Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2058 / 2008    (Β, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική.




Περίληψη:
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμηση με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας. Αναιρείται για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένη αιτιολογίας (πιστή κατά λέξη αντιγραφή αιτιολογικού με διατακτικό) χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία των πραγματικών περιστατικών και ειδικότερα εκείνων που αφορούν τη γνώση. Αναιρεί και παραπέμπει.




Αριθμός 2058/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

B' Ποινικό Τμήμα Διακοπών

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Νικόλαο Λεοντή και Γεωργία Λαλούση, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Σεπτεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, ο οποίος παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Παπανικολάου, περί αναιρέσεως της με αριθμό 7.403/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, που δεν παρέστη.
Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Απριλίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 801/2008.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 229 παρ. 1 του Π.Κ. όπως είχε προ της αντικαταστάσεως του από το άρθρο 1 παρ. 6 του νόμου 3327/2005, "όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι'αυτόν ενώπιον αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίκη του γι' αυτήν τιμωρείται με φυλάκιση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να έγινε από αυτόν με σκοπό να ασκηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτού, είναι δε αδιάφορο αν αυτός απηλλάγη ή όχι κατ' ουσία, αλλά ένεκα λόγων οι οποίοι αίρουν το αξιόποινο ή αποκλείουν την ποινή δεδομένου ότι δε κωλύεται το δικαστήριο που δικάζει την κατηγορία της ψευδούς καταμηνύσεως να ερευνήσει το κατ' ουσία ανυπόστατο της καταμηνυθείσας πράξεως. Εξ' άλλου, κατά το άρθρο 362 του Π.Κ. "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή". Κατά δε το άρθρο 363 Π Κ, "Αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Και κατά το άρθρο 361 ίδιου Κώδικα (εξύβριση) "όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο, ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναλήθειάς του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέληση να ισχυρισθεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Εξ' άλλου, ως γεγονός, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή στο παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια.
Περαιτέρω, η, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των δεκτών γενόμενων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ειδικά όμως για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, απαιτείται, για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικώς με το δόλο, να εκτίθεται στην καταδικαστική απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας, αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη, που έχει πράγματι αυτή ή δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης (αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος), που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε, ότι από τα αποδεικτικά μέσα, που γενικώς κατ' είδος αναφέρει και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, και αναφέρονται στα πρακτικά, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του, ότι ο κατηγορούμενος: "Α) εν γνώσει του καταμήνυσε άλλον ψευδώς ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι' αυτήν. Συγκεκριμένα με την από 23-11-2000 μήνυση του, την οποία υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ως Πρόεδρος του Δ. Σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΠΕΤΡΕΛΑΪΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΥΓΡΩΝ ΚΑΥΣΙΜΩΝ ΚΑΙ ΛΙΠΑΝΤΙΚΩΝ ΑΕ", κατήγγειλε ότι ο εγκαλών Ψ εισέπραξε την 13-9-1999 από το Δήμο Νέου Ψυχικού το ποσό των 854.410 δραχμών, για λογαριασμό της ως άνω εταιρείας και ουδέποτε το απέδωσε σ' αυτήν, αλλά το ιδιοποιήθηκε παράνομα. Προέβη δε στην ανωτέρω πράξη, αν και γνώριζε ότι τα ως άνω καταγγελλόμενα δεν ανταποκρίνονταν στην αλήθεια και με σκοπό να ασκηθεί σε βάρος του εγκαλούντος ποινική δίωξη για το αδίκημα της υπεξαίρεσης και Β) ενώπιον τρίτων ισχυρίσθηκε για κάποιον άλλον εν γνώσει του ψευδές γεγονός που μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη αυτού και συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε για τον ως άνω εγκαλούντα εν γνώσει του ψευδώς με την από 23-11-2000 μήνυση του, ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών και του Γραμματέα της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Αθηνών, τα όσα διαλαμβάνονται στο υπό στοιχείο Α του παρόντος, τα οποία δεν ανταποκρίνονταν στην αλήθεια και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος. Επομένως, απορριπτόμενου του αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου περί αναγνωρίσεως τη ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2α του Π.Κ, ως κατ' ουσίαν αβασίμου, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων(άρθρα 229 παρ.1 και 363-362 ΠΚ), κατά το διατακτικό. Στη συνέχεια το Δικαστήριο, κήρυξε τον ήδη αναιρεσείοντα ένοχο των πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως κα της συκοφαντικής δυσφημήσεως και του επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως 6 μηνών την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς 5 ευρώ ημερησίως. Με τις παραδοχές της αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση, δε διέλαβε την απαιτούμενη από το άρθρο 93 του Σ και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τούτο γιατί, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας και ειδικότερα από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει αναμφισβήτητα ότι το αιτιολογικό αυτής, σε καμία περίπτωση δεν συμπληρώνεται από το διατακτικό της. Τουναντίον, από την απλή αντιπαραβολή του αιτιολογικού της με το διατακτικό της, αναμφισβήτητα προκύπτει ότι η αιτιολογία της αποφάσεως, αποτελεί κατά λέξη πιστή αντιγραφή του διατακτικού της, και, χωρίς στο αιτιολογικό της να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά και μνεία των αναγκαίων εκείνων πραγματικών περιστατικών, με βάση τα οποία στήριξε την επί της ενοχής κρίση του. Συγκεκριμένα, στο αιτιολογικό της δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά των πραγματικών εκείνων περιστατικών, που θεμελιώνουν κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία τα αδικήματα, για τα οποία αυτός κηρύχθηκε ένοχος με την έννοια που αυτά αναφέρονται στη μείζονα νομική σκέψη της παρούσας, πολύ δε περισσότερο, ακόμη και στα πραγματικά εκείνα περιστατικά που αποδείχθηκαν και θεμελιώνουν την πρόθεση του αναιρεσείοντος Συνεπώς, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 510 παρ.1 στ. Δ του Κ.Π.Δ, πρώτος λόγος του κυρίου δικογράφου και ο δεύτερος του δικογράφου των προσθέτων λόγων, πρέπει να γίνουν δεκτοί και ως ουσία βάσιμοι. Μετά από αυτά, και, ενώ παρέλκει η έρευνα για τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή η αναίρεση, να αναιρεθεί και να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση η υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 519 του Κ.Π.Δ, ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ' αριθμό 7.403/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση, ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Σεπτεμβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 22 Σεπτεμβρίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή