Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 743 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Οπλοφορία, Οπλοχρησία, Απόφαση αθωωτική.




Περίληψη:
Αναίρεση Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου κατά αθωωτικής αποφάσεως του ΜΟΕ για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Πότε επί αθωωτικής αποφάσεως (ΑΠ 2040/2009). Ανθρωποκτονία από πρόθεση παράνομη οπλοφορία οπλοχρησία. Αθώος κατά πλειοψηφία (4 -3). Έλλειψη αιτιολογίας. Δεκτή αίτηση. Αναιρεί και παραπέμπει.




ΑΡΙΘΜΟΣ 743/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντό-πουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 2/2009 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Δυτ. Μακεδόνιας. Με κατηγορούμενο τον Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Μαυρομάτη.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Δυτ. Μακεδονίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 13/10.3.09 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίας Στεφανοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 376/2009.

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του κατηγορουμένου, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης ποινικού δικαστηρίου μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2, δηλαδή μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την καταχώρηση της αποφάσεως καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του ΚΠΔ. Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, προς τον σκοπό επανορθώσεως τυχόν εσφαλμένων αποφάσεων, δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και αυτός της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που απαιτείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. Ειδικά δε, προκειμένου περί αθωωτικής απόφασης, ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (ν.δ/γμα 53/1974), και δεδομένου ότι αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου, τέτοια έλλειψη αιτιολογίας, που ιδρύει τον, κατ άρθρο 510 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση τα αναγκαία περιστατικά της αξιόποινης πράξης και οι λόγοι από τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας αδυνατεί να καταλήξει, από τα αποδεικτικά μέσα που αξιολόγησε και εκτίθενται στα πρακτικά, στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος πραγμάτωσε την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που του αποδίδεται.

ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 2/2009 απόφαση του Μ.Ο.Ε Δυτικής Μακεδονίας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρεσίβλητος κηρύχθηκε αθώος των πράξεων της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, παράνομη οπλοφορίας και οπλοχρησίας, κατά πλειοψηφία (4-3). Για να καταλήξει στην αθωωτική του κρίση η πλειοψηφίσασα γνώμη του δικαστηρίου της ουσίας, δέχθηκε, από την συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που κατ είδος αναφέρει, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση της, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο κατηγορούμενος Χ είναι ο μικρότερος από τους αδελφούς του Ψ (μεγαλύτερο) και Ζ (μεσαίο), ο οποίος ήταν απόφοιτος της Κτηνιατρικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Μέχρι το έτος 1995 όλοι οι αδελφοί διέμεναν με τη μητέρα τους Θ στην οικία τους στο .... Το έτος 1995 Ζ αναχώρησε για τη ... για εργασία. Κατά τη διάρκεια των επισκέψεων του στην Ελλάδα ο Ζ φερόταν βίαια στη μητέρα του και τους αδελφούς του, πολλές φορές δημιουργούσε επεισόδια και προξενούσε σ' αυτούς σωματικές βλάβες. Το Νοέμβριο του έτους 2004 επέστρεψε οριστικά από τη ... στην Ελλάδα και οι ήδη τεταμένες σχέσεις του με τα άλλα μέλη της οικογένειας επιδεινώθηκαν, λόγω των κτηματικών διαφορών που υπήρχαν μεταξύ τους. Ο Ζ κατηγορούσε τον μεγαλύτερο αδελφό του Ψ για πλαστογραφία και εκκρεμούσε εις βάρος του τελευταίου ποινική υπόθεση. Συνεχώς ήταν πρόξενος επεισοδίων, τα οποία η μητέρα του Θ και ο αδελφός του Ψ κατήγγελλαν στον αρμόδιο εισαγγελέα και τις αστυνομικές αρχές και προσέφευγαν σ' αυτούς για προστασία. Πολλές φορές χτυπούσε τη μητέρα του και απειλούσε τον αδελφό του Ψ. Μάλιστα τους εκδίωξε από την οικία τους στο ... και επέστρεψαν σ' αυτήν μετά παρέμβαση της αστυνομικής αρχής. Τελικά το Δεκέμβριο του έτους 2004 μίσθωσε διαμέρισμα σε πολυκατοικία επί της οδού ..., στο οποίο έκτοτε διέμενε, παράλληλα όμως διατηρούσε επαφή με τον κατηγορούμενο. Βραδινές ώρες της 31ης Μαρτίου 2005 ο Ζ τηλεφώνησε στον κατηγορούμενο αδελφό του και ζήτησε να του φέρει από την οικία τους στο ... την προσωπική του ατζέντα στην .... Ο κατηγορούμενος μετέβη με το υπ' αριθ. κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο του αδελφού του Ψ στην ... και περί ώρα 22.00 συνάντησε τον Ζ στο γυμναστήριο του ..., ο οποίος ήταν φίλος του τελευταίου (Ζ). Ακολούθως ο Ζ επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο του κατηγορουμένου και κατευθύνθηκαν προς την .... Κατά τη διάρκεια της διαδρομής μιλούσαν για ένα δάνειο που είχε λάβει ο Ζ και κατηγορούσε τον αδελφό του Ψ για πλαστογραφία. Στη συζήτηση ο Ζ κάπνισε ινδική κάνναβη (χασίς) και ζητούσε από τον κατηγορούμενο να μη φύγει σε μοναστήρι, όπως του είχε δηλώσει, αλλά να παραμείνει και να καταθέσει ως μάρτυρας στην ποινική υπόθεση που θα εκδικαζόταν στις 13-4-2005 μεταξύ αυτού ως μηνυτή και του αδελφού τους Ψ ως κατηγορούμενου. Στη συνέχεια, πρώτες πρωινές ώρες της 1ης Απριλίου 2005 επέστρεψαν στο ... και ο Ζ οδήγησε το αυτοκίνητο στον στάβλο-αποθήκη τους, που ήταν στην άκρη του χωριού. Εντός της αποθήκης και συγκεκριμένα στο παχνί ήταν δύο μαχαίρια και ένα μονόκαννο κυνηγετικό όπλο, εργοστασίου κατασκευής BAICAL Ρωσίας, με αριθμό ..., διαμετρήματος 12 CAL, νόμιμος κάτοχος του οποίου ήταν ο αδελφός Ψ. Το όπλο ήταν γεμισμένο με φυσίγγια και έτοιμο για χρήση. Όταν έφθασαν στον στάβλο-αποθήκη, ο Ζ είπε να μπουν μέσα, για να παραλάβει ινδική κάνναβη (χασίς) και ζήτησε από τον κατηγορούμενο να φωτίσει το στάβλο με το φακό. Ακολούθως εισήλθε στο στάβλο-αποθήκη πρώτος ο κατηγορούμενος με το φακό και ακολούθησε ο Ζ. Μόλις εισήλθαν στο στάβλο-αποθήκη, άρχισαν να μαλώνουν και ο κατηγορούμενος είδε τον αδελφό του Ζ να κρατά μαχαίρι. Αμέσως ο κατηγορούμενος παρέλαβε από το παχνί το οπλισμένο κυνηγετικό όπλο, σκόπευσε με αυτό προς τον αδελφό του Ζ και τον πυροβόλησε μία φορά στην κοιλιακή χώρα από απόσταση 1-2 μέτρων. Ακολούθως, για να διασφαλίσει το θανατηφόρο αποτέλεσμα, με τα δύο μαχαίρια επέφερε αλλεπάλληλα (τριάντα επτά) πλήγματα στο λαιμό, την κοιλιακή χώρα και τη ράχη του αδελφού του. Από τα πλήγματα αυτά, σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας -νεκροτομής, 8 ήταν στο λαιμό, 16 στην κοιλιακή χώρα και 14 στη ράχη.
Εξαιτίας των πολλαπλών πληγμάτων στην κοιλιακή χώρα και στα άλλα μέρη του σώματος ο παθών υπέστη οξεία αιμορραγική καταπληξία (σοκ), από την οποία επήλθε ο θάνατος του. Το πρωί της 1-4-2005 ο κατηγορούμενος έπλυνε τα ρούχα του στο πλυντήριο και, όταν διαπίστωσε ότι δεν είχαν εξαλειφθεί οι κηλίδες αίματος, τα πέταξε στο ρέμα - αρδευτικό κανάλι - που ευρίσκεται σε απόσταση πενήντα (50) περίπου μέτρων από τον στάβλο-αποθήκη. Επίσης μετέβη στο στάβλο-αποθήκη και παρέλαβε από την τσέπη του θανόντος το κινητό και το πορτοφόλι του, καθώς και τα μαχαίρια, τα οποία έριξε εντός του βόθρου της τουαλέτας της οικίας του στο .... Περαιτέρω, έκρυψε το ανωτέρω κυνηγετικό όπλο σε στάβλο, ιδιοκτησίας κληρονόμων ..., ο οποίος απέχει τριακόσια (300) μέτρα περίπου από την ως άνω αποθήκη - στάβλο. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος, προκειμένου να αποκρύψει τα ίχνη της πράξεως του, τύλιξε το πτώμα το αδελφού του με μία κουβέρτα, έσυρε αυτό σε απόσταση 56,80 μέτρων και το απέθεσε στο δεξιό άκρο, σε σχέση με τη ροή του ύδατος, της κοίτης του ποταμού - αρδευτικού καναλιού, που ευρίσκεται σε απόσταση 50 μέτρων από την είσοδο της περίφραξης του στάβλου-αποθήκης. Την 5-4-2005 ο ... αναζήτησε το θανόντα στην προαναφερθείσα μισθωμένη οικία στην ..., στην οποία μετέβη με αστυνομικούς του Τμήματος Ασφαλείας ..., πλην όμως αυτός δεν ανευρέθη. Επίσης την ίδια ημέρα αναζητήθηκε και από το μεγαλύτερο αδελφό του Ψ. Τις απογευματινές ώρες της 6-4-2005 ο κατηγορούμενος συναντήθηκε με τον Φ, στον οποίο είπε ότι σκότωσε τον αδελφό του Ζ. Ο Φ παρότρυνε τον κατηγορούμενο να αναφέρει το γεγονός αυτό στην αστυνομία. Κατόπιν αυτού περί ώρα 20.00 της ίδιας ημέρας μετέβησαν μαζί στην αστυνομία, όπου ο κατηγορούμενος ανέφερε τον θάνατο του αδελφού του Ζ και διηγήθηκε τις συνθήκες και τον τρόπο με τον οποίο φόνευσε τον αδελφό του. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά ο κατηγορούμενος, αυθόρμητα και χωρίς κανένας να γνωρίζει, ανέφερε στον Φ και τα επανέλαβε στους αστυνομικούς, στους οποίους μετέβησαν μετά παρότρυνση του, λέγοντας ότι πυροβόλησε και έπληξε με μαχαίρι τον αδελφό του Ζ, όταν ο θανών του επιτέθηκε με μαχαίρι στην αποθήκη. Επίσης, ο ίδιος ο κατηγορούμενος δήλωσε στους αστυνομικούς ότι έσυρε το πτώμα στο αρδευτικό κανάλι, τους οδήγησε στο κανάλι και τους υπέδειξε το σημείο που το είχε εναποθέσει. Παράλληλα υπέδειξε στους αστυνομικούς το σημείο στο οποίο μετά την πράξη του είχε κρύψει το κυνηγετικό όπλο, με το οποίο πυροβόλησε τον αδελφό του και το οποίο κατασχέθηκε.
Κατά την απολογία του ενώπιον του ανακριτή ο κατηγορούμενος ομολόγησε την πράξη του και ισχυρίστηκε ότι πυροβόλησε τον αδελφό του ευρισκόμενος σε νόμιμη άμυνα, διότι του επιτέθηκε πρώτος με ένα καδρόνι με καρφιά. Κατά την απολογία του ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ισχυρίστηκε ότι η ομολογία του στον ανακριτή ήταν προϊόν φόβου λόγω απειλής της ζωής του από Αλβανούς εμπόρους ναρκωτικών, οι οποίοι είχαν σκοτώσει τον αδελφό του. Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την έναρξη της διαδικασίας δήλωσε "τον σκότωσα, δεν το ήθελα, ήμουν στο ψυχιατρείο". Στη συνέχεια, κατά την απολογία του ισχυρίσθηκε ότι την ανθρωποκτονία διέπραξε ο αδελφός του Ψ λόγω των διαφορών του με τον Ζ και ότι αυτός ομολόγησε ότι τον σκότωσε, για να καλύψει τον αδελφό του Ψ, μπορεί όμως να τον σκότωσαν και δύο Αλβανοί. Συγκεκριμένα ισχυρίσθηκε ότι "...Ο Ψ άμα κάτι έκανε δεν ξέρω, αν το έκανε, το έκανε ο Ψ... Εγώ δεν την έκανα την πράξη... Κάλυψα τον αδελφό μου τον Ψ και είπα ότι εγώ σκότωσα το Ζ και τον πέταξα στο ρέμα. Εγώ πήγα εκεί και είδα το πτώμα. Εγώ με το Ζ ήμασταν αγαπημένοι. Στο χωριό μας ήταν δυο Αλβανοί με τους οποίους δεν τα πήγαινε καλά ο Ζ, μπορεί να το έκαναν οι Αλβανοί, μπορεί ο αδελφός μου ο Ψ, δεν ξέρω. Ο αδελφός μου ο Ψ γιατί δεν λέει ότι χτύπησε το Ζ, ήταν μαλωμένοι, τον είχε μανία το Ζ...Δεν τον σκότωσα εγώ, ο Ψ τον είχε μανία. Μ' απείλησαν και οι Αλβανοί, ο Ζ είχε σχέσεις με Αλβανούς, μπορεί και να τον απείλησαν για ναρκωτικά...".
Από όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, από τις καταθέσεις των λοιπών μαρτύρων, από τα αναγνωσθέντα έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου, τέσσερα μέλη του Δικαστηρίου, οι ένορκοι, έκριναν ότι δεν υπάρχουν πλήρεις αποδείξεις ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε τις πράξεις που κατηγορείται και τα στοιχεία αυτά δεν είναι επαρκή για την κήρυξη του ως ενόχου. Κατόπιν αυτών οι ένορκοι έκριναν ότι πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί αθώος των πράξεων που του αποδίδονται.
Με τις παραδοχές αυτές η πλειοψηφία της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν διέλαβε την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, κατά την ανωτέρω έννοια, διότι δεν εκθέτει τους λόγους από τους οποίους, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, δεν μπόρεσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος πραγμάτωσε την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, ως και των λοιπών ως άνω πράξεων, για τις οποίες είχε κηρυχθεί ένοχος με την 2 α-ε/2008 απόφαση του ΜΟΔ Γρεβενών. Ειδικότερα, κατά τις παραδοχές της πλειοψηφίας, του Δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος ομολόγησε, αυθορμήτως, την πράξη του, όλες δε οι συνθήκες τελέσεως αυτής που περιγράφονται λεπτομερώς στην απόφαση προέρχονται από τα όσα ο ίδιος ανέφερε μετά λίγες μέρες, αρχικά στο μάρτυρα Φ και στη συνέχεια στα αστυνομικά όργανα, στα οποία, κατόπιν προτροπής του τελευταίου απευθύνθηκε, και με βάση τις διηγήσεις του αυτές και τις πληροφορίες που έδωσε μπόρεσαν να βρουν το πτώμα του θύματος, εκεί που το είχε σύρει μετά την θανάτωσή του, με τον τρόπο που λεπτομερώς περιγράφεται στην απόφαση, τα ίχνη σύρσεως του οποίου και ανευρέθησαν από τους αστυνομικούς μετά την διενέργεια της αυτοψίας, το όπλο του εγκλήματος και τα ρούχα του ιδίου, στα σημεία που τα είχε κρύψει, τα γεγονότα δε αυτά μόνο ο ίδιος τα γνώριζε, αφού δεν ήταν κάποιος άλλος μπροστά όταν, κατά τον αναφερόμενο στο σκεπτικό τρόπο, σκότωσε τον αδελφό του και την πράξη του ομολόγησε και στον ανακριτή, προσθέτοντας μόνον ότι την τέλεσε σε κατάσταση αμύνης. Παρά την ομολογία αυτή του κατηγορουμένου, την οποία, πάντοτε κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης, ανακάλεσε στη συνέχεια, παλινωδώντας κατά τον τρόπο που αναφέρεται στο σκεπτικό της πλειοψηφίας, που ευλόγως προκαλούσε προβληματισμό για την ακρίβεια των νεωτέρων αυτών εκδοχών του για τον δράστη ή τους δράστες του εγκλήματος, πράγμα το οποίο και καθιστούσε επιβεβλημένη την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της κρίσης αν ο κατηγορούμενος ήταν ή όχι ο δράστης της ανθρωποκτονίας, η πλειοψηφούσα γνώμη, χωρίς την παράθεση τέτοιας αιτιολογίας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν αληθινή και σύμφωνη με αυτό που πράγματι συνέβη στον χρόνο και τον χώρο του εγκλήματος. Η ομολογία όμως όλων αυτών των πραγματικών περιστατικών, στο αρχικό εκείνο στάδιο της ποινικής δίκης και στην προδικασία, που αποτελούσαν και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέσθηκε η πράξη της ανθρωποκτονίας, όπως και οι λοιπές πράξεις, που του αποδόθηκαν και για τις οποίες είχε κηρυχθεί ένοχος πρωτόδικα, η οποία συνοδεύθηκε από παροχή λεπτομερειών, που μόνον ο ίδιος γνώριζε, λεπτομέρειες οι οποίες και επιβεβαιώθηκαν στην συνέχεια από αντικειμενικά ευρήματα, γεγονός που καταδείκνυε την αλήθεια και ακρίβεια των λεπτομερών περιγραφών του τρόπου τελέσεως της ανθρωποκτονίας, και αυτομάτως δημιουργούσαν τον προβληματισμό από πού τα γνώριζε όλα αυτά ο κατηγορούμενος, χωρίς να είναι ο δράστης, καθιστούσε επιβεβλημένη την αιτιολογία της, παρά ταύτα, κρίσεως ότι δεν αποδείχθηκε η τέλεση των πράξεων που ομολόγησε και αποτελούσαν περιεχόμενο των κατηγοριών που του αποδόθηκαν και συνακόλουθα της αθωώσεως του. Τέτοια όμως αιτιολογία δεν διέλαβε η πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου. Κατ' ακολουθία τούτων, σύμφωνα με αυτά που εκτίθενται ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και πρέπει, κατά παραδοχή ως βασίμου του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ μοναδικού λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης του Εισαγγελέως, ν' αναιρεθεί και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές και ενόρκους, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 2/2009 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Και. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές και ενόρκους, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Μαρτίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Απριλίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή