Θέμα
Εξύβριση.
Περίληψη:
Διάκριση της απρόκλητης έμπρακτης εξύβρισης από την κοινή εξύβριση. Απρόκλητη είναι η εξύβριση όταν ο δράστης και ο παθών δεν είχαν προηγουμένως καμία σχέση ή επαφή και ο δράστης δεν είχε κανένα λόγο να στραφεί κατά του συγκεκριμένου (άσχετου προς αυτόν και ανυποψίαστου) παθόντος, αλλά ενήργησε με κίνητρο αντικοινωνικά αισθήματα. Ορθώς κρίθηκε ότι συνιστά κοινή εξύβριση διωκόμενη κατ΄ έγκληση του παθόντος και όχι απρόκλητη έμπρακτη εξύβριση ή συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ο οποίος αποβλέποντας στην έκφραση της δυσαρέσκειάς του για την ασκούμενη Κυβερνητική πολιτική εκσφενδόνισε κατά του Υπουργού και Υφυπουργού Εργασίας, τους οποίους γνώριζε ήδη από προηγηθείσες επαφές για την αντιμετώπιση προβλημάτων του κλάδου, ένα κεσεδάκι γιαούρτι με το οποίο τους περιέλουσε. Κατά την γνώμη της μειοψηφίας η απόφαση είναι αναιρετέα λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 361Α παρ.1 ΚΠοινΔ, διότι ως στοιχείο σύνδεσης του δράστη με τον παθόντα που αποκλείει την στοιχειοθέτηση απρόκλητης έμπρακτης εξύβρισης δεν πρέπει να θεωρηθεί οποιαδήποτε μορφής σχέση μεταξύ αυτών, αλλά μόνο εκείνη που προκύπτει από μια συμπεριφορά του παθόντος, η οποία μπορεί να χαρακτηρισθεί αντικειμενικά ως κίνητρο-αιτία της εξυβριστικής συμπεριφοράς του δράστη(Ολομ. ΑΠ 1/1999 Ποιν.Χρον. ΜΘ.810). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Αριθμός 1/1999
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ(ΠΟΙΝΙΚΗ)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α' Σύνθεσης : Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Αγησίλαο Μπακόπουλο, Γεώργιο Βελλή, Ευάγγελο Κρουσταλάκη, Αντιπροέδρους, Εμμανουήλ Χαριτάκη, Ιωάννη Μυγιάκη, Θεόδωρο Πρασουλίδη, Γεώργιο Μπούτσικο, Ανδρέα Κατράκη, Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο, Γεώργιο Βρέττα, Γεώργιο Κρασσά, Γεώργιο Νικολόπουλο, Εμμανουήλ Δαμάσκο, Γεώργιο Κάπο, Παύλο Μεϊδάνη, Αρχοντή Ντόβα, Γρηγόριο Φιλιππάτο-εισηγητή, Στυλιανό Μοσχολέα, Παναγιώτη Φιλιππόπουλο, Δημήτριο Λινό, Λουκά Λυμπερόπουλο και Λέανδρο Ρακιντζή, Αρεοπαγίτες (γιατί κωλύονται οι λοιποί Αρεοπαγίτες).Με την παρουσία και του Εισαγγελέως Παναγιώτου Δημόπουλου και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Καταστήματός του, την 19η Νοεμβρίου 1998, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2707/1997 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, το οποίο διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή. Με κατηγορούμενο τον ......, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιορδάνη Προυσανίδη.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών, με την υπ' αριθμ. 2707/1997 απόφασή του κήρυξε απαράδεκτη την κατά του κατηγορουμένου ...... ασκηθείσα ποινική δίωξη κατά πλειοψηφία, του ότι με πρόθεσή του προσέβαλε με έργο την τιμή άλλων.
Την ως άνω αναίρεση ζήτησε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, με την από 20 Μαϊου 1997 αίτηση αναιρέσεως, που εγχειρίσθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Αρείου Πάγου Γεωργίας Γκανά και καταχωρήθηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 695/1997.
Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 420/1998 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
Αφού άκουσε τον Εισαγγελέα που ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.Με την υπ' αριθ. 420/1998 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος παραπέμφθηκε στην τακτική Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 του ν. 3810/1957, ο μοναδικός λόγος της από 20.5.1997 αιτήσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών 2707/1997.2.
Κατά το άρθρο 361 Α παρ. 1 του ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 19 του ν. 1419/1984, και φέρει ως τίτλο "Απρόκλητη έμπρακτη εξύβριση", ορίζεται ότι : "Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται η έμπρακτη εξύβριση (άρθρο 361 παρ. 1), αν έγινε χωρίς πρόκληση από τον παθόντα". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής απρόκλητη είναι η εξύβριση όταν ο δράστης και ο παθών δεν είχαν προηγουμένως καμία σχέση ή επαφή και ο δράστης δεν είχε κανένα λόγο να στραφεί κατά του συγκεκριμένου παθόντος, αλλά ενήργησε με κίνητρο αντικοινωνικά αισθήματα. Πράγματι, η "απρόκλητη έμπρακτη εξύβριση" διαφοροποιείται από την κοινή εξύβριση του προηγούμενου άρθρου 361 παρ. 1 ΠΚ σε τέσσερα σημεία : 1) περιορίζεται στην τέλεση της προσβολής εμπράκτως, 2) προϋποθέτει ότι η πράξη τελέστηκε "χωρίς πρόκληση από τον παθόντα", 3) τιμωρείται βαρύτερα και 4) διώκεται αυτεπαγγέλτως, δεδομένου ότι το άρθρο 361 Α δεν αναφέρεται στο 368 παρ. 1 ΠΚ. Τα δύο πρώτα χαρακτηριστικά παραπέμπουν στην ιδιαίτερη μορφή εξύβρισης που εμφανίστηκε στην ελληνική κοινωνία κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ως εκδήλωση αντικοινωνικής αυθάδειας και περιφρόνησης προς όσους είναι εντεταγμένοι σ' αυτήν . Θύμα των εξυβρίσεων αυτών μπορεί να είναι οποιοσδήποτε ανεπιλέκτως (ανύποπτος περαστικός, ανώνυμος διαβάτης, διερχόμενη γυναίκα κλπ.), γι' αυτό και χαρακτηρίζονται ως πράξεις "χουλιγκανισμού". Δεν είναι επομένως "απρόκλητη" η εξύβριση κάθε φορά που το θύμα δεν την είχε προκαλέσει, αλλά μόνο εκείνη που τελέστηκε με θύμα άσχετο προς το δράστη και ανυποψίαστο. Η εκδοχή αυτή επιβεβαιώνεται από τις εξής σκέψεις : α) Οι περιπτώσεις που το θύμα είχε δώσει συγκεκριμένη αφορμή, με αποτέλεσμα να έχει έτσι "προκαλέσει" την εις βάρος του εξύβριση, ρυθμίζονται επαρκώς από τις διατάξεις για την άμυνα (άρθρο 22 ΠΚ) και για την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 83 παρ. 2 περιπτ. γ' ("…ωθήθηκε στην πράξη από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που προκλήθηκε από άδικη σε βάρος του πράξη"). Οι διατάξεις αυτές αρκούν για την ποινική αξιολόγηση της προηγούμενης "πρόκλησης" από τον παθόντα. 'Αρα ο νομοθέτης δεν μπορεί να απέβλεψε σ' αυτήν. β) Ο νομοθέτης αποχώρισε μια κατηγορία, την "απρόκλητη έμπρακτη εξύβριση", ενώ η εξύβριση, ως έννοια γένους, δεν έχει θιγεί και εξακολουθεί να ρυθμίζεται από τη γενική διάταξη του άρθρου 361 ΠΚ. Αν όμως ως "απρόκλητη" εκληφθεί κάθε εξύβριση που δεν οφείλεται σε προηγηθείσα πρόκληση εκ μέρους του παθόντος, εκτός του ρυθμιστικού πεδίου του άρθρου 361 Α θα απέμενε μόνο η προκληθείσα εξύβριση. Τέτοια εκδοχή, που θα χώριζε τις εξυβρίσεις σε δύο κατηγορίες, τις προκληθείσες και τις μη προκληθείσες, υποβιβάζοντας έτσι τη γενική διάταξη από έννοια γένους, σε μία μόνο μορφή (κατηγορία) εξύβρισης, είναι ασυμβίβαστη προς την παραδεδομένη και ισχύουσα ρύθμιση της εξύβρισης, και προς την περιορισμένη νομοθετική πρόθεση, που ήταν η αντιμετώπιση μόνο των πρόσφατων τότε αντικοινωνικών εκδηλώσεων χουλιγκανισμού και όχι η σχάση της εξύβρισης στα δύο. γ) Με την εκδοχή ότι ως απρόκλητη νοείται κάθε εξύβριση που δεν την προκάλεσε το θύμα δεν εξηγείται γιατί η διάταξη του άρθρου 361 Α περιορίστηκε μόνο στην έμπρακτη εξύβριση. Αντίθετα, κατά την ορθή ως άνω έννοια παρέχεται πλήρης εξήγηση, ήτοι ότι οι πράξεις χουλιγκανισμού εκδηλώνονται εμπράκτως. δ) Η εκδοχή ότι ως απρόκλητη πρέπει να νοηθεί η μη προκληθείσα από τον επώνυμο παθόντα δεν παρέχει εξήγηση γιατί ο νόμος δεν απαιτεί στις περιπτώσεις αυτές έγκλησή του. Αντίθετα αν γίνει δεκτό ότι ως απρόκλητη νοείται η σε βάρος συμπτωματικού θύματος εξύβριση, η αυτεπάγγελτη δίωξη είναι εύλογη, διότι πρόκειται για αντικοινωνική εκδήλωση, που στρέφεται κατά του οποιουδήποτε, απροσώπως, κατά του ανυποψίαστου κοινωνού, ενδιαφέρει επομένως όχι τόσο το συμπτωματικό θύμα όσο γενικότερα την έννομη τάξη.Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών με την ως άνω προσβαλλόμενη απόφασή του δέχτηκε, με αναφορά και στην πρόταση του Εισαγγελέα, ότι ο κατηγορούμενος ...... στις 5.4.1997, έξω από το Εργατικό Κέντρο Πατρών, ενώ μαζί με άλλους εργαζομένους αποδοκίμαζαν με διάφορες φράσεις τον Υπουργό και τον Υφυπουργό Εργασίας Μιλτιάδη Παπαϊωάννου και Χαράλαμπο Πρωτόπαππα αντίστοιχα, τους οποίους γνώριζε ήδη από προηγηθείσες επαφές για την αντιμετώπιση προβλημάτων του κλάδου, εκσφενδόνισε κατ' αυτών ένα κεσεδάκι γιαούρτι, περιλούζοντάς τους με το περιεχόμενό του, εξαιτίας της ασκούμενης έναντι του κλάδου των συγκεντρωμένων κυβερνητικής πολιτικής. Ακολούθως έκρινε ότι υπό τα δεδομένα αυτά στοιχειοθετείται η αξιόποινη πράξη της εξυβρίσεως, που διώκεται ύστερα από έγκληση του παθόντος, κατά τα άρθρα 361 παρ. 1 και 368 παρ. 1 του ΠΚ, και όχι η αξιόποινη πράξη της απρόκλητης έργω εξύβρισης του άρθρου 361Α του ΠΚ. Διότι αυτή αφορά συγκεκριμένη μορφή εγκληματικότητας, που χαρακτηρίζεται "χουλιγκανισμός", αποτελεί δε εκδήλωση επιθετικότητας ως αυτοσκοπού και προϋποθέτει την ανυπαρξία συνδέσεως του δράστη με τον παθόντα, ενώ στη συγκεκριμένη περίπτωση η ενέργεια του δράστη απέβλεπε στην έκφραση της δυσαρέσκειάς του για την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική, που τον έπληττε. Ακολούθως κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη, επειδή οι παθόντες δεν είχαν υποβάλει έγκληση, που απαιτείται μεν για την ποινική δίωξη της εξυβρίσεως του άρθρου 361 παρ. 1 του ΠΚ, όχι όμως και για την ποινική δίωξη της απρόκλητης έμπρακτης εξύβρισης του άρθρου 361Α του ίδιου Κώδικα. Κρίνοντας έτσι το δικαστήριο, ενόψει των ως άνω παραδοχών του, δεν ερμήνευσε ούτε εφάρμοσε εσφαλμένα τη διάταξη του άρθρου 361 ή 361Α παρ. 1 του ΠΚ και επομένως πρέπει ο μοναδικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε του ΚΠΔ, λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο, να απορριφθεί ως αβάσιμος στο σύνολό του, ακολούθως δε να απορριφθεί και η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως. Εννέα όμως μέλη του Δικαστηρίου, δηλαδή οι αρεοπαγίτες Εμμανουήλ Χαριτάκης, Ιωάννης Μυγιάκης, Εμμανουήλ Δαμάσκος, Γεώργιος Κάπος, Αρχοντής Ντόβας, Γρηγόριος Φιλιππάτος, Παναγιώτης Φιλιππόπουλος, Λουκάς Λυμπερόπουλος και Λέανδρος Ρακιντζής, έχουν την ακόλουθη γνώμη. Από τη σαφή διατύπωση της ρήτρας "αν (η πράξη) έγινε χωρίς πρόκληση από τον παθόντα" στη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 361Α του ΠΚ, προκύπτει ότι "πρόκληση" συνιστά (εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις) εξωτερική συμπεριφορά του θύματος, η οποία θα μπορούσε , αντικειμενικώς κρινόμενη, να αποτελέσει κίνητρο-αιτία για κάποια απάντηση (όχι απαραίτητα αντικανονική) εκείνου τον οποίο η συμπεριφορά αυτή αφορά , ενώ άλλου είδους συμπεριφορά του παθόντος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πρόκληση προερχόμενη από αυτόν κατά την έννοια της αμέσως πιο πάνω διατάξεως. Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή όχι μόνο στηρίζεται στο γράμμα, δηλαδή στο κείμενο της εν λόγω διατάξεως του ΠΚ, η σαφήνεια της οποίας κατά κανένα τρόπο δεν επιτρέπει την απομάκρυνση από το γράμμα της, αλλά ακόμη υπαγορεύεται από τη λογική ερμηνεία της διατάξεως αυτής και συγκεκριμένα, τόσο από τα αίτια που προκάλεσαν τη θέσπισή της, που ήταν η έξαρση ορισμένων βίαιων πράξεων μεγάλης επιθετικότητας εναντίον ανύποπτων και άσχετων ανθρώπων και ιδίως πράξεων που γίνονται απρόκλητα, όσο και από το σκοπό της, που συνίσταται στην αυστηρότερη τιμωρία της προαναφερόμενης διακεκριμένης μορφής πράξεως εξαιτίας του μεγαλύτερου βαθμού κοινωνικής απαξίας της και μάλιστα χωρίς, προφανώς ακριβώς για τον τελευταίο λόγο, να απαιτείται έγκληση για την ποινική δίωξή της. Επισημαίνεται μεν στην εισηγητική έκθεση του ν. 1419/1984 ότι "η ρήτρα "απρόκλητα εκ μέρους του παθόντος" επικεντρώνει την προσοχή της διωκτικής ή της δικαστικής αρχής στις περιστάσεις της πράξης, με κριτήριο αν η πράξη έγινε με κάποιο συγκεκριμένο κίνητρο εναντίον κάποιου ή αν έγινε "απρόκλητα", δηλαδή χωρίς να υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο σύνδεσης του δράστη με το θύμα", πλην όμως, κατά την αληθή βούληση του νομοθέτη, όπως αυτή αποτυπώθηκε, και ενόψει του προφανούς σκοπού θεσμοθετήσεως της διατάξεως, ως στοιχείο συνδέσεως του δράστη με τον παθόντα, που αποκλείει τη στοιχειοθέτηση της ιδιόμορφης εξυβρίσεως του άρθρου 361Α του ΠΚ, δεν πρέπει να θεωρηθεί οποιασδήποτε μορφής σχέση μεταξύ δράστη και παθόντος, αλλά μόνο εκείνη που προκύπτει από μία συμπεριφορά του παθόντος, η οποία, όπως ήδη προαναφέρθηκε, μπορεί να χαρακτηριστεί αντικειμενικά ως κίνητρο-αιτία της εξυβριστικής πράξεως του δράστη. Εφόσον σκοπός της διατάξεως είναι η άμεση προστασία των άσχετων και ανύποπτων προσώπων και όταν η πράξη λαμβάνει χώραν απρόκλητα, εξυπακούεται ότι ουσιώδης όρος είναι η απρόκλητη τέλεση και δεν είναι δυνατόν να συνδυάζεται το απρόκλητο με την ανυπαρξία συνδέσμου ή σχέσεως μεταξύ δράστη και παθόντος. Η αποδοχή αυτή διαφαίνεται ως κυρίαρχη από τη στη συνέχεια φράση του νομοθέτη, υπό τη μορφή δεσμευτικής ρήτρας, "αν (η πράξη) έγινε χωρίς πρόκληση από τον παθόντα". 'Ετσι με όσα δέχτηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του εσφαλμένως ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 361Α παρ. 1 του Π.Κ., αφού αξίωσε για τη στοιχειοθέτηση του προαναφερόμενου εγκλήματος την ανυπαρξία οποιασδήποτε σχέσεως μεταξύ του δράστη και των παθόντων, στοιχείο μη απαιτούμενο κατά το νόμο και επομένως εσφαλμένως κήρυξε στη συνέχεια απαράδεκτη την ποινική δίωξη, επειδή οι παθόντες δεν είχαν υποβάλει έγκληση, αναγκαία κατά το άρθρο 361 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 368 παρ. 1 ΠΚ. Γι' αυτό έπρεπε, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, να γίνει δεκτός ο παραπεμφθείς μοναδικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε' Κ.Π.Δ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20 Μαϊου 1997 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ' αριθ. 2707/8.4.1997 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 1999 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Φεβρουαρίου 1999.