Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ψευδής βεβαίωση, Δικαστηρίου σύνθεση.
Περίληψη:
Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και επαρκής αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως για παράβαση του άρθρου 242 παρ. 1 του ΠΚ. Απόρριψη λόγου αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα λόγω κακής σύνθεσης του δικαστηρίου.
Αριθμός 1142/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Διονύσιο Πρωτοπαπά, περί αναιρέσεως της 4617Α, 4745/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Βουκελάτο.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25.9.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1727/2008.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 242 παρ. 1 του ΠΚ, υπάλληλος στα καθήκοντά του οποίου ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη ορισμένων δημόσιων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Το έγκλημα της ψευδούς βεβαίωσης (διανοητικής πλαστογραφίας) που είναι σχετικό με την υπηρεσία, προϋποθέτει α) πρόσωπο του δράστη ο οποίος είναι υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13α' και 263Α του ΠΚ, αρμόδιος καθ' ύλη και κατά τόπο για τη σύνταξη ή έκδοση του εγγράφου και ο οποίος ενεργεί μέσα στα όρια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί ή και υπάλληλο μη αρμόδιο, στον οποίο όμως το έγγραφο είναι εμπιστευμένο ή προσιτό, ως εκ της υπηρεσίας του και β) έγγραφο δημόσιο, κατά την έννοια των άρθρων 13γ' του ΠΚ και 438 του ΚΠολΔ, που έχει πλήρη αποδεικτική δύναμη, για ό,τι βεβαιώνεται στο περιεχόμενό του και βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδούς γεγονότος που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Εν σχέσει με την υλική αρμοδιότητα του υπαλλήλου, στο άρθρο 14 παρ.2 του Ν. 1599/1986 ορίζεται ότι η θεώρηση του γνησίου της υπογραφής των πολιτών γίνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή. Ειδικώς, για τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από υπαλλήλους της αστυνομικής αρχής, στο άρθρο 24 του Π.Δ 75/1987 ορίζεται ότι οι Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας μπορούν να βεβαιώνουν το ιδιόχειρο της υπογραφής των πολιτών επάνω σε έγγραφα τα οποία υπογράφουν ενώπιον του αρμοδίου οργάνου (παρ.1) και ότι αρμόδιοι για τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής είναι όλοι οι Αξιωματικοί Ανθυπαστυνόμοι και Αρχιφύλακες που είναι ανακριτικοί υπάλληλοι καθώς και οι πολιτικοί υπάλληλοι που είναι προϊστάμενοι οργανικών υπηρεσιών κλιμακίων (παρ.2) τέλος δε, κατά το εδάφιο β' της ίδιας παραγράφου 2, που προστέθηκε με το άρθρο 4 του Π.Δ 149/1993, η αρμοδιότητα αυτή μπορεί να ασκείται και από το υπόλοιπο αστυνομικό και πολιτικό προσωπικό, ύστερα από διαταγή του προϊσταμένου της οικείας Αστυνομικής Αρχής. Από τους ορισμούς των τελευταίων διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι εφόσον η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής γίνεται από αστυνομικό υπάλληλο ο οποίος έχει τον βαθμό του Ανθυπαστυνόμου, η προς τούτο αρμοδιότητά του απορρέει ευθέως από το νόμο και δεν εξαρτάται από προηγούμενη διαταγή του προϊσταμένου της οικείας Αστυνομικής αρχής.
'Ελλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Η επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να υπάρχει, όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορό του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης (άρθρο 30 παρ. 1 ΠΚ), που είναι η άγνοια (πλάνη σε ευρεία έννοια), με την οποία ταυτίζεται και η εσφαλμένη αντίληψη (πλάνη σε στενή έννοια) του δράστη για κάποιο ουσιαστικό όρο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, που αποκλείει τον καταλογισμό, πρέπει, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Εξάλλου λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη (ουσιαστικού δικαίου) που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 4617Α-4745/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος καταδικάσθηκε, για την πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως κατ' εξακολούθηση και επιβλήθηκε σ' αυτόν ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών η οποία ανεστάλη. Το δικαστήριο, με την κατ' είδος μνεία των αποδεικτικών μέσων τα οποία έλαβε υπόψη του, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "... Ο κατηγορούμενος, στην ..., κατά τους παρακάτω χρόνους, ως υπάλληλος, στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη δημόσιων εγγράφων, με περισσότερες πράξεις του, που αποτελούσαν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενεργώντας με πρόθεση, σε τέτοια έγγραφα βεβαίωσε ψευδώς περιστατικό, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Ειδικότερα, αυτός, ως αστυνομικός, με το βαθμό του Ανθυπαστυνόμου, που υπηρετούσε στο Α.Τ. ..., στις 16/10/02, 19/5/03 και 16/10/03, με πρόθεση βεβαίωσε ψευδώς το γνήσιο της υπογραφής της μηνύτριας Ψ στο σώμα καθεμιάς από τις παρακάτω υπεύθυνες δηλώσεις και συγκεκριμένα: α) στην από 16/10/02 υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/86, απευθυνόμενη στη ΔΕΗ ..., με τα στοιχεία ταυτότητας της μηνύτριας, με την οποία φερόταν αυτή, ότι εξουσιοδοτούσε το θείο της ΑΑ, να υπογράψει όλα τα έγγραφα στη ΔΕΗ ..., για αλλαγή ρολογιού της ΔΕΗ, β) στην από 19/5/03 υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/86, με τα στοιχεία ταυτότητας της μηνύτριας, με την οποία φερόταν αυτή, ότι εξουσιοδοτούσε το λογιστή της ΒΒ να διεκπεραιώσει όλες τις υποθέσεις της στην Εφορία της ... και να υπογράψει για εκείνη για τη διακοπή της επιχείρησής της και γ) στην από 16/10/03 υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/86, απευθυνόμενη στο Ταμείο Εμπόρων, με τα στοιχεία ταυτότητας της μηνύτριας, με την οποία φερόταν αυτή, να δηλώνει, ότι δεν ήταν ποτέ εγγεγραμμένη στο ΕΒΕΑ. Όμως, η μηνύτρια δεν είχε προσέλθει ενώπιον του κατηγορουμένου, στο παραπάνω Α.Τ, κατά τις ανωτέρω ημερομηνίες και δεν είχε θέσει την υπογραφή της στις επίμαχες υπεύθυνες δηλώσεις, οι δε φερόμενες ως υπογραφές της σ' αυτές ήσαν πλαστές, όπως με πληρότητα αναλύεται, ιδίως, στην από 14/11/05 έκθεση ιδιωτικής γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του δικαστικού γραφολόγου ..., που ο ίδιος επιβεβαίωσε, εξεταζόμενος στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου. Η μηνύτρια ήταν ανιψιά του ΒΒ, ο οποίος διατηρούσε ατομική επιχείρηση εστιατορίου στην οδό ... αρ. ..., στην ... και η οποία λειτούργησε στο όνομα της μηνύτριας κατά το χρονικό διάστημα από 1/8/2000 έως 20/5/03, ενώ έκτοτε οι σχέσεις τους διαταράχτηκαν. Εντεύθεν οι ψευδείς βεβαιώσεις του κατηγορουμένου στις επίμαχες υπεύθυνες δηλώσεις, περί του γνησίου της υπογραφής της μηνύτριας, μπορούσαν να έχουν έννομες συνέπειες στις έννομες σχέσεις της μηνύτριας με τις παραπάνω υπηρεσίες, ενόψει του ότι αυτή δεν τις είχε υπογράψει και δεν ανταποκρίνονταν στο περιεχόμενο της βουλήσεώς της. Ο κατηγορούμενος στην ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου απολογία του αποδέχτηκε, ότι εκείνος βεβαίωσε το γνήσιο της φερόμενης ως υπογραφής της μηνύτριας, παρέχοντας αντιφατικές εξηγήσεις περί τούτου, ισχυριζόμενος αρχικά ότι πιθανόν να υπέγραψε η ίδια η μηνύτρια και στη συνέχεια ότι μπορεί να ήλθε άλλη γυναίκα με την ταυτότητα της μηνύτριας και να εξαπατήθηκε. Όμως, ανεξάρτητα από το ότι δεν αποδεικνύεται, ποιο πρόσωπο προσκόμισε τις επίμαχες πλαστές δηλώσεις στον κατηγορούμενο για να βεβαιώσει το γνήσιο της υπογραφής, γεγονός είναι ότι η κατηγορουμένη δεν είχε προσέλθει εκεί κατά τις παραπάνω ημερομηνίες, ούτε είχε παραδώσει την αστυνομική της ταυτότητα σε άλλον προς τούτο. Έτσι, ο κατηγορούμενος με πρόθεση βεβαίωσε ψευδώς το γνήσιο της υπογραφής της μηνύτριας στις εν λόγω υπεύθυνες δηλώσει και πρέπει, να κηρυχτεί ένοχος για την πράξη της ψευδούς βεβαίωσης κατ' εξακολούθηση, που του αποδίδεται. Όμως, θα του επιβληθεί μειωμένη ποινή, διότι μέχρι το χρόνο της πράξης του έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (άρθρα 83 και 84 παρ.2α ΠΚ) ...".
Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους, στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 242 παρ.1 του ΠΚ την οποία εφάρμοσε, χωρίς να την παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα δε, αναφέρεται στην αιτιολογία, ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος κατά τον χρόνο τέλεσης των μερικοτέρων πράξεων της ψευδούς βεβαιώσεως, είχε τον βαθμό του Ανθυπαστυνόμου, και συνεπώς είχε υλική αρμοδιότητα για τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής. Περαιτέρω, επαρκώς αιτιολογείται η γνώση του κατηγορουμένου ότι στις υπεύθυνες δηλώσεις δεν είχε τεθεί η υπογραφή της πολιτικώς εναγούσης το γνήσιο της οποίας βεβαίωσε, αφού κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, η πολιτικώς ενάγουσα δεν είχε εμφανισθεί και δεν είχε υπογράψει ενώπιον του κατηγορουμένου το κείμενο των υπευθύνων δηλώσεων, ούτε είχε παραδώσει την αστυνομική της ταυτότητα σε άλλο πρόσωπο που τις προσκόμισε προς το σκοπό της βεβαιώσεως του γνησίου της υπογραφής. Τέλος, διαλαμβάνεται στην απόφαση ότι οι ψευδείς βεβαιώσεις του κατηγορουμένου στις υπεύθυνες δηλώσεις μπορούσαν να έχουν έννομες συνέπειες και αναφέρονται αυτές, σύμφωνα με το παραπάνω περιεχόμενο των υπευθύνων δηλώσεων, στις έννομες σχέσεις της πολιτικώς ενάγουσας με την ΔΕΗ, την ... Εφορία ... και το Ταμείο Εμπόρων. Η αιτίαση ότι το δικαστήριο χωρίς αιτιολογία απέρριψε τον περί πραγματικής πλάνης (άρθρο 30 παρ.1) αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου που προβλήθηκε με την απολογία του, είναι αβάσιμη και απορριπτέα διότι, τα επικαλούμενα, προς θεμελίωση της πραγματικής πλάνης, πραγματικά περιστατικά: "πιθανόν να υπέγραψε η ίδια η μηνύτρια και έβαλε την υπογραφή της έτσι που εκείνη γνωρίζει ... μπορεί να ήλθε άλλη γυναίκα με την ταυτότητά της και εξαπατήθηκα ... ποτέ θα έβαζα την υπογραφή μου διακινδυνεύοντας την καριέρα μου ..." δεν θεμελιώνουν αυτοτελή ισχυρισμό περί πραγματικής πλάνης, εφόσον με την επίκληση των ανωτέρω δεν προβάλλεται άγνοιά του ή εσφαλμένη αντίληψή του για συστατικό όρο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως που του αποδίδεται, σε κάθε περίπτωση δε, με πλήρη αιτιολογία απερρίφθη ο ισχυρισμός αυτός, όπως προκύπτει από τις παραδοχές της αποφάσεως. Περαιτέρω, αβάσιμη και απορριπτέα είναι και η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήχθη στην περί της ενοχής κρίση από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, χωρίς στο προοίμιο του σκεπτικού της να διαλαμβάνει ότι εξετίμησε την χωρίς όρκο κατάθεση της πολιτικώς εναγούσης και τις καταθέσεις των μαρτύρων της πολιτικής αγωγής που είχαν προταθεί από αυτήν (πολιτικώς ενάγουσα). Η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος είναι μεν διάδικος κατά την ποινική διαδικασία, είναι όμως και βασικός μάρτυρας κατηγορίας, δεν αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου, συνιστά μαρτυρία, δεν είναι δε αναγκαίο ως τέτοια, να μνημονεύεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, ειδικότερα μάλιστα, όταν προκύπτει με βεβαιότητα, από το όλο περιεχόμενο αυτής (αιτιολογίας), ότι λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο και η κατάθεση αυτού. Ούτε, εξάλλου, για την πληρότητα της αιτιολογίας ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων, έπρεπε να γίνεται στο σκεπτικό της αποφάσεως ειδική αναφορά των μαρτύρων οι οποίοι κλητεύθηκαν και εξετάσθηκαν κατ' αίτηση της πολιτικώς εναγούσης αυτού, αφού και οι μάρτυρες αυτοί είναι μάρτυρες κατηγορίας.
Συνεπώς ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας και νομίμου βάσεως ως προς στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος του άρθρου 242 παρ.1 του Π.Κ είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 510 παρ. 1 στοιχ.Α και 171 παρ. 1α του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη σε κάθε στάση της διαδικασίας και στον ’ρειο Πάγο, αποτελεί και η απόλυτη ακυρότητα που έλαβε χώρα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο ένεκα μη τηρήσεως των διατάξεων που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, επικαλούμενος προς τούτο τα ακόλουθα "... Η έφεσή ΅ου κατά της πρωτόδικης 5252/2007 απόφασης εισήχθη στο Τρι΅ελές Εφετείο κατά τη δικάσι΅ο της 11.6.2008 ΅αζί ΅ε έφεση του Εισαγγελέα Πλη΅΅ελειοδικών Αθηνών, η οποία είχε ασκηθεί κατά της ίδιας αποφάσεως, κατά το ΅έρος της ΅ε το οποίο είχε κηρυχθεί αθώα η σε πρώτο βαθ΅ό συγκατηγορού΅ενή ΅ου ΓΓ για το αδίκη΅α της πλαστογραφίας, για το οποίο είχε κατηγορηθεί. Α΅έσως ΅ετά την έναρξη της συνεδριάσεως του Τρι΅ελούς Εφετείου, την ε΅φάνιση ε΅ού και της προαναφερθείσας συγκατηγορού΅ενής ΅ου και τον διορισ΅ό από κάθε ένα από ε΅άς των συνηγόρων ΅ας, ο Αντιεισαγγελέας Εφετών που ΅ετείχε της συνθέσεως, Σ. Μπάγιας, υπέβαλε στο Δικαστήριο κατά το άρθρο 23 του Κ.Π.Δ. δήλωση αποχής από τα καθήκοντά του από λόγους ευπρέπειας και ειδικότερα επειδή συνδεόταν ΅ε πνευ΅ατική συγγένεια ΅ε τον διορισθέντα στο ακροατήριο συνήγορο της συγκατηγορού΅ενής ΅ου, Γ. Μπό΅πορα. Η δήλωση αποχής έγινε δεκτή από το Δικαστήριο σε συ΅βούλιο, αφού προηγου΅ένως ο δηλώσας αποχή Αντιεισαγγελέας αναπληρώθηκε από την Αντιεισαγγελέα Εφετών Ε. Πανταζή, που ορίσθηκε αναπληρώτρια ΅ε την από 11.6.2008 πράξη του Διευθύνοντος την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών. Μετά την απαγγελία της αποφάσεως αυτής η συνεδρίαση συνεχίσθηκε ΅ε τη συ΅΅ετοχή της ίδιας αναπληρώτριας Αντεισαγγελέας και η συγκατηγορουμένη ΅ου υπέβαλε στο Δικαστήριο ένσταση, ΅ε την οποία ζήτησε να κηρυχθεί απαράδεκτη η εναντίον της έφεση του Εισαγγελέα Πλη΅΅ελειοδικών. Μετά την υποβολή της ενστάσεως αυτής και της σχετικής προτάσεως της αναπληρώτριας Αντιεισαγγελέως, η συνεδρίαση διακόπηκε για τη δικάσι΅ο της 19.6.2008. Κατά την έναρξη της συνεδριάσεως της 19.6.2008, στην οποία ΅ετείχε η αναπληρώτρια Αντιεισαγγελέας, το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του επί της ανωτέρω ενστάσεως, ΅ε την οποία κήρυξε την έφεση του Εισαγγελέα Πλη΅΅ελειοδικών κατά της συγκατηγορουμένης ΅ου ως απαράδεκτη. Μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής αποχώρησαν η συγκατηγορουμένη ΅ου και ο προαναφερθείς συνήγορός της και η συζήτηση της υποθέσεως συνεχίσθηκε ΅όνο όσον αφορά τη δική ΅ου έφεση κατά της πρωτόδικης, καταδικαστικής για ε΅ένα, αποφάσεως και εκδόθηκε η ήδη προσβαλλό΅ενη καταδικαστική απόφαση. Στη συνεδρίαση ΅ετείχε, ό΅ως, η αναπληρώτρια Αντιεισαγγελέας και, για τον λόγο αυτό η προσβαλλό΅ενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και ειδικότερα για κακή σύνθεση του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλό΅ενη απόφαση. Διότι: (α) Ο λόγος αποχής του αρχικά ΅ετασχόντος στη σύνθεση του Δικαστηρίου Αντιεισαγγελέα, που δηλώθηκε από τον ίδιο και έγινε δεκτός από το Δικαστήριο κατά τη συνεδρίαση της 11.6.2008, απέρρεε, σύ΅φωνα ΅ε τα πρακτικά, από πνευ΅ατική συγγένεια του ίδιου προς τον συνήγορο της συγκατηγορουμένης ΅ου. Μετά την κήρυξη ως απαράδεκτης της εφέσεως του Εισαγγελέα Πλη΅΅ελειοδικών Αθηνών κατά της απαλλαγής της συγκατηγορουμένης ΅ου, η πρωτόδικη απαλλαγή αυτής κατέστη τελεσίδικη, το Δικαστήριο δεν είχε πλέον εξουσία να επιληφθεί της υποθέσεως, όσον αφορά τη συγκατηγορουμένη ΅ου, και άρα η τελευταία έπαψε να είναι διάδικος. Μετά την τελεσιδικία της απαλλαγής της συγκατηγορουμένης ΅ου εξέλιπε, λοιπόν, ο λόγος αποχής του αρχικά ΅ετασχόντος στη σύνθεση του Δικαστηρίου Αντιεισαγγελέα, ο οποίος είχε γίνει δεκτός από το Δικαστήριο και απέρρεε από τη σχέση του ΅ε τον συνήγορο της (΅η διαδίκου πλέον) συγκατηγορουμένης ΅ου.
Συνεπώς, από το ση΅είο εκείνο της διαδικασίας και ύστερα, έπαυσε να συντρέχει και ο λόγος της αναπληρώσεως του αρχικά ΅ετασχόντος Αντεισαγγελέα ούτε συνέτρεχε άλλος λόγος αποκλεισ΅ού ή εξαιρέσεώς του ή κάποιο κώλυ΅α αυτού. Η αναπλήρωσή του, συνεπώς, παρά την έλλειψη λόγου αποχής, αποκλεισ΅ού ή εξαιρέσεως ή κωλύ΅ατος προσκρούει στο άρθρο 8 παρ. 1 του Συντάγ΅ατος και στα άρθρα 17 παρ. Β (7) και 24 παρ. 6 του ν. 1756/1998 (β) Σύ΅φωνα ΅ε τα πρακτικά, ο ορισ΅ός της Αντιεισαγγελέως Εφετών Ε. Πανταζή ως αναπληρώτριας του αρχικά ΅ετασχόντος στη σύνθεση Αντιεισαγγελέως έγινε ΅ε την από 11.6.2008 πράξη του Διευθύνοντος την Εισαγγελία Εφετών, η οποία εκδόθηκε ΅ετά την υποβολή της ανωτέρω δηλώσεως αποχής. Δεν προκύπτει, ό΅ως, αν ο ορισ΅ός της αναπληρώτριας έγινε ΅ε τήρηση της διατάξεως του άρθρου 17 παρ. 5 του ν. 1756/1998, όπως ισχύει, περί κληρώσεως των αναπληρω΅ατικών δικαστών και εισαγγελέων ...". Με τα άνω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά τα οποία, αναφορικά με τη δήλωση αποχής του Αντισαγγελέα Σ. Μπάγια και τους λόγους αυτής, την αποδοχή αυτής με απόφαση του δικαστηρίου (σε συμβούλιο), την απόρριψη της εφέσεως του εισαγγελέα πρωτοδικών ως απαράδεκτης, προκύπτουν από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, από τη συμμετοχή στη σύνθεση του δικαστηρίου της αντεισαγγελέα εφετών Ε. Πανταζή, δεν παραβιάσθηκαν οι άνω διατάξεις και δεν προκλήθηκε ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Το δικαστήριο, κατά τα ρητώς αναφερόμενα στο διατακτικό της παρεμπίπτουσας αποφάσεώς του, δέχθηκε τη δήλωση αποχής του αντεισαγγελέα Σ. Μπάγια από την όλη ποινική υπόθεση με κατηγορουμένους τον αναιρεσείοντα και την συγκατηγορουμένη του ΓΓ. Επομένως, νομίμως μετέσχε στη σύνθεση του δικαστηρίου ως αναπληρώτρια εισαγγελέας η Ε. Πανταζή σε όλες τις μετέπειτα διαδικαστικές πράξεις, από το γεγονός δε ότι ακολούθως το δικαστήριο, με τη συμμετοχή στη σύνθεσή του της άνω αναπληρώτριας εισαγγελέα, απέρριψε ως απαράδεκτη την έφεση του εισαγγελέα πρωτοδικών για την άνω κατηγορούμενη ΓΓ, δεν συνάγεται ότι εξέλιπε ο λόγος της αποχής του Σ. Μπάγια και της αναπληρώσεώς του και ότι εφεξής έπρεπε αυτός να μετάσχει στη σύνθεση του δικαστηρίου. Τέλος, από τα πρακτικά της παραμπίπτουσας για το θέμα της δήλωσης αποχής αποφάσεως του δικαστηρίου, προκύπτει ότι η εισαγγελέας Ε. Πανταζή συμμετέσχε στη σύνθεση του δικαστηρίου ως αναπληρώτρια εισαγγελέας υπό την έννοια ότι είχε κληρωθεί ως τοιαύτη κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 17 παρ.4 και 5 του Ν.1756/1998, πλεοναστικώς δε στα άνω πρακτικά γίνεται μνεία της από 11-6-2008 πράξης του Προϊσταμένου της Εισαγγελίας Εφετών.
Συνεπώς και ο πρώτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α του Κ.Π.Δ είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς εναγούσης Ψ (άρθρα 583 Κ.Π.Δ 176, 183 Κ.Πολ.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25 Σεπτεμβρίου 2008 αίτηση του Χ για αναίρεση της υπ' αριθμ. 4617Α-4745/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς εναγούσης την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ