Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Καθυστέρηση καταβολής αποδοχών εργαζομένου, Ανώνυμη εταιρία.
Περίληψη:
Παράβαση: α) του ΑΝ 690/1945 και β) των διατάξεων των άρθρων 1,2,3,4 και 5 ΑΝ 539/1945 από ναυτιλιακή εταιρία. Ελλιπής αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως, διότι δεν αναφέρονται πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η ιδιότητα και η θέση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου στην εργοδότρια ναυτιλιακή εταιρία, αλλά και ασαφής και αντιφατική αιτιολογία, ενόψει του ότι πρωτόδικα αυτός καταδικάστηκε ως εκπρόσωπος άλλης εταιρίας, κατ' επιτρεπτή μεταβολή του κατηγορητηρίου, χωρίς όμως να προσκομίσει στο κατ' έφεση Δικαστήριο νομιμοποιητικά έγγραφα της άλλης εταιρίας.
Αριθμός 1966/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, σύμφωνα με τη με αριθμό 101/21.7.2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Αντωνίου, για αναίρεση της με αριθμό ΒΤ 2236/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Μαΐου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 920/2010.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου μόνου παρ.1 του Α.Ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ.1 του Ν.2336/1995, τιμωρείται με τις αναφερόμενες σ' αυτό ποινές, κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πόσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας, είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόμο ή έθιμο, είτε σύμφωνα με το όρθρο 10 του Ν.3198/1995 συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενό τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενική και υποκειμενικά στοιχεία, σχετικό με τα αντικειμενικό και υποκειμενικό στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτό και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικό που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, η καταδικαστική απόφαση για παράβαση της παραπάνω διατάξεως του Α.Ν. 690/1945 για να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει, να εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια, ενόψει του περιεχομένου της άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεως, τα κρίσιμα για την θεμελίωση του αναφερομένου εγκλήματος περιστατικά, που είναι ο χρόνος κατά τον οποίο διήρκεσε η σύμβαση εργασίας, οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές, καθώς και οι έκτακτες, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόμενο έναντι αυτών και ο χρόνος που έπρεπε να καταβληθούν Περαιτέρω, επί νομικού προσώπου, φερόμενου ως εργοδότη, πρέπει να προσδιορίζεται και η μορφή του νομικού προσώπου, και, αν πρόκειται για εταιρία και η εταιρική αυτής μορφή, καθώς και τα πραγματικό περιστατικά από τα οποία προκύπτει η θέση και η ιδιότητα που είχε ο κατηγορούμενος στην εταιρία αυτή, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ώστε να ανακύπτει η υποχρέωσή του για καταβολή των αποδοχών. Δεν αρκεί, δηλαδή, ο χαρακτηρισμός του κατηγορουμένου ως εργοδότη ή ως νόμιμου εκπροσώπου της εταιρικής επιχείρησης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 2236/2010 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, όπως προκύπτει από αυτή, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος σε δεύτερο βαθμό για παράβαση του πιο πάνω αν.ν. 690/1945 σε συνολική ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, που ανεστάλη η εκτέλεσή της για τρία έτη και συνολική χρηματική ποινή 12.000 ευρώ. Το Δικαστήριο για να καταλήξει στην καταδικαστική αυτή κρίση, δέχθηκε, ότι από τα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Ο κατηγορούμενος, στον ..., κατά το χρονικό διάστημα από 8-11-2002 έως 30-6-2006, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία "... Shipping Limited", που εδρεύει στο ..., δηλαδή εν τοις πράγμασι. τουλάχιστον, διαχειριστής και εκπρόσωπος αυτής στην Ελλάδα, εν όψει του ότι αυτή είναι δικών του συμφερόντων (βλ. ΑΠ 186/2008 σελ. 4) και του ότι ο κατηγορούμενος, αν και ηδύνατο, δεν προσκόμισε κανένα νομιμοποιητικό έγγραφο της εταιρείας αυτής, αν και ασφαλώς κατέχει τέτοια έγγραφα, αφού πρόκειται για εταιρεία δικών του συμφερόντων, προσέλαβε και απασχόλησε με προφορική σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως εργαζόμενο στην εταιρεία αυτή τον εγκαλούντα Δ, με την ιδιότητα του ηλεκτρολόγου. Παράλληλα, ο κατηγορούμενος, λειτουργεί και άλλες εταιρείες συμφερόντων του, μεταξύ των οποίων και η "... Shipping Corporation", που εδρεύει στη ... και διατηρεί γραφείο στην Ελλάδα, και εκπροσωπείται ενταύθα από τον κατηγορούμενο (βλ. την ως άνω αρεοπαγιτική). Εν όψει των κοινών συμφερόντων των εταιρειών αυτών, η τελευταία εταιρεία παρείχε διευκολύνσεις στην ως άνω εργοδότρια, πλην, ο ως άνω παθών ουδέποτε πληρώθηκε από την εταιρεία ..., ούτε ήταν ποτέ γραμμένος στις μισθολογικές της καταστάσεις, όπως κατέθεσε στο ακροατήριο η μάρτυρας υπερασπίσεως του κατηγορουμένου Γ, που εργάζεται σε αυτήν από το 1995 μέχρι σήμερα, ως λογίστρια στο τμήμα μισθοδοσίας. Το ίδιο, δηλαδή ότι τον παθόντα πλήρωνε η ... καταθέτει και ο μάρτυρας ..., καθώς και ότι εργοδότης κατ' ουσίαν είναι ο κατηγορούμενος. Εξάλλου, και ο ίδιος ο εγκαλών συνομολογεί στο ακροατήριο ότι πληρωνόταν από τη ..., χωρίς να παρέχει επαρκείς εξηγήσεις για ποιόν λόγο, παρά το ανωτέρω πραγματικό, θεωρεί ως εργοδότρια του την .... Εξάλλου, με την από 20-7-2006 εξώδικη πρόσκληση του και δύο αγωγές που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο εγκαλών, στρέφεται κατ' αμφοτέρων των ως άνω εταιρειών και του κατηγορουμένου, σωρευτικώς, πράγμα που δείχνει τον ενδοιασμό του ως προς το πραγματικό πρόσωπο του εργοδότη του. Το γεγονός ότι η ... δεν διατηρούσε γραφεία στην Ελλάδα και για τον σκοπό αυτόν υποστηριζόταν κατά τούτο από την ως άνω ετέρα εταιρεία ..., η οποία ενεργούσε ως εταιρεία διαχείρισης των πλοίων της ... όχι μόνο δεν αποδυναμώνει αλλά ενισχύει την ανωτέρω θέση. Περαιτέρω, ο ίδιος εγκαλών, καταθέτει ότι προσλήφθηκε από τον κατηγορούμενο, το 1986 - 1987, ως ναυτικός. Πλην, από τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, η εταιρεία ... δεν είχε κατά τον χρόνο αυτόν εκπροσώπηση στην Ελλάδα, πιθανόν δε και να μην είχε ακόμα συσταθεί, καθώς έλαβε άδεια εγκατάστασης στην Ελλάδα για πρώτη φορά το 1989 και το πρώτο πρακτικό του διοικητικού της συμβουλίου φέρεται να καταρτίστηκε την 14-11-1988. Περαιτέρω, από την κατάθεση του εγκαλούντα στο ακροατήριο, αποδείχθηκε ότι οι αποδοχές του καταβάλλονταν στην Ελλάδα, στην τράπεζα Ευrobanκ. Επιπλέον, από την κατάθεση της ίδιας ως άνω μάρτυρος υπερασπίσεως Γ, προκύπτει ότι ο εγκαλών εργαζόταν ως ηλεκτρολόγος σε πλοία συμφερόντων του κατηγορουμένου, σύμφωνα με τις εντολές του. Ο εγκαλών, αρνείται την ναυτική του ιδιότητα, συνομολογώντας ότι εργαζόταν, κατά καιρούς, σε διάφορα πλοία, όχι ως ηλεκτρολόγος του πλοίου αλλά ως σύμβουλος και εκπρόσωπος της εταιρείας. Η ιδιότητα του ναυτικού κρίνεται κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 37 επ. και 53 επ. του ΚΙΝΔ, κατά τις οποίες για την ύπαρξη συμβάσεως ναυτολογήσεως απαιτείται προσφορά υπηρεσίας επί πλοίου ως μέλος του πληρώματος, με την έννοια της συμμετοχής κατά τη διάρκεια του πλου στην εκτέλεση της ναυτικής αποστολής του και την ένταξη του σ' αυτό, με οποιονδήποτε βαθμό και ειδικότητα, ακόμα και αυτοί που δεν παρέχουν καθαρώς ναυτική εργασία και σε συμπληρωματικά καθήκοντα, είναι δε αδιάφορη η εγγραφή του ή όχι στο ναυτολόγιο ή η ασφάλιση του στο ΝΑΤ (ΑΠ 904/1987 ΝοΒ 36, 1218, ΑΠ 551/1974 ΝοΒ 23, 142).
Συνεπώς, η σύμβαση του εγκαλούντα κρίνεται ως χερσαία, εφόσον αυτός δεν εντάχθηκε στα πληρώματα των πλοίων στα οποία κατά καιρούς μετέβη αλλά εκτελούσε, μόνο, ηλεκτρολογικές εργασίες που δεν μπορούσε να εκτελέσει το πλήρωμα. Σε τούτο συνηγορεί και το γεγονός ότι, ανεξαρτήτως του ότι τούτο δεν αποτελεί αναγκαία συνθήκη, ο εγκαλών δεν ενεγράφη ποτέ σε ναυτολόγιο ούτε ασφαλίστηκε στο ΝΑΤ. Επιπλέον, δεν προέκυψε ότι ο εγκαλών ταξίδευε συνεχώς ούτε ότι εκτελούσε εργασίες αποκλειστικά σε πλοία που ταξίδευαν, απλώς τύχαινε κάποτε να ταξιδέψει. Τούτο ενισχύεται από το μοναδικό περί αυτών χρήσιμο προς τούτο εκ των αναγνωσθέντων εγγράφων, δηλαδή την από 25-9-2004 ιατρική έκθεση ασθενειών, που αφορά στον εγκαλούντα, σύμφωνα με το περιεχόμενο της οποίας ο εγκαλών ασθένησε όταν το πλοίο ναυλοχούσε, που σημαίνει ότι η σύμβαση δεν είναι ναυτικής εργασίας, αφού οι επισκευές πραγματοποιούνταν σε λιμάνι (ΑΠ 904/1987, Ε.Ν.Δ. 15, σελ. 445, ΑΠ 1220/1985 αδημ.), με αποτέλεσμα να μην υπάγεται η ρύθμιση της εργασιακής σχέσης του εγκαλούντα στην ΥΑ 232//1996 (ΥΑ 2324/2/1/96 ΦΕΚ Β 525 1996): ΣΣΕ Πληρωμάτων Ποντοπόρων Φορτηγών Πλοίων άνω 4.500 Τ.D.W., ΦΕΚ Β' 525/1996. Εξάλλου, κατά τα άρθρα 3 έως 6 της Διεθνούς σύμβασης της Ρώμης που κυρώθηκε με το νόμο 1472/1988 και ισχύει από 1.4.1991, η ενοχική σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη (αρθρ. 3 παρ. 1-4). Στο μέτρο που το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο δεν έχει επιλεγεί σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας με την οποία συνδέεται στενότερα (αρθρ. 4 παρ. 1-5). Τέλος, με το άρθρο 6 της ως άνω σύμβασης ορίστηκε, στην παρ. 1, ότι "παρά τις διατάξεις του άρθρου 3 στη σύμβαση εργασίας η επιλογή από τους συμβαλλόμενους του εφαρμοστέου δικαίου δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον εργαζόμενο από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του δικαίου που θα ήταν εφαρμοστέο σύμφωνα με την παρ. 2 του παρόντος άρθρου σε περίπτωση που δεν είχε γίνει επιλογή" και στην παρ. 2 ότι παρά τις διατάξεις του άρθρου 4 και εφόσον δεν έχει γίνει επιλογή σύμφωνα με το άρθρο 5 η σύμβαση εργασίας διέπεται: α) από το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του σε εκτέλεση της σύμβασης ακόμη και αν έχει εγκατασταθεί προσωρινά σε άλλη χώρα ή β) αν ο εργαζόμενος δεν παρέχει συνήθως την εργασία του σε μία μόνο χώρα από το δίκαιο της χώρας όπου βρίσκεται η εγκατάσταση που τον προσέλαβε, εκτός αν από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η σύμβαση εργασίας συνδέεται στενότερα με άλλη χώρα οπότε εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της άλλης αυτής χώρας. (ΑΠ 1197/1999 ΕΝΔ 27, 355, ΑΠ 654/1997 ΕΝΔ 25, 372).
Εν προκειμένω, εφόσον ο κατηγορούμενος, ως διαχειριστής, φορέας των συμφερόντων και εκπρόσωπος της εργοδότριας και ο εγκαλών είναι έλληνες, η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε κατά την κατάρτιση και λειτουργία της σύμβασης είναι η ελληνική, ο τόπος της κατάρτισης της συμφωνίας είναι η Ελλάδα, ο τόπος πληρωμής του εγκαλούντα είναι η Ελλάδα, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο. Εξάλλου οι διατάξεις των συλλογικών συμβάσεων εργασίας που καθορίζουν τα ελάχιστα όρια αποδοχών των επί μέρους κατηγοριών εργαζομένων, καθώς και αυτές περί αποζημιώσεως λόγω καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως είναι αναγκαστικού δικαίου και έχουν εφαρμογή όταν βάσει των πιο πάνω διατάξεων είναι εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο (Ολ.ΑΠ 47/1987 ΕΝΔ 15.385, ΑΠ 668/1985 ΕΝΔ 14.76 ΕΠ 520/1993 ΕΝΔ 21.431, ΕΠ 667/1997, 1254/1997 αδημ. Σχετικά με την εφαρμογή των ελληνικών ΣΣΝΕ και επί αλλοδαπών ναυτικών βλ. ΟλΑΠ 47/1987 ΕΝΔ 15.385, ΑΠ 668/1985 ΕΝΔ 34.76, βλ. Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, έκδ. δεύτερη, σελ. 356 επ.). Εξάλλου, παρά το ότι ο εγκαλών ισχυρίζεται ότι διετέλεσε αρχιηλεκτρολόγος, τούτο δεν αποδείχθηκε. Ειδικότερα, κατά την έννοια του εδαφίου α' του άρθρου 2 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ουασιγκτώνος "περί περιορισμού των ωρών εργασίας εν ταις βιομηχανικαίς επιχειρήσεις", που κυρώθηκε με τον ν. 2269/1920, ως πρόσωπα τα οποία κατέχουν θέσεις εποπτείας ή διευθύνσεως ή εμπιστοσύνης, επί των οποίων κατά τη σύμβαση αυτή δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις αυτής, θεωρούνται εκείνα στα οποία, ως εκ των εξαιρετικών προσόντων τους ή της ιδιάζουσας εμπιστοσύνης του εργοδότη προς αυτά, ανατίθενται καθήκοντα γενικότερης διευθύνσεως όλης της επιχειρήσεως ή σημαντικού τομέα αυτής και εποπτείας του προσωπικού, κατά τρόπο ώστε όχι μόνο να επηρεάζουν αποφασιστικώς τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχειρήσεως, αλλά και να διακρίνονται εμφανώς από τους άλλους υπαλλήλους, λόγω της ασκήσεως των δικαιωμάτων του εργοδότη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η πρόσληψη και η απόλυση του προσωπικού, έναντι του οποίου επέχουν θέση εργοδότη, διαθέτουν πρωτοβουλία και επωμίζονται ενίοτε και ποινικές ευθύνες για την τήρηση των διατάξεων, που έχουν θεσπισθεί προς το συμφέρον των εργαζομένων, αμειβόμενοι συνήθως με μισθό, ο οποίος υπερβαίνει κατά πολύ τα νόμιμα ελάχιστα όρια και τις καταβαλλόμενες στους λοιπούς υπαλλήλους αποδοχές. Γιαυτό και τα ως άνω πρόσωπα, αν και δεν παύουν να είναι μισθωτοί, εξαιρούνται της εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας περί χρονικών ορίων εργασίας, εβδομαδιαίας αναπαύσεως, αποζημιώσεως ή προσαυξήσεως για την υπερωριακή ή κατά τις Κυριακές και εορτές εργασία, οι οποίες είναι ασυμβίβαστες προς την εξέχουσα θέση τους και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων, που ανέλαβαν με τη σύμβαση τους. Η έννοια δε της διευθυντικής θέσεως, ανεξαρτήτως του αν ο εργαζόμενος έχει ή όχι τον τίτλο του κατόχου αυτής, προσδιορίζεται με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστεως και της κοινής πείρας και της λογικής από τη φύση και το είδος των παρεχομένων υπηρεσιών, που κρίνονται ενιαίως, καθώς και από την ιδιάζουσα σχέση εκείνου, ο οποίος τις παρέχει, τόσο προς τον εργοδότη όσο και προς τους λοιπούς εργαζομένους (ΑΠ 406/1998 www.dsanet.gr).
Εν προκειμένω, δεν αποδείχθηκε ούτε ο εγκαλών υποστήριξε παντάπασιν ότι ανατέθηκαν στον εγκαλούντα διευθυντικά καθήκοντα, δηλαδή καθήκοντα που συνίσταντο στη γενική εποπτεία όλων των ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων και μηχανημάτων των πλοίων της εργοδότριας ή άλλων πλοίων συμφερόντων του κατηγορουμένου, στην ευθύνη της κανονικής λειτουργίας, της επιβλέψεως και της συντηρήσεως τους, στην εκπόνηση μελετών νέων ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων, στις αγορές ηλεκτρολογικού υλικού πλοίων, στην υπόδειξη των προς ναυτολόγηση στα ως άνω πλοία ηλεκτρολόγων και στην επίβλεψη και στην εποπτεία των εργασιών κατά τις ετήσιες επιθεωρήσεις. Δηλαδή ο εγκαλών δεν εργάστηκε ως προϊστάμενος σημαντικού τομέα της εργοδότριας του, που αναγόταν στα ηλεκτρολογικά τόσο από άποψη εγκαταστάσεων, συντηρήσεων και επιθεωρήσεων, όσο και από άποψη προσωπικού στα άνω πλοία ούτε αποδείχθηκε από οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσον ότι κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του είχε πλήρη ελευθερία και ανέπτυσσε πρωτοβουλία ουσιαστικώς μόνος του, σαν να ήταν ο ίδιος εργοδότης και προέβαινε στην εκπλήρωση των καθηκόντων του, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και η εκτέλεση επιτελικής εργασίας, που είχε καίρια σημασία για την εργοδότρια και αφορούσε την εκπόνηση μελετών νέων ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων ούτε δρούσε με κάποια ελευθερία ως προς την επιλογή του αντικειμένου της εργασίας του και του χρόνου της απασχολήσεως του, καθορίζοντας τις ενέργειες του αναλόγως των εμφανιζομένων αναγκών και της υπ αυτού γενομένης εκτιμήσεως. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά την 8-11-2002, ο εγκαλών, λάμβανε μισθό 4300 δολαρίων ΗΠΑ, που αναπροσαρμόστηκε από 11-9-2004 σε 5.000 δολάρια ΗΠΑ, διάστημα κατά το οποίο κρίθηκε ο κατηγορούμενος ένοχος πρωτοδίκως και πέραν του οποίου δεν μπορεί να επεκταθεί η κρίση του παρόντος δικαστηρίου, μη έχοντος εξουσία προς τούτο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως καθώς και διότι, άλλως, θα καθίστατο χειρότερη η θέση του κατηγορουμένου, πράγμα που απαγορεύεται από τον κανόνα του άρθρου 470 του ΚΠΔ. Πλην, ο κατηγορούμενος, με την ως άνω ιδιότητα του, δεν κατέβαλε στον εγκαλούντα μέχρι και την 30-6-2006 οφειλόμενες αποδοχές, και συγκεκριμένα: 1. Α) Κατά παράβαση των διατάξεων του αρ. 3§ 16 του ν. 4504/1966, δεν κατέβαλε στον ως άνω παθόντα το ποσό των 11.750 $ ΗΠΑ που αντιστοιχεί στο επίδομα αδείας των χρονικών περιόδων: α) από 8-11-2002 έως 31-8-2004 (2.250 $ ΗΠΑ Χ 3 έτη =) 6.750 $ ΗΠΑ και β) από 1-9-2004 έως30-6-2006 (2.500 $ ΗΤΑ Χ 2 έτη -) 5.000 $ ΗΠΑ, το οποίο όφειλε συνεπεία της ως άνω σύμβασης εργασίας. Β) Κατά παράβαση του άρθρου 1 του ΑΝ 690/1945 σε συνδυασμό με την υπ αριθμ. 19040/1981 Απόφαση του Υπουργού Εργασίας δεν κατέβαλε στον ίδιο ως άνω παθόντα το δώρο εορτών των κάτωθι αναφερόμενων χρονικών περιόδων και συγκεκριμένα: α) από 8-11-2002 έως 31-8-2004: ι) Δώρο Χριστουγέννων (4.687,47 $ ΗΠΑ Χ 2 =) 9.374,94 $ ΗΠΑ και α) Δώρο Πάσχα : 2.343,73 $ ΗΠΑ Χ2 = 4.687,46 $ ΗΠΑ. β) από 1-9-2004 έως 30-6-2006 : ι) Δώρο Χριστουγέννων : 10.416,60 $ ΗΠΑ και ιι) Δώρο Πάσχα : 5.208,30 $ ΗΠΑ, ήτοι εν συνόλω 29.687,30 $ ΗΠΑ, το οποίο όφειλε συνεπεία της ως άνω σύμβασης εργασίας. 2. Με πρόθεση παρέβη τις διατάξεις του ΑΝ 539/1945, καθ' όσον με την ανωτέρω ιδιότητά του και έχοντας απασχολήσει τον ως άνω εγκαλούντα κατά τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα, δεν κατέβαλλε σ' αυτόν : α) από 8-11-2002 έως 31-8-2004 : αποδοχές αδείας (4.500 $ ΗΠΑ Χ 3 έτη-) 13.500 $ ΗΠΑ και β) από 1-9-2004 έως 30-6-2006: αποδοχές αδείας ( 5.000 $ ΗΠΑ Χ 2 έτη =) 10.000 $ ΗΠΑ και συνολικού ποσού 23.500 $ ΗΠΑ". το οποίο όφειλε συνεπεία της σύμβασης εργασίας.
Συνεπώς, απορριπτόμενου του αιτήματος αναβολής, δεδομένου ότι το δικαστήριο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση περί της κατηγορίας, κατά τα προαναφερθέντα, η υπόθεση δε, βρίσκεται στα όρια της παραγραφής (που αρχίζει από 8-11-2010), η δε απόφαση του δευτεροβαθμίου πολιτικού δικαστηρίου, το οποίο συνεδριάζει την 17-11-2010, δεν αναμένεται να εκδοθεί πριν από την 'Ανοιξη του 2011, πέραν του ότι λαμβάνεται υπόψη ότι οι προϋποθέσεις απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης είναι διάφορες της ποινικής, και ότι ήδη οι δύο αγωγές του εγκαλούντος έχουν απορριφθεί για τυπικούς λόγους, περίπτωση που δεν έχει επιρροή στα πλαίσια της παρούσας δικαιοδοσίας, πρέπει, ο κατηγορούμενος, να κηρυχθεί ένοχος των ανωτέρω πράξεων". Ακολούθως, τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα κήρυξε ένοχο, ως νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας "... Shipping Limited", κατ' επιτρεπτή μεταβολή του κατηγορητηρίου, στο οποίο αναφέρεται ως νόμιμος εκπρόσωπος της "... Shipping Corporation" και ειδικότερα, του ότι: "στον ... κατά το χρονικό διάστημα από 8.11.2002 έως 30.6.2006, ενεργώντας με πρόθεση, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματος και συγκεκριμένα: 1. στον ανωτέρω τόπο και χρόνο παρέβη τις διατάξεις του άρθρου μόνου του ΑΝ 690/1945 κατά τις οποίες "κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης η εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας είτε από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας είτε από αποφάσεις διαιτησίας είτε από το νόμο ή έθιμο είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 Ν 3198/1955, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας, τιμωρείται κατόπιν μηνύσεως των ενδιαφερομένων ή των οργάνων του Υπ. Εργασίας η των οργάνων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης που είναι εντεταλμένο για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας ή της οικείας Αστυνομικής Αρχής ή της οικείας επαγγελματικής οργάνωσης των εργαζομένων, με φυλάκιση μέχρι 6 μήνες και χρηματική ποινή, της οποίας το ποσό δεν μπορεί να ορίζεται κάτω του 25% ούτε πάνω του 50% του καθυστερουμένου χρηματικού ποσού, για την εξεύρεση του οποίου οι τυχόν σε είδος οφειλόμενες αποδοχές πρέπει να αποτιμώνται, με τη σχετική απόφαση σε χρήμα". Συγκεκριμένα υπό την ιδιότητά του ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία ".... Shipping Limited", αν και απασχόλησε ως εργαζόμενο στην εταιρεία αυτή τον εγκαλούντα με την ιδιότητα του ηλεκτρολόγου και με μηνιαίες αποδοχές, οι οποίες συμφωνήθηκαν σε ξένο νόμισμα, δηλαδή σε δολάρια ΗΠΑ, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, δεν κατέβαλε σ' αυτόν μέχρι και την 30-6-2006 οφειλόμενες αποδοχές και συγκεκριμένα: Α) κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 3&16 Ν 4504/66, δεν κατέβαλε στον ως άνω παθόντα το ποσό των 11.750 δολαρίων ΗΠΑ που αντιστοιχεί στο επίδομα αδείας των χρονικών περιόδων: α] από 8-11-2002 έως 31-8-2004 (2250$ ΗΠΑ Χ 3 έτη=) 6,750 $ ΗΠΑ και β] από 1-9-2004 έως 30-6-2006 (2500$ ΗΠΑ Χ 2 έτη) 5.000$ ΗΠΑ, το οποίο όφειλε συνεπεία της ως άνω σύμβασης εργασίας. Β) Κατά παράβαση του άρθρου 1 του ΑΝ 690/1945 σε συνδυασμό με την υπ' αριθμ. 19040/1981 Απόφαση του Υπουργού Εργασίας δεν κατέβαλε στον ίδιο ως άνω παθόντα το Δώρο εορτών των κάτωθι αναφερόμενων χρονικών περιόδων και συγκεκριμένα: α) από 8-11-2002 έως 31-8-2004: ι) δώρο Χριστουγέννων (4687,47 $ ΗΠΑ Χ 2=) 9,374,94 $ ΗΠΑ και ιι) δώρο Πάσχα (2343,73 $ ΗΠΑ Χ 2=) 4,687,46 $ ΗΠΑ, β) από 1-9-2004 έως 30-6-2006 ι) δώρο Χριστουγέννων 10,416,60 $ ΗΠΑ και ιι) δώρο Πάσχα 5,208,30 $ ΗΠΑ, ήτοι εν συνόλω 29,687,30 $ ΗΠΑ, το οποίο όφειλε συνεπεία της ως άνω σύμβασης εργασίας. 2. με πρόθεση παρέβη τις διατάξεις του ΑΝ 539/45, καθ' όσον με την ανωτέρω ιδιότητα του και έχοντας απασχολήσει τον ως άνω εγκαλούντα κατά τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα, δεν κατέβαλλε σ' αυτόν: α) από 8-11-2002 έως 31-8-2004 αποδοχές αδείας (4.500$ ΗΠΑ Χ 31 έτη=) 13.500$ ΗΠΑ, β) από 1-9-2004 έως 30-6-2006 αποδοχές αδείας (5000 $ ΗΠΑ Χ 2 έτη=) 10.000 $ ΗΠΑ και συνολικού ποσού 23.500 $ ΗΠΑ, το οποίο όφειλε συνεπεία της σύμβασης εργασίας". Με τις παραδοχές του αυτές το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το άρθρο 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα με τις παραδοχές του σκεπτικού α) ότι ο εγκαλών θεωρεί ως εργοδότιδά του την εταιρεία "... Shipping Corporation", β) ότι ο ίδιος άσκησε σωρρευτικά δύο αγωγές, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου τόσο κατά της εταιρείας "... Shipping Limited", όσο και κατά της εταιρείας "... Shipping Corporation", πράγμα που δείχνει τον ενδοιασμό του ως προς το πραγματικό πρόσωπο του εργοδότη του, γ) ότι το γεγονός ότι η δεν διατηρούσε γραφεία στην Ελλάδα και για τον σκοπό αυτό υποστηριζόταν προς τούτο από την ως άνω, ετέρα εταιρεία Lagoa, η οποία ενεργούσε ως εταιρεία διαχείρισης των πλοίων της και δ) με την επίκληση της 186/2008 πολιτικής απόφασης του ΑΠ σε δύο σημεία του σκεπτικού, το μεν δέχεται ότι από το περιεχόμενό της προκύπτει ότι η τελευταία δέχεται ότι ο αναιρεσείων και αναιρεσίβλητος στην ως άνω απόφαση του ΑΠ ήταν διαχειριστής της εταιρείας Lomar, το δε ότι ήταν και εκπρόσωπος της εταιρείας "... Shipping Corporation", που εδρεύει στη ... και διατηρεί γραφεία στην Ελλάδα, προκύπτουν ασάφειες ποιάς εταιρείας από τις ανωτέρω ήταν νόμιμη εκπρόσωπος ο κατηγορούμενος. Πέραν αυτού υπάρχει αντίφαση μεταξύ παραδοχών σκεπτικού και διατακτικού, αφού στο μεν σκεπτικό δέχεται ότι ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων ήταν εν τοις πράγμασι διαχειριστής της εταιρείας "... Shipping Limited", που εδρεύει στο ... και συνεπώς δεν απαιτείτο να διαλάβει πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η ιδιότητα και η θέση του αναιρεσείντα στην εταιρεία αυτή, η οποία, κατά το Ελληνικό δίκαιο, το οποίο έκρινε εφαρμοστέο, εκπροσωπείται από τα πρόσωπα που ορίζονται στο καταστατικό της, στο διατακτικό της δέχεται ότι ο αναιρεσείων ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της ως άνω εταιρείας. Επομένως, οι κατ' εκτίμηση του αναιρετηρίου συναφείς, από το άρθρο 510 παρ. 1 εδ. Δ' του ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η αναφερόμενη πλημμέλεια της απόφασης, η ελλιπής, δηλαδή αιτιολογία της, ως και εκ πλαγίου παράβαση της παραπάνω ουσιαστικής ποινικής διάταξης λόγω αντιφατικών παραδοχών της, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνουν δεκτοί και να αναιρεθεί για τους λόγους αυτούς η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ παρέλκει η έρευνα των άλλων λόγων.
Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 παρ.2 ΠΚ, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, ο χρόνος της οποίας για τα πλημμελήματα είναι πέντε ετών και αρχίζει από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ.1 εδάφ. β', 370 στοιχ. β' και 511 (όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 παρ.5 του Ν.3160/2003) του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής και εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή και περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ.1 ΚΠοινΔ, ο οποίος κρίθηκε βάσιμος, οφείλει να αναιρέσει την απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη (Ολ.ΑΠ 7/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε για α) παράβαση ΑΝ 690/1945 και β) παράβαση των άρθρων 1,2,3,4,5 ΑΝ 539/1945, πράξεις τιμωρούμενες κατά τις ως άνω διατάξεις ως πλημμελήματα, σε συνδ. προς άρθρ. 18 και 94 ΠΚ. Για τις μερικότερες πράξεις των εγκλημάτων αυτών, που φέρονταιτελεσθείσες από τις 8.11.2002 έως και τις 25.11.2010, συμπληρώθηκε ήδη ο πενταετής χρόνος παραγραφής αυτών και ο τριετής χρόνος αναστολής της παραγραφής. Ενόψει αυτού και του ότι κρίθηκε, κατά τα προεκτεθέντα, παραδεκτός και κατ' ουσίαν βάσιμος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, εξαλείφθηκε το αξιόποινο των μερικότερων αυτών πράξεων και πρέπει να παύσει οριστικώς ως προς αυτές η ασκηθείσα ποινική δίωξη. Για τις υπόλοιπες πράξεις η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, η συγκρότηση του οποίου από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων, που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί τη 2236/2010 απόφαση του Τριμελο ύς Πλημμελειοδικείου, πειραιώς κατά τα κεφάλαιά της που αφορούν τον αναιρεσείοντα, Χ.
Παύει οριστικώς την ασκηθείσα κατά του άνω αναιρεσείοντος ποινική δίωξη για: α) παράβαση των διατάξεων του Α.Ν. 690/1945 και Β) παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1,2,3,4 και 5 του ΑΝ.539/1945, πράξεις που φέρονται τελεσθείσες από αυτόν από 8.11.2002 μέχρι τις 25.11.2002 στον Πειραιά, όπως οι πράξεις αυτές (Α και Β) περιγράφονται στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Και
Παραπέμπει, κατά τα λοιπά, την υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 14 Δεκεμβρίου 2010.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ