Θέμα
Υπέρβαση εξουσίας, Αναίρεση υπέρ του νόμου, Βούλευμα.
Περίληψη:
Αναίρεση υπέρ του νόμου, βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, με το οποίο αποφασίσθηκε, ότι διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών με την οποία είχε απορριφθεί μηνυτήρια αναφορά για απιστία περί την υπηρεσία κ.λ.π. που του είχε υποβληθεί (μολονότι επρόκειτο για μήνυση και όχι για έγκληση) και η οποία πάντως είχε ακυρωθεί με διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος είχε διατάξει σχετικά την ποινική δίωξη, πάσχει ακυρότητα, αφού επρόκειτο για μήνυση και όχι για έγκληση και αναπέμφθηκε η υπόθεση εκ νέου στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, για την εφαρμογή του άρθρου 43 του Κ.Π.Δ., για υπέρβαση εξουσίας, θετικά μεν αφού το Συμβούλιο δεν είχε εξουσία να ακυρώσει διάταξη του Εισαγγελέα (που άλλωστε είχε ακυρωθεί με διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών), αρνητικά δε γιατί μολονότι η υπόθεση είχε εισαχθεί ενώπιόν του για να αποφασίσει επί της ουσίας της κατηγορίας και την έκδοση σχετικά παραπεμπτικού ή απαλλακτικού βουλεύματος, αρνήθηκε να πράξει τούτο. (Επιμέλεια περίληψης: Χρύσανθος Παπούλιας, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Αριθμός 9/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΠΛΗΡΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Νικόπουλο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Σαραντινό, Δημήτριο Κυριτσάκη, Γεώργιο Φώσκολο, Αναστάσιο-Φιλητά Περίδη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Αντι-προέδρους του Αρείου Πάγου, Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Δημήτριο Δαλιάνη, Ρένα Ασημακοπούλου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ηλία Γιαννακάκη, Γρηγόριο Μάμαλη, Πλαστήρα Αναστασάκη, Γεώργιο Καπερώνη, Αιμίλια Λίτινα, Αθανάσιο Θεμέλη, Μάριο-Φώτιο Χατζηπανταζή, Γεώργιο Πετράκη, Ιωάννη Ιωαννίδη, Ειρήνη Αθανασίου, Ιωάννη-Σπυρίδωνα Τέντε, Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αλέξανδρο Νικάκη, Δημήτριο Πατινίδη, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Χαράλαμπο Δημάδη, Αθανάσιο Κουτρομάνο, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Λυκούδη, Ζήση Βασιλόπουλο, Βασίλειο Κουρκάκη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Γεώργιο Γιαννούλη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο, Γεώργιο Χρυσικό, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Ζαΐρη, Δήμητρα Παπαντω-νοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ελένη Σπίτσα, Ελευθέριο Μάλλιο και Γεωργία Λαλούση, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση υπέρ του νόμου του με αριθμό 1.663/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον χ1. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στη με αριθμό "66" και ημερομηνία "13.12.2007" αίτησή του, που εγχειρίστηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίας Στεφανοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 2065/2007.
Έπειτα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Σανιδάς, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο α) τη με αριθμό 34/29.1.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή και β) τη με αριθμό 34α/20.3.2008 πρότασή του, μαζί με τη σχετική δικογραφία, στις οποίες αναφέρονται τα ακόλουθα: Α). Η με αριθμό 34/29.1.2008 πρόταση, η οποία έχει ως εξής: "Κατά του υπ'αριθμ. 1663/2007 βουλεύματος του συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο είχε ήδη καταστεί αμετάκλητο, έχουμε ασκήσει την υπ' αριθμ. 66/13-12-2007 αναίρεση υπέρ του νόμου για τους εκεί αναφερομένους λόγους. Την αναίρεση αυτή εισάγουμε πλέον στην Ολομέλειά σας και προτείνουμε όπως γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή για τους λόγους που αναφέρουμε στην άνω έκθεση αναίρεσης που είναι ορθοί, νόμιμοι και βάσιμοι. Αθήνα 8 Ιανουαρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής" και Β) Η με αριθμό 34α/20.3.2008 πρόταση, η οποία έχει ως εξής: "Από τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 1 του Κ. Ποιν. Δικ. προκύπτει ότι ακυρότητα μιας πράξεως της ποινικής διαδικασίας επέρχεται μόνον όταν αυτό ορίζεται ρητά από το νόμο. Περαιτέρω από τα οριζόμενα με διάταξη του άρθρου 171 περιπτ. β' προκύπτει ότι απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας προκαλείται, αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής διώξεως από τον εισαγγελέα. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής η ακυρότητα υπάρχει όταν η ποινική δίωξη κινηθεί από πρόσωπο άλλο εκτός του εισαγγελέα. Εξάλλου αφετηρία για την κίνηση της ποινικής διώξεως αποτελεί η καταγγελία αξιοποίνων πράξεων στον Εισαγγελέα. Η καταγγελία μπορεί να γίνει με έγκληση, μήνυση ή αναφορά (άρθρ. 42 Κ.Ποιν.Δ.). Έγκληση υπάρχει όταν η καταγγελία γίνεται από τον παθόντα ο οποίος θα δύναται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων (άρθρο 46 Κ.Ποιν.Δ.). Στις περιπτώσεις που η καταγγελία γίνεται με μήνυση ή αναφορά, εάν η μήνυση ή αναφορά είναι νόμω αβάσιμη ή προφανώς ουσία αβάσιμη ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, τότε ο εισαγγελέας Πλημμελειοδικών θέτει αυτές στο αρχείο και υποβάλλει αντίγραφο της πράξεως αρχειοθετήσεως που πρέπει να είναι αιτιολογημένη, ήτοι να περιέχει τους λόγους αρχειοθετήσεως, μαζί με ολόκληρη τη δικογραφία στον εισαγγελέα Εφετών. Εάν ο εισαγγελέας Εφετών δεν συμφωνεί, έχει το δικαίωμα, μεταξύ των άλλων να παραγγείλει την άσκηση ποινικής διώξεως (άρθρο 43 Κ.Ποιν.Δ.). Στην περίπτωση που την καταγγελία κάνει ο παθών, ήτοι στην περίπτωση καταθέσεως εγκλήσεως τότε ο εισαγγελέας Πρωτοδικών εξετάζει την έγκληση που έλαβε και αν κρίνει ότι αυτή δεν στηρίζεται στο νόμο (νόμω αβάσιμη) ή είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της, την απορρίπτει με αιτιολογημένη διάταξή του που επιδίδεται στον εγκαλούντα (άρθρο 47 Κ.Ποιν.Δ.). Ο εγκαλών έχει δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή στον αρμόδιο εισαγγελέα Εφετών. Ο εισαγγελέας Εφετών, εφόσον κρίνει ότι η κρίση του εισαγγελέα Πρωτοδικών δεν είναι ορθή, δέχεται την προσφυγή και, μεταξύ των άλλων, δικαιούται να παραγγείλει στον εισαγγελέα Πρωτοδικών να ασκήσει ποινική δίωξη. Είναι εκ των ανωτέρω προφανές ότι και στην περίπτωση του άρθρου 43 και στην περίπτωση του άρθρου 47 την ορθότητα της κρίσεως του εισαγγελέα Πρωτοδικών την ελέγχει ο εισαγγελέας Εφετών, ανεξαρτήτως του ότι στην πρώτη μεν περίπτωση υποβάλλει αναφορά αιτιολογημένη στον Εισαγγελέα Εφετών ενώ στη δεύτερη περίπτωση εκδίδει αιτιολογημένη διάταξη με την οποία απορρίπτει την έγκληση, κατά της διατάξεως δε αυτής ο εγκαλών δικαιούται να προσφύγει στον Εισαγγελέα Εφετών.
Συνεπώς, και επί μηνύσεως ή αναφοράς και επί εγκλήσεως, ο Εισαγγελέας Εφετών έχει δικαιοδοσία και εξουσία να αποφανθεί επί της κρίσεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών και ως εκ τούτου δεν είναι νοητή θέση, σύμφωνα με την οποία υπερβαίνει ο Εισαγγελέας εφετών την εξουσία του στην περίπτωση κατά την οποία επιλαμβάνεται προσφυγής κατά διατάξεως του εισαγγελέα Πρωτοδικών. Την κάνει δεκτή και παραγγέλλει την άσκηση ποινικής διώξεως, μολονότι ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών είχε εκδόσει εκ παραδρομής διάταξη, επειδή θεώρησε την καταγγελία ως έγκληση, ενώ αυτή ήταν μήνυση και έπρεπε να θέσει αυτή στο Αρχείο αναφέροντας περί τούτου στον εισαγγελέα Εφετών. Πέραν τούτων θα πρέπει να σημειώσουμε ότι εκ της υπερβάσεως εξουσίας και μόνον δεν παράγεται ακυρότητα και μάλιστα απόλυτη, αλλά γεννάται λόγος αναιρέσεως. Εάν συνέβαινε το πρώτο τότε δεν θα υπήρχε λόγος η υπέρβαση εξουσίας να αποτελεί ίδιο λόγο αναιρέσεως, αφού θα εκαλύπτετο από εκείνον της απόλυτης ακυρότητας. Με βάση τα μέχρι τούδε εκτεθέντα πρέπει να γίνουν δεκτά τα ακόλουθα στην περίπτωση που επί καταθέσεως μηνύσεως ο εισαγγελέας Πρωτοδικών αντί να θέσει αυτή στο Αρχείο κατ' άρθρο 43 εξέδωσε κατ' άρθρο 47 Κ.Ποιν.Δ. διάταξη, κατά της οποίας ασκήθηκε προσφυγή από το μηνυτή. Ο εισαγγελέας Εφετών δεν ακυρώνει την απλώς παρατύπως εκδοθείσα διάταξη του εισαγγελέα Πρωτοδικών αλλά ελέγχει ουσιαστικά την κρίση που εκφέρεται από αυτόν. Η θέση αυτή είναι η ορθότερη, καθ' όσον : 1) Υπηρετεί την αρχή της οικονομίας των δικαστικών ενεργειών, 2) Ευθυγραμμίζεται με τη διαπίστωση ότι αφ' ενός οι λόγοι απορρίψεως μηνύσεως και εγκλήσεως είναι οι ίδιοι και αφ' ετέρου το ελεγκτικό όργανο είναι το ίδιο, ήτοι ο Εισαγγελέας Εφετών και μάλιστα με την ίδια δικαιοδοσία και στις δύο περιπτώσεις (βλ. Παρατηρήσεις Λάμπρου Μαργαρίτη υπό την 29/1992 Διάταξη Αντ/λεως Εφετών Α. Ζύγουρα Υπεράσπιση 1993 σελ. 174). Εκ όλων των ανωτέρω καθίσταται προφανές ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών με την έκδοση του προσβαλλομένου βουλεύματος υπερέβη θετικά και αρνητικά την εξουσία του, όπως διαλαμβάνεται ειδικότερα στην ασκηθείσα αναίρεση, στην οποία κατά τα λοιπά αναφερόμεθα καθ' ολοκληρία. Αθήνα, 20 Μαρτίου 2008 Ο Προτείνων Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Γεώργιος Σανιδάς".
Αφού άκουσε τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος αναφέρθηκε στην προαναφερόμενες εισαγγελικές προτάσεις και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα εισάγεται στην πλήρη Ποινική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (εν συμβουλίω) η υπ'αριθμ. 66/2007 αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για αναίρεση υπέρ του νόμου του υπ' αριθμ. 1663/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο διέταξε την ακύρωση της υπ' αριθμ. ΕΓ 56-04/135/11Δ/20-4-2005 διατάξεως του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών για απόλυτη ακυρότητα και παρέπεμψε την δικογραφία στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών.
Η αναίρεση ζητείται για εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων που καθορίζουν την άσκηση της ποινικής διώξεως και για υπέρβαση εξουσίας θετική και αρνητική. Η αίτηση έχει ασκηθεί νομοτύπως κατά τα άρθρα 484 παρ. 1 περ. στ', 484, 483 παρ. 3 εδ. β', 513 παρ. 1 εδ. τελ. ΚΠοινΔικ. και πρέπει να εξετασθεί κατ' ουσίαν.
Κατά την έννοια του μεν άρθρου 42 ΚΠοινΔικ ως μήνυση θεωρείται η υπό οιουδήποτε ιδιώτου εκτός του αδικηθέντος προς την αρχήν καταγγελία αξιοποίνου πράξεως εξ επαγγέλματος, κατά τους ορισμούς του άρθρου 36 ιδίου Κώδικος διωκομένης, του δε άρθρου 46 (ιδίου Κώδικος) ως έγκληση ή υπό του παθόντος γενομένη καταγγελία αξιοποίνου πράξεως, είτε κατ' έγκληση κατά τους ορισμούς των άρθρων 117 και 118 του Ποινικού Κώδικος, είτε εξ επαγγέλματος διωκομένης (Χωραφάς εις Ποινικόν δίκαιον έκδοση 9η (1978) τόμος Α' σελ. 151 επ., Μπουρόπουλος εις Ερμηνεία του Κώδ. Ποινικής Δικονομίας έκδ. Β' Τόμος Α' σελ. 62 και 76, Ζησιάδης εις Ποιν. Δικον. έκδ. Γ' (1977) τομ. Α' σελ. 325 και 333). Ούτω με το άνω άρθρον 36 ΚΠοινΔικ καθιερώνεται η αρχή της αυτεπαγγέλτου ποινικής διώξεως η οποία μη υποκειμένη εις τύπον γίνεται άμα ο αρμόδιος εισαγγελεύς πληροφορηθεί την τέλεση του εγκλήματος, είτε κατόπιν μηνύσεως ή αναφοράς δημοσίας αρχής ή ιδιώτου (άρθρ. 37-40 και 42), είτε κατόπιν οιασδήποτε "άλλης ειδήσεως" όπως εξ ιδίων πληροφοριών ή ιδίας αντιλήψεως εξ επιστολής (και ανωνύμου έτι) ή και της κοινής φήμης όταν, εννοείται, εις την τελευταίαν αυτή περίπτωση έχει ο εισαγγελεύς σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι ετελέσθη έγκλημα (Μπουρόπουλος όπου ανωτ. σελ. 57) παθών εκ του οποίου, ειρήσθω, είναι παν πρόσωπον είτε νομικόν είτε φυσικόν, είτε ικανό προς καταλογισμόν είτε ακαταλόγιστον, το οποίον είναι φορεύς του εννόμου αγαθού, καθ' ού στρέφεται η πράξη (Χωραφάς όπου ανωτ.) Περαιτέρω κατά μεν το άρθρο 43 παρ. 2 ΚΠοινΔικ αν η μήνυση δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της.....ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών την αρχειοθετεί και υποβάλλει αντίγραφο (της πράξεως αρχειοθετήσεως) στον εισαγγελέα εφετών, αναφέρων τους λόγους που τον οδήγησαν να μην κινήσει την ποινική δίωξη, κατά δε το άρθρο 47 παρ. 1 Κ.ΠοινΔικ ο εισαγγελέας εξετάζει την έγκληση που έλαβε και αν κρίνει ότι αυτή δεν στηρίζεται στο νόμο..... ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της, την απορρίπτει με αιτιολογημένη διάταξή του, η οποία επιδίδεται στον εγκαλούντα και κατ' άρθρον 48 εδ. α' ιδίου Κώδικος ο εγκαλών μπορεί μέσα σε δέκα πέντε ημέρες από την επίδοση της διατάξεως του εισαγγελέως κατά τις παρ. 1 και 2 του προηγουμένου άρθρου να προσφύγει στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών κατά της διατάξεως του εισαγγελέως πλημμελειοδικών....... Αν ο εισαγγελέας εφετών δεχθεί την προσφυγή, εφαρμόζεται αναλόγως το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 43, κατά το οποίο ο εισαγγελεύς εφετών έχει δικαίωμα να παραγγείλει να κινηθεί η ποινική δίωξη. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι εις αμφοτέρας τας άνω περιπτώσεις ήτοι τόσον επί μηνύσεως όσο και επί εγκλήσεως, η σχετική κρίση του εισαγγελέως πλημμελειοδικών, περί αρχειοθετήσεως της προφανώς αβασίμου στην ουσία της μηνύσεως και περί απορρίψεως με αιτιολογημένη διάταξή του, επιδιδομένης στον εγκαλούντα της προφανώς αβασίμου στην ουσία της εγκλήσεως, τίθεται υπό την κρίση του εισαγγελέως εφετών και δη στην περίπτωση της μηνύσεως πάντοτε, στην περίπτωση δε της εγκλήσεως κατόπιν προσφυγής του εγκαλούντος κατά της σχετικής απορριπτικής διατάξεως του εισαγγελέως πλημμελειοδικών. Εντεύθεν και εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις αυτάς ο εισαγγελεύς εφετών έχει τα αυτά δικαιώματα - εξουσίες (43 παρ. 2, 48 παρ. 2), κατά της σχετικής δε κρίσεως αυτού ουδέν χωρεί ένδικο μέσο ή ένδικο βοήθημα (πρβλ. ΑΠ 1553/2005, 1457/2005) και ο εισαγγελεύς πλημμελειοδικών οφείλει να συμμορφωθεί σ' αυτήν (Μπουρόπουλος όπου ανωτ. σελ. 54-55). Και ναι μεν εις τας άνω διατάξεις γίνεται διάκριση μεταξύ της μηνύσεως και της εγκλήσεως ως προς τας ενεργείας του εισαγγελέως πλημμελειοδικών, όμως εάν στην περίπτωση της μηνύσεως προφανώς αβασίμου δεν την αρχειοθετήσει, αλλ' εκδόσει απορριπτική αυτής διάταξη, θεωρήσας τη μήνυση ως έγκληση, αυτή (η διάταξη) δεν εκδίδεται καθ' υπέρβαση της παρεχομένης εις αυτόν δικαιοδοσίας και επομένως δεν τυγχάνει άκυρος. Τούτο, διότι η ασκηθείσα κατ' αυτής προσφυγή μεταβιβάζει την υπόθεση στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος ενεργεί όπως θα ενήργει ως εάν η μήνυση είχε τεθεί στο αρχείο, αφού και η πράξη αρχειοθετήσεως στην περίπτωση αυτή τίθεται υπό την κρίση του εισαγγελέως εφετών, ο οποίος θα εφαρμόσει ευθέως την διάταξη του άρθρου 48 ΚΠοινΔικ, χωρίς να απαιτείται να προηγηθεί η κανονική διαδικασία απορρίψεως της μηνύσεως του άρθρου 43 ΚΠοινΔικ. Άλλωστε δεν έχει νόημα ο εισαγγελέας εφετών να κηρύξει την ακυρότητα της διατάξεως και να επιστρέψει τη δικογραφία στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και ο τελευταίος να επανυποβάλει τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών με την πράξη της αρχειοθετήσεως, αυτός δε να προβεί σε έγκριση ή μη αυτής και στην περίπτωση της μη εγκρίσεως να παραγγείλει την ποινική δίωξη, με την άμεση δε παραγγελία του εισαγγελέως εφετών εξυπηρετείται η οικονομία των δικαστικών ενεργειών και επιρρωνύεται η διαπίστωση ότι οι λόγοι απορρίψεως μηνύσεως και εγκλήσεως είναι ίδιοι και το ελεγκτικό όργανο είναι το ίδιο και με την ίδια μάλιστα δικαιοδοσία. Τέλος η τυχόν παραγγελία του εισαγγελέως εφετών στην άνω περίπτωση δεν δημιουργεί ακυρότητα στην άσκηση της ποινικής διώξεως και στην περαιτέρω πορεία της υποθέσεως, ούτε έχει αρμοδιότητα εκ του νόμου το συμβούλιο πλημμελειοδικών να επέμβει στην άνω εσωτερική αποκλειστικώς σχέση των εισαγγελέων, η οποία, μάλιστα, λαμβάνει χώραν προ της ασκήσεως της ποινικής διώξεως.
Εξ άλλου κατ' άρθρον 256 Π.Κ. υπάλληλος που κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή τη διαχείριση φόρων, δασμών, τελών ή άλλων φορολογημάτων ή οποιωνδήποτε εσόδων ελαττώνει εν γνώσει του και για να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος, την δημόσια, την δημοτική ή την κοινοτική περιουσία, της οποίας η διαχείριση του είναι εμπιστευμένη τιμωρείται α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών β) αν η ελάττωση είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν: αα) ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και η ελάττωση της περιουσίας είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ανώτερης συνολικά των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών (15.000,00 Ε) ή ββ) το αντικείμενο της πράξεως έχει συνολική αξία μεγαλύτερη των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000,00 Ε). Το υπό της διατάξεως του άνω άρθρου προβλεπόμενο έγκλημα αποτελεί ιδιαίτερο τοιούτο που διαπράττεται μόνο από υπάλληλο, στον οποίο είναι διαπιστευμένη η διαχείριση γενικώς της δημοσίας υπηρεσίας, με αυτή την διάταξη δε τιμωρούνται, σύμφωνα με το άρθρο 263 Α περ. δ' υπάλληλοι, εκτός αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 13 ΠΚ, και όσοι υπηρετούν σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου στα οποία κατά τις κείμενες διατάξεις μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή από τράπεζες, επιχορηγήσεις ή επιδοτήσεις. Τέλος κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. στ' του ΚΠοινΔικ υπέρβαση εξουσίας η οποία ιδρύει τον εξ αυτής λόγον αναιρέσεως, υπάρχει όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος ή υφίσταται μεν τοιαύτη δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στην συγκεκριμένη περίπτωση (θετική υπέρβαση εξουσίας) ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία που του παρέχεται από τον νόμο στην συγκεκριμένη περίπτωση αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι κατά νόμον όροι (αρνητική υπέρβαση εξουσίας) (Ολ.ΑΠ 3/2005, Ολ ΑΠ 9/2001).
Στην προκειμένη περίπτωση ο ψ1 με την από 1/6/2004 καταγγελία του προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών κατήγγειλε τον χ1 - μεταξύ άλλων αδικημάτων - και για την αξιόποινη πράξη της απιστίας σχετικής με την υπηρεσία. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το κείμενο της καταγγελίας αυτής (που τιτλοφορείται ως "μηνυτήρια αναφορά"), ο χ1 κατηγγέλθη διότι στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2000 μέχρι και 2004, με την ιδιότητα του καλλιτεχνικού διευθυντή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, το οποίο αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, στο οποίο διατίθενται από το Δημόσιο επιχορηγήσεις σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 18 του νόμου 2273/1994, ειδικότερα δε, ετήσιες επιχορηγήσεις από το Υπουργείο Πολιτισμού, ελάττωσε εν γνώσει του και για να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος την περιουσία του προαναφερομένου νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, τη διαχείριση της οποίας (περιουσίας) του είχαν εμπιστευθεί και, πιο συγκεκριμένα, προέβη στην κατάρτιση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με έξι πρόσωπα (όπως ειδικότερα εκτίθεται στην καταγγελία αυτή), οι οποίες ήταν προφανώς χαριστικές, διότι είτε τα πρόσωπα αυτά δεν απασχολούνταν με την εργασία, για την οποία είχαν υπογράψει τη σχετική σύμβαση με την Εθνική Λυρική Σκηνή, είτε δεν είχαν τα προσήκοντα προσόντα, με αποτέλεσμα να ωφελούνται τα πρόσωπα αυτά με αντίστοιχη βλάβη της δημόσιας περιουσίας που συνίσταται στην ετήσια επιχορήγηση που παρέχεται στο νομικό πρόσωπο από το Υπουργείο Πολιτισμού. Είναι πρόδηλο, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες σκέψεις, ότι ο ψ1 δεν τυγχάνει παθών από την τέλεση της αξιόποινης πράξης της απιστίας, σχετικής με την υπηρεσία που αυτός κατήγγειλε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, γι' αυτό, δε, το λόγο και η καταγγελία του έχει τον χαρακτήρα μηνύσεως και όχι εγκλήσεως. Παρά ταύτα, όμως, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών θεώρησε ότι στην προκειμένη περίπτωση η καταγγελία του ψ1 έφερε τον χαρακτήρα εγκλήσεως και όχι μηνύσεως κατόπιν, δε, τούτου, μετά από τη διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως απέρριψε την έγκληση με τη διάταξή του με τον αριθμό ΕΓ 56-04/135/11Δ/20-4-2005, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 2 του ΚΠΔ, ως προφανώς αβάσιμη στην ουσία της και παρήγγειλε την επίδοση αντιγράφου της διατάξεως αυτής στον ψ1. Ο τελευταίος, με την από 2 Ιουνίου 2005 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως 208/6-6-2005) προσφυγή του, ζήτησε από τον Εισαγγελέα Εφετών να εξαφανιστεί η απορριπτική της εκληφθείσης ως εγκλήσεώς του διάταξη του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών και να ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου. Ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών, με τη διάταξή του με τον αριθμό 451/22-7-2005, εξηφάνισε τη διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών με τον αριθμό ΕΓ 56-04/135/11Δ/2005 και παρήγγειλε την άσκηση ποινικής διώξεως σε βάρος του κατηγορουμένου για τις αξιόποινες πράξεις της απιστίας, σχετικής με την υπηρεσία, της οποίας το αντικείμενο έχει συνολική αξία μεγαλύτερη των 73.000 ευρώ και της παραβάσεως καθήκοντος κατ' εξακολούθηση. Κατόπιν, δε, τούτων, ασκήθηκε ποινική δίωξη από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών σε βάρος του κατηγορουμένου για τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις και στη συνέχεια παρηγγέλθη η διενέργεια κυρίας ανακρίσεως, η οποία ανετέθη στην Ανακρίτρια του 3ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών με τον αριθμό 2949/2005 διατάχθηκε ο χωρισμός της κυρίας ανακρίσεως που διενεργείτο από την Ανακρίτρια του 3ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, ως προς το πλημμέλημα της παραβάσεως καθήκοντος κατ' εξακολούθηση που εφέρετο ότι είχε τελεστεί από τον κατηγορούμενο κατά το χρονικό διάστημα από τις 14-2-2000 μέχρι τις 27-7-2004 (ενόψει του κινδύνου να παραγραφεί η προαναφερομένη αξιόποινη - πλημμεληματική - πράξη) από τη σε βαθμό κακουργήματος πράξη της απιστίας, σχετικής με την υπηρεσία, της οποίας το αντικείμενο έχει συνολική αξία μεγαλύτερη των 73.000 ευρώ. Μετά από τη διενέργεια κυρίας ανακρίσεως για την πρώτη από τις πράξεις αυτές, που περατώθηκε νόμιμα με τη λήψη απολογίας του κατηγορουμένου, ο οποίος μετά από τη λήψη της απολογίας του αφέθηκε ελεύθερος, καθώς επίσης και μετά τη γνωστοποίηση του πέρατος της κύριας ανακρίσεως στους πληρεξουσίους δικηγόρους και αντικλήτους του κατηγορουμένου (άρθρα 270 παρ. 1 και 308 παρ. 4 του ΚΠΔ), εισήχθη η δικογραφία αυτή στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με την πρόταση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών με τον αριθμό ΕΓ 56-04/135/24, με την οποία προτείνεται, για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στην πρόταση αυτή, να μη γίνει κατηγορία σε βάρος του κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της απιστίας, σχετικής με την υπηρεσία, που τελέστηκε στην Αθήνα από το έτος 2000 μέχρι και το έτος 2004 και της οποίας το αντικείμενο έχει συνολική αξία μεγαλύτερη των 73.000 ευρώ, καθώς επίσης και να απαλλαγεί ο μηνυτής από την υποχρέωση καταβολής των δικαστικών εξόδων.
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών όμως έκρινε ότι η υπ' αριθμ. ΕΓ 56-04/135/11Δ/20-4-2005 διάταξη του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών τυγχάνει άκυρη, διότι έχει εκδοθεί καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας που παρέχεται σ' αυτόν, αφού τοιαύτη διάταξη εκδίδεται μόνο επί εγκλήσεως και όχι επί μηνύσεως, όπως στην προκειμένη περίπτωση συμβαίνει και ούτω διέταξε την ακύρωσή της, υπαρχούσης απολύτου ακυρότητος, διότι δεν ετηρήθησαν οι διατάξεις που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής διώξεως από τον Εισαγγελέα, η ακυρότης δε αυτή προκάλεσε ακυρότητα και όλων των εξαρτημένων από αυτήν μεταγενεστέρων πράξεων της ποινικής διαδικασίας (άρθρ. 171 παρ. 1 εδ. δ', 175, 176 ΚΠοινΔικ) και παρέπεμψε την υπόθεση στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών για την εφαρμογή του άρθρου 43 ΚΠοινΔικ. Ούτω κρίναν το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών αφενός παρεβίασε τις διατάξεις που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής διώξεως από τον εισαγγελέα, αφού εν προκειμένω η άσκηση της ποινικής διώξεως έγινε από τον αρμόδιο προς τούτο εισαγγελέα πλημμελειοδικών, το δε υπερέβη την εξουσία του θετικώς μεν με την ακύρωση της σχετικής εισαγγελικής διατάξεως χωρίς να έχει αρμοδιότητα προς τούτο (άλλωστε αυτή είχε ακυρωθεί ("εξαφανισθεί" όπως δέχεται και το προσβαλλόμενο βούλευμα) με την υπ' αριθμ. 451/22-7-2005 διάταξη του Εισαγγελέως Εφετών), αρνητικώς δε, διότι ηρνήθη να αποφασίσει επί της ουσίας της υποθέσεως, καίτοι συνέτρεχαν προς τούτο νόμιμες προϋποθέσεις. Μετά πάντα ταύτα είναι βάσιμοι οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως και πρέπει να γίνει δεκτή η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί υπέρ του νόμου το υπ' αριθμ. 1663/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ