Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Οπλοκατοχή, Αρπαγή, Υπεξαγωγή εγγράφων.
Περίληψη:
Αναίρεση παραπεμπτικού βουλεύματος για αρπαγή από κοινού και κατά συρροή, υπεξαγωγή εγγράφων κατά συρροή, παράνομη κατοχή όπλου και πυρομαχικών και προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας, με την επίκληση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Επάρκεια αιτιολογίας. Απορρίπτει αναιρέσεις.
Αριθμός 1617/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμ. 57/01.04.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασιλείου Λυκούδη και Νικολάου Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1)Χ1 και 2) Χ2, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1669/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 26 Νοεμβρίου 2007 αίτησή τους, αντίστοιχα, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1993/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη με αριθμό 112/27.02.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 §§ 1 και 4, 138 §2β, 485 §1 Κ.Π.Δ., την υπ' αρ. 281/26-11-07 και 282/26-11-07 (ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέως του Εφετείου Αθηνών) αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Χ2 2) Χ1 κατά του υπ' αρ. 1669/07 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αρ. 236/2007 βούλευμά του παρέπεμψε τους κατηγορούμενους στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών όπως δικασθούν ως υπαίτιοι των πράξεων της αρπαγής από κοινού κατά συρροή, υπεξαγωγής εγγράφων κατά συρροή από κοινού, παράνομης κατοχής όπλων και πυρομαχικών από κοινού και επιπλέον ο 1ος για προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας (αρ. 1, 14, 26 §1α, 27 §1, 45, 94 §1, 222, 322β, 337 §1 Π.Κ. και αρ. 1 §1δ, 2δ, 7 §1 και 89 Ν.2168/93).
Μετά από εφέσεις που άσκησαν οι κατηγορούμενοι κατά του άνω βουλεύματος, εκδόθηκε το ως άνω 1669/07 προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με το οποίο απερρίφθησαν κατ' ουσίαν οι κριθείσες εφέσεις τους και επεκυρώθη το εκκληθέν. Το άνω βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών επεδόθη δια θυροκολλήσεως εις τους κατηγορουμένους την 15-11-2007 (βλ. αποδεικτικά δικ. Επιμ. Β.Λεοναρδοπούλου) ενώ είχε προεπιδοθεί με θυροκόλληση στην πληρεξουσία δικηγόρο τους την 5-11-2007 (βλ. σχ. αποδεικτικά δικ. Επιμ. Σ.Μουζακίτη), οι δε αναιρέσεις ασκήθηκαν την 26η-11-07 ημέρα Δευτέρα και ως εκ τούτου είναι εμπρόθεσμες και νομότυπες (αρ. 473 §1, 474 §1 Κ.Π.Δ.) και παραδεκτές αφού η πρώτη πράξη που τους αποδίδεται (αρπαγή κατά συρροή από κοινού) είναι κακούργημα (αρ. 482 §1α Κ.Π.Δ.) και παραδεκτώς συμπροσβάλλονται και οι λοιπές πράξεις, επίσης περιέχεται συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως (αρ. 474 §2 Κ.Π.Δ.).
Προσβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας επειδή γίνεται αναφορά του συμβουλίου στην εισαγγελική πρόταση, η εισήγηση περιέχει στοιχεία που δεν προέκυψαν από την ανάκριση, είναι άκυρη η κατάθεση της φερομένης ως παθούσας στο Α.Τ. διότι κατέθεσε χωρίς σύμπραξη διερμηνέα, η εισαγγελική πρόταση θεωρεί τον ισχυρισμό του αβάσιμο και ότι δεν τεκμηριώνεται σε κανένα στοιχείο της δικογραφίας. Όλα όσα έγιναν σε βάρος τους αποτελούν μεθοδεύσεις συγκεκριμένου αστυνομικού. II) Στο παραπεμπτικό βούλευμα υπάρχει η από τα άρθρα 93 §3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όταν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου προσώπου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, χωρίς ν' απαιτείται ν' αναφέρεται το περιεχόμενο κάθε αποδεικτικού στοιχείου και τι προκύπτει απ' αυτό και να προσδιορίζονται οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (Α.Π. 1303/2002 σε Συμβ. Π.Χρ. ΝΓ/496, Α.Π. 1425/2002 σε Συμβ. Π.Χρ. ΝΓ/510). Η αιτιολογία επιτρεπτώς γίνεται με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, καλύπτει δε η αναφορά αυτή και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην πρόταση αυτή (Α.Π. 861/2004 Π.Χρ. ΝΕ/2005 σελ. 408).
III) Κατά την διάταξη του άρθρου 322 Π.Κ.: "Όποιος με απάτη ή βία, ή με την απειλή βίας συλλαμβάνει, απάγει ή παράνομα κατακρατεί κάποιον έτσι ώστε να αποστερεί το συλλαμβανόμενο από την προστασία της πολιτείας και ιδίως όποιος περιάγει κάποιον σε ομηρία ή σε άλλη παρόμοια κατάσταση στερήσεως της ελευθερίας τιμωρείται με κάθειρξη. Αν η πράξη έγινε με σκοπό να εξαναγκαστεί ο παθών ή κάποιος άλλος σε πράξη παράλειψης ή ανοχής για την οποία δεν υπάρχει υποχρέωσή του, τιμωρείται: α) με ισόβια κάθειρξη αν ο εξαναγκασμός στρέφεται εναντίον των σωμάτων ή των προσώπων του αρ. 157 §1 β) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών σε κάθε άλλη περίπτωση." Η διάταξη αυτή έχει ως σκοπό την προστασία του ατόμου από την αυθαίρετη στέρηση της ελευθερίας και την αδυναμία παροχής βοήθειας εκ μέρους των οργάνων της πολιτείας και κυρίως των αστυνομικών αρχών, στις οποίες έχει ανατεθεί η διαφύλαξη και προστασία των πολιτών, χάριν της απρόσκοπτης λειτουργίας των κοινωνικών θεσμών και επίτευξη των σκοπών της πολιτείας (Α.Π. 112/98 Π.Χρ. ΜΗ/764).
Για την αντικειμενική υπόσταση απαιτείται εναλλακτικά η άσκηση απάτης, ή βίας, ή απειλή βίας. Απάτη νοείται η συμπεριφορά του δράστη που συγκροτείται από ψευδείς παραστάσεις και υποσχέσεις, παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών (Α.Π. 112/98) ώστε να επιτύχει η σύλληψη, απαγωγή ή παράνομη κατακράτηση του παθόντος, αρκεί δε και η εκμετάλλευση της ήδη υπάρχουσας πλάνης του θέματος. Σωματική βία είναι συνήθως η άμεση άσκηση φυσικής δυνάμεως προς άρση μιας πραγματικής ή τεκμαιρομένης αντιστάσεως.
Η βία εδώ νοείται τόσο ως vis absoluta όσο και ως vis compulsiva. Στην πρώτη περίπτωση νοείται ο άμεσος καταναγκασμός μιας συμπεριφοράς, όπου καθίσταται εντελώς αδύνατος είτε ο σχηματισμός της βουλήσεως είτε η πραγματοποίηση της υπάρχουσας βουλήσεως με τον παραμερισμό των εξωτερικών της προϋποθέσεων, στην δεύτερη περίπτωση νοείται ο εξαναγκασμός όχι με τον εξωτερικό αποκλεισμό εναλλακτικών δυνητικών συμπεριφορών, αλλά με την επιβολή στο θύμα ορισμένης συμπεριφοράς μέσω απειλουμένου παρόντος κακού. Σωματική βία θεωρείται ότι είναι και το κλείδωμα σε κάποιο χώρο. Απειλή είναι μία ρητή ή σιωπηρή παράσταση ενός κακού, του οποίου η επέλευση εξαρτάται από το αν ο απειλούμενος δεν θα υποκύψει στην θέληση του απειλούντος, θα πρέπει η πραγματοποίηση του απειλούμενου κακού να εμφανίζεται ότι υπόκειται στην εξουσία του απειλούντος. Δεν έχει δε σημασία αν ο απειλών έχει πραγματική πρόθεση πραγματοποιήσεως του απειλουμένου κακού, αρκεί η απειλή αντικειμενικά να φαίνεται σοβαρή, δηλ. τουλάχιστον να είναι ικανή να προκαλέσει έστω και αμφιβολίες στον απειλούμενο για την πραγματοποίησή της.
Ενώ απαγωγή νοείται η απομάκρυνση του προσώπου, παρά την θέλησή του από τον συνήθη τόπο διαμονής του ή την επαγγελματική του εγκατάσταση και η θέση του υπό την εξουσία του παρακρατούντος, και κατακράτηση ή παρεμπόδιση κάποιου να απομακρυνθεί αυτοβούλως από το σημείο όπου κρατείται.
Αποστέρηση από την προστασία της Πολιτείας είναι η περιαγωγή κάποιου σε κατάσταση, συνεπεία της οποίας επέρχεται στέρηση της ελευθερίας με την έννοια της ακούσιας υποταγής στην φυσική εξουσία άλλου. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος αρκεί δε και ενδεχόμενος και πρέπει να καταλαμβάνει τόσο την σύλληψη, όσο και την αποστέρηση του συλληφθέντος από την προστασία της Πολιτείας (Τούσση - Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. υπ' αρ. 322 παρ. 8,9). Η βασική μορφή του εγκλήματος της αρπαγής στοιχειοθετείται όταν ο δράστης απάγει, ή συλλαμβάνει ή κατακρατεί κάποιον υπό τέτοιες συνθήκες ώστε το παθητικό υποκείμενο να στερείται της προστασίας της Πολιτείας ή όταν περιάγει κάποιον σε ομηρία ή άλλη παρόμοια (με την ομηρία) στέρηση της ελευθερίας του και η μία εκ των διακεκριμένων μορφών (στοιχ. β) στοιχειοθετείται αν έγινε με σκοπό να εξαναγκασθεί ο παθών ή κάποιος άλλος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή για την οποία δεν υπάρχει υποχρέωσή του.
Κατά το άρ. 222 Π.Κ. "όποιος με σκοπό να βλάψει άλλον, αποκρύπτει, βλάπτει ή καταστρέφει έγγραφο του οποίου δεν είναι κύριος ή δεν είναι αποκλειστικά κύριος ή που άλλος έχει δικαίωμα κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου, να ζητήσει την παράδοση ή την επίδειξή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Στοιχεία του εγκλήματος αυτού είναι α) έγγραφο του οποίου ο δράστης δεν είναι κύριος ή αποκλειστικός κύριος (Α.Π. 527/2000 Π.Χρ. Ν/982) ή που κάποιος άλλος έχει το δικαίωμα κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου να ζητήσει την παράδοση ή την επίδειξη. Το έγγραφο νοείται κατ' αρχήν κατά το αρ. 13γ, η κυριότητα ή αποκλειστική κυριότητα επί του εγγράφου κρίνεται κατά τις διατάξεις του Α.Κ. β) υποκείμενο του εγκλήματος μπορεί να είναι ιδιώτης ή και υπάλληλος, για τα έγγραφα που δεν ήσαν εμπιστευμένα ή προσιτά λόγω της υπηρεσίας του γ) απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή δ) υποκειμενικώς απαιτείται δόλος άμεσος (υπερχειλής υποκειμενική υπόσταση) που ενέχει τη γνώση ότι ο δράστης δεν είναι κύριος ή αποκλειστικός κύριος του εγγράφου και τη θέληση αποκρύψεως κ.λ.π. τούτου."Κατά την διάταξη του αρ. 337 §1 Π.Κ. "όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή." Η διάταξη αυτή τιμωρεί τις ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις, δηλ. πράξεις που δεν φθάνουν στο σημείο της τελέσεως ασελγούς πράξεως οπότε θα πρόκειται περί αποπλανήσεως ή βιασμού (Α.Π. 397/97 Ν.Β. 1998/95) και απαιτείται βάναυση προσβολή της αξιοπρέπειας άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, αρκεί και ενδεχόμενος, που περιλαμβάνει την γνώση και την θέληση να προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις.
Κατά την διάταξη του αρ. 7 §§1 και 8α Ν.2168/93 σε συνδ. με αρ. 1 αυτού η παράνομη κατοχή όπλων και πυρομαχικών τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 200.000 δρχ.
Τέλος κατά την διάταξη του αρ. 45 Π.Κ. "Αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης." Με τον όρο από κοινού νοείται ο κοινός δόλος (υποκειμενικό στοιχείο) δηλ. ότι ο κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συναυτουργοί πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος (Α.Π. 474/2001 Π.Χρ. ΝΒ/53, 692/2000 Π.Χρ. ΝΑ/47). Η σύμπραξη μπορεί να συνίσταται, είτε εις το ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, είτε εις το ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές (Α.Π. 141/2005 Π.Δ/σύνη 2005/641, Α.Π. 1693/2001 Π.Δ/σύνη 2002/322).
IV) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με επιτρεπτή αναφορά (Α.Π. 1687/2002 σε Συμβ. Π.Χρ. ΝΓ/698, Συμβ. Α.Π. 336/2002 Π.Χρ. ΝΒ/978) στην ενσωματωθείσα σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, αφού προσδιορίζει κατ' είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα που συγκεντρώθηκαν από τη κυρία ανάκριση και ειδικότερα τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα και τις απολογίες των κατηγορουμένων, εδέχθη κατά την ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του, ότι προέκυψαν τα εξής:
Οι ανωτέρω κατηγορούμενοι, το ζεύγος Χ2 καιΧ1, δημοσίευσαν στην εφημερίδα ".....", την αγγελία με το εξής κείμενο "Οικιακή βοηθός, ζητείται ως εσωτερική ή εξωτερική, με δυνατότητα ταξιδιών στο Λονδίνο, εργασία 4-5 χρόνια, τηλ. ....". Την αγγελία αυτή είδε η 20χρονη αλλοδαπή Γ1 , υπήκοος Μολδαβίας, η οποία χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις είχε εισέλθει και παρέμενε στην Ελλάδα, φιλοξενούμενη για ένα χρονικό διάστημα σε συγγενικά της πρόσωπα στην ....., αναζητώντας εργασία. Τότε η αλλοδαπή αυτή επικοινώνησε με τον ανωτέρω αριθμό τηλεφώνου, που ανήκει στους κατηγορουμένους και στις 28-1-2006, ημέρα Σάββατο, το μεσημέρι, επισκέφθηκε την κατοικία αυτών, συνοδευόμενη από τη θεία της, Γ2 , επίσης Μολδαβή, και το σύζυγο αυτής, Γ3. Εκεί μετά από σχετική συζήτηση συμφωνήθηκε να εργάζεται η αλλοδαπή Γ1 στην οικία των κατηγορουμένων, ως εσωτερική οικιακή βοηθός, με αμοιβή 500 ευρώ το μήνα. Τη Δευτέρα, 30-1-2006, έφθασαν στην οικία των κατηγορουμένων, άλλες δύο αλλοδαπές, η Δ1 από τη Σρι Λάνκα, 29 ετών, και μια άλλη από τη Γεωργία, με μικρό όνομα Δ2, αγνώστων λοιπών στοιχείων ταυτότητας, επίσης χωρίς άδεια παραμονής στην Ελλάδα, προς αναζήτηση εργασίας, και συμφώνησαν να εργαστούν και αυτές, ως εσωτερικές οικιακές βοηθοί. Σε αυτές τις τρεις αλλοδαπές κοπέλες οι κατηγορούμενοι διέθεσαν ως χώρο διαμονής τους τον υπόγειο χώρο της ισόγειας οικίας τους, όπου υπήρχαν, κουζίνα, μπάνιο και δύο κρεβατοκάμαρες, η μια με διπλό κρεβάτι και η άλλη με μονό, όπου όπως διαπιστώθηκε, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής η επικοινωνία με κινητό τηλέφωνο, λόγω αδύνατου ή ανύπαρκτου σήματος. Αυτός ο υπόγειος χώρος με εσωτερική σκάλα επικοινωνούσε με το σαλόνι της κατοικίας των κατηγορουμένων, της οποίας ο προαύλειος χώρος ήταν περιφραγμένος με ψηλά κάγκελα και συρματόπλεγμα και διέθετε εξώπορτα με διπλές κλειδαριές. Μεταξύ δε αυτής της εξώπορτας και του ανωτέρω κτιρίου μεσολαβούσε και δεύτερη πόρτα που και αυτή κλείδωνε, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η έξοδος από το σπίτι αυτό των ανωτέρω τριών αλλοδαπών, χωρίς την άδεια των κατηγορουμένων. Το βράδυ της 30-1-2006, ο πρώτος κατηγορούμενος, φορώντας μόνο το εσώρουχο του, ζήτησε από την Δ2, την κοπέλα από τη Γεωργία, να του κάνει μασάζ, ενώ οι άλλες δυο κοπέλες παρακολουθούσαν, και ο κατηγορούμενος, απευθυνόμενος στη Γ1 της είπε "κοίτα να μάθεις και σύ." Την επόμενη μέρα το βράδυ, ο κατηγορούμενος, φορώντας πάλι μόνο το εσώρουχο του, ζήτησε από τη Γ1 να του κάνει μασάζ στο στήθος και στην συνέχεια της έλεγε ότι επιθυμεί να του κάνει μασάζ πιο κάτω, εννοώντας την περιοχή των γεννητικών οργάνων, και τη ρωτούσε αν αυτή και οι άλλες δύο κοπέλες, έχουν κάνει ποτέ σεξ, ή αν είναι λεσβίες, προσβάλλοντας έτσι την αξιοπρέπεια της στο πεδίο της γενετήσιας ζωής. Η δε δεύτερη κατηγορουμένη, σύζυγος του πρώτου και κατά πολύ νεώτερη του, επίσης Μολδαβή, παρακολουθούσε την κατάσταση αυτή, έχοντας παροτρύνει την Γ1 να κάνουν ότι τους λέει ο σύζυγος της. Η Γ1, ανησυχώντας από τη συμπεριφορά αυτή των κατηγορουμένων, τους εξέφρασε την επιθυμία της να φύγει από το σπίτι τους. Οι κατηγορούμενοι όμως αρνήθηκαν να ικανοποιήσουν την επιθυμία της και μάλιστα ο πρώτος κατηγορούμενος, Χ2, της είπε ότι αν επιμένει θα καλέσει την αστυνομία, για να τη στείλει πίσω στη χώρα της, αφού αυτή βρίσκεται παράνομα στην Ελλάδα, ότι θα την πάει να δουλέψει σε μπαρ, όπου θα κάνει στριπτίζ, ότι θα τη στείλει στην Αγγλία να δουλέψει, χωρίς να προσδιορίζει το είδος της εργασίας και έτσι δεν της επέτρεψε να φύγει. Με τον ίδιο τρόπο άσκησης ψυχολογικής βίας οι κατηγορούμενοι αντιμετώπισαν και την επιθυμία φυγής και των ανωτέρω δύο άλλων αλλοδαπών γυναικών. Σε αυτή την παράνομη συμπεριφορά των κατηγορουμένων οι ως άνω τρεις αλλοδαπές κοπέλες, αφού συνειδητοποίησαν ότι βρισκόντουσαν σε κατάσταση ομηρίας έχοντας αποκοπεί από τον "έξω κόσμο", αναζητούσαν τρόπο επικοινωνίας με δικούς τους ανθρώπους. Έτσι η Γ1, σε κάποια στιγμή, χωρίς να γίνει αντιληπτή από τους κατηγορουμένους, επικοινώνησε τηλεφωνικά με τους συγγενείς της στην ...., λέγοντας τους ότι "βλέπει περίεργα τα πράγματα" και ότι θέλει να φύγει από το σπίτι αυτό. Ο θείος της, Γ3, ανησυχώντας για την ασφάλειά της, επικοινώνησε αμέσως με τον πρώτο κατηγορούμενο, λέγοντας του ότι θα πάει να πάρει την ανηψιά του, Γ1, διότι δήθεν βρήκαν άλλη δουλειά γι' αυτή, στην ..... Τότε ο πρώτος κατηγορούμενος αρνήθηκε και, στην επιμονή του Γ3 να φύγει η ανωτέρω ανηψιά του, είπε σ' αυτόν ότι αν δεν παραμείνει η κοπέλα στο σπίτι του, τότε θα καλέσει αυτός την αστυνομία να τη συλλάβει και να την απελάσει. Επίσης και η άλλη αλλοδαπή κοπέλα από την Σρι Λάνκα, η Δ1, ανησυχώντας κι αυτή από τη συμπεριφορά των κατηγορουμένων, εργοδοτών της, επικοινώνησε τηλεφωνικά με τη μητέρα της και της είπε, ότι επιθυμεί να φύγει από την οικία των κατηγορουμένων, διότι δεν την θέλουν για οικιακές εργασίες αλλά για άλλα πράγματα. Αυτή μάλιστα το πρωί της 1-2-2006, χωρίς να την αντιληφθούν οι κατηγορούμενοι, βρήκε την ευκαιρία και εγκατέλειψε την ανωτέρω οικία αυτών. Ακολούθως, το μεσημέρι της ίδιας μέρας, με τον ίδιο τρόπο, εγκατέλειψαν την οικία αυτή και η κοπέλα από την Γεωργία και η Γ1. Όλες δε οι κοπέλες έφυγαν, εσπευσμένα, χωρίς να λάβουν την αμοιβή για την εργασία τους, ενώ οι κατηγορούμενοι, δεν μπορούσαν πλέον να τις εμποδίσουν με πρόσθετα μέτρα, φοβούμενοι καταγγελία σε βάρος τους, αφού είχαν ήδη ενημερωθεί οι συγγενείς τους.
Μετά την ανωτέρω αρνητική στάση του πρώτου κατηγορουμένου ο Γ3, ανησυχώντας όλο και περισσότερο, για την ασφάλεια της ανηψιάς του, Γ1, ζήτησε από το φίλο του, Ζ1, οδηγό TAXI, να πάει στην οικία των κατηγορουμένων και να την αναζητήσει, διότι κάτι ύποπτο συμβαίνει. Αυτός, αφού έφθασε έξω από την οικία τους, την 1-2-2006 το μεσημέρι, διαπίστωσε ότι ήταν αδύνατη η πρόσβαση σ' αυτή, διότι υπήρχε υψηλή περίφραξη με κλειδωμένες πόρτες και κουδούνι δεν υπήρχε. Το γεγονός αυτό ο ανωτέρω ταξιτζής το γνωστοποίησε τηλεφωνικά στον Γ3, ο οποίος του είπε ότι θα ειδοποιήσει την αστυνομία.
Στο μεταξύ χρονικό διάστημα, ο αστυνομικός του Τμήματος Ασφαλείας Αγίας Παρασκευής Αττικής, Β1, μετά από σχετική εντολή της Υπηρεσίας του, το μεσημέρι της 1ης -2-2006, πήγε στην ανωτέρω κατοικία των κατηγορουμένων, με την παρουσία άλλων συναδέλφων του, δικαστικού λειτουργού και κλειδαρά, διότι υπήρχε η πληροφορία ότι αυτοί, κατακρατούν χωρίς τη θέλησή της νεαρή αλλοδαπή γυναίκα. Την ώρα δε εκείνη έφευγε από το σπίτι αυτό η Γ1, της οποίας εξακριβώθηκαν τα στοιχεία ταυτότητας αυτής και στη συνέχεια οδηγήθηκε στο ανωτέρω Τμήμα Ασφαλείας για τις περαιτέρω νόμιμες ενέργειες. Παράλληλα έγινε προσπάθεια για να εισέλθουν οι ανωτέρω αστυνομικοί στην οικία αυτή των κατηγορουμένων, της οποίας ο προαύλειος χώρος ήταν περιφραγμένος με ψηλά κάγκελα και συρματόπλεγμα. Στην αυλή οι αστυνομικοί είδαν τον πρώτο κατηγορούμενο, και τον κάλεσαν να τους ανοίξει, γνωστοποιώντας την ιδιότητα τους. Αυτός όμως, απαντώντας "δεν είμαι ο Χ2", προσπάθησε να τους παραπλανήσει και απομακρύνθηκε προχωρώντας προς το εσωτερικό της οικίας του. Τότε με την νόμιμη διαδικασία και με τη συνδρομή κλειδαρά άνοιξε η εξώπορτα, η οποία ήταν κλειδωμένη με διπλές κλειδαριές και πάνω της υπήρχε η πινακίδα "ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΚΥΛΟΣ", ενώ στην πραγματικότητα δεν υπήρχε σκύλος. Οι αστυνομικοί, ακολουθώντας ένα στενό διάδρομο του αύλειου χώρου, συνάντησαν δεύτερη πόρτα, κλειδωμένη επίσης από μέσα, με αποτέλεσμα να χρειαστεί και πάλι η συνδρομή του κλειδαρά για να την ανοίξουν. Στη συνέχεια αυτοί προχώρησαν προς το λυόμενο κτίριο, αποτελούμενο από κουζίνα και καθιστικό, στο οποίο δεν βρισκόταν κανείς. Στο κτίριο αυτό διαπιστώθηκε ότι υπήρχε πόρτα που οδηγούσε σε ακάλυπτο χώρο, διαμορφωμένο σε κήπο, και ακολούθως άλλη πόρτα, που οδηγούσε στους κύριους χώρους της οικίας. Οι κατηγορούμενοι δεν ανταποκρίθηκαν σε επανειλημμένες κλήσεις των αστυνομικών να τους ανοίξουν, και μόνο αφού άρχισε η προσπάθεια του κλειδαρά να ανοίξει την πόρτα, εμφανίσθηκαν αυτοί στην είσοδο. Η οικία αυτή αποτελείτο από μια κρεβατοκάμαρα, καθιστικό και σαλόνι, ενώ στο χώρο του σαλονιού, υπήρχε καθρέπτης που κάλυπτε κρυφή έξοδο προς την πυλωτή της οικοδομής. Επίσης μια σκάλα οδηγούσε στον ανωτέρω αναφερόμενο υπόγειο χώρο, όπου διέμεναν οι αλλοδαπές κοπέλες. Στην έρευνα δε, που ακολούθησε, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν, ατζέντα και εκατοντάδες σημειώματα με ονόματα και τηλέφωνα αλλοδαπών γυναικών, τρία διαβατήρια αλλοδαπών γυναικών και ειδικότερα, τα υπ' αριθμ: α) ...... διαβατήριο Μολδαβίας, της Η1, με ισχύ έως την 22-5-2006, β)...... διαβατήριο Μολδαβίας, της Η2 με ισχύ έως την 18-1-2005 και γ) ..... διαβατήριο Βουλγαρίας, της Η3, με ισχύ έως την 3-10-2006 και άδεια διαμονής μέχρι 30-10-2006. Επίσης στην κατοχή των κατηγορουμένων, χωρίς την άδεια της αρμόδιας Αστυνομικής Αρχής, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν ένα πιστόλι κρότου, με στοιχεία ...., μαζί με γεμιστήρα επτά φυσιγγίων κρότου και επιπλέον άλλα 23 φυσίγγια κρότου, και ένα πτυσσόμενο στιλέτο, συνολικού μήκους 31 εκατοστών. Μέσα δε στο χρηματοκιβώτιο, που άνοιξε μετά από επίμονη άρνηση των κατηγορουμένων, βρέθηκαν τα χρηματικά ποσά των 35.000 λιρών Αγγλίας και 10.000 δολαρίων και σε συρταριέρα του σαλονιού το ποσό των 11.000 λιρών Αγγλίας, τα οποία όμως δεν κατασχέθηκαν, αφού υπήρχαν τα δελτία δήλωσης εισαγομένων μετρητών από την Αγγλία του Τμήματος Ασφαλείας Αερολιμένα Αθηνών, με ημερομηνία την 20-7-2004.
Οι κατηγορούμενοι με την απολογία τους και τις κρινόμενες εφέσεις αρνούνται την κατηγορία, ισχυριζόμενοι ότι τις ανωτέρω τρεις αλλοδαπές δεν τις είχαν περιορισμένες στο σπίτι τους και ότι αυτές μπορούσαν να φύγουν οποτεδήποτε ήθελαν. Επικαλούνται δε την από 22-2-2006 κατάθεση της εκ των αλλοδαπών γυναικών, Δ1, η οποία κατέθεσε ότι έφυγε από το σπίτι των κατηγορουμένων, μετά από τρεις ημέρες, γιατί δεν χρειαζόταν άλλο, ότι μπορούσε να φύγει όποτε επιθυμούσε και ότι ο πρώτος κατηγορούμενος ζήτησε από την Γ1, να του κάνει θεραπευτικό μασάζ. Όμως η κατάθεση αυτή δεν μπορεί να κριθεί αξιόπιστη, και θα μπορούσε να αποδοθεί μόνο στο φόβο της μάρτυρος, διότι δεν εξηγεί το γιατί αυτή, αν και είχε ανάγκη από εργασία προσληφθείσα σύμφωνα με την ανωτέρω αγγελία για εργασία 4-5 ετών, εγκατέλειψε μόνη της σε διάστημα τριών ημερών την εργασία αυτή. Αν οι συνθήκες εργασίας ήσαν καλές και ουδέν πρόβλημα είχε ανακύψει δεν θα εγκατέλειπε με τον τρόπο αυτό την ως άνω εργασία της. Ενώ η άλλη αλλοδαπή κοπέλα από την Γεωργία δεν εμφανίστηκε να καταθέσει, φοβούμενη τη σύλληψή της, αφού κι αυτή βρίσκεται παράνομα στη χώρα. Επίσης οι κατηγορούμενοι για να αποδείξουν τον ανωτέρω ισχυρισμό τους προσκόμισαν τις από 19-5-2006 ένορκες βεβαιώσεις του Αρχιμανδρίτη Ε1 και της Ε2, σύμφωνα με τις οποίες, αυτοί φέρονται να συνάντησαν την ημέρα του Πάσχα στο σπίτι των κατηγορουμένων την αλλοδαπή κοπέλα από τη Γεωργία, η οποία πήγε για να τους ευχηθεί και τότε τους είπε ότι οι κατηγορίες σε βάρος των κατηγορουμένων ήταν ψευδείς και ότι η ίδια δεν κατέθεσε, φοβούμενη τη σύλληψη και απέλασή της. Όμως αυτές οι ένορκες βεβαιώσεις δεν κρίνονται αξιόπιστες, διότι δόθηκαν σε μη προβλεπόμενο στην ποινική διαδικασία αρμόδιο όργανο και είναι άγνωστες οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτές δόθηκαν. Όσον δε αφορά την κατάθεση της αλλοδαπής Γ1, που τεκμηριώνει την ανωτέρω κατηγορία, οι κατηγορούμενοι την χαρακτηρίζουν ως ψευδή και άκυρη γιατί δήθεν η αλλοδαπή αυτή δεν γνώριζε την Ελληνική γλώσσα και κατέθεσε χωρίς την παρουσία διερμηνέα. Όμως και αυτός ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων είναι αβάσιμος και δεν τεκμηριώνεται σε κανένα στοιχείο της δικογραφίας. Τέλος κρίνεται ως μη πειστική η εξήγηση των κατηγορουμένων, σχετικά, με "την ιδιαίτερα ισχυρή περίφραξη", που την αποδίδουν στην συχνή απουσία τους στο εξωτερικό και στην ληστεία που είχαν δεχθεί προ ετών. Οι ισχυρισμοί αυτοί των κατηγορουμένων δεν τεκμηριώνονται σε κάποιο βάσιμο αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας και δεν μπορούν νααντικρούσουν τις σε βάρος τους κατηγορίες, καθόσον δεν εξηγείται λογικά, για ποιο λόγο, ενώ οι τρεις αλλοδαπές γυναίκες, χωρίς άδεια παραμονής, και έχοντας ανάγκη την εργασία της οικιακής βοηθού, που οι κατηγορούμενοι προσέφεραν με την αγγελία τους, για διάστημα 4-5 χρόνων, εγκατέλειψαν εσπευσμένα την εργασία αυτή και το παρεχόμενο κατάλυμα σε διάστημα 5 ημερών η πρώτη και 3 ημερών οι άλλες δύο.
Κατόπιν των ανωτέρω εκτεθέντων πραγματικών περιστατικών και σκέψεων, κατά την κρίση μας, ορθώς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών έκρινε ότι συντρέχουν αποχρώσες ενδείξεις ότι οι κατηγορούμενοι αυτοί τέλεσαν τις πράξεις που κατηγορούνται και παραπέμποντας αυτούς στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών με το εκκαλούμενο βούλευμά του ορθώς εκτίμησε τα αποδεικτικά στοιχεία και ορθώς ερμήνευσε τις προπαρατεθείσες ποινικές διατάξεις. Επομένως οι κρινόμενες εφέσεις των ανωτέρω κατηγορουμένων πρέπει να απορριφθούν ως κατ' ουσίαν αβάσιμες και να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα.
V) Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που εδέχθη και ακολούθως απέρριψε, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, ως ουσιαστικά αβάσιμες τις εφέσεις των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος 236/2007 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προανάκριση και κυρία ανάκριση και συγκροτούν τις αντικειμενικές και υποκειμενικές υποστάσεις των εγκλημάτων (45, 94 §1, 222, 322β, 327 §1 Π.Κ. και 1 §1δ και 2δ, 7 §§1 και 8α Ν.2168/93) για τα οποία παραπέμπονται (ο 1ος ως μόνος αυτουργός στην παρ. αρ. 337 §1 και αμφότεροι ως συναυτουργοί στις λοιπές πράξεις), τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα πραγματικά περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις τις οποίες ορθώς ερμήνευσε, εφήρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου.
VI) Ειδικότερα:
Με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωθείσα εισαγγελική πρόταση (Α.Π. 1687/2002 σε Συμβ. Π.Χρ. ΝΓ/698, Συμβ. Α.Π. 336/2002 Π.Χρ. ΝΒ/978) κρισιολόγησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει κατ' είδος (Συμβ. Α.Π. 107/98 Π.Χρ. 1998/757) με ειδικές και εκτενείς σκέψεις ως προς τα πραγματικά περιστατικά, ιστορεί αναλυτικά τον τρόπο με τον οποίο προσείλκυαν τα θύματά τους, πως τα κατακρατούσαν παράνομα, πως ο θείος της Γ1 Γ3ερεύνησε και ενημέρωσε την αστυνομία, το απροσπέλαστο της οικίας των κατηγορουμένων, τον τρόπο διεισδύσεως σ' αυτήν των αστυνομικών και τις διαπιστώσεις αυτών. Πιο συγκεκριμένα:
Αφού δημοσίευσαν στην εφημερίδα ".....", αγγελία για προσφορά εργασίας δήθεν οικιακής βοηθού, στην οικία τους, με κείμενο "Οικιακή βοηθός, ζητείται ως εσωτερική ή εξωτερική, με δυνατότητα ταξιδιών στο Λονδίνο, εργασία 4-5 χρόνια, τηλ. .....", στην οποία ανταποκρίθηκαν οι ευρισκόμενες παράνομα στη χώρα, αλλοδαπές γυναίκες α) Γ1, από τη Μολδαβία, 20 ετών, β) Δ2, αγνώστων λοιπών στοιχείων, από τη Γεωργία και γ) Δ1, από τη Σρι Λάνκα, 29 ετών, που αναζητούσαν εργασία, και αφού συμφωνήθηκε η έναντι αμοιβής εργασία αυτών, ως εσωτερικών οικιακών βοηθών, στην οικία των κατηγορουμένων, την 28-1-2006 για την πρώτη και την 30-1-2006 για τις δεύτερη και τρίτη, οι κατηγορούμενοι διέθεσαν σ' αυτές ως χώρο διαμονής, το υπόγειο της οικίας τους, όπου ήταν ιδιαίτερα δυσχερής η επικοινωνία με κινητά τηλέφωνα, λόγω αδύνατου ή ανύπαρκτου σήματος και εμπόδιζαν σ' αυτές την έξοδο από την οικία, η οποία ήταν περιγραφόμενη με υπερυψωμένη και ιδιαίτερα ενισχυμένη περίφραξη και κλειδαριές, που καθιστούσαν την έξοδο απ' αυτή ανέφικτη. Επίσης, κατακρατώντας αυτές παράνομα, απέτρεπαν την απομάκρυνση τους από την οικία, ασκώντας σ' αυτές ψυχολογική βία με τα λόγια, "ότι αν θέλουν να φύγουν, θα καλέσουν την αστυνομία να τις απελάσει, θα τις εξαναγκάσουν να εργασθούν σε καταστήματα με άντρες, με σκοπό την πορνεία και θα τις στείλουν στην Αγγλία για εργασία".
Με την πράξη τους δε αυτή, σκόπευαν να τις εξαναγκάσουν σε διενέργεια ασελγών πράξεων, όπως μασάζ στο στήθος και στην περιοχή των γεννητικών οργάνων του πρώτου κατηγορουμένου, γεγονότα που αν γνώριζαν οι ανωτέρω αλλοδαπές γυναίκες, δεν θα είχαν αποδεχθεί την προσφερόμενη σ' αυτές εργασία, δήθεν της οικιακής βοηθού.
Β) απέκρυψαν στην οικία τους, με σκοπό να βλάψουν τους κατόχους αυτών, τα διαβατήρια με αριθμό α) ....διαβατήριο Μολδαβίας, της Η1, με ισχύ έως την 22-5-2006, β)..... διαβατήριο Μολδαβίας, της Η2, με ισχύ έως την 18-1-2005 και γ) ....... διαβατήριο Βουλγαρίας της Η3, με ισχύ έως την 3-10-2006 και άδεια διαμονής μέχρι 30-10-2006.
Γ) Κατείχαν παράνομα στην οικία τους, ένα πιστόλι κρότου μετά γεμιστήρος, και επτά φυσιγγίων κρότου και 23 επιπλέον φυσίγγια κρότου, και ένα πτυσσόμενο στιλέτο, συνολικού μήκους 31 εκατοστών, χωρίς άδεια κατοχής από την αρχή.
Δ) Ο πρώτος κατηγορούμενος, προσέβαλε βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο περίοδο της γενετήσιας ζωής και ειδικότερα, στην ως άνω οικία του, όπου κατακρατούσε παράνομα τις αλλοδαπές γυναίκες α) Γ1, β) Δ2, αγνώστων λοιπών στοιχείων και γ) Δ1, έκανε προτάσεις σ' αυτές να προβούν σε διενέργεια ασελγών πράξεων, όπως μασάζ στο στήθος του και στην περιοχή των γεννητικών οργάνων.
Τέλος εις το προσβαλλόμενο γίνεται με τις ειδικότερες αναφορές αντίκρουση των ισχυρισμών των κατηγορουμένων, συνεπώς οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως θα πρέπει να απορριφθούν και επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των αναιρεσειόντων.
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω Να απορριφθούν οι υπ' αρ. 281/26-11-07 και 282/26-11-07 αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Χ2, και 2)Χ1 κατά του υπ' αρ. 1669/07 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των αναιρεσειόντων
Αθήνα 8-2-2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος - Εμμανουήλ Παπαδάκης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως του Χ2 και Χ1, με αριθμό 281/26-11-2007 και 282/26-11-2007, κατά του υπ' αριθμό 1669/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκαν κατ' ουσία, οι εφέσεις τους, κατά του υπ' αριθμό 236/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τους παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν για τις αξιόποινες πράξεις: α) της αρπαγής από κοινού και κατά συρροή, β) υπεξαγωγής εγγράφων κατά συρροή και από κοινού, γ) παράνομης κατοχής όπλων και πυρομαχικών από κοινού, επί πλέον ο πρώτος και για προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, (άρθρα 463, 473 παρ.1, 474, 482 παρ. 1 περ. α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ.). Γι' αυτό, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά τους, συνεκδικαζόμενες, λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους.
Εξ' άλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η, αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του συμβουλίου (ή του δικαστηρίου) της ουσίας, ενώ, για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή, η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ιδρύουσα τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος υφίσταται, στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε (ευθεία παραβίαση) και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, και με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό, εισαγγελική πρόταση, και, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που συγκεντρώθηκαν, από την προανάκριση και την κύρια ανάκριση και ειδικότερα από τις ένορκες καταθέσεις όλων των μαρτύρων, και όλων των επικαλουμένων και προσκομιζομένων, σε συνδυασμό προς τις απολογίες και τα υπομνήματα των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα ακόλουθα, κατά πιστή μεταφορά, πραγματικά περιστατικά: "Οι κατηγορούμενοι, Χ2 και Χ1, δημοσίευσαν στην εφημερίδα ".....", την αγγελία με το εξής κείμενο "Οικιακή βοηθός, ζητείται ως εσωτερική ή εξωτερική, με δυνατότητα ταξιδιών στο Λονδίνο, εργασία 4-5 χρόνια, τηλ. ....". Την αγγελία αυτή, είδε η 20χρονη αλλοδαπή Γ1, υπήκοος Μολδαβίας, η οποία χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις, είχε εισέλθει και παρέμενε στην Ελλάδα, φιλοξενούμενη για ένα χρονικό διάστημα σε συγγενικά της πρόσωπα στην ...., αναζητώντας εργασία. Τότε, η αλλοδαπή αυτή επικοινώνησε με τον ανωτέρω αριθμό τηλεφώνου, που ανήκει στους κατηγορουμένους και στις 28-1-2006, ημέρα Σάββατο, το μεσημέρι, επισκέφθηκε την κατοικία αυτών, συνοδευόμενη από τη θεία της, Γ2, επίσης Μολδαβή, και το σύζυγο αυτής, Γ3. Εκεί, μετά από σχετική συζήτηση συμφωνήθηκε να εργάζεται η αλλοδαπή Γ1 στην οικία των κατηγορουμένων, ως εσωτερική οικιακή βοηθός, με αμοιβή 500 ευρώ το μήνα. Τη Δευτέρα, 30-1-2006, έφθασαν στην οικία των κατηγορουμένων, άλλες δύο αλλοδαπές, η Δ1 από τη Σρι Λάνκα, 29 ετών, και μια άλλη από τη Γεωργία, με μικρό όνομα Δ2, αγνώστων λοιπών στοιχείων ταυτότητας, επίσης χωρίς άδεια παραμονής στην Ελλάδα, προς αναζήτηση εργασίας, και συμφώνησαν να εργαστούν και αυτές, ως εσωτερικές οικιακές βοηθοί. Σε αυτές, τις τρεις αλλοδαπές κοπέλες οι κατηγορούμενοι διέθεσαν ως χώρο διαμονής τους τον υπόγειο χώρο της ισόγειας οικίας τους, όπου υπήρχαν, κουζίνα, μπάνιο και δύο κρεβατοκάμαρες, η μια με διπλό κρεβάτι και η άλλη με μονό, όπου όπως διαπιστώθηκε, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής η επικοινωνία με κινητό τηλέφωνο, λόγω αδύνατου ή ανύπαρκτου σήματος. Αυτός ο υπόγειος χώρος με εσωτερική σκάλα, επικοινωνούσε με το σαλόνι της κατοικίας των κατηγορουμένων, της οποίας ο προαύλειος χώρος ήταν περιφραγμένος με ψηλά κάγκελα και συρματόπλεγμα και διέθετε εξώπορτα με διπλές κλειδαριές. Μεταξύ δε αυτής της εξώπορτας και του ανωτέρω κτιρίου, μεσολαβούσε και δεύτερη πόρτα που και αυτή κλείδωνε, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η έξοδος από το σπίτι αυτό των ανωτέρω τριών αλλοδαπών, χωρίς την άδεια των κατηγορουμένων. Το βράδυ της 30-1-2006, ο πρώτος κατηγορούμενος, φορώντας μόνο το εσώρουχο του, ζήτησε από την Δ2, την κοπέλα από τη Γεωργία, να του κάνει μασάζ, ενώ οι άλλες δυο κοπέλες παρακολουθούσαν, και ο κατηγορούμενος, απευθυνόμενος στη Γ1 της είπε "κοίτα να μάθεις και συ." Την επόμενη μέρα το βράδυ, ο κατηγορούμενος, φορώντας πάλι μόνο το εσώρουχο του, ζήτησε από τη Γ1 να του κάνει μασάζ στο στήθος και στην συνέχεια της έλεγε ότι επιθυμεί να του κάνει μασάζ πιο κάτω, εννοώντας την περιοχή των γεννητικών οργάνων, και την ρωτούσε αν αυτή και οι άλλες δύο κοπέλες, έχουν κάνει ποτέ σεξ, ή αν είναι λεσβίες, προσβάλλοντας έτσι την αξιοπρέπεια της στο πεδίο της γενετήσιας ζωής. Η δε δεύτερη κατηγορουμένη, σύζυγος του πρώτου και κατά πολύ νεώτερη του, επίσης Μολδαβή, παρακολουθούσε την κατάσταση αυτή, έχοντας παροτρύνει την Γ1 να κάνουν, ότι τους λέει ο σύζυγος της. Η Γ1, ανησυχώντας από τη συμπεριφορά αυτή των κατηγορουμένων, τους εξέφρασε την επιθυμία της να φύγει από το σπίτι τους. Οι κατηγορούμενοι, όμως, αρνήθηκαν να ικανοποιήσουν την επιθυμία της και μάλιστα ο πρώτος κατηγορούμενος, Χ2, της είπε ότι αν επιμένει θα καλέσει την αστυνομία, για να τη στείλει πίσω στη χώρα της, αφού αυτή βρίσκεται παράνομα στην Ελλάδα, ότι θα την πάει να δουλέψει σε μπαρ, όπου θα κάνει στριπτίζ, ότι θα τη στείλει στην Αγγλία να δουλέψει, χωρίς να προσδιορίζει το είδος της εργασίας και έτσι δεν της επέτρεψε να φύγει. Με τον ίδιο τρόπο άσκησης ψυχολογικής βίας, οι κατηγορούμενοι αντιμετώπισαν και την επιθυμία φυγής και των ανωτέρω δύο άλλων αλλοδαπών γυναικών. Σε αυτή την παράνομη συμπεριφορά των κατηγορουμένων οι ως άνω τρεις αλλοδαπές κοπέλες, αφού συνειδητοποίησαν ότι βρισκόντουσαν σε κατάσταση ομηρίας έχοντας αποκοπεί από τον "έξω κόσμο", αναζητούσαν τρόπο επικοινωνίας με δικούς τους ανθρώπους. Έτσι. η Γ1, σε κάποια στιγμή, χωρίς να γίνει αντιληπτή από τους κατηγορουμένους, επικοινώνησε τηλεφωνικά με τους συγγενείς της στην ..., λέγοντας τους ότι "βλέπει περίεργα τα πράγματα" και ότι θέλει να φύγει από το σπίτι αυτό. Ο θείος της, Γ3, ανησυχώντας για την ασφάλεια της, επικοινώνησε αμέσως με τον πρώτο κατηγορούμενο, λέγοντας του ότι θα πάει να πάρει την ανηψιά του, Γ1, διότι δήθεν βρήκαν άλλη δουλειά γι' αυτή, στην ..... Τότε, ο πρώτος κατηγορούμενος αρνήθηκε και, στην επιμονή του Γ3 να φύγει η ανωτέρω ανηψιά του, είπε σ' αυτόν ότι αν δεν παραμείνει η κοπέλα στο σπίτι του, τότε θα καλέσει αυτός την αστυνομία να τη συλλάβει και να την απελάσει. Επίσης και η άλλη αλλοδαπή κοπέλα από την Σρι Λάνκα, η Δ1 ανησυχώντας κι αυτή από τη συμπεριφορά των κατηγορουμένων, εργοδοτών της, επικοινώνησε τηλεφωνικά με τη μητέρα της και της είπε, ότι επιθυμεί να φύγει από την οικία των κατηγορουμένων, διότι δεν την θέλουν για οικιακές εργασίες αλλά για άλλα πράγματα. Αυτή μάλιστα το πρωί της 1-2-2006, χωρίς να την αντιληφθούν οι κατηγορούμενοι, βρήκε την ευκαιρία και εγκατέλειψε την ανωτέρω οικία αυτών. Ακολούθως, το μεσημέρι της ίδιας μέρας, με τον ίδιο τρόπο, εγκατέλειψαν την οικία αυτή και η κοπέλα από την Γεωργία και η Γ1. Όλες δε οι κοπέλες έφυγαν, εσπευσμένα, χωρίς να λάβουν την αμοιβή για την εργασία τους, ενώ οι κατηγορούμενοι, δεν μπορούσαν πλέον να τις εμποδίσουν με πρόσθετα μέτρα, φοβούμενοι καταγγελία σε βάρος τους, αφού είχαν ήδη ενημερωθεί οι συγγενείς τους.
Μετά την ανωτέρω αρνητική στάση του πρώτου κατηγορουμένου, ο Γ3 , ανησυχώντας όλο και περισσότερο, για την ασφάλεια της ανηψιάς του, Γ1, ζήτησε από το φίλο του, Ζ1, οδηγό ΤΑΧΙ, να πάει στην οικία των κατηγορουμένων και να την αναζητήσει, διότι κάτι ύποπτο συμβαίνει. Αυτός, αφού έφθασε έξω από την οικία τους, την 1-2-2006 το μεσημέρι, διαπίστωσε ότι ήταν αδύνατη η πρόσβαση σ' αυτή, διότι υπήρχε υψηλή περίφραξη με κλειδωμένες πόρτες και κουδούνι δεν υπήρχε. Το γεγονός αυτό ο ανωτέρω ταξιτζής το γνωστοποίησε τηλεφωνικά στον Γ3, ο οποίος του είπε ότι θα ειδοποιήσει την αστυνομία. Στο μεταξύ χρονικό διάστημα, ο αστυνομικός του Τμήματος Ασφαλείας Αγίας Παρασκευής Αττικής, Β1, μετά από σχετική εντολή της Υπηρεσίας του, το μεσημέρι της 1ης-2-2006, πήγε στην ανωτέρω κατοικία των κατηγορουμένων, με την παρουσία άλλων συναδέλφων του, δικαστικού λειτουργού και κλειδαρά, διότι υπήρχε η πληροφορία ότι αυτοί, κατακρατούν χωρίς τη θέληση της νεαρή αλλοδαπή γυναίκα. Την ώρα δε εκείνη έφευγε από το σπίτι αυτό η Γ1, της οποίας εξακριβώθηκαν τα στοιχεία ταυτότητας αυτής και στη συνέχεια οδηγήθηκε στο ανωτέρω Τμήμα Ασφαλείας για τις περαιτέρω νόμιμες ενέργειες. Παράλληλα έγινε προσπάθεια για να εισέλθουν οι ανωτέρω αστυνομικοί στην οικία αυτή των κατηγορουμένων, της οποίας ο προαύλειος χώρος ήταν περιφραγμένος με ψηλά κάγκελα και συρματόπλεγμα. Στην αυλή οι αστυνομικοί είδαν τον πρώτο κατηγορούμενο, και τον κάλεσαν να τους ανοίξει, γνωστοποιώντας την ιδιότητα τους. Αυτός όμως, απαντώντας "δεν είμαι ο Χ2", προσπάθησε να τους παραπλανήσει και απομακρύνθηκε προχωρώντας προς το εσωτερικό της οικίας του. Τότε, με την νόμιμη διαδικασία και με τη συνδρομή κλειδαρά άνοιξε η εξώπορτα, η οποία ήταν κλειδωμένη με διπλές κλειδαριές και πάνω της υπήρχε η πινακίδα "ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΚΥΛΟΣ", ενώ στην πραγματικότητα δεν υπήρχε σκύλος. Οι αστυνομικοί, ακολουθώντας ένα στενό διάδρομο του αύλειου χώρου, συνάντησαν δεύτερη πόρτα, κλειδωμένη επίσης από μέσα, με αποτέλεσμα να χρειαστεί και πάλι η συνδρομή του κλειδαρά για να την ανοίξουν. Στη συνέχεια αυτοί προχώρησαν προς το λυόμενο κτίριο, αποτελούμενο από κουζίνα και καθιστικό, στο οποίο δεν βρισκόταν κανείς. Στο κτίριο αυτό διαπιστώθηκε ότι υπήρχε πόρτα που οδηγούσε σε ακάλυπτο χώρο, διαμορφωμένο σε κήπο, και ακολούθως άλλη πόρτα, που οδηγούσε στους κύριους χώρους της οικίας. Οι κατηγορούμενοι δεν ανταποκρίθηκαν σε επανειλημμένες κλήσεις των αστυνομικών να τους ανοίξουν, και μόνο αφού, άρχισε η προσπάθεια του κλειδαρά να ανοίξει την πόρτα, εμφανίσθηκαν αυτοί στην είσοδο. Η οικία αυτή αποτελείτο από μια κρεβατοκάμαρα, καθιστικό και σαλόνι, ενώ στο χώρο του σαλονιού, υπήρχε καθρέπτης που κάλυπτε κρυφή έξοδο προς την πυλωτή της οικοδομής. Επίσης, μια σκάλα οδηγούσε στον ανωτέρω αναφερόμενο υπόγειο χώρο, όπου διέμεναν οι αλλοδαπές κοπέλες. Στην έρευνα δε, που ακολούθησε, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν, ατζέντα και εκατοντάδες σημειώματα με ονόματα και τηλέφωνα αλλοδαπών γυναικών, τρία διαβατήρια αλλοδαπών γυναικών και ειδικότερα, τα υπ' αριθμ: α) .... διαβατήριο Μολδαβίας, της Η1, με ισχύ έως την 22-5-2006, β).... διαβατήριο Μολδαβίας, της Η2 με ισχύ έως την 18-1-2005 και γ) ..... διαβατήριο Βουλγαρίας, της Η3, με ισχύ έως την 3-10-2006 και άδεια διαμονής μέχρι 30-10-2006. Επίσης στην κατοχή των κατηγορουμένων, χωρίς την άδεια της αρμόδιας Αστυνομικής Αρχής, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν ένα πιστόλι κρότου, με στοιχεία ....., μαζί με γεμιστήρα επτά φυσιγγίων κρότου και επιπλέον άλλα 23 φυσίγγια κρότου, και ένα πτυσσόμενο στιλέτο, συνολικού μήκους 31 εκατοστών. Μέσα δε στο χρηματοκιβώτιο, που άνοιξε μετά από επίμονη άρνηση των κατηγορουμένων, βρέθηκαν τα χρηματικά ποσά των 35.000 λιρών Αγγλίας και 10.000 δολαρίων και σε συρταριέρα του σαλονιού το ποσό των 11.000 λιρών Αγγλίας, τα οποία όμως δεν κατασχέθηκαν, αφού υπήρχαν τα δελτία δήλωσης εισαγομένων μετρητών από την Αγγλία του Τμήματος Ασφαλείας Αερολιμένα Αθηνών, με ημερομηνία την 20-7-2004.
Οι κατηγορούμενοι με την απολογία τους και τις κρινόμενες εφέσεις αρνούνται την κατηγορία, ισχυριζόμενοι ότι τις ανωτέρω τρεις αλλοδαπές δεν τις είχαν περιορισμένες στο σπίτι τους και ότι αυτές μπορούσαν να φύγουν οποτεδήποτε ήθελαν. Επικαλούνται δε την από 22-2-2006 κατάθεση της εκ των αλλοδαπών γυναικών, Δ1, η οποία κατέθεσε ότι έφυγε από το σπίτι των κατηγορουμένων, μετά από τρεις ημέρες, γιατί δεν χρειαζόταν άλλο, ότι μπορούσε να φύγει όποτε επιθυμούσε και ότι ο πρώτος κατηγορούμενος ζήτησε από την Γ1, να του κάνει θεραπευτικό μασάζ. Όμως η κατάθεση αυτή δεν μπορεί να κριθεί αξιόπιστη, και θα μπορούσε να αποδοθεί μόνο στο φόβο της μάρτυρος, διότι δεν εξηγεί το γιατί αυτή, αν και είχε ανάγκη από εργασία προσληφθείσα σύμφωνα με την ανωτέρω αγγελία για εργασία 4-5 ετών, εγκατέλειψε μόνη της σε διάστημα τριών ημερών την εργασία αυτή. Αν οι συνθήκες εργασίας ήσαν καλές και ουδέν πρόβλημα είχε ανακύψει δεν θα εγκατέλειπε με τον τρόπο αυτό την ως άνω εργασία της. Ενώ η άλλη αλλοδαπή κοπέλα από την Γεωργία δεν εμφανίστηκε να καταθέσει, φοβούμενη τη σύλληψη της, αφού κι αυτή βρίσκεται παράνομα στη χώρα. Επίσης οι κατηγορούμενοι για να αποδείξουν τον ανωτέρω ισχυρισμό τους προσκόμισαν τις από 19-5-2006 ένορκες βεβαιώσεις του Αρχιμανδρίτη Ε1 και της Ε2, σύμφωνα με τις οποίες, αυτοί φέρονται να συνάντησαν την ημέρα του Πάσχα στο σπίτι των κατηγορουμένων την αλλοδαπή κοπέλα από τη Γεωργία, η οποία πήγε για να τους ευχηθεί και τότε τους είπε ότι οι κατηγορίες σε βάρος των κατηγορουμένων ήταν ψευδείς και ότι η ίδια δεν κατέθεσε, φοβούμενη τη σύλληψη και απέλαση της. Όμως, αυτές οι ένορκες βεβαιώσεις δεν κρίνονται αξιόπιστες, διότι δόθηκαν σε μη προβλεπόμενο στην ποινική διαδικασία αρμόδιο όργανο και είναι άγνωστες οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτές δόθηκαν. Όσον δε αφορά την κατάθεση της αλλοδαπής Γ1, που τεκμηριώνει την ανωτέρω κατηγορία, οι κατηγορούμενοι την χαρακτηρίζουν ως ψευδή και άκυρη γιατί δήθεν η αλλοδαπή αυτή δεν γνώριζε την Ελληνική γλώσσα και κατέθεσε χωρίς την παρουσία διερμηνέα. Όμως και αυτός ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων είναι αβάσιμος και δεν τεκμηριώνεται σε κανένα στοιχείο της δικογραφίας. Τέλος κρίνεται ως μη πειστική η εξήγηση των κατηγορουμένων, σχετικά, με "την ιδιαίτερα ισχυρή περίφραξη", που την αποδίδουν στην συχνή απουσία τους στο εξωτερικό και στην ληστεία που είχαν δεχθεί προ ετών. Οι ισχυρισμοί αυτοί των κατηγορουμένων δεν τεκμηριώνονται σε κάποιο βάσιμο αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας και δεν μπορούν να αντικρούσουν τις σε βάρος τους κατηγορίες, καθόσον δεν εξηγείται λογικά, για ποιο λόγο, ενώ οι τρεις αλλοδαπές γυναίκες, χωρίς άδεια παραμονής, και έχοντας ανάγκη την εργασία της οικιακής βοηθού, που οι κατηγορούμενοι προσέφεραν με την αγγελία τους, για διάστημα 4-5 χρόνων, εγκατέλειψαν εσπευσμένα την εργασία αυτή και το παρεχόμενο κατάλυμα σε διάστημα 5 ημερών η πρώτη και 3 ημερών οι άλλες δύο.
Κατόπιν των ανωτέρω, εκτεθέντων πραγματικών περιστατικών και σκέψεων, κατά την κρίση μας, ορθώς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών έκρινε ότι συντρέχουν αποχρώσες ενδείξεις ότι οι κατηγορούμενοι αυτοί τέλεσαν τις πράξεις που κατηγορούνται και παραπέμποντας αυτούς στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών με το εκκαλούμενο βούλευμα του ορθώς εκτίμησε τα αποδεικτικά στοιχεία και ορθώς ερμήνευσε τις προπαρατεθείσες ποινικές διατάξεις. Επομένως οι κρινόμενες εφέσεις των ανωτέρω κατηγορουμένων πρέπει να απορριφθούν ως κατ1 ουσίαν αβάσιμες και να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα". Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών, με βάση τα ως άνω δεκτά γενόμενα, έκρινε ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος των αναιρεσειόντων- κατηγορουμένων και απέρριψε κατ' ουσία τις εφέσεις τους, που άσκησαν κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμφθηκαν, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι, στο ακροατήριο του Τριμελούς (για κακουργήματα) Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν για τις αξιόποινες πράξεις: α) της αρπαγής, από κοινού, και κατά συρροή, β) υπεξαγωγής εγγράφων κατά συρροή και από κοινού, γ) παράνομης κατοχής όπλων και πυρομαχικών από κοινού, επί πλέον δε ο πρώτος και για προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, διέλαβε την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία αυτοί παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο, επίσης δε τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 45, 94 παρ.1, 222, 322 εδ. β, και 337 του Π.Κ, και 1δ, 2δ, ε και 7 παρ.1, του ν. 2168/1993, τις οποίες σωστά εφάρμοσε και ερμήνευσε και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις.
Συνεπώς, οι αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, περί εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, (άρθρο 484 παρ.1 περ. β και δ του Κ.Π.Δ), είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Ειδικότερα, εκτίθεται στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με πληρότητα και σαφήνεια, ότι το Συμβούλιο εκτίμησε το σύνολο των αποδεικτικών μέσων και αναφέρει λεπτομερώς και αναλυτικά με ποιο τρόπο οι αναιρεσείοντες, από κοινού, κατόπιν προσωπικής αναζήτησής τους, προσείλκυαν τα υποψήφια θύματά τους. Συγκεκριμένα, με το πρόσχημα της πρόσληψης οικιακής βοηθού, για την εξυπηρέτηση των οικιακών τους αναγκών, δημοσίευσαν σχετική αγγελία, στην εφημερίδα "......", παράλληλα με τη δυνατότητα πραγματοποιήσεως ταξιδιών στο Λονδίνο. Στη σχετική πρόσκληση των αναιρεσειόντων, ανταποκρίθηκαν οι παθούσες, η πρώτη των οποίων προσλήφθηκε την 28-1-2006 και οι λοιπές την 30-1-2006, τις οποίες εγκατέστησε σε χώρους της περιφραγμένης οικίας τους, όπου οποιαδήποτε επικοινωνία τους, με τους εξωτερικούς χώρους, ήταν από δυσχερής έως ανέφικτη, αποκλείοντας, έτσι, όχι μόνο την ελεύθερη επικοινωνία τους, με τον εξωτερικό κόσμο, αλλά και τις κατακρατούσαν παράνομα και απέτρεπαν την απομάκρυνσή τους, ασκώντας παράλληλα σ'αυτές ψυχολογική βία και συγκεκριμένα, ότι θα αποκαλύψουν στην αστυνομία, το γεγονός, ότι στερούνται νομιμοποιητικών εγγράφων, σε περίπτωση που αρνηθούν να προσφέρουν άλλου είδους υπηρεσίες, από αυτές για τις οποίες προσλήφθηκαν, με την παροχή σαρκικών ηδονών σε αόριστο αριθμό προσώπων, σε διάφορα κέντρα, ακόμη και του εξωτερικού. Επιπρόσθετα, αιτιολογείται η παραδοχή, σύμφωνα με την οποία, ο πρώτος των αναιρεσειόντων, σκόπευε να τις εξαναγκάσει, σε διενέργεια ασελγών πράξεων. Ακόμη αιτιολογείται η παραδοχή, κατά την οποία, οι αναιρεσείοντες, απέκρυψαν με πρόθεση, στην οικία τους 4 τα διαβατήρια, αποστερώντας από τους κατόχους τους, τη δυνατότητα να κάνουν χρήση αυτών, για την επάνοδό τους στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, όπως επίσης, αιτιολογείται, ότι κατείχαν στο σπίτι τους, χωρίς την άδεια της οικείας αστυνομικής αρχής, ένα πιστόλι κρότου με γεμιστήρα με 7 φυσίγγια και 23 ακόμη φυσίγγια, καθώς και ένα πτυσσόμενο στιλέτο, συνολικού μήκους 31 εκατοστών. Τέλος, αιτιολογείται η παραδοχή, κατά την οποία ο πρώτος των αναιρεσειόντων, προσέβαλε βάναυσα την αξιοπρέπεια των ως άνω γυναικών-οικιακών βοηθών, με τις προτάσεις του, προς αυτές να προβούν στη διενέργεια ασελγών πράξεων, όπως μασάζ στο στήθος και στην περιοχή των γεννητικών του οργάνων.
Ενόψει αυτών, αμφότεροι οι λόγοι των αιτήσεων αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 45, 94 παρ.1, 222, 322 εδ. β, και 337 του Π.Κ, και 1δ, 2δ, ε και 7 παρ.1, του ν. 2168/1993, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, καθώς και οι αιτήσεις τους, στο σύνολό τους. Απορριπτομένων των αιτήσεών τους, πρέπει οι αναιρεσείοντες να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, τα οποία θα επιβληθούν χωριστά για τον καθένα(άρθρα 476παρ.1 και 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις, με αριθμούς 281 και 282 από 26-11-2007, αιτήσεις των Χ2 και Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμό 1669/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και Επιβάλλει σε βάρος των αναιρεσειόντων τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται, για τον καθένα, σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2008.
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ