθη με το άρθρο 14 παρ. 3α Ν 2721/1999). Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 ευρώ) ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως απαιτείται αντικειμενικώς α) το υλικό αντικείμενο αυτής να είναι κατά την φυσική αντίληψη κινητό πράγμα β) να είναι αυτό ολικά ή εν μέρει ξένο, με την έννοια ότι ανήκει η κυριότητα αυτού, κατά το αστικό δίκαιο, εις άλλον εκτός του δράστου γ) κατοχή του πράγματος αυτού να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον υπαίτιο, που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νομίμου δικαιολογητικού λόγου ε) το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και δη να υπερβαίνει το ποσόν των 73.000 ευρώ (25.000.000 δρχ.), υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος συνίσταται στην θέληση ή αποδοχή του δράστου να ενσωματώσει το ξένο ολικά και η εν μέρει κινητό πράγμα στην περιουσία του, εκδηλουμένη με οποιοδήποτε τρόπο. Κατά την έννοια της άνω διατάξεως ή κατοχή ξένου πράγματος διαφέρει της αντιστοίχου εννοίας του αστικού δικαίου και συνίσταται στην πραγματική σχέση, η οποία καθιστά δυνατή, κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών, την εξουσίαση του πράγματος από τον δράστη κατά την βούλησή του. Αν πρόκειται για χρήματα, η απόκτηση της κατοχής τους υπό την παραπάνω έννοια δεν πραγματοποιείται μόνο με την παράδοσή τους στο δράστη, αλλά και με τη λογιστική μεταφορά τους στον προσωπικό λογαριασμό του δράστη σε τράπεζα, με την οποία γίνεται αυτός δικαιούχος και αποκτά δικαίωμα αναλήψεώς τους, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν.Δ. της 17.7./17-8-1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών". Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 721 και 719 Α.Κ., ο μεν εντολέας έχει υποχρέωση να προκαταβάλλει τις δαπάνες που απαιτούνται για την εκτέλεση της εντολής, ο δε εντολοδόχος να αποδώσει στον εντολέα ό,τι έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Ο εντολοδόχος δεν αποκτά κυριότητα επί των προκαταβαλλομένων σ' αυτόν χρημάτων, είτε η προκαταβολή γίνεται με παράδοση αυτών είτε λογιστική μεταφορά τους στον προσωπικό λογαριασμό του εντολοδόχου σε τράπεζα, με την οποία γίνεται αυτός δικαιούχος και αποκτά δικαίωμα αναλήψεώς τους, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν.Δ. της 17.7.17-8-1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών". Για το λόγο αυτό, σε περίπτωση μη αναλώσεως των χρημάτων κατά τους σχετικούς όρους της εντολής και επακολουθησάσης παρανόμου ιδιοποιήσεως αυτών, ο άνω εντολοδόχος διαπράττει το έγκλημα της υπεξαιρέσεως του άρθρου 375 Π.Κ. Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλομένη από τα άρθρα 93 παρ. 2 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άνω άρθρου (484 παρ. 1 στοιχ. δ Κ.Ποιν.Δ) λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση σχετικά με την αποδιδομένη εις τον κατ/νο αξιόποινη πράξη, ως προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία αυτής, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα άνω περιστατικά και τα υπήγαγε στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος των, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά από αυτά κατ' επιλογή, όπως επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠοινΔ (Ολ. ΑΠ 1/2005). Ετι περαιτέρω κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β' ΚΠοινΔ συνιστά λόγον αναιρέσεως του βουλεύματος ή εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή του όταν το Συμβούλιο χωρίς να παρερμηνεύσει τον νόμο δεν υπάγει στην αληθινή έννοια τους τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυψαν, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάσθηκε εκ πλαγίου διότι δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και ορισμένο και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που εδέχθη, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος του Αρείου Πάγου για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με το προσβαλλόμενο βούλευμα υπ' αριθμ. 1007/2006 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών απερρίφθη η ασκηθείσα από τον αναιρεσείοντα έφεση κατά του πρωτοδίκου υπ' αριθμ. 1006/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο διαπιστωθεισών επαρκών ενδείξεων παρεπέμφθη ούτος να δικασθεί για υπεξαίρεση με συνολική ζημία υπερβαίνουσα τα 25.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ), ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών με δικές του σκέψεις, όπως συνάγεται από το σκεπτικό και το διατακτικό του, με μνεία των αποδεικτικών μέσων τα οποία έλαβεν υπ' όψη ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, ανώμοτη κατάθεση εγκαλούσης, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, την απολογία και τα υπομνήματα του κατηγορουμένου, μετά από συγκριτική αξιολόγηση και αξιολογική συσχέτιση όλων των αποδεικτικών αυτών στοιχείων εδέχθη κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του τα εξής περιστατικά: "Η μηνύτρια Ψ1, έχοντας μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία και θέλοντας να ιδρύσει στα ... ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα για ανάπηρα παιδιά στη μνήμη του αποβιώσαντος συζύγου της και προκειμένου να λάβει σχετική χρηματοδότηση για το σκοπό αυτό, συμφώνησε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Ιωαννίνων, Ιωάννη Βανδέρα στις 29-5-2001 με τον εκκαλούντα - κατηγορούμενο, X1, νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας "........LTD", όπως ο ανωτέρω κατηγορούμενος δια της εκπροσωπουμένης της από αυτόν προαναφερομένης εταιρείας αναλάβει και εκδόσει από την COMMERCIAL BANK OF AMERICA, δια λογαριασμό και υπέρ της μηνύτριας μια εγγυητική επιστολή (BANK GUARANTEE), ύψους 15.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ, που ήταν απαραίτητη, προκειμένου η μηνύτρια να λάβει σχετική χρηματοδότηση από Τράπεζα της προτίμησής της. Συμφώνησαν δε ότι το ποσό της εγγυητικής επιστολής θα ασφαλιζόταν από τον άνω κατηγορούμενο και θα αντασφαλιζόταν επίσης απ' αυτόν σε γνωστή ασφαλιστική εταιρεία με την προϋπόθεση ότι η μηνύτρια θα κατέβαλε ως ασφάλιστρα της εγγυητικής επιστολής το 4,5% του εγγυουμένου ποσού, ήτοι το χρηματικό ποσό των 273.000.000 δραχμών. Ετσι κατά τη συμφωνία των, ο κατηγορούμενος θα εξέδιδε τόσο την εγγυητική επιστολή των 15.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ, όσο και τα πιστοποιητικά ασφαλίσεως, εφόσον ελάμβανε από την μηνύτρια το ποσό των ασφαλίστρων της εγγυητικής επιστολής, το οποίο και ήταν υποχρεωμένος να το καταβάλει για λογαριασμό της μηνύτριας στο όνομα της οποίας και θα το ελάμβανε ώστε να ήταν δυνατή η ενεργοποίηση της εγγυητικής επιστολής και εν συνεχεία η λήψη πιστώσεως χρηματοδότησης από την μηνύτρια σε τράπεζα επιλογής της. Ο κατηγορούμενος με έγγραφη διαβεβαίωση προς την μηνύτρια, με ημερομηνία 29-5-2001 ανέλαβε την υποχρέωση σε περίπτωση μη τήρησης εκ μέρους του (εκ μέρους της εκπροσωπούμενης απ' αυτόν εταιρείας) των συμφωνηθέντων, να επιστρέψει εντόκως στη μηνύτρια το ποσό των 4,5%. Στα πλαίσια της ως άνω συμφωνίας η μηνύτρια κατέβαλε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου στον πρώτο κατηγορούμενο: α) στις 29-5-01 το ποσό των 110.000.000 δραχμών σε τραπεζική επιταγή και στις 31-5-01 το ποσό των 163.000.000 δραχμών με κατάθεση στον υπ' αριθμ. ...... λογαριασμό που τηρούσε ο κατηγορούμενος στην Τράπεζα AR-AB BANK - PLC. Τα ως άνω χρήματα απεστάλησαν στον κατηγορούμενο στα πλαίσια της παραπάνω συμφωνίας, ήτοι να τα καταβάλει αυτός για λογαριασμό της μηνύτριας ως ασφάλιστρα - αντασφάλιστρα του ποσού της εγγυητικής επιστολής και να λάβει τα σχετικά πιστοποιητικά ασφάλισης, ώστε να ενεργοποιηθεί η εγγυητική επιστολή. Ο κατηγορούμενος όμως προέβη στη συνέχεια στην έκδοση της υπ' αριθμ. ...... εγγυητικής επιστολής της British Bank of Commerce για ποσό 15.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ, εκδοθείσα σε διαταγή της εταιρείας " Ξενοδοχειακές και τουριστικές επιχειρήσεις "ΠΑΛΛΑΔΙΟ ΝΑΕ ", της οποίας όμως μέτοχος, κατά 50%, ήταν η μηνύτρια. Ο κατηγορούμενος αν και παρέδωσε στον πληρεξούσιο δικηγόρο της μηνύτριας την ως άνω εγγυητική επιστολή, εν τούτοις δεν προέβη σε ασφάλιση και αντασφάλιση του εγγυούμενου ποσού, δια των χρημάτων 273.000.000 δραχμών που έλαβε για το σκοπό αυτό από τη μηνύτρια, αλλά τα ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας στην περιουσία του, αρνείται δε να τα επιστρέψει στην μηνύτρια, όπως είχε αναλάβει σχετική υποχρέωση, αν και ωχλήθη προς τούτο, επανειλημμένα, από την μηνύτρια, η οποία δεν μπορούσε να ενεργοποιήσει την εγγυητική επιστολή, προκειμένου να λάβει τη σχετική χρηματοδότηση, διότι αυτή (επιστολή) είχε εκδοθεί στο όνομα της εταιρείας Ξενοδοχειακές και Τουριστικές Επιχειρήσεις ΠΑΛΛΑΔΙΟΝ ΑΕ, της οποίας μέτοχος όμως ήταν η μηνύτρια κατά ποσοστό 50% και δεν είχαν πληρωθεί τα ασφάλιστρα - αντασφάλιστρα αυτής. Πρέπει να τονισθεί ότι σε έγγραφο με ημερομηνία 4-4-2002, που απευθύνεται από τον εκκαλούντα κατηγορούμενο στη μηνύτρια και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, αυτός (κατηγορούμενος) επιβεβαιώνει την ακύρωση της πιο πάνω εγγυητικής επιστολής και αποδέχεται την υποχρέωσή του να επιστρέψει στη μηνύτρια το ως άνω καταβληθέν ποσό, χωρίς όμως μέχρι σήμερα να έχει εκπληρώσει την ως άνω υποχρέωσή του. Αντίθετα, ο εκκαλών - κατηγορούμενος, μετά την απολογία του, αρνείται ότι έλαβε το πιο πάνω ποσό για ασφάλιστρα της εγγυητικής επιστολής και ότι το ποσό αυτό κατέβαλε στην Τράπεζα για την έκδοση της εγγυητικής επιστολής, ενώ, όπως ισχυρίζεται, τα ασφάλιστρα συμφώνησε να ανέρχονται στο 2,25% του ασφαλιζομένου ποσού της εγγυήσεως, ήτοι σε 337.500 δολάρια ΗΠΑ και να του προκαταβληθούν από την εταιρεία HOTEL AND TOURIST ENTEPRISES PALLADION S.A., πλην όμως, δεν του καταβλήθησαν γι' αυτό δεν προέβη στην ασφάλιση. Ο παραπάνω ισχυρισμός του κατηγορουμένου, εκτός του ότι δεν αποδεικνύεται από κανένα βάσιμο και ασφαλές αποδεικτικό στοιχείο, αντικρούεται από όλες τις μαρτυρικές καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν κατά πρόταση της μηνύτριας αλλά και από το από 4-4-2002 έγγραφο του κατηγορουμένου, που προαναφέρθηκε, απευθυνόμενο και προς την μηνύτρια, που αφορά έγγραφη υποχρέωση αναγνώρισης για την επιστροφή του ποσού που έλαβε από την μηνύτρια και για το οποίο δεν δίδει επαρκείς εξηγήσεις ως προς το θέμα απεύθυνσης του εγγράφου αυτού και προς την μηνύτρια, το δε ποσό των 2,25% που ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος ότι συμφώνησε να του καταβληθεί, δεν αφορούσε την πληρωμή ασφαλίστρων, αλλά την αμοιβή που θα ελάμβανε από την μηνύτρια για τις πιο πάνω αναφερόμενες και ανατεθείσες σ' αυτόν εργασίες, όταν η μηνύτρια ελάμβανε τη χρηματοδότηση - πίστωση, η οποία αμοιβή, θα ανερχόταν κατά την συμφωνία τους στο ποσοστό 2,5% επί του ποσού της χρηματοδότησης". Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού στο βούλευμα εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο εκρίθη ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα πραγματικά αυτά περιστατικά, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 375 παρ. 1 εδ. α' και β ΠΚ, τις οποίες δεν παρεβίασεν ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ούτε με άλλο τρόπο, προς δε εκτίθενται και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι η μηνύτρια είναι η αμέσως ζημιωθείσα εκ της ως άνω αξιοποίνου πράξεως. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα ποιείται τυπικήν αναφορά στην εισαγγελική πρόταση είναι αβάσιμη και απορριπτέα, αφού αυτό αναφέρει δικές του σκέψεις και δεν αναφέρεται εις την προς αυτό εισαγγελική πρόταση, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση θα ετίθετο θέμα ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και δια όσον αφορά την μετά της εγκαλούσης σύναψη συμβάσεως εντολής, την εξ αυτής ενεργοποίηση της εγγυητικής επιστολής και την λειτουργία της εκ του άρθρου 847 επ. Α.Κ. εγγυήσεως σε συνδυασμό με την εκ του άρθρου 361 ΑΚ αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, είναι απαράδεκτες, διότι υπό την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Τέλος οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που αφορούν το "εκκαλούμενο" βούλευμα, ήτοι το πρωτόδικο και στρέφονται κατ' αυτού, είναι απαράδεκτες, αφού μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως και την κατ' ουσίαν έρευνά της από το Συμβούλιο Εφετών, κάθε λόγος αναιρέσεως που πλήττει το πρωτοβάθμιο βούλευμα είναι απαράδεκτος. Κατ' ακολουθίαν όλων αυτών οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως εκ του άρθρου 464 παρ. 1 περ. β και δ' ΚΠοινΔ είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Τέλος κατά την και ανωτέρω αναφερθείσα διάταξη του άρθρου 309 παρ. 2 εδ α' και δ' ΚΠοινΔ "Το Συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του με την παρουσία και του εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση... Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Η κατά τα άνω άρθρα, εντεύθεν 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, απαιτουμένη αιτιολογία, εκτείνεται και στην απορριπτική της αιτήσεως του κατ/νου για την εμφάνισή του στο Συμβούλιο διάταξη του παραπεμπτικού βουλεύματος αφού (εδ δ'). Τότε μόνο είναι δυνατό το συμβούλιο να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Ούτως εάν μεν το συμβούλιο δεν απαντήσει εις εν τοιούτον αίτημα του κατηγορουμένου, υπάρχει παραβίαση των διατάξεων των αφοροσών την άσκηση των δικαιωμάτων του (άρθρ. 171 παρ. 1 περ. δ' ΚΠοινΔ) και ιδρύεται λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. α' ΚΠοινΔ, αν δε απορρίψει το αίτημα αυτό χωρίς επαρκή αιτιολογία, ικανοποιούσα τας αξιώσεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως εκ του άνω άρθρου (484 παρ. 1 περ. δ'). Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του απέρριψε με ρητή διάταξή του το αίτημα αυτό του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος με την αιτιολογία ότι "αυτός με την απολογία του και τα μέχρι σήμερα υπομνήματά του (ενώπιον του Ανακριτή και ενώπιον του παρόντος Συμβουλίου) πλήρως εξέθεσε και διευκρίνισε τις απόψεις του και τα επιχειρήματά του ως προς την κατηγορία, ώστε να μην είναι απαραίτητη ή εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου". Εκ της απορριπτικής του αιτήματος για αυτοπρόσωπη του κατηγορούμενου εμφάνισή του στο Συμβούλιο, διατάξεως του βουλεύματος, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα, αφού το Συμβούλιο απάντησε επ' αυτού ρητά, χωρίς όπως αναφέρθηκε, να είναι υποχρεωμένο να διατάξει την εμφάνιση, ενώ και η αναφερόμενη αιτιολογία της απορριπτικής αυτής διατάξεως του βουλεύματος, είναι η απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη. Αυτό δε γιατί πράγματι η εμφάνιση του κατηγορούμενου στο Συμβούλιο είναι περιττή, όταν αυτός έχει αναπτύξει τις απόψεις του με υπομνήματα ή αιτήσεις και η υπόθεση δεν εμφανίζει κενά προς διευκρίνιση. Η απορριπτική αυτή διάταξη, δεν προσκρούει εξάλλου, ούτε στο άρθρο 20 του Συντάγματος, για το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, ούτε στα άρθρα 5 παρ. 3 και 4 και 6 παρ. 3 της "Ε.Σ.Δ.Α.". Επομένως τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. α' και δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται απόλυτη ακυρότητα, άλλως ανεπαρκής αιτιολογία, της απορριπτικής αυτής διατάξεως του Συμβουλίου, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Απορριπτομένων όλων των λόγων αναιρέσεως, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21/12/2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 1007/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220).

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Μαρτίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2008.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή