Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1301 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ηθική αυτουργία, Ψευδορκία μάρτυρα.




Περίληψη:
Ψευδορκία μάρτυρος. Πότε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία επί ψευδορκίας μάρτυρος. Ένορκοι βεβαιώσεις ενώπιον Συμβολαιογράφου. Για να υπάρξει ψευδορκία για τον ενόρκως βεβαιώσαντα περί του ότι αναφέρεται επ’ αυτές, πρέπει να γίνεται μνεία ότι αυτές ελήφθησαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου του επωφελουμένου την εξέταση. Στην καταδικαστική απόφαση πρέπει να αναφέρονται α) ποια τα αληθή, αφού ο μάρτυρας βεβαίωσε τα ψευδή και β) τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο εδέχθη ότι είχε γνώση της αναληθείας των κατατεθέντων. Επί ηθικής αυτουργίας της ψευδορκίας, πρέπει να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνήγαγε το Εφετείο ότι αυτός προκάλεσε την απόφαση στον αυτουργό, με την εξειδίκευση του δόλου. Αναιρεί και παραπέμπει.





Αριθμός 1301/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1)Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παπαλάμπρο και 2)Χ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Τζαβέλλα, για αναίρεση της 8104/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 27 Δεκεμβρίου 2007 και 17 Δεκεμβρίου 2007 (δύο αυτοτελείς) αιτήσεις αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 81/2008.

Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι δύο αιτήσεις αναιρέσεως, η μία υπό ημεροχρονολογίαν 27/12/2007, του Χ1 και η ετέρα, υπό ημεροχρονολογίαν 17/12/2007 του Χ2, οι οποίες στρέφονται κατά της αυτής καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών με αριθμ. 8104/2007, είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικασθούν.
Κατά το άρθρο 224 § 2 ΠΚ όποιος ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμοδίας να ενεργεί ένορκη εξέταση....καταθέτει εν γνώσει του ψέματα....τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών (όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 § 1 του Ν. 3327/2005). Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρος απαιτείται: α) ο μάρτυρας να καταθέσει ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμοδία για την εξέτασή του β)τα πραγματικά περιστατικά τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή γ)να υφίσταται άμεσος δόλος του, ο οποίος συνίσταται στη γνώση αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή και δεν αρκεί ενδεχόμενος δόλος. Για την ύπαρξη του τοιούτου αμέσου δόλου πρέπει να υφίστανται όλα εκείνα τα περιστατικά που δικαιολογούν την γνώση αυτή. Η αρμοδιότητα της αρχής αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού και συνεπώς πρέπει να αναφέρονται στο αιτιολογικό της αποφάσεως τα στοιχεία στα οποία θεμελιώνεται η αρμοδιότητα υπό την έννοια ότι μπορεί σύμφωνα με διάταξη νόμου να γίνει ενώπιον της αρχής αυτής ένορκη κατάθεση κάποιου, η κατάθεση δε αυτή μπορεί περαιτέρω να ληφθεί υπόψη από αρχή που είναι και αυτή αρμόδια για την διάγνωση κάποιας διαφοράς. Οι συμβολαιογράφοι, μη έχοντες από τον οργανισμό των δικαστηρίων αρμοδιότητα προς ένορκη εξέταση, κατέστησαν αρχικώς δια του άρθρου 1 Ν. 1544/1944 και μετά ταύτα δια του κυρωθέντος με το Ν. 670/1977 Κώδικος Συμβολαιογράφων (άρθρ. 1 § 1 εδ. δ' αυτού) αρμόδιοι προς λήψη ενόρκων βεβαιώσεων, εφ' όσον στην συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται η χρησιμοποίησή τους ως νομίμων αποδεικτικών μέσων, οπότε εάν τα βεβαιούμενα σ' αυτές είναι ψευδή πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Περαιτέρω για την τέλεση του εγκλήματος της ψευδορκίας του εξετασθέντος απαιτείται να έχει προηγηθεί εκ μέρους του διαδίκου, με επιμέλεια του οποίου έχει ληφθεί, νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου του να παραστεί κατά την μαρτυρική εξέταση, διότι άλλως η εξέταση είναι ανύπαρκτη και ως τοιαύτη ουδεμία ασκεί επιρροή στη δίκη που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί, εντεύθεν δε, δεν αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό μέσο και δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρος για όσα περιστατικά περιέχονται στην ένορκη αυτή βεβαίωση. Έτι περαιτέρω η έλλειψη της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δικ., ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της δικαστικής αποφάσεως, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δικ. λόγον αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν αναφέρονται σ' αυτή με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που απεδείχθησαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφηρμόσθη. Για την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι παραδεκτή ή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ειδικότερα, δε, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής για ψευδορκία μάρτυρος αποφάσεως, πρέπει να περιέχεται σ' αυτή η διαπίστωση από το δικαστήριο της ουσίας, ότι η ένορκη βεβαίωση έχει ληφθεί ύστερα από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου, με επιμέλεια του οποίου έχει ληφθεί η ένορκη βεβαίωση αυτή, να αναφέρονται τα αληθή περιστατικά που γνώριζε ο εξετασθείς και αντ' αυτών κατέθεσε τα ψευδή και τα πραγματικά περιστατικά με βάση τα οποία το δικαστήριο εδέχθη ότι αυτός είχε γνώση ότι αυτά ήσαν ψευδή' και τούτο διότι η γνώση ως ενδιάθετη βούληση επιβάλλεται να εξειδικεύεται και να συνοδεύεται από εκδηλώσεις του δράστη εις τρόπον, ώστε να συνάγεται σαφώς ότι το περιεχόμενο της καταθέσεως ήτο αποτέλεσμα της ενσυνείδητης ενεργείας του. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 46 § 1α ΠΚ που ορίζει ότι με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, προκύπτει ότι η πρόκληση και η παραγωγή σε άλλον της αποφάσεως για την εκτέλεση της άδικης πράξεως που διέπραξε αυτός μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο, πρέπει όμως ο τρόπος αυτός και τα μέσα με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε την απόφαση να αναφέρονται σαφώς στην καταδικαστική απόφαση, καθώς και ο δόλος του ηθικού αυτουργού που συνίσταται στην συνείδηση της πράξεως που προκαλεί στον φυσικό αυτουργό να εκτελέσει. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, εδέχθη, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτή αποδεικτικών μέσων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις 11-10-2000 ο 1ος κατηγορούμενος, Χ1, εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Ειρήνης Μαρασόγλου βεβαίωσε τα παρακάτω περιστατικά, τα οποία περιλήφθηκαν στις ... και .... ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ενώπιον του Εφετείου Αθηνών από την εταιρία "Βondofibra ΑΕΒΕ" σε δίκη επί της από 7-10-1999 έφεσής της και των από 21-1-2001 προσθέτων λόγων της έφεσης της κατά της 2900/1999 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με αντίδικο τον Ψ (αδελφό του μηνυτή Ψ1), καθώς και σε δίκη επί της από 22-10-1999 έφεσής της και των από 3-12-1999 προσθέτων λόγων της έφεσής της κατά της 3611/1999 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με αντίδικο τον μηνυτή, Ψ1. Στις δίκες αυτές, μετά από αξιολόγηση και των εν λόγω ενόρκων βεβαιώσεων, εκδόθηκαν τελικά οι 5060/2005 και 7843/2001 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών, αντίστοιχα, που απέρριψαν κατ' ουσίαν τις εφέσεις και τους προσθέτους λόγους έφεσης. Ειδικότερα ο 1ος κατηγορούμενος στις δύο πανομοιότυπες ένορκες βεβαιώσεις βεβαίωσε τα εξής : "Η αλήθεια είναι ότι τότε ο κ. Ψ με επισκέφθηκε στο εργοστάσιο της .... όπου βρισκόμουν και μου ζήτησε να τον εξυπηρετήσω με το να γράψω μια επιστολή που ήθελε να στείλει στην εταιρεία... Θέλω όμως να καταθέσω ότι εγώ ουδέποτε υιοθέτησα ως αληθινά αυτά που περιέχει αυτή η επιστολή, διότι μέχρι τότε δεν είχα ελέγξει τη βασιμότητα τους.... Επίσης θέλω να καταθέσω ότι η υπ' αριθμόν ....... επιταγή ποσού 1.923.000 δρχ. της ΑΒΝ ΒΑΝΚ που είχε εκδοθεί από τον κύριο Χ2 ως εκπρόσωπο της εταιρείας ...... LTD, δεν είχε καμία σχέση με οφειλές της εταιρείας Βοndofibra ΑΕΒΕ ούτε περιήλθε ποτέ στην κατοχή της. Είναι επιταγή που αφορά τις σχέσεις της εταιρίας ....... LTD και του Ψ. Ειδικότερα έμαθα εκ των υστέρων ο Ψ μέχρι τα μέσα του 1989 είχε συνεργείο αυτοκινήτων και επισκεύαζε αυτοκίνητα της Βerghaus....". Περαιτέρω, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία αποδείχτηκαν τα εξής: Ο μηνυτής προσλήφθηκε την ..... ως τεχνίτης μηχανικός από την εταιρία "Βondofibra ΑΕΒΕ", για να παρέχει τεχνικές υπηρεσίες στο εργοστάσιο της στη ...., το οποίο είχε ως αντικείμενο δραστηριότητας την επεξεργασία νημάτων. Παράλληλα με εντολή του 3ου κατηγορουμένου, Χ2, ο οποίος ήταν τότε νόμιμος εκπρόσωπος και αντιπρόεδρος του Δ. Σ. αυτής, ο μηνυτής ασκούσε για λογαριασμό της τις διευθυντικές και διαχειριστικές πράξεις που ήταν αναγκαίες για τη λειτουργία και τις λοιπές ανάγκες του εργοστασίου της, όπως αγορές καυσίμων, εργαλείων κλπ.. Τις σχετικές δαπάνες κάλυπτε αρχικά ο μηνυτής με δικά του χρηματικά ποσά, μέρος των οποίων κατέβαλλε σ' αυτόν περιοδικά η εντολέας του, Βοndofibra ΑΕΒΕ, μετά από σχετικές προσωρινές εκκαθαρίσεις βάσει λογαριασμών και παραστατικών που τηρούσε ο μηνυτής, οι οποίες γίνονταν μεταξύ αυτού και του 1ου κατηγορούμενου, ο οποίος μετέβαινε συχνά από την Αθήνα στη ..... Τον Μάιο 1990, έγινε οριστική εκκαθάριση του σχετικού λογαριασμού από κοινού μεταξύ του μηνυτή και του 3ου κατηγορουμένου, από τον οποίο προέκυψε υπέρ του μηνυτή υπόλοιπο ποσού 1.923.000 δρχ., το οποίο αποδέχτηκαν και οι δύο. Επειδή η οφειλέτιδα (Βondifibra ΑΕΒΕ) είχε οικονομικά προβλήματα, συμφωνήθηκε άτυπα μεταξύ μηνυτή και 3ου κατηγορουμένου τέλος Μαΐου 1990 στη ..... να καλύψει ο τελευταίος τη σχετική οφειλή, χωρίς όμως ταυτόχρονη απαλλαγή της οφειλέτιδας. Επιπλέον και χάριν καταβολής του χρέους ο 3ος κατηγορούμενος εξέδωσε σε διαταγή του μηνυτή την ..... μεταχρονολογημένη τραπεζική επιταγή (με φερόμενο χρόνο έκδοσης 30-8-1990) ποσού 1.923.000 δρχ., πληρωτέα από την τράπεζα "ΑΒΝ ΒΑΝΚ" σε χρέωση του .... τραπεζικού λογαριασμού της εταιρίας "...... LTD", της οποίας αυτός ήταν τότε διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος, θέτοντας στην οικεία θέση μόνο την υπογραφή του χωρίς την επωνυμία αυτής. Η εν λόγω τραπεζική επιταγή δεν πληρώθηκε, αλλά και δεν προσκομίστηκε για εμπρόθεσμη σφράγιση από τον μηνυτή, λόγω υποσχέσεων της 3ου κατηγορουμένου για σύντομη εξόφλησή της, που δεν τηρήθηκαν, με συνέπεια να ασκήσει ο μηνυτής κατά της εταιρίας "Βοndofibra ΑΕΒΕ" και του 3ου κατηγορουμένου την από 23-8-1995 αγωγή, η οποία έγινε δεκτή σε πρώτο βαθμό με την 3611/1999 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και σε δεύτερο βαθμό με την 7843/2001 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Ακόμη από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχτηκε ότι μέχρι το έτος 1989 ο μηνυτής επισκεύαζε στο συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων που διατηρούσε μόνο αυτοκίνητα της εταιρίας "Βοndofibra ΑΕΒΕ" και το αυτοκίνητο μάρκας .... ιδιοκτησίας του 3ου κατηγορουμένου. Αντίθετα, έπαυσε να επισκευάζει από το έτος 1983 το αυτοκίνητο μάρκας .... της εταιρίας ".......LTD)", το οποίο μάλιστα η τελευταία είχε από τις 27-8-1985 μεταβιβάσει στην ......, η οποία το κατείχε μέχρι τις 6-7-1989 (βλ. το ....... έγγραφο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Πατρών, που αναγνώστηκε) και, ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατόν η οφειλή της επίμαχης τραπεζικής επιταγής να προέρχεται από επισκευές του αυτοκινήτου αυτού ή άλλων αυτοκινήτων της εν λόγω εταιρίας μέχρι το έτος 1989, όπως βεβαίωσαν οι 1ος και 2ος των κατηγορουμένων (μη εδώ αναιρεσείων) στις σχετικές ένορκες βεβαιώσεις. Το γεγονός δε ότι στα λογιστικά βιβλία της εταιρίας "Βodofibra ΑΕΒΕ", δηλαδή απογραφών και ισολογισμών των ετών 1989, 1990 και 1995, δεν υπάρχουν καταγεγραμμένες αντίστοιχες οφειλές προς τον μηνυτή δεν διαφοροποιεί καθόλου τις παραπάνω παραδοχές και μπορεί να οφείλεται σε ειλημμένη επιλογή των νομίμων εκπροσώπων της και του 3ου κατηγορουμένου για αμφισβήτηση και μη ικανοποίηση των σχετικών απαιτήσεων του μηνυτή, όπως και πράγματι συνέβη.
Από τα προαναφερόμενα αποδεικνύεται ότι όσα βεβαίωσαν οι 1ος και 2ος των κατηγορουμένων στις σχετικές ένορκες βεβαιώσεις δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και είναι ψευδή. Επίσης αποδεικνύεται ότι ο 1ος κατηγορούμενος βεβαίωσε τα ψευδή περιστατικά καίτοι γνώριζε την αναλήθειά τους. Πιο συγκεκριμένα αυτός γνώριζε α) Ότι δεν τον επισκέφθηκε ο μηνυτής, αλλά ο ίδιος (1ος κατηγορούμενος) επισκέφθηκε το εργοστάσιο της ...., όπου ήταν ο μηνυτής και εκεί, κατά παράκληση του μηνυτή (ο οποίος λόγω τραυματισμού είχε δυσχέρεια να γράφει), έγραψε με το χέρι του την από ..... επιστολή του μηνυτή προς τον 3° κατηγορούμενο, στο κάτω μέρος της οποίας μετά την υπογραφή του μηνυτή και με μορφή υστερόγραφου σημείωσε, μεταξύ άλλων, και τη φράση "επιταγή χρημάτων Ψ 1.923.000". β) Ότι η εν λόγω περικοπή αλλά και το υπόλοιπο κείμενο στο κάτω μέρος της επιστολής έχει γραφεί από τον ίδιο (μέτοχο και Α' αντιπρόεδρο τότε της Βondofibra ΑΕΒΕ) όχι ως δήλωση του μηνυτή προς τον 3° κατηγορούμενο, αλλά ως διαπίστωση δική του (ή ως κοινή διαπίστωση αυτού και του μηνυτή) ως προς τις σχετικές απαιτήσεις του μηνυτή, γ) Ότι η εν λόγω επιστολή στάλθηκε προς και παραλήφθηκε από τον 3° κατηγορούμενο. Και δ) Ότι η επίμαχη τραπεζική επιταγή αφορούσε απαίτηση του μηνυτή κατά της εταιρίας "Βondofibra ΑΕΒΕ" από την προαναφερόμενη παροχή διαχειριστικών υπηρεσιών προς αυτή και όχι κατά τη εταιρίας "........ LTD", με την οποία ο μηνυτής δεν είχε καμία συναλλαγή από το έτος 1983. Επίσης αποδείχτηκε ότι ο 1ος κατηγορούμενος προέβη στις πιο πάνω ψευδείς βεβαιώσεις μετά από προτροπές και παραινέσεις του 3ου κατηγορουμένου με σκοπό να ωφεληθεί άμεσα η οφειλέτιδα και εναγόμενη τότε εταιρία και έμμεσα ο ίδιος και ο 3ος κατηγορούμενος ως μέτοχοι αυτής. Επομένως, τέλεσαν τις αξιόποινες πράξεις ο 1ος της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και ο 3ος της ηθικής αυτουργίας στην πράξη του 1ου και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι αυτών με τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' και περ. δ' του ΠΚ, αντίστοιχα. Με τις σκέψεις αυτές το Εφετείο κήρυξε ενόχους τους κατ/νους των άνω πράξεων και επέβαλε εις έκαστον ποινή φυλακίσεως έξ (6) μηνών, την οποίαν ανέστειλε επί τριετίαν. Με αυτά όμως που εδέχθη η προσβαλλομένη απόφαση δεν διέλαβε την κατά τις άνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία διότι α)δεν αναφέρει πουθενά αν (ή ότι) οι άνω βεβαιώσεις του Χ1 έχουν ληφθεί μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του συγκεκριμένου (εκάστοτε) αντιδίκου της εταιρίας "Bondofibra ABEE", με επιμέλεια της οποίας έχουν ληφθεί οι άνω βεβαιώσεις, δια την υποστήριξη των αναφερθεισών εφέσεών της με αντιδίκους τους Ψ και Ψ1 αντιστοίχως. β)μολονότι αναφέρει ότι τα ενόρκως βεβαιωθέντα είναι ψευδή παραλείπει να αναφέρει ποία τα αληθή. γ)δεν αναφέρει τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά για το ότι ο αναιρεσείων Χ1 είχε γνώση της αναληθείας των ενόρκως βεβαιωθέντων γεγονότων, καίτοι από όσα εκτίθενται στο σκεπτικό δεν είναι καθόλου αυτονόητη τοιαύτη γνώση. Σε σχέση με το στοιχείο αυτό του αμέσου δόλου (γνώσεως) η προσβαλλομένη απόφαση περιορίζεται να παραθέσει στο σκεπτικό της "βεβαίωσε τα ψευδή περιστατικά, καίτοι γνώριζε την αναλήθειά τους. Πιο συγκεκριμένα αυτός γνώριζε....." και στο διατακτικό της απλώς την φράση "εν γνώσει" που περιέχεται στο νόμο, χωρίς όμως να αιτιολογεί από ποία συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά συνάγεται (ότι προέκυψεν) η γνώση αυτή δ)δεν αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνήγαγε το Εφετείο ότι ο δεύτερος αναιρεσείων Χ2 ως ηθικός αυτουργός με πρόθεση προκάλεσε στον φυσικό αυτουργό την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε και με την εξειδίκευση του δόλου αυτού. Συνεπώς είναι βάσιμοι οι σχετικοί λόγοι των κρινομένων αναιρέσεων εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δικ., πρώτος και δεύτερος της του Χ1 και πρώτος, τρίτος, τέταρτος και έκτος της του Χ2 (ο τελευταίος αυτός λόγος, κατά την αρίθμηση εις το δικόγραφο της αναιρέσεως αυτής, εκ παραδρομής φέρεται ως πέμπτος, καίτοι ως πέμπτος έχει αναφερθεί ο προηγούμενος αυτού) και πρέπει κατά παραδοχήν αυτών, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, (παρελκούσης της ερεύνης των λοιπών λόγων). Ακολούθως πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί, όμως, από άλλους δικαστές από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 Κ.Ποιν.Δικ.).


Για τους λόγους αυτούς

Αναιρεί την υπ' αριθμ. 8104/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Μαΐου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Μαΐου 2008.



Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή