Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2075 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Πρόσθετοι λόγοι, Καταχραστές Δημοσίου.




Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για κακουργηματική πλαστογραφία με χρήση (νόθευση δελτίου ΤΖΟΚΕΡ) σε βάρος του ΟΠΑΠ με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του ν. 1608/1950. Στοιχεία εγκλήματος. Ο νομοθέτης απέβλεψε στην αμεσότητα του κινδύνου, τον οποίο ενέχει αυτή καθ' εαυτή η υλική πράξη της πλαστογραφίας (ΟλΑΠ 3/2008). Στην έννοια του εγγράφου περιλαμβάνεται και το φωτοτυπικό αντίγραφο. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη και απόρριψη ισχυρισμών περί μη εφαρμογής του ν. 1608 και περί μη προσφορότητας της συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος να επιφέρει έννομες συνέπειες. Η μη ανάγνωση των πρακτικών της ίδιας ποινικής δίκης που είχε αναβληθεί δεν αποτελεί έλλειψη ακροάσεως, αν δεν είχε ζητηθεί η ανάγνωση τους. Απόρριψη αιτήσεως και προσθέτων λόγων αυτής.




Αριθμός 2075/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 1 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεώργιο Μπόμπολη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Ι. Π. του Δ., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στις Φυλακές Χαλκίδας, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Μαντά, για αναίρεση της υπ'αριθ.3024/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Οργανισμός Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου" (Ο.Π.Α.Π.) Α.Ε, που εδρεύει στο Περιστέρι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βαρβάρα Πανούση-Καλαματιανού. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Μαρτίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 29 Οκτωβρίου 2010 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 838/2010.

Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ'αυτής πρόσθετοι λόγοι.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1 και 2 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπό του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο, δηλαδή κάθε ενέργεια που καθιστά αυτό προσιτό σ' εκείνον του οποίου επιδιώκεται η εξαπάτηση και δίνει έτσι σ` αυτόν τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του εγγράφου, αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 216. Ως έγγραφο, που αποτελεί το υλικό αντικείμενο της πλαστογραφίας, νοείται, κατά το άρθρ. 13 εδ. γ ΠΚ, κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός, που έχει έννομη σημασία. Στην έννοια αυτή περιλαμβάνεται και το φωτοτυπικό αντίγραφο εγγράφου, στο οποίο απεικονίζεται το πρωτότυπο εγγράφου με τη χρησιμοποίηση κατάλληλης συσκευής. Και στην περίπτωση αυτή υπάρχει πιστή αναπαραγωγή του πρωτοτύπου, με μηχανικό τρόπο, που γίνεται από μία συσκευή (φωτοτυπικό μηχάνημα). Επομένως, το γεγονός με έννομη συνέπεια, που το πρωτότυπο του εγγράφου προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει, εμφανίζεται και στο φωτοτυπικό αντίγραφο, έστω και αν δεν είναι επικυρωμένο, και άρα μπορεί να αποδειχθεί με αυτό. Ενόψει αυτών, και το ανεπικύρωτο φωτοτυπικό αντίγραφο, παρότι δεν είναι πρωτότυπο, είναι δυνατόν να καταστεί υλικό αντικείμενο πλαστογραφίας (καταρτίσεως πλαστού ή νοθεύσεως). Η δημιουργία εγγράφου με τη μέθοδο της φωτοτυπίας και η αλλοίωση, κατά τη φωτοτύπηση, στοιχείων του γνησίου εγγράφου, συνιστά κατάρτιση νέου πλαστού εγγράφου, ενώ η χρήση ανεπικύρωτων φωτοτυπικών αντιγράφων εγγράφου, που έχει νοθευτεί, συνιστά ειδική μορφή χρήσεως πλαστού εγγράφου. Τούτο δε γιατί η αποδεικτική δύναμη του εγγράφου, με την πιο πάνω έννοια του άρθρου 13 περ. γ ΠΚ, δεν συμπίπτει κατ' ανάγκην με την αποδεικτική δύναμη που έχουν τα έγγραφα, ως μέσα αποδείξεως, κατά την πολιτική δικονομία και, επομένως, δεν είναι απαραίτητο να ερευνάται, αν είναι σύμφωνα με τους κανόνες της. Κατά συνέπειαν, στο χώρο του ποινικού δικαίου, το φωτοτυπικό αντίγραφο εγγράφου αποτελεί έγγραφο με την πιο πάνω έννοια, χωρίς να απαιτείται η, κατά το άρθρο 449 παρ. 2 ΚΠολΔ., βεβαίωση της ακριβείας του από αρμόδιο, κατά το νόμο, πρόσωπο. Η πλαστογραφία δε προσλαμβάνει, κατά το εδάφιο α της παρ. 3 του άρθρου 216, όπως το εδάφιο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 2α του ν. 2721/1999, τη μορφή κακουργήματος, εφόσον ο υπαίτιος της πράξεως σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον και το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ή η αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός επιτεύχθηκε ή όχι. Ως περιουσιακό όφελος νοείται η βελτίωση της περιουσιακής καταστάσεως του δράστη ή άλλου υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελούμενου ή προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με την αποσόβηση της μειώσεως της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία από μόνη της αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 73.000 ευρώ. Αμέσως ζημιούμενος από το έγκλημα της πλαστογραφίας δεν είναι μόνο εκείνος του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή νοθεύτηκε το έγγραφο του οποίου είναι εκδότης, αλλά και όποιος ζημιώνεται αμέσως από τη χρήση του. Για τη στοιχειοθέτηση κακουργηματικής πλαστογραφίας δεν είναι αναγκαίο η περιουσιακή μετακίνηση να είναι αμέσως συνδεδεμένη με αυτήν, με την έννοια ότι θα πρέπει να επέρχεται ευθέως και αμέσως δια μόνης της υλικής πράξεως της καταρτίσεως ή νοθεύσεως εγγράφου. Αρκεί ότι το όφελος ή η περιουσιακή ζημία έχουν ενταχθεί στον επιδιωκόμενο σκοπό και στο εν γένει, με την πλαστογραφία, παραπλανητικό σχέδιο του δράστη και ότι με την κατάρτιση του πλαστού ή τη νόθευση γνησίου εγγράφου, διαμορφώνονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για να υπάρξει, στη συνέχεια, η δυνατότητα να επέλθει το σκοπηθέν όφελος ή η περιουσιακή ζημία. Κατά την έννοια της ερμηνευομένης διατάξεως, ο νομοθέτης απέβλεψε όχι στην αμεσότητα της ενεργείας του δράστη σε σχέση με το αποτέλεσμα της περιουσιακής βλάβης ή του οφέλους, αλλά στην αμεσότητα του κινδύνου, τον οποίο ενέχει αυτή καθ` εαυτή η υλική πράξη της πλαστογραφίας έστω και αν πρέπει να ακολουθήσει ενδεχομένως και περαιτέρω ενέργεια αυτού, η οποία ουσιαστικώς ενεργοποιεί τον κίνδυνο της επελεύσεως του οφέλους ή της βλάβης. Περί των ανωτέρω συνηγορεί και το γεγονός ότι η πλαστογραφία υπό οποιαδήποτε μορφή (κατάρτιση πλαστού ή νόθευση γνησίου εγγράφου) ή διαβάθμιση του αξιοποίνου της, διαπλάσσεται στον νόμο ως έγκλημα σκοπού και με αυτήν, δια της συστηματικής εντάξεώς της στο περί τα υπομνήματα κεφάλαιο του ΠΚ, σκοπείται η ασφάλεια και ακεραιότητα των εγγράφων συναλλαγών και όχι των περιουσιακών δικαίων (ΟλομΑΠ 3/2008). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α' του ν. 1608/1950 "για τους καταχραστές του Δημοσίου κ.λπ.", "στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται (μεταξύ άλλων) και στο άρθρο 216 ΠΚ, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263Α του ΠΚ, και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα, υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ (50.000.000 δραχμών), επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδία δε αν το αντικείμενο του εγκλήματος είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης". Στην περίπτωση, δηλαδή, αυτή, που το έγκλημα της πλαστογραφίας στρέφεται, μεταξύ άλλων, και κατά νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου που ιδρύθηκαν από το Δημόσιο, εφόσον το τελευταίο συμμετέχει στη διοίκησή τους ή, αν πρόκειται για ανώνυμη εταιρία, στο κεφάλαιό της, ή τα ιδρυμένα αυτά νομικά πρόσωπα είναι επιφορτισμένα με εκτέλεση κρατικών προγραμμάτων ανασυγκροτήσεως ή αναπτύξεως, και το όφελος ή η ζημία είναι μεγαλύτερη του ποσού των 150.000 ευρώ, αρκεί επιδίωξη οφέλους ή απειλή ζημίας, χωρίς να είναι αναγκαία και η επίτευξή τους και ο υπαίτιος τιμωρείται με (πρόσκαιρη) κάθειρξη, το ανώτατο όριο της οποίας είναι είκοσι έτη, με τη συνδρομή δε επιβαρυντικής περιστάσεως, με ισόβια κάθειρξη. Στα νομικά αυτά πρόσωπα υπάγεται και ο Οργανισμός Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου (ΟΠΑΠ), ο οποίος ιδρύθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο κατά τους συστατικούς του νόμους και τα οικεία διατάγματα, ήταν αρχικά νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και, στη συνέχεια, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία, η οποία τελεί υπό την εποπτεία του Υφυπουργού Πολιτισμού, αρμοδίου για θέματα αθλητισμού, ενώ την πλειοψηφία των μετοχών κατέχει το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο μετέχει, με εκπρόσωπό του, στο Διοικητικό της Συμβούλιο (βλ. ιδίως άρθρα 1, 2, 5, 11, 12 ΚΥΑ Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Υφυπουργού Πολιτισμού 442/2001 "Οργανισμός Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου ΑΕ"). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα πλαστογραφίας με χρήση με σκοπό το όφελος σε βάρος του ΟΠΑΠ, ήτοι νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, το οποίο είχε ιδρυθεί από το Ελληνικό Δημόσιο και, στη συνέχεια, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία, εποπτεύεται, όμως, και διοικείται από το Ελληνικό Δημόσιο, από την οποία (πλαστογραφία) το όφελος που επιδιώχθηκε και η ζημία που απειλήθηκε υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ (50.000.000 δρχ.) και είναι ιδιαίτερα μεγάλη, πράξη που τέλεσε με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και τον καταδίκασε σε ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, μετά την παράθεση νομικής σκέψεως και την παραδοχή ότι στα νομικά πρόσωπα που εμπίπτουν στη διάταξη του άρθρου 263 α του ΠΚ περιλαμβάνεται και ο ΟΠΑΠ, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "...αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: ...Ειδικότερα κάθε διαγωνισμός διενεργείται με δελτίο προβλέψεως αριθμών και αφορά την ακριβή πρόβλεψη 5 αριθμών, που κληρώνονται από τους αριθμούς 5 έως 45 και ενός αριθμού, που κληρώνεται από τους αριθμούς 1 έως 20. Από αυτούς οι πρώτοι αριθμοί περιλαμβάνονται στο πρώτο πεδίο του δελτίου και οι λοιποί στο δεύτερο πεδίο αυτού. Οι προβλέψεις σημειώνονται με κατάλληλο σημείο πάνω στους αριθμούς, που επιλέγονται στο κάθε πεδίο, είτε με τον τρόπο των απλών στηλών είτε με πλήρη συστήματα. Όπως ορίζεται στο Γενικό Κανονισμό Λειτουργίας και Διεξαγωγής των παιχνιδιών του ΟΠΑΠ - ΑΕ, με απ` ευθείας σύνδεση, η συμμετοχή στα παιχνίδια είναι δυνατή μόνο με τα δελτία, που διατίθενται αποκλειστικά από τον ΟΠΑΠ, συμπληρώνονται με ευθύνη των συμμετεχόντων και η επικύρωση γίνεται από τις ειδικές τερματικές μηχανές του ΟΠΑΠ, που είναι εγκατεστημένες στα πρακτορεία και οι οποίες έχουν τον κατάλληλο εξοπλισμό για την απευθείας μεταβίβαση των στοιχείων στον Κεντρικό Ηλεκτρονικό Υπολογιστή του ΟΠΑΠ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 1-11-2001 ο κατηγορούμενος...μετέβη στο πρακτορείο ΠΡΟ-ΠΟ και άλλων παιχνιδιών του ΟΠΑΠ, το οποίο διατηρούσε και εκμεταλλευόταν στα ... και επί της οδού ... η Ζ. Ν., προκειμένου να καταθέσει ορισμένα δελτία "ΤΖΟΚΕΡ" για την κλήρωση της ίδιας ημέρας του 87ου διαγωνισμού. Τα δελτία παραδόθηκαν από τον κατηγορούμενο ώστε να εισαχθούν στην τερματική μηχανή για επικύρωση, στον απασχολούμενο κατ` εκείνη την ώρα στο πρακτορείο, σύζυγο της ιδιοκτήτριας Φ. Ν.,...Ένα από τα εισαχθέντα δελτία, η μηχανή, αντί να το επικυρώσει, το εξήγαγε με την ένδειξη "ΑΚΥΡΟ". Τότε ο Φ. Ν., για να συντομεύσει τη διαδικασία, αντί να ζητήσει από τον κατηγορούμενο να συμπληρώσει αμέσως ένα νέο δελτίο, δίπλωσε στη μέση και τοποθέτησε το μέρος του ακυρωμένου δελτίου, στο οποίο ήταν σημειωμένοι οι αριθμοί της επιλογής του, στην αντίστοιχη θέση του υπ` αριθμ. ... ασυμπλήρωτου δελτίου και εισήγαγε και τα δύο δελτία στην τερματική μηχανή, ώστε αυτή να διαβάσει τους αριθμούς, που υπήρχαν στο διπλωμένο άκυρο δελτίο και να τους καταχωρήσει μηχανογραφικά στο ασυμπλήρωτο δελτίο, πράγμα το οποίο και έγινε. Μετά την επικύρωση κατά τον τρόπο αυτό του ασυμπλήρωτου δελτίου, ο Φ. Ν. το παρέδωσε στον κατηγορούμενο. Έτσι στο δελτίο αυτό, που επικυρώθηκε, είχαν μεν καταχωρηθεί μηχανογραφικά οι αριθμοί, που είχε συμπληρώσει ο κατηγορούμενος στο άκυρο δελτίο, χωρίς να έχουν συμπληρωθεί αυτοί και στο χώρο, που υπάρχουν οι αριθμοί, τους οποίους συμπληρώνει ο μετέχων στο παιχνίδι. Κατά την προαναφερθείσα ημεροχρονολογία, ήτοι στις 1.11.2001 πραγματοποιήθηκε ο διαγωνισμός και κληρώθηκαν οι αριθμοί 17, 42, 20, 1 και 19 και ΤΖΟΚΕΡ ο αριθμός 3, χωρίς την ανάδειξη νικητή. Οι αριθμοί, που ο κατηγορούμενος είχε συμπληρώσει στο παραπάνω άκυρο δελτίο και οι οποίοι αποτυπώθηκαν, μηχανογραφικά, στο επίδικο δελτίο, ήσαν οι αριθμοί 9, 15, 20, 30 και 31 και ΤΖΟΚΕΡ ο αριθμός 9 στο πρώτο πεδίο και οι αριθμοί 15, 23, 26, 27 και 33 και ΤΖΟΚΕΡ ο αριθμός 10 στο δεύτερο πεδίο. Όταν αυτός αντιλήφθηκε ότι κατά την εν λόγω κλήρωση δεν είχε αναδειχθεί νικητής, ότι δηλαδή είχε σημειωθεί "ΤΖΑΚ-ΠΟΤ", σκέφθηκε να συμπληρώσει τα κενά σημεία στο παραπάνω δελτίο που είχε στα χέρια του - στο οποίο κατά τα προεκτεθέντα είχαν καταχωρηθεί μόνο μηχανογραφικά οι αριθμοί, που είχε αυτός συμπληρώσει με το χέρι του στο άκυρο δελτίο, αλλά δεν είχαν αυτοί συμπληρωθεί και στο χώρο, που υπάρχουν οι αριθμοί, τους οποίους συμπληρώνει ο παίκτης - με τους αριθμούς που είχαν κληρωθεί και τους οποίους γνώριζε, πράγμα το οποίο και έκανε. Έτσι ο κατηγορούμενος με τη συμπλήρωση αυτή νόθευσε το περιεχόμενο του παραπάνω δελτίου, χωρίς να έχει δικαίωμα προς τούτο, αφού μετά την επικύρωση του δελτίου, ο μεν ΟΠΑΠ είχε αποκτήσει δικαίωμα στη διατήρηση του αρχικού δελτίου, ο δε χρόνος που μεταβλήθηκε το περιεχόμενό του είχε ως αποτέλεσμα να εμφανίζει αυτόν ως νικητή του διαγωνισμού και μάλιστα μοναδικό. Με την πράξη του αυτή ο κατηγορούμενος είχε σκοπό να παραπλανήσει τον ΟΠΑΠ για γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και ειδικότερα για το ότι αυτός ήταν ο νικητής του συγκεκριμένου διαγωνισμού, πράγμα το οποίο μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, συνιστάμενες στη δημιουργία δικαιώματος αυτού, να απαιτήσει από τον ΟΠΑΠ το ποσό που αντιστοιχούσε στο μοναδικό νικητή του διαγωνισμού, το οποίο ανερχόταν στο ποσό των 2.300.000.000 δραχμών, ήτοι 6.749.816,58 Ευρώ, το δε όφελος που αυτός επιδίωξε και η αντίστοιχη ζημία, που οπωσδήποτε απειλήθηκε στον ΟΠΑΠ υπερβαίνει κατά πολύ το ποσό των 50.000.000 δραχμών ή των 146.734,14 Ευρώ και είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος στις 3.11.2001 με αντίγραφο (φωτοτυπία) του νοθευμένου πλέον δελτίου, επισκέφθηκε το πρακτορείο της Ζ. Ν. και ζήτησε από τον εκεί ευρισκόμενο Φ. Ν., να τον πληροφορήσει για την δήθεν διαφορά που υπήρχε ανάμεσα στους αριθμούς που είχαν αποτυπωθεί μηχανογραφικά στο δελτίο και στους αριθμούς που είχε αυτός εκ των υστέρων συμπληρώσει, νοθεύοντας το δελτίο. Ο Φ. Ν. στον οποίο ο κατηγορούμενος επέδειξε φωτοτυπία του νοθευμένου δελτίου, κάνοντας με τον τρόπο αυτό χρήση του, του είπε ότι αυτό που έχει κάνει είναι πλαστογραφία και θεωρείται απάτη και να προσέχει γιατί είναι νέος (...). Μετά από αυτά ο κατηγορούμενος, παρά το γεγονός ότι ο Θ. Α., που ως δικηγόρος στον οποίο προσέφυγε τον συμβούλευσε, όταν του επέδειξε το νοθευμένο δελτίο ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα και ότι τούτο είναι ανίσχυρο και πρέπει να το πετάξει, αυτός (κατηγορούμενος) προσέφυγε σε άλλο δικηγόρο, ήτοι στο Γ. Ν., δια του οποίου υπέβαλε στον ΟΠΑΠ την από 3.11.2001 αίτησή του, στην οποία επισύναψε φωτοτυπικό αντίγραφο του επιδίκου νοθευμένου δελτίου, κάνοντας με τον τρόπο αυτό εκ νέου χρήση. Στην αίτηση ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι το πρωτόδικο (ενν., προφανώς, πρωτότυπο) δελτίο το έχει στα χέρια του, αφού δε γνωστοποίησε με αυτή στον ΟΠΑΠ τη διαφοροποίηση που είχαν οι αριθμοί, που είχε σημειώσει αυτός ιδιοχείρως στο επίδικο δελτίο από εκείνους που είχαν αποτυπωθεί μηχανογραφικά, ζητούσε να πληροφορηθεί σε τι οφείλεται αυτή η διαφορά και παράλληλα καθιστούσε γνωστό στους υπευθύνους του ΟΠΑΠ ότι, αν διαπιστωθεί ότι το λάθος προέρχεται είτε από δυσλειτουργία του συστήματος των παιχνιδιών του ΟΠΑΠ, είτε από λάθος ή εσκεμμένη ενέργεια του πράκτορα ο Οργανισμός είναι υποχρεωμένος να του καταβάλει τα οφειλόμενα. Η αίτηση - ένσταση αυτή απερρίφθη από τον ΟΠΑΠ, γιατί όπως διαπίστωσε η αρμόδια Επιτροπή Ελέγχου Ενστάσεων, το συγκεκριμένο δελτίο δεν συγκαταλεγόταν στα δελτία της εν λόγω κλήρωσης, που κέρδιζαν (...). Από τα προπεριγραφέντα προκύπτει ότι η παραπάνω συμπεριφορά του κατηγορουμένου συγκροτεί την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αποδιδομένου σ` αυτόν εγκλήματος....Ο υπερασπιστικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου, κατά τον οποίο...δεν απειλήθηκε οποιαδήποτε ζημιά στην περιουσία του ΟΠΑΠ, για το λόγο ότι τα χρήματα που αυτός κατηγορείται ότι προσπάθησε να εισπράξει εξαπατώντας τον ΟΠΑΠ, ακόμη και αν αυτό είχε επιτευχθεί, δεν ανήκουν σε καμία περίπτωση στον ΟΠΑΠ, αλλά σύμφωνα με την εγκριτική ΚΥΑ και τον Κανονισμό Λειτουργίας του αριθμολαχείου, ανήκουν στους παίκτες του (ΚΥΑ 29155/3/11/2000) είναι αβάσιμος και απορριπτέος, αφού τα χρήματα που καταβάλλονται από τους παίκτες για τη συμμετοχή τους στο παίγνιο, περιέρχονται στην κυριότητα του ΟΠΑΠ, συνιστώντα έσοδά του, κατά το άρθρο 44 εδ. α του Ν. 442/2001 και στη συνέχεια κατά τον Κανονισμό Λειτουργία του, τον καταστατικό του νόμο και τις περί ΑΕ διατάξεις, τα διαχειρίζεται και τα διαθέτει, αποδίδοντας ως κέρδος στους συμμετέχοντες το 50% των ακαθαρίστων εισπράξεων κάθε διαγωνισμού. Το ότι δηλαδή το ποσό που ζητούσε ο κατηγορούμενος ως δήθεν νικητής του αριθμοπαιχνιδιού, ούτως ή άλλως ο ΟΠΑΠ θα το απέδιδε στον παίκτη που θα κέρδιζε στον διαγωνισμό ή στους διαγωνισμούς που θα επακολουθούσαν, δεν αίρει το γεγονός της κυριότητας των χρημάτων από τον ΟΠΑΠ και την υποχρέωση της ορθής και χρηστής διαχειρίσεώς τους, με την εξόφληση των παικτών που κέρδισαν, έναντι των οποίων είναι υπόλογος σε περίπτωση πληρωμής μη δικαιούχου παίκτη, υφισταμένης ως εκ τούτου ...της αμεσότητας του κινδύνου τον οποίο ενέχει αυτή καθ` εαυτή η υλική πράξη της πλαστογραφίας. Αλλά και ο άλλος αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός του κατηγορουμένου, κατά τον οποίο το ένδικο δελτίο, του οποίου έγινε χρήση, δεν είναι έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. γ ΠΚ, αφού ήταν φωτοτυπικό και μάλιστα ανεπικύρωτο αντίγραφο, είναι επίσης απορριπτέος, καθόσον...το γεγονός με έννομη σημασία που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει το πρωτότυπο του εγγράφου, εμφανίζεται και στο πιστό φωτοτυπικό αντίγραφο και επομένως μπορεί να αποδειχθεί με αυτό, έστω και αν δεν είναι επικυρωμένο, αφού στο χώρο του ποινικού δικαίου η αποδεικτική δύναμη των εγγράφων δεν συμπίπτει με εκείνη της πολιτικής δικονομίας, ώστε να απαιτείται η βεβαίωση της ακριβείας τους από αρμόδιο πρόσωπο (επικύρωση), ενώ συνιστά, όπως στην ένδικη περίπτωση, ειδική μορφή χρήσεως πλαστού εγγράφου η χρήση ανεπικύρωτων φωτοτυπικών αντιγράφων εγγράφου που έχει ήδη νοθευτεί. Περαιτέρω...Ειδικότερα ο περί πραγματικής πλάνης ισχυρισμός δεν ευσταθεί, αφού ο κατηγορούμενος ήθελε να πραγματοποιήσει στο ένδικο δελτίο την προσθήκη που προαναφέρθηκε και αυτήν πραγματοποίησε και επέμενε στη χρήση του νοθευμένου δελτίου, παρά υποδείξεις του απασχολουμένου στο πρακτορείο Φ. Ν. και του δικηγόρου και οικογενειακού του φίλου Θ. Α.. Εξάλλου δεν μπορεί να υποστηριχθεί, αλλά ούτε και προέκυψε ότι ο ενήλικος κατηγορούμενος όταν νόθευε το δελτίο δεν ενεργούσε με πρόθεση νοθεύσεώς του, αλλά από αμέλεια, καθόσον αυτός γνώριζε ότι η νόθευση εγγράφου έχει έννομες συνέπειες, όπως και η χρήση του νοθευμένου εγγράφου (...). Ο περί συγγνωστής νομικής πλάνης ισχυρισμός είναι επίσης αβάσιμος, αφού ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι οι αριθμοί που αυτός είχε συμπληρώσει στο αρχικό δελτίο που ακυρώθηκε, ήταν αυτοί που αποτυπώθηκαν μηχανογραφικά στο επίδικο δελτίο, η δε συμπλήρωση από αυτόν εκ των υστέρων των αριθμών που ανεδείχθησαν στην κλήρωση γνώριζε ότι απαγορεύεται και ότι αποτελεί άδικη πράξη (...), αφού αποδείχθηκε ότι έγινε από αυτόν σκοπίμως, για να παραπλανήσει τον ΟΠΑΠ, περί του ότι είναι δήθεν νικητής του διαγωνισμού, ώστε να μπορέσει, εξαπατώντας τον, να εισπράξει το ποσό των 2.300.000.000 δραχμών, που αντιστοιχούσε στο μοναδικό νικητή της 1.11.2001. Περαιτέρω η ένδικη νόθευση αντικειμενικά ήταν ικανή να παραπλανήσει άλλον για γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, καθόσον η προσφορότητα της νοθεύσεως καθορίζεται αντικειμενικά και νοείται με ευρεία έννοια και συνεπώς πρόσφορο είναι κάθε πραγματικό περιστατικό που στις συναλλαγές δεν είναι εντελώς ασήμαντο (...), ενώ ο κατηγορούμενος είχε σκοπό παραπλάνησης (υπερχειλής υποκειμενική υπόσταση), ήτοι ενήργησε με τη θέληση πρόκλησης πλάνης στα όργανα του ΟΠΑΠ-ΑΕ, ως προς τη γνησιότητα του δελτίου και είναι αδιάφορο το ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν επιτεύχθηκε η παραπλάνηση, λόγω των ειδικών γνώσεων και της εμπειρίας των εν λόγω οργάνων (...), όσα δε περί του αντιθέτου στον οικείο αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό αναφέρει ο κατηγορούμενος είναι αβάσιμα...".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της κακουργηματικής πλαστογραφίας με τις επιβαρυντικές περιπτώσεις του ν. 1608/1950, όπως ισχύει, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που αναφέρθηκαν παραπάνω, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, εκτίθεται στην απόφαση ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος νόθευσε, με τον περιγραφόμενο τρόπο, έγγραφο (το δελτίο ΤΖΟΚΕΡ που παρέλαβε από το πρακτορείο της Ζ. Ν.) με σκοπό, με τη χρήση του, να παραπλανήσει άλλους (τους αρμοδίους υπαλλήλους του ΟΠΑΠ) για γεγονός που μπορούσε να έχει έννομη συνέπεια (ότι, δηλαδή, αυτός ήταν ο μοναδικός νικητής του 87ου διαγωνισμού ΤΖΟΚΕΡ της 1.11.2001), ότι στην πράξη του αυτή προέβη με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος συνολικού ύψους 2.300.000.000 δραχμών (που αντιστοιχούν σε 6.749.816,58 ευρώ) με αντίστοιχη βλάβη του ΟΠΑΠ, στη συνέχεια δε έκανε χρήση φωτοτυπικού αντιγράφου του νοθευμένου δελτίου, μεταβαίνοντας στο πρακτορείο και επιδεικνύοντάς το στον Φ. Ν., ακολούθως δε επισυνάπτοντάς το στην από 3.11.2001 αίτηση, την οποία κατέθεσε στον ΟΠΑΠ, και ότι συντρέχουν εν προκειμένω οι επιβαρυντικές περιπτώσεις του άρθρου 1 του ν. 1608/1950, γιατί ο ΟΠΑΠ υπάγεται στα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που αναφέρονται στο άρθρο 263 Α ΠΚ, αφού αυτός είχε ιδρυθεί από το Ελληνικό Δημόσιο και, στη συνέχεια, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία που εποπτεύεται και διοικείται από αυτό, το δε ανωτέρω ποσό του οφέλους, που επεδίωξε αυτός να αποκομίσει, και της αντίστοιχης ζημίας είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Επομένως, οι, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως και ο πρώτος λόγος του από 29.10.2010 δικογράφου των προσθέτων λόγων, που κατατέθηκε εμπρόθεσμα (την 5.11.2010) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 509 παρ. 2 του ΚΠοινΔ), με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Συγκεκριμένα: α. Η αιτίαση ότι ο ΟΠΑΠ δεν εμπίπτει στην έννοια του ν. 1608/1950, γιατί τελεί υπό νομικό καθεστώς ανώνυμης εταιρίας, εισηγμένης στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, και, επομένως, δεν έπρεπε να καταδικασθεί ο αναιρεσείων για πλαστογραφία με τις επιβαρυντικές περιπτώσεις του νόμου αυτού, είναι αβάσιμη, γιατί, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ο ΟΠΑΠ είναι μεν ανώνυμη εταιρία, όμως αυτός είχε ιδρυθεί αρχικά από το Ελληνικό Δημόσιο και εποπτεύεται από αυτό, το οποίο μετέχει όχι μόνο στη διοίκησή του, αλλά και στο κεφάλαιό του και, κατά συνέπειαν, αυτός θεωρείται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, υπαγόμενο στη διάταξη του άρθρου 263 Α του ΠΚ, οπότε, όπως ορθά έκρινε το Πενταμελές Εφετείο, εφαρμόζεται και η διάταξη του άρθρου 1§1 του ν. 1608/1950, όταν, όπως εν προκειμένω, πρόκειται για έγκλημα που στρέφεται εναντίον του. β. Η αιτίαση ότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του ν. 1608/1950, γιατί το χρηματικό ποσό που κατηγορείται ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ότι προσπάθησε να εισπράξει ανήκε όχι στον ΟΠΑΠ, αλλά στους παίκτες και, αν δεν υπάρχει τυχερός σε μια κλήρωση, ολόκληρο το ποσό μεταφέρεται στην επόμενη κλήρωση και ούτω καθ` εξής, είναι αβάσιμη, γιατί, όπως ορθά έκρινε το Πενταμελές Εφετείο και απέρριψε το σχετικό ισχυρισμό του κατηγορουμένου, κατά τη διάταξη του άρθρου 44 της ΚΥΑ 442/2001, τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από τους παίκτες για τη συμμετοχή τους στα παίγνια περιέρχονται στην κυριότητα του ΟΠΑΠ και συνιστούν έσοδά του. Το ότι δε ο ΟΠΑΠ θα απέδιδε ως κέρδος στους συμμετέχοντες το 50% των ακαθαρίστων εισπράξεων κάθε διαγωνισμού δεν αίρει το γεγονός της κυριότητας του ΟΠΑΠ επί των εν λόγω χρηματικών ποσών. γ. Η αιτίαση ότι δεν αιτιολογείται η απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος ότι δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της νοθεύσεως, γιατί η αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα συμπεριφορά δεν ήταν πρόσφορη να επιφέρει έννομες συνέπειες και δη οικονομική ζημία στον ΟΠΑΠ, είναι αβάσιμη, γιατί, όπως αναφέρθηκε, το Πενταμελές Εφετείο απέρριψε και τον ισχυρισμό αυτό με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δεχόμενο ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε με πρόθεση να παραπλανήσει τα αρμόδια όργανα του ΟΠΑΠ ως προς τη γνησιότητα του δελτίου και είναι αδιάφορο, νομικά, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν επιτεύχθηκε η παραπλάνηση λόγω των ειδικών γνώσεων και της εμπειρίας των οργάνων αυτών. Η αυτή αιτίαση, κατά το μέρος με το οποίο προβάλλεται εσφαλμένη εκτίμηση αποδεικτικών μέσων (μαρτυρικών καταθέσεων Φ. Ν., Χ. Τ., Θ. Α.), είναι απαράδεκτη, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττει την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. δ. Η αιτίαση περί εσφαλμένης απορρίψεως του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος ότι η ανεπικύρωτη φωτοτυπία δεν είναι έγγραφο κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 13 στοιχ. γ ΠΚ είναι αβάσιμη, για το λόγο που εκτίθεται στη μείζονα σκέψη. ε. Η δε αιτίαση ότι ενώ στο σκεπτικό αναφέρεται ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος έκανε χρήση τόσο στο πρακτορείο, όσο και στον ΟΠΑΠ, του φωτοτυπικού αντιγράφου του νοθευμένου δελτίου, στο διατακτικό αναφέρεται ότι έγινε χρήση του νοθευμένου δελτίου, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αντίφαση, είναι αβάσιμος, γιατί, από το συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται, συνάγεται ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος νόθευσε το δελτίο που του παρέδωσε ο Φ. Ν., αλλά έκανε χρήση του φωτοτυπικού αντιγράφου αυτού. Ως έγγραφο δε, του οποίου έγινε χρήση, υπονοείται, στο διατακτικό, εκείνο που πράγματι επιδείχθηκε στον Φ. Ν. και παραδόθηκε στον ΟΠΑΠ, δηλ. η φωτοτυπία του πρωτοτύπου, χωρίς, από τη μη ρητή αναφορά στο διατακτικό των λέξεων "φωτοτυπικού αντιγράφου", να γεννάται καμιά αντίφαση. Τέλος, ο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ, δεύτερος πρόσθετος λόγος, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι το Πενταμελές Εφετείο δεν φαίνεται να έλαβε υπόψη την κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, αφού μνημονεύει, στο προοίμιο του σκεπτικού, μόνο τις καταθέσεις των μαρτύρων "που εξετάστηκαν ενόρκως", ενώ ο πολιτικώς ενάγων εξετάζεται χωρίς να ορκισθεί, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος, γιατί, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ναι μεν η ΟΠΑΠ-ΑΕ παρέστη, νομότυπα, ως πολιτικώς ενάγουσα και της επιδικάσθηκε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που έχει υποστεί από το ανωτέρω έγκλημα, πλην δεν εξετάστηκε στο ακροατήριο, για λογαριασμό της, κανένας μάρτυρας, και μάλιστα ο νόμιμος εκπρόσωπός της, ώστε να τίθεται ζήτημα μνημονεύσεως και της χωρίς όρκο καταθέσεως αυτού.
Κατά τη διάταξη της παρ. 2 εδ. α του άρθρου 364 ΚΠοινΔ, διαβάζονται, στο ακροατήριο, τα πρακτικά της ίδιας ποινικής δίκης που είχε αναβληθεί. Η διάταξη, όμως, αυτή δεν απαγγέλλει ακυρότητα για την μη ανάγνωση των πρακτικών αυτών. Έλλειψη ακροάσεως, η οποία ιδρύει τον από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν ο κατηγορούμενος ζήτησε την ανάγνωση των πρακτικών αυτών και το δικαστήριο αρνήθηκε ή παρέλειψε να αναγνώσει αυτά. Η έλλειψη ακροάσεως προϋποθέτει υποβολή έγγραφης ή προφορικής αιτήσεως, που πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων προβάλλει, με τον τρίτο (τελευταίο) πρόσθετο λόγο αναιρέσεως, έλλειψη ακροάσεως, γιατί το Δικαστήριο δεν ανέγνωσε, κατά το άρθρο 364 ΚΠοινΔ, τα πρακτικά της ίδιας ποινικής δίκης που είχε αναβληθεί, με την υπ` αριθ. 1857/2009 απόφασή του, για κρείσσονες αποδείξεις και ειδικότερα για να κληθούν οι μάρτυρες Θ. Α. και Γ. Ν.. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο δεν ανέγνωσε μεν τα πρακτικά της ίδιας ποινικής δίκης που είχε αναβληθεί, πλην, από την επιτρεπτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, δεν προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων είχε ζητήσει, δια του συνηγόρου του, την ανάγνωση των πρακτικών αυτών, ώστε να ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β λόγος αναιρέσεως. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 18 Μαρτίου 2010 (υπ' αριθ. πρωτ. 2190/2010) αίτηση του Ι. Π. του Δ. μετά των από 29.10/5.11.2010 προσθέτων λόγων αυτής, για αναίρεση της υπ` αριθ. 3024/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας ΟΠΑΠ ΑΕ, εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Δεκεμβρίου 2010.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 31 Δεκεμβρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή