Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1350 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Παράβαση καθήκοντος.




Περίληψη:
Παράβαση καθήκοντος. 1) Έλλειψη αιτιολογίας. 2) Εκ πλαγίου παράβαση. 3) Ακυρότητα από λήψη υπόψη εγγράφων που δεν ανεγνώσθηκαν. Απορρίπτει αναίρεση.





Αριθμός 1350/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Γαρούφη και 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Διονύσιο Καραχάλιο, περί αναιρέσεως της 666/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Με συγκατηγορούμενο τον Χ3. Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 19.10.2007 και 23 Οκτωβρίου 2007 αιτήσεις τους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1825/2007.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 259 του ΠΚ "Υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτόν του ή σε άλλον, παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη". Από τη διάταξη αυτή, που σκοπόν έχει, την για το γενικότερο συμφέρον ομαλή και χωρίς προσκόμματα διεξαγωγή της δημόσιας υπηρεσίας, συνάγεται ότι για να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος, δράστης του οποίου είναι υπάλληλος, κατά την έννοιαν του άρθρου 13α' του ίδιου Κώδικα, απαιτούνται: α) παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος, το οποίο καθορίζεται από τον νόμο ή την διοικητική πράξη ή τις ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του υπαλλήλου, β) δόλος του δράστη, που περιέχει τη θέληση της παραβάσεως του καθήκοντος της υπηρεσίας του και γ) σκοπός να προσπορισθεί στον ίδιο τον δράστη ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να επέλθει βλάβη στο κράτος ή σε κάποιον άλλον. Με την έννοια αυτή του υπηρεσιακού καθήκοντος, διαχωρίζεται αυτό από το απλό υπαλληλικό καθήκον, του οποίου η παράβαση άσχετα με τις κυρώσεις (πειθαρχικές κ.λπ.) που μπορεί να συνεπάγεται, δεν στοιχειοθετεί το από την παραπάνω διάταξη προβλεπόμενο έγκλημα για την ολοκλήρωση του οποίου απαιτείται και ο ειδικός δόλος, δηλαδή σκοπός του υπαλλήλου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομη ηθική ή υλική ωφέλεια, χωρίς να απαιτείται και η επίτευξη του σκοπού αυτού. Είναι δε παράνομη η ωφέλεια όταν δεν αποτελεί αντικείμενο νομίμου αξιώσεως του υπαλλήλου ή του τρίτου. Για να συντρέχει δε ο σκοπός αυτός, πρέπει όχι μόνον η βούληση του δράστη να κατατείνει προς αυτόν, αλλά και η συμπεριφορά του, όπως αναπτύσσεται, να μπορεί αντικειμενικά να οδηγήσει στην επίτευξή του, αφού ο όρος "με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο", λογικά σημαίνει ότι η πράξη, όπως επιχειρείται από τον δράστη, δύναται να οδηγήσει στην απόκτηση παράνομου οφέλους ή στην πρόκληση βλάβης τρίτου (αντικειμενικό στοιχείο) και επί πλέον ότι η βούληση του δράστη κατευθύνεται στην απόκτηση του οφέλους ή στην πρόκληση της βλάβης (υποκειμενικό στοιχείο). Έτσι, μεταξύ της πράξεως και του σκοπού οφέλους ή της βλάβης πρέπει να υπάρχει τέτοια αιτιώδης σχέση, ώστε η πράξη της παραβάσεως καθήκοντος να είναι, είτε ο αποκλειστικός τρόπος, είτε πρόσφορος τρόπος περιποιήσεως του σκοπουμένου οφέλους ή της βλάβης. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ, 1 Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατ ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Ε ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αριθ. 666/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, οι αναιρεσείοντες, καθώς και ο συγκατηγορούμενός τους Χ3 καταδικάστηκαν σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών ο καθένας, ανασταλείσαν επί 9ετίαν, για την άδικη πράξη της παράβασης καθήκοντος κατά συναυτουργία, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Ο Δήμαρχος ..... με την υπ' αριθ. .... προκήρυξη, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 232/4-10-1999 τεύχος προκηρύξεων ΑΣΕΠ, προκήρυξε την πλήρωση, με σειρά προτεραιότητας, 21 θέσεων μονίμου προσωπικού για την στελέχωση υπηρεσιών ανταποδοτικού χαρακτήρα και ειδικότερα: Α. Κατηγορία Β/θμιας Εκπαίδευσης: μία θέση ηλεκτρολόγου, επτά θέσεις οδηγών αυτ/του, από τις οποίες η μία καταλαμβάνεται από υποψήφιο που έχει πολυτεκνική ιδιότητα. Β. κατηγορία υποχρεωτικής εκπαίδευσης: δέκα θέσεις εργατών καθαριότητας και τρείς θέσεις εργατών καθαριότητος WC. Με την ίδια προκήρυξη καθορίστηκαν λεπτομερώς τα προσόντα διορισμού των υποψηφίων, οι τίτλοι σπουδών, η τηρητέα διαδικασία και τα απαραίτητα δικαιολογητικά συμμετοχής. Αναφέρονται επίσης σ' αυτή οι διατάξεις με βάση τις οποίες καθορίζεται η σειρά κατάταξης των υποψηφίων στους πίνακες. Το ΑΣΕΠ με το υπ' αριθ. ...... έγγραφο του προς τον εν λόγω Δήμο παρέσχε λεπτομερώς οδηγίες για τον τρόπο σύνταξης των πινάκων κατάταξης των υποψηφίων στους πίνακες. Οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι έχουν τις ακόλουθες ιδιότητες. Ο πρώτος εξ αυτών ήταν αιρετός δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο .... με καθήκοντα αντιδημάρχου, η δευτέρα εξ αυτών δημοτική υπάλληλος στον εν λόγω Δήμο με καθήκοντα Διευθύντριας Διοικητικού με προϋπηρεσία άνω των 20 ετών και ο τρίτος Δημοτικός υπάλληλος στον ίδιο Δήμο με καθήκοντα Διευθυντού Τεχνικών Υπηρεσιών. Επομένως είχαν την ιδιότητα του υπαλλήλου κατά την έννοια των άρθρων 13 περίπτωση α και 263Α ΠΚ. Με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του εν λόγω Δήμου, οι κατηγορούμενοι διορίστηκαν μέλη της Τριμελούς Επιτροπής, η οποία θα συγκέντρωνε τις αιτήσεις των υποψηφίων με τα δικαιολογητικά που τις συνόδευαν, θα έλεγχε τα δικαιολογητικά και ακολούθως, αφού αξιολογούσε τα προσόντα εκάστου υποψηφίου, θα κατάρτιζε πίνακες κατάταξης των διοριστέων και πίνακες των απορριπτέων. Οι κατηγορούμενοι, αν και ως μέλη της επιτροπής αυτής είχαν να επιτελέσουν ένα πολύ σοβαρό έργο, δεδομένου ότι από την σωστή και έντιμη αξιολόγηση των υποψηφίων εξαρτάτο η επαγγελματική αυτών (υποψηφίων) αποκατάσταση, παρέβησαν τα εν λόγω καθήκοντα που τους ανέθεσε η υπηρεσία τους. Κατ' αρχήν ουδέποτε συνεδρίασαν ως επιτροπή όπως ομολόγησαν απολογούμενοι τόσο στον πρώτο όσο και στον δεύτερο βαθμό, ενέργεια που δυστυχώς δεν οφείλεται σε αμέλεια. Αντίθετα, όπως απεδείχθη κατάρτισαν πίνακες στους οποίους κατέταξαν ως επιτυχόντες που δεν είχαν τα απαιτούμενα με βάση την προκήρυξη προσόντα, κριτήρια και δικαιολογητικά, σε βάρος άλλων υποψηφίων που διέθεταν τα απαιτούμενα κριτήρια και προσόντα για να προσληφθούν. Ειδικότερα, ο υποψήφιος ....... που είχε τον μεγαλύτερο βαθμό (18 και 1/12), ενώ έπρεπε να καταταγεί πρώτος, κατετάγη 6ος. Περαιτέρω, περιέλαβαν στον κλάδο ηλεκτρολόγων τον ........, ο οποίος κατείχε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηλεκτρολόγων Α' ειδικότητας, ενώ απαιτείτο άδεια ΣΤ' ειδικότητας και έπρεπε να εγγραφεί στον πίνακα απορριπτέων, στον κλάδο οδηγών αυτοκινήτων περιέλαβαν τους ....... και ........, οι οποίοι δεν είχαν υποβάλει τίτλο σπουδών, καθώς και τους .... και ......, οι οποίοι δεν είχαν την απαιτούμενη εμπειρία, στον κάδο εργατών καθαριότητας περιέλαβαν τους ........, ......., ........, ......, Γ1, Γ2, Γ3, ......, ......., ......., ....., ...... και ......., οι οποίοι είχαν αποφοιτήσει μετά το έτος 1980 και είχαν υποβάλει απολυτήριο Δημοτικού Σχολείου και όχι Τριταξίου Γυμνασίου, όπως απαιτείτο, την ....., που είχε υπερβεί το ανώτατο όριο ηλικίας, στον ίδιο δε κλάδο και συγκεκριμένα στη ομάδα υποψηφίων που έχουν τρία ανήλικα τέκνα και άνω περιέλαβαν τον Γ1, Γ2, Γ3, Γ4,......., ..... και ......, οι οποίοι, όμως, ήταν γονείς λιγότερων των τριών ανηλίκων τέκνων, τέλος, στην ειδικότητα εργατών καθαριότητας WC, περιέλαβαν τους ......., ....., Γ4, ...., ..... και ......., οι οποίες είχαν λιγότερα από τρία τέκνα, ενώ με βάση την προκήρυξη έπρεπε να έχουν ως προσόν τρία τέκνα.
Οι κατηγορούμενοι παρέβησαν εν γνώσει τους το καθήκον της υπηρεσίας τους, δηλαδή προέβησαν στην κατάρτιση των παραπάνω αναξιοκρατικών πινάκων, γνωρίζοντας ότι, οι ως άνω υπ' αυτών αναγραφέντες, ως επιτυχόντες υποψήφιοι, δεν είχαν τα υπό της οικείας προκηρύξεως απαιτούμενα προσόντα, δεν πληρούσαν τα τασσόμενα υπ' αυτής κριτήρια και δεν είχαν προσκομίσει τα απαιτούμενα κατά περίπτωση δικαιολογητικά, και επιδιώκοντας την παράβαση αυτή, με σκοπό να προσπορίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος στους ως άνω υποψηφίους, (που ήσαν γνωστοί τους και των οποίων την ψήφο επιζητούσαν), ήτοι να τους διορίσουν στις προκηρυχθείσες θέσεις, καίτοι δεν πληρούσαν τα κριτήρια της προκηρύξεως και μάλιστα σε βάρος άλλων υποψηφίων που κατείχαν τα κριτήρια και τα προσόντα για να διορισθούν. Τούτο καθίσταται έκδηλο από τα παρακάτω στοιχεία: Ουδέποτε οι κατηγορούμενοι συνεδρίασαν ως μέλη της επιτροπής, για να ελέγξουν τα δικαιολογητικά και τα προσόντα όλων των υποψηφίων και να καταρτίσουν τους πίνακες, μετ' αξιολόγηση των προσόντων αυτών. Για να δικαιολογήσουν την παράβαση του καθήκοντος της υπηρεσίας τους, υπεστήριξαν, ότι οι πίνακες αυτοί καταρτίστηκαν με βάση τις αξιώσεις του Δημάρχου .... και με βάση διάφορα κριτήρια, όπως π.χ. εντοπιότητα, κοινωνική και οικονομική κατάσταση κλπ. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι ουσιαστικά αβάσιμοι, καθόσον, η προκήρυξη, δεν έθετε τέτοια κριτήρια, ούτε τυχόν αξίωση του Δημάρχου μπορεί να δικαιολογήσει την παράβαση του καθήκοντος τους. Με βάση τους κατά τα ως άνω αναξιοκρατικούς και κατά παράβαση του νόμου καταρτισθέντες πίνακες ο Δήμαρχος ...., με τις υπ' αριθ. ..... και .... αποφάσεις του, προέβη στην πρόσληψη υποψηφίων, που εφέροντο ως επιτυχόντες. Όμως, όταν οι πίνακες αυτοί εστάλησαν στο ΑΣΕΠ για έλεγχο, διαπιστώθηκαν οι προαναφερόμενες παράνομες προσλήψεις και επεστράφησαν, προκειμένου να επανασυνταχθούν νόμιμα (βλ. την .... έκθεση του ΑΣΕΠ). Επομένως, οι κατηγορούμενοι, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι, όπως και πρωτοδίκως, να τους αναγνωρισθεί όμως το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 1 περίπτωση α του ΠΚ, καθόσον απεδείχθη, ότι μέχρι τότε που ετέλεσαν την πράξη αυτή, έζησαν έντιμη ατομική, οικογενειακή και γενικά κοινωνική ζωή".
Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παράβασης καθήκοντος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13α, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 45, 259 ΠΚ, 18 παρ. 8 του Ν. 2539/1997 και 9 παρ. 12 Ν. 2623/1998, τις οποίες ορθές ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών ή ελλιπών αιτιολογιών και έτσι η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις των προβαλλομένων λόγων και των δύο αναιρέσεων, σημειώνονται τα ακόλουθα. Ο ισχυρισμός ότι, εφόσον οι πίνακες που κατάρτισαν οι κατηγορούμενοι τελούσαν υπό την έγκριση του ΑΣΕΠ, δηλαδή δεν ήταν οριστικοί και εφόσον επεστράφησαν από το τελευταίο με την επ' αυτών παρατήρηση ότι οι αναφερόμενοι υποψήφιοι δεν είχαν τα προσόντα να περιληφθούν σ' αυτούς οι τελευταίοι θεωρούνται διοριστέοι και όχι διορισμένοι σε θέση ανταποδοτικού χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ως άνω αξιόποινης πράξης και του σκοπού οφέλους, είναι αβάσιμος, καθόσον, όπως επισημαίνεται και από την προσβαλλομένη απόφαση, ο Δήμαρχος ...., στα πλαίσια της ευχέρειας που του παρείχε ο νόμος (άρθρο 9 παρ. 12 του Ν. 2623/1998), πριν από την έγκριση των πινάκων από το ΑΣΕΠ, προσέλαβε τους παρανόμως προσληφθέντες στις προκηρυχθείσες θέσεις, ενέργεια η οποία δεν θα είχε επιφέρει τα δυσμενή αποτελέσματα σε βάρος άλλων υποψηφίων που είχαν τα νόμιμα προσόντα, εάν δεν είχε προηγηθεί η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων. Το γεγονός ότι, μετά την επιστροφή των πινάκων από το ΑΣΕΠ, οι παρανόμως προσληφθέντες θα απολύονταν από τις θέσεις τις οποίες κατέλαβαν, αυτό δεν αποκλείει το δόλο των αναιρεσειόντων, να παραβούν το καθήκον τους, με την παράτυπη συμπλήρωση των πινάκων αυτών, ούτε και το σκοπό τους να προσπορίσουν στους τελευταίους το όφελος που θα προέκυπτε από την πρόσληψή τους αυτή, έστω και πρόσκαιρη, όπως τα περιστατικά αυτά διαλαμβάνονται στην προσβαλλομένη απόφαση, σημειουμένου και του γεγονότος ότι, η επίτευξη του ως άνω σκοπού (διορισμός των παρατύπως περιληφθέντων στους πίνακες), σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προπαρατέθηκε, δεν ήταν αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση του ως άνω αδικήματος.
Συνεπώς, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ πρώτος και δεύτερος λόγοι των δύο αναιρέσεων, με τους οποίους προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.

ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331 παρ. 1, 333, 364 παρ. 1 και 369 ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, αν το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της καταδικαστικής του κρίσεως, έλαβε υπόψη του έγγραφα, που δεν αναγνώσθηκαν δημοσίως.
Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες διατείνονται, με τον τελευταίο λόγο των ένδικων αναιρέσεών τους, ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, καθόσον λήφθηκαν υπόψη από την προσβαλλομένη απόφαση, για το σχηματισμό της περί ενοχής των αναιρεσειόντων κρίσης του Δικαστηρίου, χωρίς να αναγνωσθούν, οι πίνακες κατατάξεως των υποψηφίων δια την πρόσληψη τακτικού προσωπικού σε υπηρεσίες ανταποδοτικού χαρακτήρα. Όπως, όμως, προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, οι αναφερόμενοι πίνακες αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, χωρίς, μάλιστα, να υπάρξει αντίρρηση από κανέναν, με αύξοντα αριθμό αναγνωστέων εγγράφων 19 και 20.
Συνεπώς, ο σχετικός λόγος, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Μετά από αυτά, μη υφισταμένου ετέρου λόγου προς έρευνα, πρέπει οι κρινόμενες ένδικες αιτήσεις αναίρεσης, να απορριφθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 19.10.2007 και 23.10.2007 αιτήσεις των Χ1 και Χ2, για αναίρεση της υπ' αριθ. 666/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ τον καθένα.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Μαΐου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή