Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 608 / 2013    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Κλοπή.




Περίληψη:
Κλοπή. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του ως άνω
εγκλήματος. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Απόρριψη αιτήματος αναβολής
για κρείσσονος αποδείξεις. Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της
παρεμπίπτουσας απόφασης που απέρριψε το αίτημα αναβολής και της περί ενοχής
κύριας απόφασης. Απόλυτη ακυρότητα, λόγω παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας. Ισχυρισμοί αυτοτελείς. Μεταγενέστερη καλή συμπεριφορά. Αναιτιολόγητη απόρριψη του ισχυρισμού, καίτοι η κατηγορούμενης είχε επικαλεστεί και αποδείξει σειρά θετικών στοιχείων - συμπεριφορών μέσα στο κατάστημα κράτησης. Δεν μπορεί να αποκλεισθεί η συνδρομή της ως άνω ελαφρυντικής περίστασης στον κρατούμενο εφόσον η συμπεριφορά του εντός του σωφρονιστικού καταστήματος είναι προδήλως διακριτή της συνήθους συμπεριφοράς. Αναιρεί εν μέρει, μόνο ως προς την απορριπτική του ελαφρυντικού διάταξη. Κατά τα λοιπά απορρίπτει αναίρεση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 608/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη - Εισηγήτρια και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Μαρτίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Γ. Κ. του Ν., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Βγόντζα, περί αναιρέσεως της με αριθμό 5746/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.

Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Αυγούστου 2012 αίτησή της η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 972/2012.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης ως προς την επιμέτρηση της ποινής.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 372 παρ. 1 του ΠΚ "όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, που προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής απαιτείται να αφαιρέσει ο δράστης με θετική ενέργεια από την κατοχή άλλου, ξένο, ολικά ή εν μέρει, κινητό πράγμα παράνομα. Η αφαίρεση συνίσταται στην άρση της ξένης κατοχής, η οποία υφίσταται στο κινητό πράγμα και στη θεμελίωση νέας σ' αυτό κατοχής από το δράστη ή τρίτο με το σκοπό της παράνομης ιδιοποιήσεώς του, στην έννοια δε της κατοχής που εκφράζει εξουσίαση κάποιου προσώπου σε σχέση με ένα πράγμα περιλαμβάνεται τόσο η πραγματική εξουσία επί του πράγματος, όσο και η βούληση για την εξουσίασή του. Η αφαίρεση αυτή απαιτείται να έγινε αυτογνωμόνως και χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου του πράγματος. Το έγκλημα της κλοπής θεωρείται τετελεσμένο ευθύς ως εκείνος που αφαίρεσε το ξένο πράγμα από την κατοχή του άλλου θέσει αυτό ολοκληρωτικά στη δική του φυσική εξουσία έστω και για ελάχιστο χρόνο. Η αξία του αντικειμένου της κλοπής, δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικώς υποστάσεως της, εφόσον δεν χαρακτηρίσθηκε ως κλοπή με αντικείμενο, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη, υπ' αριθ. 5746/2012, απόφαση του Β' Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Πλημ/των), που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκε, η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη για την αξιόποινη πράξη της κλοπής, σε ποινή φυλακίσεως δέκα τεσσάρων (14) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, ήτοι την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος κατηγορίας, τα έγγραφα και την απολογία της κατηγορουμένης, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Η κατηγορούμενη, στο ..., στις 25-11-2005, εισήλθε στο διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου της πολυκατοικίας επί της οδού ..., ιδιοκτησίας της Μ. Α. και αφαίρεσε τα χρυσαφικά, που αναφέρονται στο διατακτικό της απόφασης αναλυτικά και δύο κινητά, συνολικής αξίας 3.500 ευρώ και το ποσό των 25 ευρώ σε μετρητά, τα οποία ιδιοποιήθηκε παράνομα. Η Αστυνομία διεπίστωσε ότι η κατηγορούμενη ήταν η δράστις της ως άνω κλοπής, δακτυλοσκοπικά, δεδομένου ότι ένα τμήμα δακτυλικού αποτυπώματος, που βρέθηκε στην εξωτερική επιφάνεια συσκευασίας σκουλαρικιών, που ήταν στο δάπεδο υπνοδωματίου του διαμερίσματος της παθούσας ταυτίζεται με το αποτύπωμα του αριστερού δείκτη της κατηγορουμένης, η οποία ήταν προσεσημασμένη. Η κατηγορούμενη αρνείται την κατηγορία και ισχυρίζεται ότι μέλη της οικογενείας του συζύγου της, οι οποίοι είναι τσιγγάνοι προσπαθούν να την ενοχοποιήσουν, καθώς επίσης και το σύζυγό της, επειδή βλέποντας ότι διαπράττουν κλοπές, τα ως άνω άτομα, έφυγαν από τον καταυλισμό και φοβούντο μήπως τους καταγγείλουν. Όμως, η κατηγορουμένη δεν μπόρεσε να δώσει μία λογική εξήγηση, πως βρέθηκε δακτυλικό της αποτύπωμα σε αντικείμενο εντός του υπνοδωματίου του διαμερίσματος της παθούσης, αν η κατηγορουμένη δεν είχε εισέλθει σ' αυτό. Δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι μπορεί τα σκουλαρίκια, που βρέθηκαν στον ως άνω χώρο να τα είχαν κλέψει κάποιοι από τον καταυλισμό, που διέμεναν, από την οικία τους και τα έβαλαν στο εν λόγω διαμέρισμα της παθούσας για να την ενοχοποιήσουν. Η κατηγορουμένη δεν περιγράφει τα σκουλαρίκια, που είχε στην οικία της, τα οποία της έλειπαν, για να διαπιστωθεί αν ήταν τα ίδια, αν κατήγγειλε αυτό το περιστατικό της κλοπής στην Αστυνομία, δεν κατονομάζει, ποίοι διέπραξαν την εν λόγω κλοπή και τοποθέτησαν αυτά στο διαμέρισμα της παθούσας. Εξάλλου, αν συγγενείς του συζύγου της ή άτομα από τον καταυλισμό, που διέμεναν, το έκαναν αυτό για να ενοχοποιήσουν την κατηγορουμένη, υπήρχε κίνδυνος να ενοχοποιηθούν και οι ίδιοι στρέφοντας τις υποψίες της Αστυνομίας προς τους τσιγγάνους του παραπάνω καταυλισμού και του κινδύνου η κατηγορουμένη να καταγγείλλει, ποίοι από τους τσιγγάνους διέπραξαν την εν λόγω κλοπή. Το γεγονός ότι η κατηγορουμένη ήταν έγκυος δεν αναιρεί τη δυνατότητά της να διαπράττει κλοπές, από τα έγγραφα, δε, που προσκόμισε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι ήταν επτά (7) μηνών έγκυος και δεν είχε προβλήματα με την εγκυμοσύνη της, όταν έλαβε χώρα η κλοπή κατά της παθούσας. Κατόπιν τούτου, η κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη για την αξιόποινη πράξη, για την οποία κατηγορείται, απορριπτομένου του αιτήματός της να αναγνωρισθεί σ' αυτή το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2ε' ΠΚ ...".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα άνω, απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, της κλοπής, για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 α, 27 παρ. 1, 372 παρ. 1α ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, παρατίθεται στο σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης, η αφαίρεση από την κατηγορουμένη, των κινητών πραγμάτων ιδιοκτησίας της παθούσας, ήτοι χρυσαφικών, που εξειδικεύονται στο διατακτικό, το οποίο αλληλοσυμπληρώνει το σκεπτικό, καθώς επίσης παρατίθεται τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό, η αφαίρεση δύο κινητών τηλεφώνων και ποσού 25 ευρώ, καθώς επίσης παρατίθεται και ο σκοπός, της παράνομης ιδιοποίησής τους, από την κατηγορουμένη.
Συνεπώς ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ, 3ος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως αιτιολογίας της περί ενοχής, κύριας απόφασης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 352 και 353 του ΚΠΔ, παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα δικανική του πεποίθηση. Εξάλλου, η ειδική, κατά τα άνω άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση, που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου, περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτά και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης ο συνήγορος της κατηγορουμένης - αναιρεσείουσας ο οποίος παραστάθηκε στο εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο, υπέβαλε αίτημα, αναβολής, άλλως διακοπής της δίκης για κρείσσονας αποδείξεις, προκειμένου να προσκομιστεί στο δικαστήριο, έγγραφο της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών ερευνών, που να απαντά αν βρέθηκαν άλλα δακτυλικά αποτυπώματα, ανόμοια με αυτά της κατηγορουμένης, σε σταθερές επιφάνειες της οικίας της παθούσας. Το εν λόγω αίτημα, αφού αναπτύχθηκε προφορικά από το συνήγορο υπεράσπισης της κατηγορουμένης, καταχωρήθηκε γραπτώς στα πρακτικά, το περιεχόμενό του δε, έχει ως ακολούθως: "Η δικογραφία που κρίνετε και έχει σχηματισθεί σε βάρος μου ανεσύρθη από το αρχείο εκκρεμών υποθέσεων, κατόπιν αποστολής του από 15.6.2007 εγγράφου της ΔΕΕ, με το οποίο ταυτοποιήθηκε τμήμα δακτυλικού αποτυπώματός μου με δακτυλικό αποτύπωμα που βρέθηκε στην εξωτερική επιφάνεια συσκευασίας σκουλαρικιών που βρέθηκε στην οικία της παθούσας. Σύμφωνα με το ανωτέρω έγγραφο βρέθηκε τμήμα δακτυλικού μου αποτυπώματος σε εξωτερική μάλιστα επιφάνεια κινητού πράγματος σε οικία της παθούσας, το οποίο μάλιστα κινητό πράγμα δεν έχει αναγνωρίσει ότι της ανήκει! Στο σημείο αυτό, με δεδομένο ότι προέκυψε από την κατάθεση της παθούσας και μετά τις ερωτήσεις της υπεράσπισης ότι αυτός ή αυτοί που πράγματι είχαν εισβάλει στην οικία της παθούσας είχαν ερευνήσει τις ντουλάπες, τη συρταριέρα που αποτελούνται από υλικά στα οποία εντυπώνεται αποτύπωμα (ξύλο ανέφερε χαρακτηριστικά η ίδια η παθούσα) υποβάλω το αίτημα να αναβληθεί άλλως να διακοπεί η εκδίκαση της υποθέσεως και να ζητηθεί από τη ΔΕΕ έγγραφο που να απαντά, αν βρέθηκαν άλλα αποτυπώματα άλλων ατόμων ανόμοια με τα δικά μου σε αυτές τις επιφάνειες. Το αίτημά μου κατατείνει στην απόδειξη του ισχυρισμού ότι, αν πράγματι εγώ είχα διαπράξει την αξιόποινη πράξη της κλοπής πως είναι δυνατό να μη βρίσκεται αποτύπωμά μου σε σταθερή επιφάνεια της οικίας της παθούσας (στην πόρτα που παραβιάστηκε ή σε επιφάνειες επίπλων που ερευνήθηκαν σύμφωνα με την κατάθεση της παθούσας) αλλά βρέθηκε τάχα και μόνον σε επιφάνεια κινητού πράγματος και μάλιστα πράγματος που δεν γνωρίζουμε αν ανήκε στην παθούσα! Περαιτέρω, αν πράγματι έχουν βρεθεί άλλα αποτυπώματα ανόμοια με τα δικά μου τότε πρόκειται προφανώς για αστυνομική και δικαστική πλάνη, καθόσον άλλοι έχουν διαπράξει το συγκεκριμένο αδίκημα και έχουν καταστήσει εμένα "ύποπτη" και τελικώς "ένοχη"." Το δικαστήριο, μετά από εκτίμηση των κατ' είδος αναφερομένων στο προοίμιο της απόφασης αποδεικτικών μέσων, με την περί ενοχής απόφασή του, απέρριψε και το αίτημα αναβολής, άλλως διακοπής της δίκης με την ακόλουθη αιτιολογία: " Το αίτημα της κατηγορουμένης να αναβληθεί άλλως να διακοπεί η εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης προκειμένου να ζητηθεί έγγραφο από τη Δ.Ε.Ε., που να απαντά στο ερώτημα, αν βρέθηκαν δακτυλικά αποτυπώματα άλλα πλην του δικού της σε σταθερές επιφάνειες του σπιτιού ή σε έπιπλα αυτού, της παθούσας, πρέπει να απορριφθεί δεδομένου ότι αν υπήρχαν και άλλα δακτυλικά αποτυπώματα, θα είχαν αναγραφεί στο έγγραφο της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας, δεν ανεγράφησαν δε, γιατί δεν βρέθηκαν". Η αιτιολογία αυτή είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη, καθόσον το δικαστήριο, κατέληξε στην απόφαση απόρριψης του ως άνω αιτήματος, με το συλλογισμό ότι, αν υπήρχαν άλλα δακτυλικά αποτυπώματα, πλην αυτού της κατηγορουμένης, θα είχαν επισημανθεί στο παραπάνω έγγραφο της Δ.Ε.Ε, ο συλλογισμός δε αυτός της ως άνω αιτιολογίας, δεν αποτελεί ενδοιαστική αιτιολογία, ή υποθετικό συλλογισμό, όπως αβάσιμα διατείνεται η αναιρεσείουσα, αλλά εκτίμηση του περιεχομένου, του αναγνωσθέντος στο ακροατήριο, από 15-6-2007, εγγράφου, της Δ/νσης Εγκλημ/κών Ερευνών (Δ.Ε.Ε.), στο οποίο γινόταν επισήμανση, για το ανευρεθέν κατά τα άνω, δακτυλικό αποτύπωμα της κατηγορουμένης. Κατ' ακολουθία, δεν πάσχει η απορριπτική του αιτήματος αυτού, ως άνω, απόφαση, από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και δεν ιδρύθηκε ο από το άρθρο 510 παρ.1 Δ' ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως και συνεπώς, ο 1ος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά το άρθρο 171 παρ. 1 ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται: 1. αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν: α) ... δ) την εμφάνιση την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και πολιτικά Δικαιώματα, όπως η περίπτωση δ' αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν 3904/2010. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) η οποία κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974, και έχει υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, "Παν πρόσωπον κατηγορούμενος επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι νομίμου αποδείξεως της ενοχής του". Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ.2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Δ.Σ.Α.Π.Δ.) που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 2462/1997 "Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο". Από τις ως άνω διατάξεις, προκύπτει ότι, όταν πρόκειται για ποινικές υποθέσεις, στην έννοια της δίκαιης δίκης κατοχυρώνεται επί πλέον και το δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου, να θεωρείται (τεκμαίρεται) αθώος εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί νομίμως. Η παραβίαση του ανωτέρω δικαιώματος δημιουργεί την ακυρότητα που αναφέρθηκε, η οποία είναι απόλυτη και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ Α' ΚΠΔ.
Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον 2ο λόγο αναίρεσης, προβάλλει την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, εκ του λόγου ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του τεκμηρίου αθωότητάς της, από τις παραδοχές στο σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης, ότι είναι αβάσιμοι οι ισχυρισμοί της, περί μη εμπλοκής της στην υπόθεση της κλοπής που της αποδιδόταν, λόγω αδυναμίας της να περιγράψει στο ακροατήριο, τα σκουλαρίκια, τα οποία κατά τους ισχυρισμούς της, άγνωστοι, προκειμένου να την ενοχοποιήσουν, αφαίρεσαν από την οικία της και τα τοποθέτησαν στην οικία του θύματος της κλοπής, καθώς επίσης και λόγω άρνησής της να κατονομάσει τα πρόσωπα που είχαν κάνει την ενέργεια αυτή και παράλειψης της να τους καταγγείλει στην Αστυνομία. Ο λόγος αυτός, είναι αβάσιμος, γιατί τα παραπάνω επιχειρήματα της προσβαλλομένης απόφασης, παρατίθενται στο σκεπτικό, προκειμένου να αντικρούσουν τον αβάσιμο, κατά τις παραδοχές της, ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, περί σκόπιμης ενοχοποίησής της από τρίτους και δεν συνιστούν αντιστροφή της υποχρέωσης του δικαστηρίου προς απόδειξης της ενοχής και μετακύλυση στην κατηγορούμενη του βάρους απόδειξης της αθωότητάς της, εντεύθεν δε, παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητάς της. Εξάλλου, από το σύνολο των παραδοχών του σκεπτικού, όπως αυτό προαναφέρθηκε, προκύπτει, ότι το δικαστήριο κατέληξε στην περί ενοχής κρίση, της κατηγορουμένης, γιατί από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, αποδείχθηκε η ενοχή της και όχι γιατί αυτή δεν κατόρθωσε να αποδείξει την αθωότητά της, ούτε εξάλλου, από το σύνολο των παραδοχών της προκύπτει, ότι προέκυψε αμφιβολία, ως προς την ενοχή της, η οποία, σύμφωνα με την αρχή IN DUBIO PRO REO, έπρεπε να ερμηνευθεί υπέρ της, όπως αυτή αβάσιμα διατείνεται.
Επομένως, ο 2ος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 εδ. και δ του ΚΠΔ, περί απόλυτης ακυρότητας, η οποία επήλθε λόγω παραβιάσεως του από το άρθρο 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 13/1974) τεκμηρίου αθωότητας της κατηγορουμένης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, που απαιτείται από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Είναι δε αυτοτελείς εκείνοι οι ισχυρισμοί, οι οποίοι κατατείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως, ή αποκλείουν ή μειώνουν την ικανότητα προς καταλογισμό ή οδηγούν στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή σε μείωση της ποινής. Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα, μη αρκούσης σχετικώς μόνης της επικλήσεως της διατάξεως νόμου, που τους προβλέπει. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί των ισχυρισμών αυτών με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 § 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί κατά την § 1 του ίδιου άρθρου, στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το άρθρο 83 του ίδιου κώδικα. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις κατά το άρθρο 84 § 2 ΠΚ θεωρούνται μεταξύ άλλων το ότι ο υπαίτιος "συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τη πράξη του" (περ. ε'). Για να συντρέξει όμως, η ελαφρυντική αυτή περίσταση, ναι μεν πρέπει, η συμπεριφορά αυτή να εκτείνεται σε μεγάλο διάστημα και μάλιστα υπό καθεστώς ελευθερίας του υπαιτίου, γιατί τότε μόνο η επιλογή του αντανακλά στη γνήσια ψυχική του στάση και παρέχει αυθεντική μαρτυρία για την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του, σε αντίθεση με τον ευρισκόμενο στη φυλακή, ο οποίος υπόκειται σε ιδιαίτερο καθεστώς, δηλαδή, στερήσεως της προσωπικής του ελευθερίας και υπακοής σε συγκεκριμένους κανόνες συμπεριφοράς επί πειθαρχική ποινή, και συνεπώς η συμπεριφορά του δεν είναι η ελεύθερη στην κοινωνία, στην οποία απέβλεψε ο νομοθέτης. (βλ. σχετ. αντί πολλών ομοίων, Α.Π. 2/2012, 309/2011). Όμως, δεν μπορεί να αποκλεισθεί η συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περιστάσεως, στον ευρισκόμενο στη φυλακή κρατούμενο, από μόνο το γεγονός ότι αυτός κρατείται και ότι εξ' αυτής της καταστάσεως του, λόγω του πειθαναγκασμού του στους κανόνες λειτουργίας των σωφρονιστικών καταστημάτων, δεν μπορεί να μη ληφθεί υπόψη η τυχόν βελτίωση της συμπεριφοράς του, η οποία (βελτίωση), κατά το διάστημα της κράτησης του προδήλως, εκδηλώνεται μόνο με θετική συμπεριφορά. Τούτο γιατί, σε διαφορετική περίπτωση και, πέραν των όποιων προνομίων που προβλέπει ο σωφρονιστικός Κώδικας και είναι ενδεχόμενο να τύχει ο κρατούμενος κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του, θα οδηγούσε, όχι μόνο στην εξάλειψη, αλλά ενδεχομένως και στον περιορισμό της πιθανότητας βελτίωσης του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του καταδικασθέντος και ήδη κρατουμένου. Η παραδοχή δε της συνδρομής της ελαφρυντικής αυτής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2ε του Π.Κ, αναμφιβόλως, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι η συμπεριφορά του εντός του σωφρονιστικού καταστήματος, είναι προδήλως διακριτή της συνήθους συμπεριφοράς του κρατούμενου και η οποία συνέχεται με την εξαιρετική και οπωσδήποτε βελτίωση της συμπεριφορά του. (βλ. σχετ. Α.Π. 1073/2011).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, η αναιρεσείουσα, κατέθεσε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της εγγράφως, μεταξύ άλλων, τον παρακάτω ισχυρισμό, για την αναγνώριση σ' αυτήν της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 § 2, ε' Π.Κ. τον οποίο ανέπτυξε και προφορικώς και ο οποίος, κατά λέξη, για τη θεμελίωσή του, έχει το ακόλουθο περιεχόμενο: "Αυτοτελής ισχυρισμός περί συνδρομής των όρων της διατάξεως του άρθρου 84 παρ.2 εδ. ε' Π.Κ. για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη. Ήδη από την 25-11-2005 που έλαβε χώρα η αξιόποινη πράξη της κλοπής για την οποία κατηγορούμαι έχει παρέλθει χρονικό διάστημα περίπου επτά ετών το οποίο κατά το γράμμα και το πνεύμα του νόμου σίγουρα μπορεί να χαρακτηριστεί μεγάλο. Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα διατελώ κρατουμένη πλην περίπου οκτώ μηνών που είχα αποφυλακισθεί υπό όρους. Δυνάμει του υπ' αριθμ. 2783/2006 Βουλεύματος Συμβουλίου Εφετών Αθηνών αποφυλακίστηκα για την αιτία, για την οποία αργότερα κρίθηκα ένοχη (η απόφαση είναι οριστική και ήδη έχω ασκήσει έφεση κατά της αποφάσεως που αναμένεται να εκδικαστεί την 7.11.2012) και εισήλθα εκ νέου στις φυλακές την 25.4.2007. Μόνο το γεγονός ότι παρέστην αυτοπροσώπως ενώπιον του ακροατηρίου του αρμόδιου πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και έθεσα εαυτόν στη διάθεση της Δικαιοσύνης και σε εκτέλεση της άδικης πρωτόδικης απόφασης αποδεικνύει ότι συμπεριφέρθηκα καλά. Σύμφωνα με την υπ' αριθμ. πρωτοκόλλου 13191 από 16.9.2011 βεβαίωση του καταστήματος κράτησης Θήβας: "... επέδειξε άριστη διαγωγή, προθυμία, υπακοή και συνέπεια στους κανονισμούς του καταστήματος. Διατηρεί πολύ καλές σχέσεις με τις συγκρατούμενές της και το προσωπικό του καταστήματος. Αρχικά τοποθετήθηκε από το Συμβούλιο Εργασίας του καταστήματος στην αποθήκη ιματισμού και εν συνεχεία εργάζεται για μεγάλο χρονικό διάστημα στο μαγειρείο και συγκεκριμένα στην διαχείριση των προμηθειών, θέση εργασίας υπεύθυνη, στην οποία και ανταποκρίνεται πλήρως στις υποχρεώσεις της. Επίσης αξιοποίησε δημιουργικά το χρόνο κράτησης της συμμετέχοντας στο πρόγραμμα "κατ' ιδίαν διδαχθέντων" του Υπουργείου παιδείας και ολοκλήρωσε την Α, Β και Γ τάξη Λυκείου τις προηγούμενες σχολικές χρονιές και με τις πανελλήνιες εξετάσεις πέρασε στο ΤΕΙ Φλώρινας, το οποίο και επιθυμεί να ολοκληρώσει συμμετέχοντας σε γραπτές εξετάσεις μετά από συνεργασία με το ΤΕΙ. Συμμετείχε επίσης σε πρόγραμμα κατάρτισης ηλεκτρονικών υπολογιστών του Υπουργείου Απασχόλησης ..." Η ως άνω βεβαίωση είχε αναγνωσθεί και στη διαδικασία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ανεγνώσθη και ενώπιον του Δικαστηρίου Σας περιλαμβάνεται δε στα πρακτικά της πρωτοβαθμίου Δίκης (αριθμός αποφάσεως 51764/2011 Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών). Από τη βεβαίωση αυτή προκύπτει ότι εργάζομαι στη φυλακή συνεισφέροντας στην εύρυθμη λειτουργία του καταστήματος κράτησης και παράλληλα προσπάθησα και επέτυχα στις πανελλήνιες εξετάσεις ούσα κρατούμενη, δηλαδή υπό δυσμενέστατες συνθήκες. Πέραν τούτου, εκ της από 16.9.2011 και με αριθμό πρωτοκόλλου 225 βεβαίωσης του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Ελεώνα Θηβών προκύπτει ότι : "... εγγράφηκε στη Γ Λυκείου στο 3° Λύκειο Θήβας τη σχολική χρονιά 2009-2010. Παρακολούθησε μαθήματα ενισχυτικής διδασκαλίας, έδωσε εξετάσεις και εισήχθη με επιτυχία στο ΤΕΙ Φλώρινας. Δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το περιεχόμενο των σπουδών της, επικοινωνεί με τη σχολή της μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή για την πορεία των μαθημάτων της και έχει δώσει εξετάσεις τα δύο τελευταία εξάμηνα όπου σημείωσε επιτυχία. Για τη διαγωγή της και τη συμμετοχή της στα μαθήματα η σχολή την επιβράβευσε με τη δωρεά ενός φορητού ηλεκτρονικού υπολογιστή ...". Η ως άνω βεβαίωση είχε αναγνωσθεί και στη διαδικασία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ανεγνώσθη και ενώπιον του Δικαστηρίου Σας περιλαμβάνεται δε στα πρακτικά της. πρωτοβαθμίου Δίκης (αριθμός αποφάσεως 51764/2011 Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών). Από τη βεβαίωση αυτή προκύπτει ότι προσπάθησα και επέτυχα στις πανελλήνιες εξετάσεις ούσα κρατούμενη, δηλαδή υπό δυσμενέστατες συνθήκες.
Μάλιστα συναξιολογώντας και συνεκτιμώντας τις βεβαιώσεις αυτές το ίδιο το κράτος δια του ΤΕΙ Φλώρινας και του σωφρονιστικού καταστήματος βεβαιώνουν ότι πράγματι η συμπεριφορά μου υπήρξε άψογη και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της αποδιδομένης πράξης.
Μάλιστα από τα έγγραφα που ζήτησε ο συνήγορός μου και επισκοπήθηκαν από το Δικαστήριο (Δημοσιεύματα του Τύπου, ειδικότερα το δημοσίευμα της εφημερίδας ΤΟ ΕΘΝΟΣ από 19.11.2010 με τίτλο "η ισοβίτισσα που πέρασε στα ΤΕΙ" και το δημοσίευμα της εφημερίδας ΤΟ ΕΘΝΟΣ από 5.11.2011 με τίτλο "δίνει εξετάσεις επανένταξης" αφιερωμένο στην προσπάθειά μου για τις σπουδές μέσα από τη φυλακή) προκύπτει ότι ο τύπος επέδειξε ενδιαφέρον για την επιτυχία μιας κρατούμενης που υπό δυσμενείς συνθήκες επέτυχε στις εξετάσεις μέσα από τη φυλακή.
Μετά ταύτα ζητώ να αναγνωριστεί ότι πράγματι η συμπεριφορά μου υπήρξε καλή για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη μου αναγνωριζομένης της σχετικής ελαφρυντικής περιστάσεως, καθόσον τόσο σε καθεστώς ελευθερίας όσο και κατά τη διάρκεια της κράτησής μου επέδειξα σταθερά και με συνέπεια καλή συμπεριφορά.
Το ανωτέρω Δικαστήριο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, απέρριψε τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό με την εξής αιτιολογία: "Κατόπιν τούτου η κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη, για την αξιόποινη πράξη για την οποία κατηγορείται, απορριπτόμενου του αιτήματός της να αναγνωριστεί σε αυτήν το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 ε ΠΚ, δεδομένου ότι αυτή, από τότε που διέπραξε την ως άνω αξιόποινη πράξη, μέχρι σήμερα ήταν στη φυλακή με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης για άλλη αξιόποινη πράξη εκτός χρονικού διαστήματος (8) μηνών που ήταν εκτός φυλακής και η συμπεριφορά που επέδειξε δεν ήταν εξ οικείας βουλήσεως αλλά λόγω εξαναγκασμένης συμμορφώσεως προς τους κανόνες της φυλακής". Η αιτιολογία όμως αυτή, δεν είναι η απαιτούμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη, διότι δεν εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και οδήγησαν το Εφετείο στην απορριπτική, του αυτοτελούς ισχυρισμού της αναιρεσείουσας, κρίση του. Τούτο γιατί, το δικαστήριο που απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό της, περιορίσθηκε στις παραδοχές, ότι η καλή συμπεριφορά της κατά τη διάρκεια της κρατήσεώς της στις φυλακές, δεν οφείλεται σε εσωτερική βελτίωση αυτής, αλλά στην κατ' ανάγκη συμμόρφωσή της στους κανόνες που διέπουν τη διαβίωση των κρατουμένων στις φυλακές, παρά το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα είχε επικαλεστεί σειρά θετικών στοιχείων, που συνηγορούσαν στην παραδοχή του ισχυρισμού της αυτού, όπως ότι υπήρξε υποδειγματική η συμπεριφορά της κατά το διάστημα του επταετούς εγκλεισμού της στο κατάστημα Κράτησης Θήβας κατά τη διάρκεια του οποίου επέδειξε άριστη διαγωγή, προθυμία υπακοή και συνέπεια στους κανονισμούς της φυλακής, εργαζόμενη στη διαχείριση των προμηθειών, συμμετείχε στο πρόγραμμα κατάρτισης Ηλεκτρονικών Υπολογιστών του Υπουργείου Απασχόλησης, συμμετείχε στο ειδικό πρόγραμμα του Υπουργείου Παιδείας και ολοκλήρωσε την Α' Β' και Γ' τάξη Λυκείου, παρακολούθησε μαθήματα ενισχυτικής διδασκαλίας έδωσε εξετάσεις και εισήχθη στο ΤΕΙ Φλώρινας, με το οποίο επικοινωνεί μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή και σημείωσε επιτυχία στα μαθήματα των δύο τελευταίων εξάμηνων. Να σημειωθεί ότι τους παραπάνω ισχυρισμούς της, η κατηγορουμένη στήριξε, σε προσκομισθέντα και αναγνωσθέντα, στο ακροατήριο του εκδόντος την προσβαλλομένη απόφαση δικαστηρίου, έγγραφα, ήτοι την υπ' αριθμό πρωτ. 13191/16-9-2011 βεβαίωση του καταστήματος κράτησης Θήβας και την υπ' αριθμό πρωτ. 225/16-9-2011, βεβαίωση του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Ελεώνα Θηβών. Κατ' ακολουθία όσων αναφέρθηκαν, προκύπτει ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της απαιτούμενης από τις προαναφερθείσες διατάξεις, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αναφορικά με την απόρριψη του πιο πάνω αυτοτελούς ισχυρισμού της αναιρεσείουσας.
Επομένως, ο σχετικός, 4ος λόγος αναιρέσεως, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη της ως άνω ελαφρυντικής περιστάσεως, της καλής συμπεριφοράς για μεγάλο διάστημα μετά την τέλεση της πράξεως (άρθρο 84 παρ.2ε του Π.Κ), είναι βάσιμος και, πρέπει, κατά παραδοχή του, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς την απορριπτική της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης διάταξης της, αναγκαίως δε και ως προς τη διάταξη της, για την επιβολή ποινής. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνον ως προς την απορριπτική της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 ε' ΠΚ διάταξη, καθώς και τη διάταξη για την ποινή (όχι για την ενοχή) και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κατά το αναιρούμενο μέρος κρίση στο ίδιο δικαστήριο, επειδή είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ). Κατά τα λοιπά πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την υπ' αριθ. 5746/2012, απόφαση του Β' Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Πλημ/των) και συγκεκριμένα, ως προς την απορριπτική του αυτοτελούς ισχυρισμού της αναιρεσείουσας, για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84§2 εδ. ε' του ΠΚ, διάταξή της και ως προς τη διάταξή της, περί επιβολής ποινής σ' αυτήν.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα, κατά το μέρος αυτό, συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Απριλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή