Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ποινή, Αναίρεση μερική, Κλοπή.
Περίληψη:
Καταδίκη των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων για αγροτική κλοπή από κοινού κατά συρροή (εις βάρος των πολ. εναγόντων Ν.Β. και Ν.Μ.) αντικειμένου αξίας ανώτερης των 60 ευρώ. Νομίμως παρέστησαν οι Ν.Β. και Ν.Μ. ως πολιτικώς ενάγοντες για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης τους και δη χωρίς έγγραφη προδικασία, ενόψει του πλημμεληματικού χαρακτήρα των άνω αγροτικών κλοπών. Απορριπτέος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ ΚΠΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως. Το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην απόφασή του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς το έγκλημα εις βάρος του Ν.Β. και απορριπτέος ο σχετικός (510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ) λόγος αναιρέσεως. Αντιθέτως, δεν υπάρχει τέτοια αιτιολογία ως προς το έγκλημα εις βάρος του Ν.Μ. και συνεπώς αναιρεί εν μέρει την απόφαση αναφορικά με την καταδίκη των κατηγορουμένων για το έγκλημα αυτό και ως προς τη διάταξή της περί συνολικής ποινής και παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος. Απορρίπτει δε αίτηση αναιρέσεως κατά τα λοιπά.
Αριθμός 874/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) Χ1, κατοίκου ...... και 2) Χ2, κατοίκου ......, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Κρίτσανο, για αναίρεση της με αριθμό 3.334/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας. Με πολιτικώς ενάγοντες τους 1) Ψ1, κατοίκου ...... και 2) Ψ2, κάτοικο ......, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Ιανουαρίου 2007 κοινή αίτησή τους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 163/2007.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 97 παρ. 1 του Ν.Δ. 3030/1954 "Περί Αγροφυλακής", η οποία καθορίζει την έννοια των αγροτικών αδικημάτων, ως τέτοια θεωρούνται "η κλοπή, η υπεξαίρεση και η φθορά αγροτικού, κατά την έννοια του παρόντος Ν.Δ/τος, κτήματος, εαν η εκ των πράξεων τούτων προελθούσα θετική ζημία δεν υπερβαίνη τας 20.000 δραχμάς, ως και πάσα δια ζώων ή πτηνών φθορά ομοίου κτήματος ..., διώκονται δε και τιμωρούνται κατά τας διατάξεις αυτού". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 112 του ίδιου Ν.Δ/τος "δεν εφαρμόζονται επί των αγροτικών αδικημάτων αι περί χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης διατάξεις". Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 126 του άνω ν.δ/τος 3030/1954, "1. Αξίωσις του αδικηθέντος εξ αγροτικούαδικήματος περί αποζημιώσεως του κατά τε του ποινικώς και του μόνον αστικώς υπευθύνου δύναται να εισάγηται και εκδικάζεται συγχρόνως μετά της ποινικής αγωγής. 2. Η αξίωσις, ασχέτως ποσού, ασκείται μόνον δι' αιτήσεως υποβαλλομένης είτε τω αγρονόμω κατά την προδικασίαν εγγράφως, είτε επ' ακροατηρίου αμέσως προ της ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας, προφορικώς, γινομένης μνείας εις τα πρακτικά ... 6. Και μη υποβληθείσης αιτήσεως προς αποζημίωσιν, υποχρεούται ο δικαστής, εκτός εάν υπάρχη εναντία έγγραφος δήλωσις του αδικηθέντος ή προφορική, καταχωριζομένη εις τα πρακτικά, να εξακριβώση το ποσόν της ζημίας και να επιδικάση τούτο εις τον αδικηθέντα αυτεπαγγέλτως δια της αυτής καταδικαστικής αποφάσεως". Από το συνδυασμό των άνω διατάξεων που καθορίζουν τον τρόπο της ασκήσεως των πολιτικών αξιώσεων εκείνου που αδικήθηκε από αγροτικό αδίκημα, σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 98 παρ.1, 99, 113 και 132 του ίδιου πιο πάνω Ν.Δ/τος, με τις οποίες προσδιορίζεται η έννοια του αγροτικού αδικήματος, το οποίο διαστέλλεται από τα λοιπά αδικήματα κατά των αγροτικών κτημάτων, και καθορίζεται ο τρόπος εκδικάσεως αυτών από το Πταισματοδικείο ή τον Αγρονόμο, ενόψει και του σκοπού που επιδιώκεται και ο οποίος συνίσταται στην εξασφάλιση της ανορθώσεως της ζημίας που προξενήθηκε από τέτοιο αδίκημα κατά τρόπο ταχύ, αποτελεσματικό και άμεσο σαφώς προκύπτει ότι η καθιερούμενη αρχή της ενασκήσεως της αξιώσεως από εκείνον που υπέστη ζημία από την τέλεση τέτοιου αγροτικού αδικήματος με την υποβολή απλής αιτήσεως αυτού, η οποία υποβάλλεται είτε στον αγρονόμο εγγράφως, είτε στο ακροατήριο, καθώς και ο αποκλεισμός της αποκαταστάσεως της ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης που προκλήθηκε από τέτοιο αδίκημα, αναφέρονται μόνο σε παραβάσεις που κολάζονται σε βαθμό πταίσματος και εφαρμόζονται μόνον κατά την ενώπιον του πταισματοδικείου ή του αγρονόμου διαδικασία. Επί των λοιπών αδικημάτων κατά των αγροτικών κτημάτων, που τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 171 παρ.2 του πιο πάνω Κώδικα, κατά την οποία "Ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειo Πάγο ακόμη προκαλείται αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου", σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 63, 64 και 68 αυτού προκύπτει ότι η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος είναι παράνομη μόνο όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως και όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που επιβάλλεται ως προς το χρόνο και τον τρόπο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου. Εκείνος που υπέστη ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη από την τέλεση εγκλήματος εις βάρος του μπορεί να υποβάλλει την περί χρηματικής ικανοποιήσεως αξίωση του ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία. Η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει λόγον αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, εμφανίσθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου οι Ψ1 και Ψ2 και δήλωσαν ότι παρίστανται ως πολιτικώς ενάγοντες για χρηματική ικανοποίηση ποσού 40 ευρώ ο καθένας απ' αυτούς από καθένα εκκαλούντα κατηγορούμενο, που τους επιδικάσθηκε και πρωτοδίκως, λόγω της ηθικής βλάβης που είχαν υποστεί από τη σε βάρος τους πράξη της αγροτικής κλοπής από κοινού κατά συρροή, αντικειμένου αξίας ανώτερης των 60 ευρώ, για την οποία είχαν καταδικασθεί πρωτοδίκως οι κατηγορούμενοι, το οποίο ποσό και επιδικάσθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση εις βάρος των τελευταίων. Ενόψει τούτων, εφόσον η πιο πάνω πράξη της αγροτικής κλοπής, για την οποία κηρύχθηκαν ένοχοι οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι, τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος, βάσει του προσδιορισθέντος κατά την κατηγορία ποσού της αξίας των κλαπέντων αγροτικών κινητών πραγμάτων (άρθρα 116, 117 του ν.δ/τος 3030/1954), όπως προκύπτει από τις παραδεκτά επισκοπούμενες από τον 'Αρειο Πάγο και αναγνωσθείσες κατά την επ' ακροατηρίου διαδικασία έκθεση βεβαιώσεως αγροτικού αδικήματος και έκθεσε εκτιμήσεως, παρέπεται, σύμφωνα με όσα προτεκτέθηκαν στη νομική σκέψη, ότι οι από την ειρημένη πράξη των αναιρεσειόντων πιο πάνω παθόντες νομιμοποιούντο να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες για χρηματική ικανοποίησή τους λόγω ηθικής βλάβης, και δη χωρίς έγγραφη προδικασία, και κατά συνέπεια η για την άνω αιτία παράστασή τους ενώπιον του πιο πάνω Δικαστηρίου δεν εχώρησε παρά το νόμο. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α', Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους στηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στα σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.). χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε από καθένα απ' αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικώς συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 3.334/2006 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Οι κατηγορούμενοι κατά τα χρονικά διαστήματα 3-4/4/2002 και 9-10/4/2002 μετέβησαν με δύο άλλα άτομα, τα στοιχεία των οποίων δεν διακριβώθηκαν, στη θέση "......" της αγροτικής περιοχής ......, με το αριθμ. κυκλοφορίας ...... ΤΑΧΙ, το οποίο εκμεταλλεύονται οι ίδιοι, και αφαίρεσαν από τα αγροκτήματα των εγκαλούντων, Ψ1 και Ψ2, 1.950 νεόφυτα κλήματα αμπέλου, αξίας 3.521,64 ευρώ, και 1.300 νεόφυτα κλήματα αμπέλου, αξίας 2.289,07 ευρώ, αντίστοιχα, τα οποία ιδιοποιήθηκαν παράνομα. Περί των ανωτέρω, καταθέτει με σαφήνεια ο εγκαλών Ψ1, ο οποίος βρισκόταν στις 3-4/4/2002 στο αγρόκτημα του, καθόσον κατά το χρόνο που φυτεύονται τα κλήματα συνηθίζουν οι ιδιοκτήτες των αγροκτημάτων να φυλάσσουναυτά ακόμη και τις νυκτερινές ώρες, γιατί παρατηρούνται κλοπές των κλημάτων, τα οποία είναι ιταλικής προέλευσης. Λόγω του ότι η περιοχή αυτή αποτελείται εξ ολοκλήρου από αγροκτήματα με αμπελώνες και δεν υπήρχε περίπτωση ενόψει και της ώρας (23.00 περίπου) να κινείται σ'αυτήν TAXI, ο παραπάνω εγκαλών απομνημόνευσε τον αριθμό κυκλοφορίας του οχήματος και όταν ξαναείδε το ίδιο TAXI να επιστρέφει και να παραλαμβάνει τρία άτομα περί ώρα 00.30 περίπου, που είχαν αποβιβασθεί προηγουμένους από αυτό σε απόσταση περίπου 150 μέτρων από το σημείο που βρισκόταν ο εγκαλών, προσπάθησε να του κλείσει το δρόμο με το αυτοκίνητο του, πλην όμως ανεπιτυχώς. Την επομένη ημέρα απευθύνθηκε στην αστυνομία και από τον αριθμό κυκλοφορίας του TAXI, ο εγκαλών πληροφορήθηκε ότι τούτο ανήκει στην κυριότητα του πρώτου κατηγορουμένου, κατά ποσοστό 50% (κατά το υπόλοιπο ποσοστό ανήκει στο Α που δεν χρησιμοποιεί το ΤAXΙ) και αφού συναντήθηκε μαζί του (με τον πρώτο κατηγορούμενο), όταν του είπε ο εγκαλών ότι εάν δεν του καταβάλει την αξία των κλημάτων θα υποβάλει μήνυση, ο πρώτος κατηγορούμενος προθυμοποιήθηκε να του δώσει 100 ευρώ, πλην όμως μόλις ο εγκαλών τov ενημέρωσε ότι η αξία των κλημάτων ανερχόταν στο ποσό των 3.521,64 ευρώ, αυτός αρνήθηκε να του καταβάλει το ποσό αυτό. Κατά τον ίδιο τρόπο λίγες ημέρες μετά την κλοπή από το αγρόκτημα του
Ψ1 , αφαιρέθηκαν στις 9-10/4/2002 από το όμορο αγρόκτημα του Ψ2 επίσης νεόφυτα κλήματα αμπέλου. Οι κατηγορούμενοι αρνούνται ότι μετέβησαν στην εν λόγω περιοχή κατά τις παραπάνω ημέρες και δη ο μεν πρώτος κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι οδηγούσε το TAXI τις πρωινές ώρες, ο δε δεύτερος κατηγορούμενος, που οδηγούσε αυτό τις νυκτερινές ώρες, ότι στις 3.4.2002, επέστρεφε από το ......, όπου είχε μεταβεί με το TAXΙ μαζί με τη σύζυγο του και το παιδί του προκειμένου να παρακολουθήσει το τελευταίο συνεδρία λογοθεραπείας. Οι ισχυρισμοί τους δεν κρίνονται αληθείς, αφού ο εγκαλών Ψ1 είδε το TAXI να βρίσκεται στην περιοχή τον αγροκτημάτων δύο φορές (όταν αποβίβασε και επιβίβασε τρία άτομα) και είναι βέβαιος για τον αριθμό κυκλοφορίας του. Εξάλλου, από την προσκομιζόμενη από το δεύτερο κατηγορούμενο βεβαίωση της λογοθεραπεύτριας Γ, προκύπτει μεν ότι ο υιός του κατά το από Αυγούστου 1999 έως Δεκεμβρίου 2002 χρονικό διάστημα παρακολουθούσε συνεδρίες λογοθεραπείας κατά τις ημέρες Δευτέρα - Τετάρτη και Παρασκευή, η δε κάθε συνεδρία άρχιζε περί ώρα 21.00 και διαρκούσε σαράντα πέντε λεπτά της ώρας, χωρίς όμως να βεβαιώνεται ότι τις συγκεκριμένες ημέρες που διαπράχθηκαν οι κλοπές, παρακολούθησε τις εν λόγω συνεδρίες. Άλλωστε, ακόμη και αν ο δεύτερος κατηγορούμενος είχε μεταβεί στο ...... την ημέρα τέλεσης της κλοπής σε βάρος του Ψ1, είχε τη χρονική δυνατότητα, ενόψει της διάρκειας της συνεδρίας και της χιλιομετρικής απόστασης ...... - ...... να βρίσκεται στον τόπο τέλεσης της κλοπής περί ώρα 23.00 περίπου, όταν και αντιλήφθηκε το TAXI ο παραπάνω εγκαλών. Πρέπει, επομένως, οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι των αξιόποινων πράξεων που τους αποδίδονται με το κατηγορητήριο". Ακολούθως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους, και ήδη αναιρεσείοντες, Χ1 και Χ2 του ότι "στη θέση "......" της αγροτικής περιοχής ...... κατά τα χρονικά διαστήματα 3-4/4/2002 και 9-10/4/2002, με περισσότερες πράξεις τέλεσαν περισσότερα από ένα εγκλήματα που τιμωρούνται με ποινές στερητικές της ελευθερίας και ειδικότερα από κοινού ενεργούντες αφαίρεσαν από την κατοχή άλλου ξένο ολικά αγροτικό πράγμα, η αξία του οποίου υπερβαίνει το ποσό των 60 ευρώ, με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παρανόμως. Ειδικότερα, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα από κοινού ενεργώντας με δύο άλλα άγνωστα άτομα, αφού μετέβησαν στα αγροκτήματα των εγκαλούντων Ψ1 και Ψ2 αντίστοιχα, που βρίσκονται στην ως άνω περιοχή και τα οποία ήταν νεοφυτευμένα με κλήματα αμπέλου, αφαίρεσαν από το μεν πρώτο αγρόκτημα 1.950 νεόφυτα κλήματα αξίας 3.521,64 ευρώ από δε το δεύτερο αγρόκτημα 1.300 νεόφυτα κλήματα 9 αξίας 2.289,07 ευρώ, τα οποία ιδιοποιήθηκαν παρανόμως", στη συνέχεια δε επέβαλε το άνω Δικαστήριο σε καθένα από τους κατηγορουμένους συνολική ποινή φυλακίσεως τριών μηνών, μετατραπείσα προς 4,40 ευρώ ημερησίως ως προς τον πρώτο των κατηγορουμένων, ενώ ανεστάλη η εκτέλεση αυτής για τρία έτη ως προς το δεύτερο απ' αυτούς. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την προαναφερθείσα αξιόποινη πράξη της αγροτικής κλοπής από κοινού, αντικειμένου αξίας ανώτερης των 60 ευρώ, εις βάρος του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 98 παρ. 1 ν.δ/τος 3030/1954, 45 και 372 παρ. 1 του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως η εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογίες των κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τί προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίον αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αναφορικά με την ως άνω αξιόποινη πράξη εις βάρος του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, Οι λοιπές δε, στον άνω λόγο διαλαμβανόμενες, αιτιάσεις πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και γι' αυτός είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Περαιτέρω, με βάση τις πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, και ειδικότερα την αναφορά σ' αυτήν ότι "... Κατά τον ίδιο τρόπο, λίγες ημέρες μετά την κλοπή από το αγρόκτημα του Ψ1 αφαιρέθηκαν στις 9-10/4/2002 από το όμορο αγρόκτημα του Ψ2 επίσης νεόφυτα κλήματα αμπέλου", το Τριμελές Πλημμελειοδικείο δεν έλαβε στην εν λόγω απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αναφορικά με την προαναφερθείσα αξιόποινη πράξη της αγροτικής κλοπής από κοινού, αντικειμένου αξίας ανώτερης των 60 ευρώ. εις βάρος του πολιτικώς ενάγοντος Ψ2, αφού δεν εκθέτει σ'αυτή με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις εφαρμοσθείσες πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, είναι βάσιμο ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως και πρέπει, κατά παραδοχή αυτού, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, και δη αναφορικά με την καταδίκη των αναιρεσειόντων των κατηγορουμένων για το έγκλημα της αγροτικής κλοπής από κοινού, αντικειμένου αξίας ανώτερης των 60 ευρώ, εις βάρος του πολιτικώς ενάγοντος Ψ2, και κατ' ανάγκη και ως προς τη διάταξή της περί της συνολικής ποινής που επιβλήθηκε σε καθένα απ' αυτούς, και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). Κατά τα λοιπά δε η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την υπ' αριθ. 3.334/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, και δη : α) αναφορικά με την καταδίκη των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων Χ1 και Χ2 για το έγκλημα της αγροτικής κλοπής από κοινού, αντικειμένου αξίας ανώτερης των 60 ευρώ, εις βάρος του πολιτικώς ενάγοντος Ψ2 και β) αναφορικά με τη διάταξη της αποφάσεως περί της συνολικής ποινής που επιβλήθηκε σε καθένα από τους κατηγορουμένους.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο πιο πάνω μέρος, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατά τα λοιπά την από 19 Ιανουαρίου 2007 αίτηση των Χ1 και Χ2 για αναίρεση της πιο πάνω (υπ' αριθ. 3.334/2006) αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 30 Μαρτίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ