Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δυσφήμηση συκοφαντική, Εξύβριση, Αναβολής αίτημα.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για συκοφαντική δυσφήμηση και εξύβριση. Απορριπτέοι οι λόγοι αναίρεσης για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και ειδικότερα: 1) επί της κατηγορίας (ως προς την έννοια των " γεγονότων" σε συνδυασμό με την έλλειψη νομίμου βάσεως, 2) για τον δόλο, 3) για την παρεμπίπτουσα απορριπτική απόφαση του αιτήματος αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, 4) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1822/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου - Κατσαβριά-Εισηγήτρια και Κυριακούλα Γεροστάθη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 17η Σεπτεμβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (κωλυομένου του Εισαγγελέα) και της Γραμματέα Αικατερίνης Φωτοπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειουσών - κατηγορουμένων 1. Ε. Β. του Α. και 2. Α. Β. του Σ., αμφοτέρων κατοίκων ..., οι οποίες παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μαυρουδή Βορίδη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 9523/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. Δ. Α., 2. Ε. Α. και 3. Ζ. Α., κατοίκου ..., οι οποίοι παραστάθηκαν με την πληρεξούσια δικηγόρο τους Κυριακή Κουφοπούλου.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτήν, και οι αναιρεσείουσες - κατηγορούμενες ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Φεβρουαρίου 2010 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 379/2010.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ κατά τις οποίες, αντίστοιχα, "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών....", και "αν στην περίπτωση του άρθρου 362, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση...", συνάγεται ότι το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης περιλαμβάνει αντικειμενικά μεν τον ισχυρισμό ή την διάδοση από τον υπαίτιο, ενώπιον τρίτου, γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου, το δε γεγονός να είναι ψευδές, υποκειμενικά δε τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι ψευδές και συνάμα πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και τη θέληση να γίνει ο ισχυρισμός ενώπιον τρίτου ή να διαδοθεί το βλαπτικό αυτό γεγονός. Ως γεγονός, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, αλλά και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά που αναφέρεται στο παρελθόν ή στο παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης ή χαρακτηρισμού, όταν συνδέονται και σχετίζονται με συγκεκριμένα περιστατικά που συνιστούν γεγονός και στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας. Επομένως, απλές κρίσεις και γνώμες και χαρακτηρισμοί που ενέχουν αμφισβήτηση κατά την κοινή αντίληψη της κοινωνικής ή ηθικής αξίας του παθόντος ή εκδήλωση καταφρόνησης ή ονειδισμού αυτού, είναι δυνατόν να θεμελιώσουν το έγκλημα της εξύβρισης, όχι όμως και εκείνο της δυσφήμησης (απλής ή συκοφαντικής). Σε περίπτωση καταδίκης για συκοφαντική δυσφήμηση επιβάλλεται το δικαστήριο να αναφέρει στην απόφαση ειδικά και συγκεκριμένα τα φερόμενα ως προσαπτόμενα σε ορισμένο πρόσωπο γεγονότα με τις τυχόν συναφείς κρίσεις, εκτιμήσεις ή χαρακτηρισμούς, έτσι ώστε να κριθεί αντικειμενικά αν τα γεγονότα αυτά προσβάλλουν την τιμή και την υπόληψη του ή οι χαρακτηρισμοί και οι κρίσεις συνάπτονται με γεγονότα ή αν διατυπώθηκαν κατά τρόπο που να μη συνάπτονται με γεγονότα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 45 του ΠΚ "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός". Με τον όρο "από κοινού", νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει να αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επιμέρους πράξεις των συμμετοχών, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για την πληρότητα της αιτιολογίας, πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετείχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός, χωρίς να απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη.
Εξ άλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόσθηκε. Ιδιαίτερη αιτιολογία για την ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαία, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν όμως αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως επί του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, πρέπει η ύπαρξη τέτοιου δόλου να αιτιολογείται ειδικώς στην απόφαση με την παράθεση περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, για να αποκλεισθεί ότι ο δράστης ενήργησε με ενδεχόμενο δόλο, διότι στην περίπτωση αυτή δεν θα θεμελιωνόταν η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά κατ' επιλογή, όπως επιβάλλεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠΔ. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κτλ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η απαιτούμενη από τις παραπάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται όχι μόνο στην καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση, αλλά και σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Από τις διατάξεις των άρθρων 352, 353 και 139 του ΚΠΔ προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις με σκοπό να εξετασθούν και άλλοι μάρτυρες οι οποίοι δεν κλήθηκαν ή δεν προσήλθαν. Η παραδοχή ή μη του σχετικού αιτήματος απόκειται μεν στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, οφείλει όμως να απαντήσει στο υποβαλλόμενο αίτημα αναβολής και σε περίπτωση απορρίψεως του να αιτιολογήσει ειδικά την απόφαση του. Διαφορετικά, αν δηλαδή απορρίψει το εν λόγω αίτημα χωρίς την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ, Δ του ΚΠΔ. Τέλος, υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως της απόφασης, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν η απόφαση δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και κατά το παρεμπίπτον μέρος αυτής, μετά την εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας, ο συνήγορος των κατηγορουμένων, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Εφετείου, ζήτησε την αναβολή της δίκης για να κληθούν και εξετασθούν οι μάρτυρες Ε. Ι. και Ι. Β.. Το δικαστήριο όμως με την 6697/2009 παρεμπίπτουσα απόφαση του απέρριψε το αίτημα αναβολής της δίκης με την αιτιολογία ότι "δεν κρίνει αναγκαίο να κληθούν και άλλοι μάρτυρες για την διαλεύκανση της υπόθεσης. Οι μάρτυρες και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα αρκούν για να σχηματίσει δικανική πεποίθηση στην εξεταζόμενη υπόθεση". Η αιτιολογία αυτή που διέλαβε το δικαστήριο στην απορριπτική του αιτήματος των κατηγορουμένων για αναβολή της δίκης απόφαση του, είναι η απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια και πληρότητα οι λόγοι για τους οποίους το δικαστήριο οδηγήθηκε στην απορριπτική του παραπάνω αιτήματος των κατηγορουμένων παρεμπίπτουσα απόφαση του, με τη συνδρομή των οποίων, το "απαραίτητο της προσελεύ-σεως των δύο μαρτύρων", που είχαν αυτές επικαλεσθεί για τη στήριξη του αιτήματός τους, δεν ήταν πράγματι ικανό να οδηγήσει στην παραδοχή του αιτήματος αυτού και την αναβολή της δίκης. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αιτήματος αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν ενιαίο σύνολο, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών που την εξέδωσε, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων σ' αυτήν αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, σε σχέση με τις αποδιδόμενες στις κατηγορούμενες αξιόποινες πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμησης και εξύβρισης, από κοινού, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι κατηγορούμενες, μητέρα και κόρη κατοικούν στην ... σε κατοικία μισθωμένη από το έτος 2003 επί της οδού .... Μαζί τους έφεραν και διατηρούσαν στην ως άνω οικία τους και τέσσερις σκύλους. Οι πολιτικώς ενάγοντες και οι μάρτυρες της παρούσας υπόθεσης που είναι ιδιοκτήτες όμορων οικοπέδων οχλήθηκαν από την παρουσία των σκύλων και προσέφυγαν στη Διεύθυνση Υγιεινής της Νομαρχίας με καταγγελίες σε βάρος των κατηγορουμένων για απόρριψη των περιττωμάτων των ζώων στο δρόμο. Οι κατηγορούμενες προς αντιπερισπασμό άρχισαν να καταγγέλλουν στις αρχές (Αστυνομία, Πυροσβεστική, Πολεοδομία, Δ/νσεις Περιβάλλοντος) όλους τους παραπάνω γείτονές τους για διάφορες πλημμέλειες - παραβάσεις στα ακίνητά τους (αυθαίρετες κατασκευές, αντικείμενα πρόσφορα για ανάφλεξη, διατήρηση οικόσιτων ζώων όπως περιστέρια, κουνέλια, κότες χωρίς την τήρηση κανόνων υγιεινής). Οι σχέσεις μεταξύ τους οξύνθηκαν περισσότερο και εξελίχθηκαν σε προσπάθεια αλληλοεξόντωσης τόσο δια της νομίμου οδού (καταγγελίες - μηνύσεις) όσο και με παράνομες πράξεις. Στη διένεξη αυτή αναμίχθηκε και ο σύζυγος της πρώτης και πατέρας της δεύτερης κατηγορούμενης Σ. Β. που έχει ήδη αποβιώσει (10-3-2005). Στα πλαίσια αυτά ο τελευταίος καταδικάστηκε σε φυλάκιση 4 μηνών για το αδίκημα της με πρόθεση πρόκλησης απλής σωματικής βλάβης που τέλεσε σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος Ζ. Α., οδηγώντας το ... ΙΧΕ αυτοκίνητό του στις 6-11-04, δυνάμει της με αριθμό 21549/05 αποφάσεως του Μ Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Ο παθών άσκησε επίσης και την από 22-5-06 αγωγή κατά του "ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ" για τη ζημία που υπέστη από την ως άνω παράνομη και υπαίτια πράξη του Σ. Β., το δε "ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ" με τη σειρά του άσκησε την από 10-10-06 παρεμπίπτουσα αγωγή κατά των εδώ κατηγορουμένων ως κληρονόμων του παραπάνω δράστη (αποβιώσαντος). Με αφορμή λοιπόν τη δίκη που επρόκειτο να γίνει στις 5-2-07 (οπότε οι παραπάνω αγωγές συνεκδικάσθηκαν και εκδόθηκε η με αριθμό 3830/07 απόφαση του Μ. Πρωτοδικείου Αθηνών που δέχτηκε κατά ένα μέρος την πρώτη και απέρριψε ως απαράδεκτη τη δεύτερη), οι κατηγορούμενες με σκοπό να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη των πολιτικώς εναγόντων Ζ. Α., Ε. Α. (συζύγου του πρώτου) και Δ. Α. (αυτόπτη μάρτυρα κατά τον τραυματισμό του Ζ. Α. από τον Σ. Β.) ενεργώντας από κοινού (συναπόφαση) ισχυρίστηκαν και διέδωσαν ενώπιον τρίτων στις 20-1-2007 ψευδή γεγονότα ως αληθή με τον ακόλουθο τρόπο: Ειδικότερα συνέταξαν σε περισσότερα (περίπου 10) αντίτυπα το παρακάτω κείμενο: "Θεατρική παράσταση 'Ο Αρχοντοζητιάνος' Θίασος: Ε. Α. Σκηνοθεσία και Σκηνογραφία: Ε. Α. Πρωταγωνιστής: Ζ. Α. Β' ρόλος: Αδελφή του ελέους: Ε. Α. Gest star: Δ. Α. Η παράσταση που δόθηκε αποσκοπούσε σε χρηματική επαιτεία Αγαπημένη και φιλήσυχη γειτονιά για την επόμενη παράσταση που θα δώσουν θα ενημερωθείτε." Από το περιεχόμενο του παραπάνω εγγράφου σαφώς συνάγεται ότι οι κατηγορούμενες παρουσιάζουν τους πολιτικώς ενάγοντες (πρώτο και δεύτερη) ψευδώς ως επαίτες. Ότι η όλη υπόθεση και όσα ισχυρίστηκε ο πρώτος τόσο στην ποινική δίκη όσο και στο δικόγραφο της αγωγής για τον τραυματισμό του από τον Σ. Β. καθώς και οι αξιώσεις του σε σχέση με αυτόν ήταν σκηνοθετημένη - "κατασκευασμένη" και εντεύθεν ψευδείς και ότι αποσκοπούσαν να αποκομίσουν κέρδος προσφεύγοντας στο δικαστήριο σα να ζητούσαν ελεημοσύνη, με τη συνδρομή του τρίτου πολιτικώς ενάγοντος ως αυτόπτη μάρτυρα. Πλην όμως, τόσο ο τραυματισμός του Ζ. Α. όσο και οι απαιτήσεις του ήσαν βάσιμες, για το λόγο αυτό άλλωστε δικαιώθηκε τόσο από το ποινικό όσο και από το αστικό δικαστήριο κατά τα προαναφερθέντα. Σημειώνεται ότι το περιεχόμενο του ως άνω κειμένου αποφασίστηκε από κοινού από τις κατηγορούμενες και εν συνεχεία η δεύτερη το εκτύπωσε (έγραψε) στον υπολογιστή, η δε πρώτη το διένειμε, το παρέδωσε την ως άνω ημερομηνία στα χέρια συγκεκριμένων ατόμων. Συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι το παρέδωσε στον Ζ. Α., στον Δ. Α., στον Στ. Α., στη Ν. Β. (στην πόρτα της κατοικίας εκάστου) στην Τ. Π. καθώς και στους Ί. και Β.. Ο τρόπος τέλεσης του ως άνω αδικήματος ωστόσο δεν θεμελιώνει τη μορφή του αδικήματος της συκοφαντικής δια του τύπου δυσφήμισης καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι διαπράχθηκε με κατάχρηση του τύπου ως μέσου τέλεσης, αφού παρείχθη σε μικρό αριθμό αντιτύπων (όχι περισσότερα από 10 σύμφωνα με τους μάρτυρες κατηγορίας δεδομένου ότι δεν μπόρεσαν να αναφέρουν περισσότερα από 10 ονόματα), δόθηκε στα χέρια συγκεκριμένων προσώπων και δεν διανεμήθηκε δεν τοιχοκολλήθηκε και δεν εκτέθηκε σε δημόσιο μέρος προσιτό στο κοινό (σε άγνωστο αριθμό προσώπων βλ. και ΑΠ 345/02 Ποιν.Δικ. 2002,800. Μ. Μαργαρίτη, Ποινικός Κώδιξ σελίδα 978). Επομένως κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας (άρθρ. 171 ΚΠΔ βλ. και σχετικό πίνακα με τις εκεί παραπομπές στη νομολογία στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας Δημ. Ζημιανίτη) πρέπει να κηρυχθούν ένοχες για την πράξη της συκοφαντικής δυσφημίσεως που τέλεσαν κατά τα προαναφερόμενα από κοινού σε βάρος των: Ζ. Α., Ε. Α. και Δ. Α. στις 20-1-07 στην .... Επίσης πρέπει να κηρυχθούν ένοχες του αδικήματος της εξυβρίσεως σε βάρος των προαναφερομένων προσώπων, καθόσον αποδείχθηκε ότι στις 25-1-2007 στην ... από κοινού προσέβαλαν την τιμή και την υπόληψη των παραπάνω με τις ακόλουθες φράσεις προς τον Α. και Α.: "μαλάκα, πούστη, αρχίδι, ψωλογλύφτη, αλήτη, βάζε τα αγγούρια στον κώλο σου να τα ισιώσεις" στον Α. επί πλέον: "πούστη, κούτσαυλε, η γυναίκα σου τον παίρνει και σου τα φέρνει" στη δε Ε. Α.: "καριόλα, ψευτοθρήσκα, Κασσιανή, πουτάνα, αλήτισσα, στραβοκάνα, σε πήδηξε όλη η ... κι' έχουν ανοίξει τα πόδια σου". Με βάση τις παραδοχές αυτές το ως άνω δικαστήριο κήρυξε ενόχους τις αναιρεσείουσες της συκοφαντικής δυσφήμησης και εξύβρισης, από κοινού, και επέβαλε σε καθεμία από αυτές συνολική ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών την οποία ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το κατ' έφεση δίκασαν δικαστήριο, σε συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που αλληλοσυμπληρώνονται, διέλαβε στην απόφαση του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αναφορικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων της συκοφαντικής δυσφήμησης και εξύβρισης για τις οποίες καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείουσες, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45, 94 παρ. 1, 361 παρ. 11 και 362-363 του ΠΚ, τις οποίες ορθά εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει εκ πλαγίου και να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Πλήρως δε αιτιολογείται ο άμεσος δόλος των αναιρεσειουσών, σε σχέση με το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, με την παράθεση πραγματικών περιστατικών υποδηλούντων τον δόλο αυτό, προσθέτως δε με πλήρη αιτιολογία εξειδικεύονται οι ενέργειες στις οποίες αυτές προέβησαν, προκειμένου να πραγματώσουν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος. Ειδικότερα, το δικαστήριο, Α) με την παραδοχή του ότι, με όσα ψευδώς ισχυρίστηκαν ενώπιον τρίτων από κοινού οι αναιρεσείουσες με το κείμενο τους, στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, διότι αυτές παρουσιάζουν τους πολιτικώς ενάγοντες αναληθώς ως επαίτες, ορθά εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 362-363 του ΠΚ, καθόσον με τους εκφραζόμενους σ' αυτό χαρακτηρισμούς και αξιολογικές κρίσεις, εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στην συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας των πολιτικώς εναγόντων με τον χαρακτηρισμό τους ως επαιτών., Β) διέλαβε στην απόφαση του το απαιτούμενο για την πληρότητα της υποκειμενικής υπόστασης του ως άνω εγκλήματος στοιχείο της γνώσης της αναλήθειας των όσων μειωτικών της προσωπικότητας των πολιτικώς εναγόντων ισχυρίσθηκαν, με την παραδοχή ότι "σύμφωνα με το προαναφερόμενο κείμενο οι εγκαλούντες εμφανίζονται αναληθώς ως επαίτες, με αφορμή την εκδίκαση αγωγής αποζημιώσεως του Ζ. Α. κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την εκ προθέσεως πρόκληση σωματικής βλάβης από τον Σ. Β., σύζυγο της πρώτης και πατέρα της δεύτερης των αναιρεσειουσών, κατά την οδήγηση του ... ΙΧΕ αυτοκινήτου του, εν γνώσει αυτών και με σκοπό να βλάψουν ενώπιον των προαναφερόμενων τρίτων την τιμή και την υπόληψη των εγκαλούντων, ενώ η αλήθεια την οποία αυτές γνώριζαν ήταν ότι ο Ζ. Α. ασκούσε δικαίωμα του με την άσκηση της ως άνω αγωγής", επαρκώς συνάγεται η γνώση της αναλήθειας των ισχυρισμών τους, ενώ περαιτέρω η ίδια γνώση αιτιολογείται πλήρως και από το ότι ο σχετικός ισχυρισμός τους φέρεται να στηρίζεται σε προσωπική τους αντίληψη των συνθηκών του συμβάντος, λόγω της εμπλοκής του συζύγου και πατρός των αναιρεσειουσών, αντίστοιχα, σ' αυτό, αλλά και των ιδίων ως εναγομένων από το Επικουρικό Κεφάλαιο- ως κληρονόμων του προαναφερθέντος Ζ. Α.-, παραδοχή ως εκ της οποίας δεν ήταν αναγκαία η παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση αυτή, περιστατικών. Γ) το δικαστήριο με την παραδοχή του ότι "οι κατηγορούμενες από κοινού ενεργώντας προσέβαλαν την τιμή και την υπόληψη άλλων και συγκεκριμένα απεύθυναν στους Ζ. Α., Α. Δ. και Ε. Α. τις φράσεις που αναφέρονται στο διατακτικό της απόφασης", αιτιολογείται πλήρως η στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης της εξύβρισης, για την υποκειμενική υπόσταση της οποίας δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία ως προς τον δόλο, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσης της. Ούτε υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης για την πράξη της εξύβρισης εκ του ότι η αιτιολογία αυτής εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Δεν ήταν δε αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας η αναφορά και αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η αξιολογική συσχέτιση μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή των προαναφερόμενων ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατά το μέρος δε που με τους λόγους αυτούς, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας αναφορικώς με τη εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτοι και ως τέτοιοι πρέπει να απορριφθούν.
Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς διερεύνηση, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικασθούν οι αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα και τη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19/2/2010 αίτηση των Ε. Β. του Α. και ’. Β. του Σ., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 9523/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Και
Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ την κάθε μία και στην δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Οκτωβρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Νοεμβρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ