Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 750 / 2016    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Άκυρη απόλυση, Αποδοχές υπερημερία.




Περίληψη:
Μίσθωση εργασίας. Πότε η αποχή του μισθωτού από την εργασία του μπορεί να θεωρηθεί ως σιωπηρή εκ μέρους του καταγγελία της σύμβασης. Αδυναμία του μισθωτού να παράσχει την εργασία του, που οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη. Δεν αποτρέπει ούτε αίρει την υπερημερία του τελευταίου. Καλή πίστη. Μόνο η λόγω της ασθένειας του μισθωτού ανικανότητά του να παράσχει την εργασία που παρείχε προηγουμένων και η εντεύθεν αποχή του απ΄ αυτήν πέρα από τα νόμιμα όρια σε περίπτωση ασθένειας, δεν μπορεί να θεωρηθεί, κατά την καλή πίστη, ως σιωπηρή απ΄ αυτόν καταγγελία της σύμβασης εργασίας όταν ο εργοδότης μπορεί να του αναθέσει άλλη εργασία, την οποία είναι ικανός να παράσχει, πράγμα που ανταποκρίνεται στην επιβαλλόμενη από την καλή πίστη υποχρέωση πρόνοιας του εργοδότη έναντι των μισθωτών του, αλλά κατά καταχρηστική ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος δεν το κάνει. Καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του εργαζόμενου να λάβει μισθούς υπερημερίας. Στοιχεία για την ευδοκίμηση της σχετικής ενστάσεως του εργοδότη. Μεταξύ αυτών ο αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των αποδοχών που παράλειψε ο μισθωτός να πορισθεί και της υπερημερίας του εργοδότη. Αναίρεση. Λόγοι. Παραβίαση δεδικασμένου. Προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της σχετικής αναιρετικής πλημμέλειας.





Αριθμός 750/2016

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δήμητρα Κοκοτίνη και Γεώργιο Μιχολιά, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 27 Σεπτεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας εξόρυξης και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων με την επωνυμία "... AE", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Ευτύχιο-Δημήτριο Καλαμίδα και Ιωάννη-Διονύσιο Φιλιώτη, που κατέθεσαν προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Γ. Π. του Ι., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μπακρατσά, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 3/12/2012 και 26/2/2013 αγωγές του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καβάλας και συνεκδικάστηκαν.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 102/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 255/2015 του Μονομελούς Εφετείου Θράκης.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 23/11/2015 αίτησή της και τους από 31/5/2016 προσθέτους λόγους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας ανέγνωσε την από 16/9/2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 349, 350, 380 παρ.1, 381, 656 ΑΚ, που ορίζουν ότι "ο δανειστής γίνεται υπερήμερος, αν δεν αποδέχεται την παροχή που του προσφέρεται. Η προσφορά πρέπει να είναι πραγματική και προσήκουσα" (άρθρο 249), "ο δανειστής γίνεται υπερήμερος και με προσφορά του οφειλέτη μη πραγματική, αν δήλωσε ήδη ότι δε δέχεται την παροχή" (άρθρο 350), "αν η παροχή του ενός από τους συμβαλλομένους είναι αδύνατη από γεγονός για το οποίο αυτός δεν έχει ευθύνη, απαλλάσσεται και ο άλλος συμβαλλόμενος από την αντιπαροχή και την αναζητεί, αν τυχόν την κατέβαλε, κατά τις διατάξεις για το αδικαιολόγητο πλουτισμό" (άρθρο 380 παρ. 1), "αν η παροχή του ενός από τους συμβαλλομένους έγινε αδύνατη από πταίσμα του άλλου, αυτός δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση αντιπαροχής. Από την αντιπαροχή όμως αφαιρείται καθετί που οφείλεται ή δόλια παραλείπει να ωφεληθεί από την απαλλαγή αυτός που απαλλάσσεται λόγω αδυναμίας. Το ίδιο ισχύει αν η παροχή του ενός έγινε αδύνατη χωρίς υπαιτιότητα του κατά το διάστημα που ο άλλος βρισκόταν σε υπερημερία αποδοχής της" (άρθρο 381), "αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ή αν η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που τον αφορούν και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης όμως έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από το μισθό κάθε τι που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή του αλλού" (άρθρο 656), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρ. 657 και 658 του ΑΚ κατά τις οποίες ο εργαζόμενος δικαιούται ένα μηνιαίο μισθό αν εμποδίζεται να εργασθεί από σπουδαίο λόγο, που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του, ένα τουλάχιστον έτος μετά την έναρξη της συμβάσεώς του, αφαιρείται όμως ό,τι έλαβε από τον ασφαλιστικό του φορέα, προκύπτουν τα εξής: Η υποχρέωσή του υπερήμερου εργοδότη για καταβολή των αποδοχών του εργαζομένου υφίσταται μέχρι να αρθεί η υπερημερία του, είτε με δήλωσή του ότι αποδέχεται την προσφερόμενη εργασία του μισθωτού, είτε με απόσβεση της ενοχής, είτε με σχετική αυτού και του μισθωτού συμφωνία είτε με νεώτερη έγκυρη καταγγελία της συμβάσεως. Σε περίπτωση ανυπαίτιας αδυναμίας του εργαζομένου να παράσχει την εργασία του, ενώ κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 380 ΑΚ, θα έπρεπε να απαλλαγεί και ο εργοδότης της καταβολής του μισθού, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις των άρθρων 657 και 658 ΑΚ δικαιούται ο εργαζόμενος, υπό τις προϋποθέσεις που το πρώτο εξ αυτών θέτει το μέρος του μισθού του που ορίζεται στο δεύτερο άρθρο. Αντίθετα αν είτε πριν την έναρξη της υπερημερίας του εργοδότη είτε κατά τη διάρκεια αυτής η παροχή της εργασίας από τον εργαζόμενο καταστεί αδύνατη από υπαιτιότητα του εργοδότη, αυτός (εργοδότης) δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση προς παροχή του μισθού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 656 ΑΚ και της παρ. 1 του άρθρου 381 ΑΚ στην πρώτη περίπτωση, της παρ. δε 2 του ίδιου άρθρου 381 ΑΚ στη δεύτερη περίπτωση, οι οποίες έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση της συμβάσεως εργασίας, εφόσον, από τις σχετικές ειδικές διατάξεις που ρυθμίζουν αυτήν, δεν προβλέπεται διαφορετική αντιμετώπιση της αδυναμίας του μισθωτού για παροχή της εργασίας του, που οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, όπως συμβαίνει με τις διατάξεις των άρθρων 357 και 358 που αντιμετωπίζουν εν μέρει κατά διαφορετικό τρόπο από ό, τι το άρθρο 380 ΑΚ τις υποχρεώσεις του εργοδότη σε περίπτωση ανυπαίτιας αδυναμίας του εργαζόμενου που οφείλεται σε σπουδαίο λόγο. Εξ άλλου, στο πλαίσιο λειτουργίας της συμβάσεως παροχής εξαρτημένης εργασίας αναγνωρίζεται, γενικώς, στον εργοδότη η εξουσία να λαμβάνει κάθε μέτρο, το οποίο έχει σχέση με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εργαζομένου και θεωρείται πρόσφορο για την αποδοτική οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησης, εντός της οποίας παρέχεται η εργασία. Η εξουσία αυτή είναι γνωστή ως "διευθυντικό δικαίωμα" του εργοδότη και έχει ως περιεχόμενο τον εκ μέρους αυτού μονομερή καθορισμό των όρων της συμβάσεως εργασίας, από την πρόσληψη του εργαζόμενου μέχρι την απόλυσή του, στο μέτρο που οι όροι αυτοί δεν έχουν προκαθορισθεί δεσμευτικά από τους ίδιους τους συμβαλλόμενους ή κάποιον υποχρεωτικό κανόνα δικαίου. Η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, όμως, ελέγχεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με την εφαρμογή της ΑΚ 281, υπό την έννοια ότι απαγορεύεται, ως καταχρηστική, όταν υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που διαγράφονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό αυτού (ολ ΑΠ 10/2010). Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 2112/1920 που συμπληρώθηκε με τη διάταξη του άρθρου 3 του ν. 4558/1930, συνάγεται ότι επί αποχής του μισθωτού από την εργασία του λόγω ασθενείας του, καθ’ υπέρβαση του υπό της ιδίας διατάξεως του νόμου οριζομένου χρονικού ορίου, η λύση ή μη της συμβάσεως εργασίας θα κριθεί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση υπό του δικαστού κατά τα άρθρα 200, 288 ΑΚ επί τη βάσει των αρχών της καλής πίστεως, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών, μετά από εκτίμηση της αιτίας της αποχής, της διάρκειάς της, της υπαιτιότητος ή ανυπαιτιότητος του μισθωτού και των εν γένει περιστάσεων, αν η αποχή αυτή κατ’ αντικειμενική εκτίμηση και ανεξαρτήτως της προθέσεως ή μη του μισθωτού προς λύση της συμβάσεως εργασίας, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρή εκ μέρους του καταγγελία αυτής (ολ. ΑΠ 32/1988). Όμως μόνη η συνεπεία της ασθενείας του μισθωτού ανικανότητα αυτού να παράσχει την εργασία που παρείχε προηγουμένως και η εντεύθεν πέραν των παραπάνω χρονικών ορίων αποχή αυτού από την εργασία δεν μπορεί να θεωρηθεί κατά την καλή πίστη ως σιωπηρή από αυτόν καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, αφού ο εργοδότης υποχρεούται, κατά τα άρθρα 288, 652 ΑΚ, ασκώντας το διευθυντικό δικαίωμα όπως απαιτεί η καλή πίστη, να λάβει πρόνοια υπέρ του μισθωτού και να αναθέσει σε αυτόν εργασία την οποία είναι ικανός να παράσχει (ΑΠ 876/1989). Η άρνηση του εργοδότη να προσδιορίσει κατά τον άνω τρόπο τα νέα καθήκοντα του ασθενούς εργαζομένου και η εμμονή του στην εκ μέρους του μισθωτού παροχή της εργασίας που κατά τη σύμβαση παρείχε προ της ασθενείας, συνιστά καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος από μέρους του. Κατ’ ακολουθίαν αυτών ως προσήκουσα προσφορά της εργασίας από πλευράς εργαζομένου, σε άρνηση αποδοχής της οποίας εκ μέρους του εργοδότη περιέρχεται ο τελευταίος σε υπερημερία κατά τις διατάξεις του άρθρου 656 ΑΚ, νοείται σε περίπτωση ασθενείας του εργαζομένου, αυτή που ο εργοδότης υποχρεούται, κατά τα άρθρα 288 και 652 ΑΚ, ασκώντας το διευθυντικό δικαίωμα όπως απαιτεί η καλή πίστη, να προσδιορίσει και να του αναθέσει και την οποία είναι ικανός ο εργαζόμενος να παράσχει. Τέλος κατά την διάταξη του άρθ. 559 αριθ.1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ο ως άνω λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός εφαρμοσθεί, αν και κατά τις παραδοχές της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αντίθετα, όταν αυτός δεν εφαρμοσθεί, μολονότι κατά τις ίδιες παραδοχές συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές ή εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη εφαρμογή (oλ. ΑΠ 31/2009, 7/2006, ΑΠ 255/2016, 939/2013). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασής του, δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων (ήδη αναιρεσίβλητος), πτυχιούχος μηχανολόγος μηχανικός του Τμήματος Μηχανολογίας της Σχολής Τεχνολογικών Εφαρμογών του Τ.Ε.Ι. Καβάλας, άγαμος, συνήψε με την εναγομένη (ήδη αναιρεσείουσα) ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "... Α.Ε.", που εδρεύει στην ... του Νομού Καβάλας και έχει ως αντικείμενο εργασιών την εξόρυξη και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων, σύμβαση ιδιωτικού δικαίου εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πλήρους απασχόλησης, στις 6.7.2007, ασφαλισμένος στο Ι.Κ.Α., παρέχοντας σε αυτή την εργασία του, υπό την επίβλεψη, την εποπτεία και τις οδηγίες και εντολές των προϊσταμένων του προστηθέντων της εναγομένης, με τη μορφή της μόνιμης και πλήρους απασχόλησής του με την ειδικότητα του χειριστή μονάδων παραγωγής, υπό το σύστημα της εναλλασσόμενης οκτάωρης βάρδιας με ένα κύκλο εργασίας 35 ημερών, με βάση το πρόγραμμα εργασίας που εκπονούσε η εναγομένη, υπαχθείς, με βάση το οργανόγραμμα αυτής (εναγομένης), στο τμήμα λειτουργίας χερσαίων εγκαταστάσεων με μηνιαίο μισθό, ο οποίος, κατά την ημέρα του κατωτέρω περιγραφομένου, επισυμβάντος στις 18.12.2010, εργατικού ατυχήματος, ανερχόταν σε 1.618,33 ευρώ, ενώ κατά το έτος 2012 στο ποσό των 1.899 ευρώ. Για τις εργασίες που εκτελούσε με βάση την παραπάνω σύμβαση ο ενάγων λάμβανε οδηγίες και εντολές από το θάλαμο ελέγχου, ενώ ιεραρχικά ανώτεροι του ήταν ο εργοδηγός παραγωγής, ο προϊστάμενος λειτουργίας χερσαίων εγκαταστάσεων και ο διευθυντής του εργοστασίου. Τις θέσεις και τον τρόπο εργασίας, καθώς και τις μονάδες παραγωγής, επέβλεπαν οι τεχνικοί επιθεωρητές της εναγομένης εταιρείας, ενώ η ίδια διέθετε (και διαθέτει) τεχνικό ασφαλείας, υπεύθυνο για την εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου και την εκπόνηση-εφαρμογή του κανονισμού ασφαλείας της επιχείρησης, καθώς και για τη συνεπή εφαρμογή του πλέγματος της νομοθεσίας για την ασφάλεια της παρεχόμενης εργασίας και την υγιεινή των εργαζομένων. Στις 18.12.2010, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, ο ενάγων τραυματίστηκε, όταν εργαζόταν στην απογευματινή βάρδια εργασίας, στη μονάδα παραγωγής ανάκτησης θείου. Η μονάδα θείου τουλάχιστον από το μήνα Οκτώβριο του έτους 2010 είχε μειωμένη παραγωγή και για το λόγο αυτό υπήρχε χαμηλή παροχή όξινου νερού. Από τότε, η ρύθμιση της λειτουργίας της μονάδας δεν μπορούσε να γίνει αυτόματα από το θάλαμο ελέγχου της, αλλά χρειαζόταν η συνδρομή του χειριστή παραγωγής της, ο οποίος, μετά σχετική εντολή, που λάμβανε από το θάλαμο ελέγχου, ρύθμιζε την παροχή αέρα με τη χρήση μιας χειροκίνητης βάνας που βρίσκεται σε ένα πατάρι σε ύψος 4 μέτρων περίπου, ο χειρισμός της οποίας απαιτούσε μικρές και λεπτές κινήσεις. Κατά την αυτή ημεροχρονολογία (18.12.2010), ενώ ο ενάγων εκτελούσε την εργασία του στις εργοστασιακές εγκαταστάσεις της εναγομένης, η τελευταία, δια των κατωτέρω αναφερομένων αρμοδίων και εντεταλμένων οργάνων της - φυσικών προσώπων, του επέτρεψε, κατά την εργασία του στη μονάδα του θείου, μετά εντολή που έλαβε από τη μονάδα ελέγχου του θαλάμου, να ανεβεί στο πατάρι ύψους 4 μέτρων και να ρυθμίσει με τη χειροκίνητη βάνα την παροχή αέρα, χωρίς προηγουμένως να έχουν ληφθεί όλα τα αναγκαία προστατευτικά μέτρα, ώστε να εκτελεστεί η ως άνω εργασία του με ασφάλεια. Συγκεκριμένα, η εναγομένη δεν φρόντισε για την ασφαλή εκτέλεση της εργασίας του ενάγοντος, κατά την παραμονή του στην προαναφερόμενη θέση εργασίας, στην οποία ο κίνδυνος ατυχήματος από πτώση ήταν ορατός, καθώς δεν μερίμνησε, ώστε το πιο πάνω αναφερόμενο πατάρι να διαθέτει και σε εκείνο το τμήμα, δηλαδή ακριβώς απέναντι και δίπλα από τη χειροκίνητη βάνα που είχε μέτωπο προς το κενό, προστατευτικό προπέτασμα έναντι πτώσης (κουπαστή-ράβδο μεσοδιαστήματος) με επαρκές ύψος ή άλλο ισοδύναμο μέσο, όπως σταθερό σημείο αγκύρωσης για τη χρήση ζώνης ασφαλείας, ενώ, επιπλέον, δεν ενημέρωσε και δεν επέστησε την προσοχή στον ενάγοντα, με αφορμή την αλλαγή της διαδικασίας ρύθμισης της παροχής αέρα τους τελευταίους τρεις μήνες περίπου, για τους κινδύνους που εγκυμονούσε η νέα θέση εργασίας ή για τον τρόπο, με τον οποίο αυτή θα μπορούσε να εκτελεστεί με μεγαλύτερη ασφάλεια, με αποτέλεσμα αυτός (ενάγων), για να φτάσει στη χειροκίνητη βάνα, να πατήσει πάνω σε οριζόντιο σωλήνα διαμέτρου 15 εκατοστών με μόνωση, που διέρχεται παράλληλα με το άκρο του παταριού, και με την πλάτη γυρισμένη στο κενό να ισορροπήσει πάνω στο σωλήνα, ακουμπώντας με την πλάτη σε έναν άλλο ανενεργό, οριζόντιο σωλήνα παροχής αέρα, διαμέτρου 5 εκατοστών, που υπήρχε σε ύψος περίπου μέτρου από το πατάρι, να υποχωρήσει ο σωλήνας αυτός από τη στήριξη του και ο ενάγων, πριν προλάβει να αντιδράσει, να πέσει και να βρεθεί με ορμή στο έδαφος και να υποστεί από την πτώση του αυτή κάταγμα του 8ου θωρακικού σπονδύλου λόγω πτώσης εξ ύψους μετά συνοδού τραυματισμού του νωτιαίου μυελού, επιπλοκή από λοίμωξη μήνιγγος, θλάση πνευμόνων, παραπληγία από τη μεσότητα του κορμού και κάτω με πλήρη έκπτωση της κινητικής και αισθητικής λειτουργίας από τη μέση και κάτω και φυσικά των άκρων, υποδόριο οίδημα κατά το δεξιό κάτω άκρο άνευ θρομβώσεως, εξαιτίας των οποίων μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο, όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση αποσυμπίεσης του μυελού με επέκταση της αρχικής πεταλεκτομής, σπονδυλοδεσία και τοποθέτηση οστικού αλλομοσχεύματος, ενώ στη συνέχεια ακολούθησε (και ακολουθεί ακόμη) πρόγραμμα αποκατάστασης, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στη Γερμανία, με την κατάσταση της υγείας του να παρουσιάζεται μεν βελτιωμένη, πλην όμως με διατήρηση της κατάστασης παραπληγίας στα κάτω άκρα που τον έχει καθηλώσει σε αναπηρικό καροτσάκι. Από το μήνα Οκτώβριο του έτους 2010, οπότε και σταμάτησε η αυτόματη λειτουργία της μονάδας θείου, έως και το χρόνο του ανωτέρω περιγραφέντος εργατικού ατυχήματος ο ενάγων, όπως και ορισμένοι ακόμη συνάδελφοι του χειριστές παραγωγής στις άλλες βάρδιες λειτουργίας του εργοστασίου της εναγομένης, εκτελούσαν την εργασία ρύθμισης της χειροκίνητης βάνας παροχής αέρα με τον προαναφερόμενο κινδυνώδη τρόπο, δηλαδή ανέβαιναν στο πατάρι που βρίσκεται σε ύψος 4 περίπου μέτρων από το έδαφος, πατούσαν πάνω σε ένα σωλήνα παροχής νερού διαμέτρου 15 εκατοστών τουλάχιστον που βρισκόταν σε ύψος 50 περίπου εκατοστών από το δάπεδο του παταριού και, αφού έστρεφαν το πρόσωπο τους προς τη βάνα, ακουμπώντας με την πλάτη τους για στήριξη έναν ανενεργό οριζόντιο σωλήνα, επιχειρούσαν με λεπτές κινήσεις των χεριών τους να ρυθμίσουν τη βάνα, ώστε να επιτύχουν την κατάλληλη παροχή αέρα, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος εκδήλωσης πυρκαγιάς στη μονάδα. Ο ενάγων, όπως και άλλοι συνάδελφοι του, επέλεξαν τη συγκεκριμένη παράτολμη μέθοδο εργασίας, παρά την προφανή επικινδυνότητά της και την εξ αυτής ελλοχεύουσα απειλή κατά της ζωής και της σωματικής τους ακεραιότητας, προκειμένου να εκτελέσουν με ακρίβεια, συνέπεια και αμεσότητα το χειρισμό της χειροκίνητης βάνας, ώστε να αποτρέψουν εγκαίρως τη δημιουργία προβλημάτων στη λειτουργία της μονάδας θείου. Δεν χρησιμοποιούσαν ζώνη ασφαλείας, διότι στην συγκεκριμένη θέση δεν υπήρχε σταθερό σημείο αγκύρωσης, παρά μόνο ενεργοί σωλήνες. Η παραπάνω κινδυνώδης θέση (εργασίας) και ο συγκεκριμένος τρόπος λειτουργίας, τόσο του ενάγοντος, όσο και άλλων συναδέλφων του, ήταν γνωστός στα κατωτέρω αναφερόμενα φυσικά πρόσωπα της εν λόγω ανώνυμης εταιρείας. Παρόλα αυτά, ο τεχνικός ασφαλείας της εναγομένης, Θ. Ε. του Κ., δεν φρόντισε να υποδείξει και οι: α) Κ. Π. του Μ., διευθύνων σύμβουλος της εναγομένης, β) Ε. Π. του Γ., Πρόεδρος του Διοικητικού της Συμβουλίου και γ) Ε. Κ. του Α., Αντιπρόεδρος του Διοικητικού της Συμβουλίου, οι οποίοι (τρεις τελευταίοι), υπό τις ρηθείσες ιδιότητες τους, εκπροσωπούν δικαστικά και εξώδικα την εναγομένη εταιρεία, είτε από κοινού, είτε ο καθένας χωριστά, δεν μερίμνησαν για την τοποθέτηση προστατευτικού προπετάσματος με επαρκές ύψος έναντι πτώσης (κουπαστή-ράβδο μεσοδιαστήματος) ή άλλου ισοδύναμου αποτρεπτικού μέτρου, όπως είναι για παράδειγμα η τοποθέτηση σταθερού σημείου αγκύρωσης που θα επέτρεπε την ασφαλή χρήση ζώνης ασφαλείας, καθώς, όπως αποδείχθηκε από την πτώση και τον τραυματισμό του ενάγοντος, οι υπάρχουσες σωληνώσεις σε εκείνο το σημείο του παταριού δεν ήταν πρόσφορες και ικανές να εμποδίσουν την πτώση των εργαζομένων από μεγάλο ύψος, περίπου 4 μέτρων. Το γεγονός ότι ορισμένοι χειριστές παραγωγής εκτελούσαν εκείνη την περίοδο την ίδια εργασία, δηλαδή το άνοιγμα και κλείσιμο της χειροκίνητης βάνας παροχής αέρα, με διαφορετικό τρόπο, δηλαδή με την επιδέξια χρήση βανόκλειδου ή με τη χρήση μικρού σκαλοπατιού, δεν αναιρεί και δεν αποκλείει την υπαίτια (και αξιόποινη) παράλειψη των προαναφερθέντων φυσικών προσώπων να λάβουν τα προαναφερόμενα πρόσφορα και αναγκαία μέτρα ασφαλείας προς αποτροπή πτώσης και τραυματισμού εργαζομένων, αν και γνώριζαν τον τρόπο ρύθμισης της χειροκίνητης βάνας τόσο από τον ενάγοντα, όσο και από άλλους συναδέλφους του. Προσέτι, αποδείχθηκε ότι για το σοβαρό αυτό τραυματισμό του ενάγοντος σχηματίστηκε σε βάρος των προαναφερομένων τεσσάρων φυσικών προσώπων, οργάνων της εναγομένης, ποινική δικογραφία και παραπέμφθηκαν αυτοί να δικαστούν ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας, μεταξύ άλλων, και για την αξιόποινη πράξη της πρόκλησης σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεους σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, εκδοθείσας ήδη σχετικώς της με αριθμό 1950/25.11.2013 οριστικής απόφασης του ρηθέντος πρωτοβάθμιου ποινικού Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας καθένας από αυτούς (κατηγορουμένους) καταδικάστηκε, για την ανωτέρω πράξη, σε ποινή φυλάκισης 18 μηνών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η προκληθείσα παραπληγία του ενάγοντος δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί αποφασιστικά, αλλά οι υπόλοιπες λειτουργίες του οργανισμού του αποκαταστάθηκαν σταδιακά και οι επιπλοκές αντιμετωπίστηκαν ικανοποιητικά, ώστε ο ενάγων είχε πλέον τη δυνατότητα να εργαστεί στην εναγομένη, αλλά με καθήκοντα διάφορα αυτών που αποτελούσαν αντικείμενο της ένδικης εργασιακής του σχέσης με την εναγομένη εταιρεία, ήτοι προσαρμοσμένα στην παραπληγία που του προκάλεσε το προαναφερθέν εργατικό ατύχημα. Για το λόγο αυτό, στις 3.10.2012, ζήτησε εγγράφως από την εναγομένη να δεχθεί μετά τη λήξη της αναρρωτικής του άδειας στις 15.10.2012 τις υπηρεσίες του με αλλαγή καθηκόντων του υπό τα δεδομένα της αναπηρίας του, αιτούμενος τον επανακαθορισμό εκ μέρους της εναγομένης των εργασιακών του καθηκόντων και την ανάθεση σε αυτόν εργασίας ανάλογης και συνάδουσας με τη νέα, μετά τον επελθόντα σοβαρό τραυματισμό του, κατάσταση της υγείας του. Στο σημείο αυτό άξιο επισημειώσεως είναι ότι κατά τη διάρκεια της αποχής του από την εργασία του, για την οποία δεν είναι υπαίτιος ο ενάγων, η εναγομένη ενημερωνόταν ως προς την πορεία της ασθενείας του, εξ αιτίας της οποίας επιδοτείτο από το ΙΚΑ με επίδομα ασθενείας και από την συμπεριφορά του και ειδικά από τις δηλώσεις του στα προαναφερόμενα πρόσωπα της διοίκηση της εναγομένης ότι πρόκειται να επανέλθει στην εργασία του. Ο ενάγων μάλιστα εκδηλώνοντας σταθερά κατά την αποχή του την επιθυμία του να συνεχιστεί η εργασιακή σύμβαση πρότεινε την τοποθέτησή του σε κενή θέση αποθηκαρίου, ακόμα και στην Πύλη της Βιομηχανίας στις υποχρεώσεις των οποίων μπορούσε να αντεπεξέλθει. Οι εκπρόσωποι της εναγομένης κατά κατάχρηση του διευθυντικού τους δικαιώματος και κατ’ απαγορευμένη διακριτική μεταχείρισή του αρνήθηκαν να πράξουν τούτο όχι γιατί δεν υπήρχε άλλη θέση ανάλογη με τα προσόντα του αλλά επικαλούμενοι την Μελέτη Ασφαλείας Χερσαίων Εγκαταστάσεων της εναγομένης για τη συμμόρφωσή της στις ειδικές διατάξεις της νομοθεσίας για την πρόληψη Βιομηχανικών Ατυχημάτων Μεγάλης Έκτασης (ΒΑΜΕ, οδηγία ΣΕΒΕΖΟ) σύμφωνα με την οποία υφίσταται απαγόρευση εισόδου των προσώπων με ειδικές ανάγκες (ΑΜΕΑ) στις μονάδες παραγωγής αυτής. Ωστόσο η μελέτη αυτή σαφώς διαχωρίζει τα μέτρα ασφαλείας και τις απαγορεύσεις στα δύο διακριτά μέρη του εργοστασίου: στις μονάδες παραγωγής (που κατά νόμο είναι τα συγκροτήματα μηχανολογικού εξοπλισμού ενιαίας λειτουργίας που παράγουν ενδιάμεσα ημικατεργασμένα ή και τελικά προϊόντα πετρελαίου, όπως ορίζεται στην ΥΑ 34458/90) και στις βοηθητικές εγκαταστάσεις για τις οποίες δεν υπάρχει απαγόρευση εισόδου στα εν λόγω πρόσωπα (ΑΜΕΑ). Συναφώς η επιχείρηση, μπορούσε να τον τοποθετήσει σε θέση αποθηκαρίου ή σε μια θέση στην Πύλη της βιομηχανίας, όπως τούτο επιβαλλόταν να πράξει κατά τους κανόνες της καλής πίστης, εφόσον ο ενάγων είχε ζητήσει και αποδεχόταν να εργασθεί στις θέσεις αυτές και μπορούσε να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις που η τοποθέτηση σε μια από αυτές συνεπαγόταν, διότι διέθετε τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα. Εφόσον λοιπόν η εναγομένη αρνήθηκε να προσαρμόσει την απασχόλησή του στην φυσική του κατάσταση παρά τις δυνατότητες προσαρμογής ένταξης και υποβοήθησης- και να δεχθεί τις υπηρεσίες που πρόσφερε σ’ αυτήν κανονικά και με προσήκοντα τρόπο στην συγκεκριμένη περίπτωση ο ενάγων, έγινε υπερήμερη και ως εκ τούτου είναι υποχρεωμένη να καταβάλει σ’ εκείνον τους αιτούμενους μισθούς υπερημερίας. Ακολούθως αποδείχθηκε ότι στις 12.12.2012, η εναγομένη εταιρεία απέκρουσε και πάλι τις προσφερόμενες υπηρεσίες του, γιατί έκρινε ότι η προαναφερόμενη συμπεριφορά του (μεγάλη διάρκεια αποχής από την εργασία και "διαρκή ανικανότητα") ενείχε σιωπηρά δήλωση βουλήσεως περί οικειοθελούς αποχωρήσεώς του και μονομερή από αυτόν λύση της εργασιακής αυτής συμβάσεως και κατέθεσε στο αρμόδιο Γραφείο του υποκαταστήματος Ο.Α.Ε.Δ. Καβάλας την από 6.12.2012 με αριθμό πρωτοκόλλου ...12.12.2012 αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού. Ενόψει των πιο πάνω συνθηκών και περιστάσεων, κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή του ενάγοντος από την εργασία του, της μεγάλης διάρκειάς της και των πιο πάνω δηλώσεων του ενάγοντος, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η προαναφερθείσα ανυπαίτια, έστω και μακράς διαρκείας απουσία του ενάγοντος από την εργασία του, δεν συνιστά σιωπηρή εκ μέρους αυτού δήλωση βουλήσεως προς λύση της συμβάσεως εργασίας. Και ναι μεν η ασθένεια του ενάγοντος διήρκεσε επί μακρόν, πλην όμως τούτο δεν σημαίνει χωρίς άλλο ότι η αποχή του συνιστά λύση της σύμβασης απ’ αυτόν. Διότι από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 3 του ν. 4658/1930 και άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 2112/1920 συνάγεται, ότι σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του λόγω ασθενείας του, καθ’ υπέρβαση των χρονικών ορίων που τίθενται από τις πιο πάνω διατάξεις, η λύση ή μη της εργασιακής συμβάσεως κρίνονται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κατά τα άρθρα 200 και 288 ΑΚ. Ειδικότερα με βάση τις αρχές της καλής πίστεως, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, μετά από εκτίμηση της αιτίας της αποχής, της διαρκείας της, της μη υπαιτιότητας του μισθωτού και γενικά των συνθηκών κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, απόκειται στο δικαστή να κρίνει αν αυτή η αποχή, κατά αντικειμενική κρίση, δηλαδή ανεξάρτητα από την πρόθεση του μισθωτού για λύση ή μη της συμβάσεως, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρά εκ μέρους του καταγγελία της συμβάσεως, ήτοι ως σιωπηρά δήλωση βουλήσεως του μισθωτού για τη λύση από αυτόν της εργασιακής συμβάσεως. Βέβαια, δεν απαγορεύεται στον εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας, ακόμη και κατά τη διάρκεια της ασθένειας του εργαζομένου, τηρώντας όμως τις νόμιμες προϋποθέσεις για την καταγγελία της (έγγραφη καταγγελία και αποζημίωση). Επομένως ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο ενάγων αποχώρησε οικειοθελώς καταγγέλλοντας τη σύμβαση, δεν είναι βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Σύμφωνα λοιπόν με τα προαναφερόμενα η εναγομένη κατέστη υπερήμερη δανείστρια ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του ενάγοντος και υπερήμερη οφειλέτρια ως προς την καταβολή των αποδοχών του μετά τις από 16.10.2012 και 12.12.2012 άκυρες καταγγελίες και είναι υποχρεωμένη να καταβάλει σ’ εκείνον τους αιτούμενους μισθούς υπερημερίας από 16.10.2012 μέχρι και 28.2.2013, το συνολικό χρηματικό ποσό των 7.282,48 ευρώ, [αναλυόμενο ως εξής: 809,16 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 16.10.2012 μέχρι 31.10.2012, καθώς και από 1.618,33 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας για κάθε έναν από τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο του έτους 2012, όπως και για κάθε έναν από τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο του έτους 2013] και για το χρονικό διάστημα από 1.3.2013 έως 30.6.2013, το χρηματικό ποσό των (4 μήνες Χ 1.899 ) 7.596 ευρώ. Με βάση τις παραδοχές αυτές και αφού εν τω μεταξύ έκρινε ως μη νόμιμη ένσταση της εναγομένης, περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος, που αυτή είχε υποβάλει πρωτοδίκως και επαναφέρει με σχετικό λόγο εφέσεως ενώπιόν του, το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του, απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση της αναιρεσείουσας, επικυρώνοντας την πρωτόδικη υπ’ αριθ. 102/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, με την οποία είχαν γίνει εν μέρει δεκτές οι δύο από 3.12.2012 και 26.2.2013 αγωγές του αναιρεσιβλήτου και είχαν επιδικασθεί σ’ αυτόν για αποδοχές υπερημερίας τα ποσά των 7.282,48 ως προς την πρώτη αγωγή και 7.596 ευρώ ως προς τη δεύτερη. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, με το να δεχθεί δηλαδή ότι η προσήκουσα παροχή που προσέφερε ο αναιρεσίβλητος, ως εργαζόμενος, προς την αναιρεσείουσα εργοδότριά του, τόσο κατά την 16.10.2012 όσο και κατά την 12.12.2012, της οποίας η μη αποδοχή εκ μέρους της τελευταίας, οδήγησε στην υπερημερία της, είναι όχι αυτή που κατά την εργασιακή σύμβαση είχε αρχικά συμφωνήσει να προσφέρει, δηλαδή του χειριστή μονάδων παραγωγής, αλλά αυτή του αποθηκαρίου ή του υπαλλήλου στην πύλη της βιομηχανίας, ειδικότητες σε μία από τις οποίες όφειλε η αναιρεσείουσα, ασκώντας το διευθυντικό της δικαίωμα, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, να τον εντάξει για να παρέχει την εργασία του, ενόψει της κατάστασης της υγείας του και της ηλικίας του, καθήκοντα που μπορούσε ευχερώς και είχε ζητήσει με σχετικά αιτήματά του να ασκήσει αυτός και ότι η άρνησή της να προσδιορίσει τα νέα, εν όψει της καταστάσεως υγείας του, καθήκοντα του ενάγοντος, συνιστά καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού της δικαιώματος, δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 656 ΑΚ. Επομένως ο δεύτερος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Δεν παραβίασε επίσης τις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ, 5 και 25 του Συντάγματος, με τις οποίες προστατεύεται η ελευθερία των συμβάσεων, της φυσικής δηλαδή ευχέρειας του προσώπου να συνάπτει, προβαίνοντας σε συγκεκριμένη δήλωση βουλήσεως ή να μη συνάπτει συμβάσεις, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση, που έκρινε το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του, δεν πρόκειται περί της φυσικής ελευθερίας του ατόμου να συνάπτει ή να μη συνάπτει συμβάσεις, αλλά περί ασκήσεως συγκεκριμένου δικαιώματος, δηλαδή του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη σε ισχύουσα σύμβαση εργασίας. Επομένως ο δεύτερος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη η από τον ίδιο αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της παραβίασης των διατάξεων αυτών, είναι αβάσιμος. Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως κατά το πρώτο σκέλος του, με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια, της παραβιάσεως των άρθρων 657 και 658 ΑΚ, με το να δεχθεί ότι η αδυναμία του αναιρεσιβλήτου να εκπληρώσει την παροχή του δεν αποτελεί γεγονός που αίρει την υπερημερία της αναιρεσείουσας περί την αποδοχή της εργασίας του και να του επιδικάσει αποδοχές υπερημερίας για χρονικό διάστημα που δεν καλύπτεται από τα άρθρα αυτά, στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε αδυναμία του αναιρεσιβλήτου να προσφέρει τις υπηρεσίες του, ενώ αυτή σύμφωνα με τις προαναφερόμενες παραδοχές της, δέχθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος είχε τη δυνατότητα να προσφέρει τις υπηρεσίες του, όπως αυτές έπρεπε, κατά καλόπιστη ενάσκηση του διευθυντικού της δικαιώματος από την αναιρεσείουσα, να έχουν προσδιοριστεί. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.8 περ. α’ ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, κατά το δεύτερο σκέλος του, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δέχθηκε καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της αναιρεσείουσας, με το να εμμένει στην παροχή των υπηρεσιών του αναιρεσιβλήτου σύμφωνα με την αρχική μεταξύ τους σύμβαση και να μη δεχθεί να αναπροσαρμόσει και να προσδιορίσει αυτές, σύμφωνα με την μετά το εργατικό ατύχημα κατάσταση της υγείας αυτού, χωρίς τέτοιος ισχυρισμός να έχει προταθεί από τον αναιρεσίβλητο και ως επακόλουθο της παραδοχής της αυτής δέχθηκε ότι υπάρχει υπερημερία της και επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο αποδοχές υπερημερίας. Από την επισκόπηση όμως των ενδίκων αγωγών του αναιρεσιβλήτου αυτός, όχι βεβαίως κατά πανηγυρική έκφραση, αλλά σαφώς σ’ αυτές, με περιγραφή της συμπεριφοράς της εναγομένης προέβαλε τέτοιο ισχυρισμό. Ειδικότερα στην πρώτη από τις ένδικες αγωγές (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ...6.12.2012) εκθέτει (σελ. 25-26) ότι "...ακόμη και εάν υποτεθεί ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας μου δεν ήταν παράνομη, ούτε η εναγόμενη προέβη στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας μου από αισθήματα εχθρότητας ως προς το πρόσωπο μου, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι συνέτρεχε το κώλυμα απασχόλησής μου εντός των ορίων των χερσαίων εγκαταστάσεων της, ακόμη και εάν η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ήταν ενδεχομένως κατ’ εξαίρεση νόμιμη λόγω ασθενείας, τότε και πάλι η επίδικη καταγγελία είναι μη νόμιμη και συνεπώς άκυρη, επειδή αποτελεί απαγορευμένη διακριτική μεταχείρισή μου ως ατόμου με αναπηρία. Η εναγόμενη όφειλε να προωθήσει εύλογες προσαρμογές στο εργασιακό της περιβάλλον στην κατεύθυνση της συνέχισης της απασχόλησής μου. Όφειλε δηλαδή να λάβει θετικά μέτρα για την απασχόλησή μου ως ατόμου με ειδικές ανάγκες, με βάση το ειδικό για τους αναπήρους προστατευτικό καθεστώς, χωρίς να διακόψει τη σύμβαση εργασίας μου με μοναδική αιτιολογία την αναπηρία μου. Η εναγόμενη ήταν υποχρεωμένη, είτε να τροποποιήσει το οργανόγραμμά της και να δημιουργήσει μια νέα θέση εργασίας στα υφιστάμενα τμήματα διοικητικών και οικονομικών υπηρεσιών και στο τμήμα προμηθειών και μεταφορών, με καθήκοντα που θα μπορούσα ευχερώς να εκτελέσω (διοικητικός υπάλληλος, γραμματέας, αποθηκάριος, τηλεφωνητής, οδηγός κλητήρας) είτε να διατηρήσει ή να επαναλειτουργήσει ή να μεταφέρει ένα τμήμα της δραστηριότητάς της εκτός των ορίων της εγκατάστασης, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει να με απασχολεί ως άτομο με αναπηρία, όπως ακριβώς συνεχίζει και απασχολεί τους αρτιμελείς συναδέλφους μου. Η υποχρέωση αυτή της εναγόμενης αναδεικνύεται εμφατικά από το γεγονός ότι η ίδια, δηλώνει δημόσια, ότι στις αρχές του έτους 2013 θα επεκτείνει τις δραστηριότητές της ενισχύοντας την τοπική απασχόληση και δημιουργώντας δεκάδες νέες θέσεις εργασίας. Η υποχρέωση της εναγόμενης και το αντίστοιχο δικαίωμά μου για απασχόληση με βάση το άρθρο 21 παρ. 6 του Συντάγματος, αφού ληφθεί υπόψη το νεαρό της ηλικίας μου, η εμπειρία μου, οι γνώσεις μου, η προοπτική του ενεργού εργασιακού μου βίου που εκτείνεται σε τουλάχιστον 30 χρόνια, επιβάλλει να αναγνωριστεί και εξ αυτού του λόγου η ακυρότητα της καταγγελίας και να εκδοθεί δικαστική απόφαση με την οποία να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδεχθεί τις υπηρεσίες μου...με αλλαγή καθηκόντων που να προσαρμόζονται στις κατάσταση της υγείας μου, κατάλληλη και αντίστοιχη με τα προσόντα μου ως πτυχιούχου του τμήματος Μηχανολογίας του ΤΕΙ, δεδομένου ότι λόγω του βαρύτατου τραυματισμού μου, που μου προκάλεσαν οι πράξεις και παραλείψεις των προστηθέντων της εναγόμενης, και της κατάστασης στην οποία με έφερε, σε συνδυασμό με το νεαρό της ηλικίας μου, τις εξαιρετικά μεγάλες ανάγκες που μου δημιουργεί η νέα μου κατάσταση (ειδικός εξοπλισμός, ειδικές διαμορφώσεις στην κατοικία μου, μεγάλες οικονομικές δαπάνες για ιατρικά αναλώσιμα κ.λ.π.) καθιστούν την ανωτέρω εργασία μου απολύτως απαραίτητη τόσο για την αντιμετώπιση της διατροφής μου και των εν γένει βιοποριστικών αναγκών μου, όσο και για την ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητάς μου και την αντιμετώπιση των ψυχικών και συναισθηματικών τραυμάτων που μου προκάλεσε ο βαρύτατος τραυματισμός μου κατά την εκτέλεση διατεταγμένης από την εναγόμενη υπηρεσίας", ενώ στην δεύτερη (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ...4.3.2013), αφού περιγράφει το ιστορικό της εργασιακής σχέσεως πριν και κυρίως μετά το εργατικό ατύχημα και αναφέρει την άρνηση των νομίμων εκπροσώπων της αναιρεσείουσας να δεχθούν αναπροσαρμογή των καθηκόντων του, σύμφωνα με την μετά το ατύχημα κατάσταση της υγείας του, εκθέτει (σελ. 22,24-25, 31- 33) ".. η καλή πίστη, με το περιεχόμενο και την ένταση που αποκτά στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων, αποτελεί το ειδικότερο θεμέλιο της υποχρέωσης πρόνοιας, η οποία και αυτή, όπως η καλή πίστη, αντλεί το περιεχόμενο της από το ίδιο το Σύνταγμα...Στο περιεχόμενο της υποχρέωσης πρόνοιας ανήκει η υποχρέωση για προστασία του μισθωτού, η οποία αρνητικά περιλαμβάνει την αποφυγή κάθε ενέργειας που μπορεί να βλάψει αδικαιολόγητα τα συμφέροντα του και θετικά τη λήψη των αναγκαίων μέτρων προς την κατεύθυνση της προστασίας. Ιδιαίτερη βαρύτητα όμως, αποκτά η υποχρέωση πρόνοιας, όταν τίθεται θέμα απώλειας της θέσης εργασίας του εργαζομένου, καθόσον οι επιμέρους υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτήν ενισχύονται στις περιπτώσεις που το διακύβευμα είναι η ίδια η εργασιακή σχέση. Στο πεδίο αυτό η υποχρέωση πρόνοιας προσλαμβάνει το ειδικότερο περιεχόμενο της υποχρέωσης να λαμβάνεται υπόψη το συμφέρον του εργαζομένου να διατηρήσει την εργασιακή του σχέση, που συμπεριλαμβάνει και την υποχρέωση για ανεύρεση μιας λύσης προς την κατεύθυνση της συνέχισης της απασχόλησής του. Οι υποχρεώσεις αυτές του εργοδότη, που, σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά, απορρέουν από την υποχρέωση πρόνοιας, δεν αποτελούν παρά ειδικότερες εκφάνσεις της αρχής της καλής πίστης στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων. Και είναι φανερό, με βάση την αρχή αυτή, ότι ελέγχεται ως προς το κύρος της η χωρίς κανένα (αντικειμενικό) λόγο, η αδικαιολόγητη - αυθαίρετη καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, ως υπερβαίνουσα προφανώς τα όρια που θέτει η καλή πίστη. Πολλώ δε μάλλον, ελέγχεται ως άκυρη η καταγγελία της εργασιακής σχέσης, στην περίπτωση που, λαμβανομένου υπόψη του λόγου της καταγγελίας, αυτή θα μπορούσε να αποφευχθεί και η εργασιακή σχέση να έχει διασωθεί με προσφυγή σε κάποια ηπιότερη λύση. Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας θα πρέπει να είναι το έσχατο μέσο αντιμετώπισης των αναγκών του εργοδότη. Επομένως, ελέγχεται δικαστικά για την περίπτωση της καταχρηστικής άσκησής της και από την άποψη της αναγκαιότητάς της για την επίτευξη του επιδιωκομένου από τον εργοδότη αντικειμενικού σκοπού αντιμετώπισης των αναγκών του. Ελέγχεται δηλαδή, εάν η καταγγελία ήταν αναπόφευκτη, ή θα ήταν δυνατή για τον εργοδότη η επίτευξη του σκοπού της αναδιάρθρωσης των υπηρεσιών της επιχειρήσεώς του με τη λήψη άλλων ηπιότερων μέτρων, όπως η απασχόληση του υπό απόλυση εργαζομένου σε άλλη θέση, η μερική απασχόλησή του, ακόμη και με την χρήση της τροποποιητικής καταγγελίας της συμβάσεώς του... Από τα παραπάνω συνάγεται ότι στις υποχρεώσεις των εργοδοτών και στα δικαιώματα των εργαζομένων περιλαμβάνεται και η ασθένεια του μισθωτού, η οποία δεν αποτελεί λόγο λύσης της σύμβασης εργασίας από μέρους των εργοδοτών. Κατά το χρόνο ασθενείας του μισθωτού η σύμβαση εργασίας εξακολουθεί να υφίσταται, ο δε μισθός καταβάλλεται υπό ορισμένες προϋποθέσεις τις οποίες ορίζει ο νόμος. Η υπαιτιότητα του μισθωτού δεν ερευνάται στην ασθένεια και δεν εξετάζεται εάν η ασθένεια επήλθε στην εργασία ή από άλλη αιτία ή από ατύχημα. Με την ασθένεια εξομοιώνεται και το εργατικό ατύχημα, ανεξάρτητα μάλιστα εάν αυτό έχει συμβεί εντός του χώρου εργασίας ή εκτός εργασίας. Ιδιαίτερα πρέπει να σημειωθεί ότι ανικανότητα του εργαζόμενου, εξ αιτίας της ασθένειάς του, να παράσχει την εργασία που παρείχε και προηγουμένως και η για το λόγο αυτό αποχή από την εργασία του πέρα από τα χρονικά όρια που ορίζει το άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 2121/1920, δεν μπορεί να θεωρηθεί κατά την καλή πίστη ως σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης εργασίας, αφού ο εργοδότης υποχρεούται κατά τα άρθρα 288, 652 ΑΚ, ασκώντας το διευθυντικό δικαίωμα όπως απαιτεί η καλή πίστη, να λάβει πρόνοια υπέρ του μισθωτού και να αναθέσει σε αυτόν εργασία την οποία είναι ικανός να παράσχει. Ο μισθός καταβάλλεται στον εργαζόμενο, εφόσον αποδεικνύεται ότι η απουσία του, δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του. Εξάλλου, υπάρχει υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλλει το μισθό του εργαζομένου, και στην περίπτωση .ασθενείας ή ατυχήματος του εργαζομένου, που προέρχεται από την υπαιτιότητα τρίτου, πολύ δε περισσότερο όταν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη και μάλιστα με πηγή τη μη λήψη μέτρων ασφαλείας παρά το ότι έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς τούτο. Οι υποχρεώσεις των εργοδοτών για τους σε ασθένεια ευρισκόμενους μισθωτούς (και τους εξομοιούμενους με αυτούς υποστάντες εργατικό ατύχημα) συνίσταται στη διατήρηση της σύμβασης εργασίας και στην καταβολή του μισθού. Ο εργαζόμενος δικαιούται από την πρώτη ημέρα της ασθένειάς του κανονικά τις αποδοχές του... Ειδικά ως προς την ασθένεια του εργαζόμενου σε σχέση με τη βούλησή του για διατήρηση ή καταγγελία της σύμβασης εργασίας στο άρθρο 5 παρ. 3 του Ν.2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του Ν.4558/1930, ορίζονται: "Αποχή υπαλλήλου απόχης εργασίας, οφειλουμένη εις βραχείας σχετικώς διαρκείας ασθένειαν, προσηκόντως αποδεδειγμένην ή προκειμένου περί γυναικός εις λοχείαν, δεν θεωρείται ως λύσις της συμβάσεως εκ μέρους αυτού. Ως βραχείας διαρκείας ασθένεια ερμηνεύεται η διαρκούσα ένα μήνα δι’ υπαλλήλους υπηρετούντας μέχρι τεσσάρων ετών, τρεις μήνας δι’ υπαλλήλους υπηρετούντας πλέον των τεσσάρων ετών, όχι όμως και πλέων των δέκα ετών, τέσσαρας μήνας δι’ υπαλλήλους υπηρετούντας πλέον των δέκα ετών, όχι όμως και πλέον των δέκα πέντε ετών και έξι μήνας διά τους υπηρετούντος επί χρόνον ανώτερον των δέκα πέντε ετών". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι σε περίπτωση αποχής του εργαζόμενου από την εργασία του λόγω ασθένειας, καθ’ υπέρβαση των χρονικών ορίων που τίθενται σ’ αυτές, η λύση ή όχι της εργασιακής σύμβασης κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση...Επικουρικά, και στην υποθετική, περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η εναγόμενη δεν προέβη στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας μου από αισθήματα εχθρότητας ως προς το πρόσωπο μου εξ αιτίας της παράστασής μου ως πολιτικώς ενάγοντος κατά των κατηγορουμένων - νομίμων εκπροσώπων και - υπευθύνων της και από την άσκηση της υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης ...2012 αγωγής μου, αλλά υπήρχε απλή αδυναμία αποδοχής των υπηρεσιών μου με βάση τα αρχικά καθήκοντά μου, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας μου και πλήρης άρνηση αποδοχής των υπηρεσιών μου από την εναγόμενη είναι παράνομη, άκυρη και καταχρηστική επειδή παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, την υποχρέωση πρόνοιας, είναι αδικαιολόγητη, υπερβαίνει τα όρια της καλής πίστης, αφού η εναγόμενη επέλεξε το έσχατο μέσο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας μου, αντί να αναζητήσει μια ηπιότερη, εφικτή, νόμιμη και βάσιμη λύση για να συνεχιστεί η απασχόλησή μου και να διασωθεί η θέση εργασίας μου, με δεδομένη την τεράστια κερδοφορία της και τη διατήρηση εκατοντάδων άλλων θέσεων εργασίας. Συγκεκριμένα: η εναγόμενη όφειλε να μην προβεί σε καταγγελία, της σύμβασης εργασίας μου, αλλά να προβεί σε τροποποίησή της ως προς τα καθήκοντά μου και να με τοποθετήσει σε θέση εργασίας στο κτήριο διοίκησης ως απλό διοικητικό υπάλληλο στα γραφεία σε ένα από τα τμήματα της Διεύθυνσης Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών ή στο τμήμα Προμηθειών και Μεταφορών ή σε οποιαδήποτε άλλη θέση εργασίας με καθήκοντα ανάλογα με τα προσόντα και τις ικανότητές μου εναρμονισμένα με την κατάσταση παραπληγίας στην οποία βρίσκομαι. Επικουρικά θα μπορούσε η εναγόμενη να μου αναθέσει καθήκοντα οδηγού, κλητήρα, ή έστω υπεύθυνου Πύλης. Θα μπορούσε τέλος να μου αναθέσει οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα εκτός των εγκαταστάσεών της...Κατά συνέπεια, μη τηρώντας η εναγομένη την αρχή της αναλογικότητας, προτείνοντας και εφαρμόζοντας εναλλακτικά και οπωσδήποτε ηπιότερα της καταγγελίας μέσα για την προσαρμογή της σύμβασης εργασίας μου στη νέα κατάσταση της υγείας μου (για την οποία ούτως ή άλλως είχε η ίδια τη ευθύνη) γίνεται σαφές ότι η επίδικη καταγγελία της σύμβασης εργασίας μου τυγχάνει άκυρη ως καταχρηστική, αφού και υπό τα επικουρικώς εκτιθέμενα ως άνω περιστατικά, η απόλυσή μου υπερέβη προφανώς τα όρια της καλής πίστης, καθώς και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ) και ως εκ τούτου, θεωρείται ως μηδέποτε γενόμενη. Εντελώς επικουρικά, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας μου δεν ήταν παράνομη, ούτε η εναγόμενη προέβη στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας μου από αισθήματα εχθρότητας ως προς το πρόσωπο μου, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι συνέτρεχε το κώλυμα απασχόλησής μου εντός των ορίων των χερσαίων εγκαταστάσεων της, ακόμη και εάν η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ήταν ενδεχομένως κατ’ εξαίρεση νόμιμη λόγω ασθενείας, τότε και πάλι η επίδικη καταγγελία είναι μη νόμιμη και συνεπώς άκυρη, επειδή αποτελεί απαγορευμένη διακριτική μεταχείρισή μου ως ατόμου με αναπηρία. Η εναγόμενη όφειλε να προωθήσει εύλογες προσαρμογές στο εργασιακό της περιβάλλον στην κατεύθυνση της συνέχισης της απασχόλησής μου. Όφειλε δηλαδή να λάβει θετικά μέτρα για την απασχόλησή μου ως ατόμου με ειδικές ανάγκες, με βάση το ειδικό για τους αναπήρους προστατευτικό καθεστώς, χωρίς να διακόψει τη σύμβαση εργασίας μου με μοναδική αιτιολογία την αναπηρία μου. Η εναγόμενη ήταν υποχρεωμένη, είτε να τροποποιήσει το οργανόγραμμά της και να δημιουργήσει μια νέα θέση εργασίας στα υφιστάμενα τμήματα διοικητικών και οικονομικών υπηρεσιών και στο τμήμα προμηθειών και μεταφορών, με καθήκοντα που θα μπορούσα ευχερώς να εκτελέσω (διοικητικός υπάλληλος, γραμματέας, αποθηκάριος, τηλεφωνητής, οδηγός κλητήρας) είτε να διατηρήσει ή να επαναλειτουργήσει ή να μεταφέρει ένα τμήμα της δραστηριότητάς της εκτός των ορίων της εγκατάστασης, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει να με απασχολεί ως άτομο με αναπηρία, όπως ακριβώς συνεχίζει και απασχολεί τους αρτιμελείς συναδέλφους μου. Η υποχρέωση αυτή της εναγόμενης αναδεικνύεται εμφατικά από το γεγονός ότι η ίδια, δηλώνει δημόσια, ότι στις αρχές του έτους 2013, θα επεκτείνει τις δραστηριότητές της ενισχύοντας την τοπική απασχόληση και δημιουργώντας δεκάδες νέες θέσεις εργασίας. Η υποχρέωση της εναγομένης και το αντίστοιχο δικαίωμά μου για απασχόληση με βάση το άρθρο 21 παρ. 6 του Συντάγματος, αφού ληφθεί υπόψη το νεαρό της ηλικίας μου, η εμπειρία μου, οι γνώσεις μου, η προοπτική του ενεργού εργασιακού μου βίου που εκτείνεται σε τουλάχιστον 30 χρόνια, επιβάλλει να αναγνωριστεί και εξ αυτού του λόγου η ακυρότητα της καταγγελίας και να - εκδοθεί δικαστική απόφαση με την οποία να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδεχθεί τις υπηρεσίες μου. Επομένως ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 9 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως "αίτηση" , κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, νοείται αυτή που αποτελεί κεφάλαιο της δίκης, δηλαδή το αίτημα ή η βάση της αγωγής, ανταγωγής, κύριας ή αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ενδίκου μέσου και αντέφεσης. Τέτοια αίτηση είναι και η επικουρική αγωγή (ΑΠ 179/2016, 184/2008), η οποία ασκείται είτε στο ίδιο δικόγραφο με την κύρια αγωγή, ως επικουρική βάση αυτής (άρθρο 219 παρ. 1 ΚΠολΔ) είτε με αυτοτελές δικόγραφο (άρθρο 219 παρ. 2 ΚΠολΔ) και η εξέτασή της γίνεται υπό την προϋπόθεση της απόρριψης της κυρίας βάσεως ή της κυρίας αγωγής. Στην προκειμένη περίπτωση, στην πρώτη από τις συνεκδικασθείσες ένδικες αγωγές του (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ...6.12.2012) ο ενάγων (αναιρεσίβλητος), εξέθετε ότι προσελήφθη στις 6.7.2007 από την εναγομένη (αναιρεσείουσα) με ιδιωτικού δικαίου σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πλήρους απασχόλησης, ως χειριστής μονάδων παραγωγής, με τον αναφερόμενο μισθό, εργασθείς υπό την ιδιότητά του αυτή μέχρι τις 18.12.2010, οπότε, λόγω του περιγραφόμενου εργατικού ατυχήματος, οφειλομένου σε αποκλειστική υπαιτιότητα της αναιρεσείουσας, κατέστη, ένεκα αναπηρίας, ανίκανος να παρέχει τη συμφωνηθείσα εργασία προς την εργοδότριά του, γεγονός το οποίο η τελευταία γνώριζε. Ότι, επομένως, η παροχή της πραγματικής και προσήκουσας εργασίας του προς την εναγομένη κατέστη αδύνατη από πταίσμα της τελευταίας, η οποία, για το λόγο αυτό, δεν απαλλάσσεται της υποχρέωσης της προς αντιπαροχή (καταβολή μισθών). Ότι, μετά τη λήξη της αναρρωτικής του άδειας και την αποκατάσταση των λοιπών λειτουργιών του οργανισμού του, ενημέρωσε προφορικώς και εγγράφως την εναγομένη ότι είναι διαθέσιμος και έτοιμος για παροχή προς αυτήν των υπηρεσιών του με βάση την ενεργή σύμβαση εργασίας του, με αλλαγή όμως, λόγω της παραπληγίας του, κατά καλόπιστη ενάσκηση του διευθυντικού της δικαιώματος, των ανατεθειμένων σε αυτόν με την ενεργή αρχική σύμβαση καθηκόντων, που προϋποθέτουν απασχόληση απόλυτα υγιούς (και όχι παραπληγικού, όπως ο ίδιος) εργαζομένου, με τα προσδιοριζόμενα νέα καθήκοντα, τα οποία θα μπορούσε και στην κατάσταση της υγείας που βρισκόταν μετά τον τραυματισμό του να ασκήσει. Ότι η εναγομένη, από λόγους εκδικητικότητας, εμπάθειας και εχθρότητας προς το πρόσωπο του, αρνείται καταχρηστικά να αποδεχθεί τις προσηκόντως - υπό τις νέες συνθήκες, μετά το ατύχημα και την εξ αυτού αναπηρία του (ενάγοντος) - προσφερόμενες υπηρεσίες του, γεγονός που ισοδυναμεί με σιωπηρή εκ μέρους της καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, από 16.10.2012, άλλως από 7. 9.2012, η οποία, όμως (καταγγελία), είναι άκυρη, επειδή δεν περιβλήθηκε τον έγγραφο τύπο, καθώς και επειδή δεν προσφέρθηκε, ούτε και καταβλήθηκε στον ενάγοντα η οφειλόμενη νόμιμη αποζημίωση, λόγω, επιπλέον, και της καταχρηστικής άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος εκ μέρους της εναγομένης και της μη τήρησης υπ’ αυτής της αρχής της αναλογικότητας, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε, μεταξύ άλλων, που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 16.10.2012 καταγγελίας της συμβάσεώς του και να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει, με το νόμιμο τόκο, ως αποδοχές υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 16.10.2012 έως 28.2.2013, που δεν δεχόταν τις υπηρεσίες του, το συνολικό ποσό των 7.282, 48 ευρώ. Στην δεύτερη από τις συνεκδικασθείσες αγωγές (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ...4.3.2013) ο ενάγων, αφού παρέθετε το περιεχόμενο της πρώτης αγωγής, περαιτέρω εξέθετε ότι μετά την άσκηση (κατάθεση και επίδοση) της πρώτης αγωγής του, η εναγομένη, διά των αρμοδίων οργάνων της, ανήγγειλε μονομερώς, στις 12.12.2012, στο αρμόδιο γραφείο του υποκαταστήματος του Ο.Α.Ε.Δ. Καβάλας, τη λύση της εργασιακής του σχέσης με την εργοδότρια εταιρεία λόγω της υποτιθέμενης οικειοθελούς αποχώρησής του, χωρίς ποτέ να του γνωστοποιήσει με κάποιο πρόσφορο τρόπο την εν λόγω αναγγελία της. Ότι η αναγγελία αυτή θεωρείται ως δεύτερη καταγγελία της συμβάσεώς του από την εναγομένη, η οποία είναι άκυρη για τους ίδιους ως άνω λόγους που είναι άκυρη και η γενομένη προηγούμενη (πρώτη) καταγγελία της σύμβασης εργασίας του. Με βάση το ιστορικό αυτό και με τη δήλωση ότι "την αγωγή αυτή ασκεί επικουρικά για την περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί ότι η επίδικη σχέση εργασίας ήταν σε ισχύ μέχρι 6.12.2012 (από προφανή παραδρομή αναφέρεται στην αγωγή 6.6.2012), μόνο στην περίπτωση αυτή και προς το σκοπό της πλήρους διαφύλαξης των εργασιακών του δικαιωμάτων και με τη ρητή επιφύλαξη της βασιμότητας της ανωτέρω πρώτης αγωγής του" ζήτησε, μεταξύ άλλων που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της γενομένης, με την από 12.12.2012 δήλωση οικειοθελούς αποχώρησης, στο υποκατάστημα Καβάλας του Ο.Α.Ε.Δ., καταγγελίας της συμβάσεώς του και να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει, με το νόμιμο τόκο, ως αποδοχές υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 1.3.2013 έως 30.6..2013 που δεν δεχόταν τις υπηρεσίες του, το συνολικό ποσό των 7.596 ευρώ. Κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της, με τη δεύτερη αυτή αγωγή , προσβάλλεται η, θεωρουμένη από τον αναιρεσίβλητο ενάγοντα ως δεύτερη καταγγελία της εργασιακής του σχέσης, από 6.12.2012, κατατεθείσα υπό της αναιρεσείουσας εναγομένης στα γραφεία του ΟΑΕΔ την 12.12.2012, δήλωση μονομερούς αποχωρήσεώς του από την εργασία, για την περίπτωση που η πρώτη αγωγή γίνει δεκτή και θεωρηθεί άκυρη η προσβαλλομένη με αυτή από 18.10.2012 καταγγελία της συμβάσεώς του από την εναγομένη, διότι μόνο τότε θα ήταν ενεργής η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος και όχι στην περίπτωση που ήθελε απορριφθεί η πρώτη αγωγή, οπότε θα θεωρείτο η πρώτη καταγγελία αυτής έγκυρη, με σκοπό να διατηρηθεί σε ισχύ η σύμβαση εργασίας και μετά την 12.12.2012, με την ακύρωση της, θεωρουμένης ως καταγγελίας εκ μέρους της εναγομένης, δήλωσης περί οικειοθελούς αποχώρησής του από την εργασία και ζητούνται αποδοχές υπερημερίας για χρονικό διάστημα επόμενο εκείνου για το οποίο ζητήθηκαν με την πρώτη αγωγή. Δεν πρόκειται δηλαδή περί επικουρικά κατ’ άρθρο 219 ΚΠολΔ ασκηθείσας αγωγής. Επομένως το Εφετείο που με την προσβαλλομένη απόφασή του απέρριψε σχετικό λόγο εφέσεως της αναιρεσείουσας, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση με την οποία είχε ερευνηθεί και είχε γίνει εν μέρει δεκτή η δεύτερη αυτή αγωγή, καίτοι δεν είχε απορριφθεί η πρώτη αγωγή, δεν επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε και συνεπώς ο τέταρτος, αληθώς από τον αριθμό 9 και όχι 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια ότι κακώς δίκασε την δεύτερη αγωγή, εφόσον δεν απορρίφθηκε η πρώτη είναι αβάσιμος. Tο κατά το άρθρο 656 του ΑΚ, δικαίωμα του εργαζομένου για τους μισθούς υπερημερίας (όπως κάθε δικαίωμα) απαγορεύεται να ασκείται καταχρηστικά, ήτοι καθ’ υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του (ΑΠ 1212/2013). Για να θεωρηθεί, σύμφωνα με τα άρθρα 656 εδ. β’ και 281 ΑΚ καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος του εργαζομένου να ζητήσει μισθούς υπερημερίας απαιτείται εκτός των άλλων και α) δόλια και κακόβουλη αποφυγή ανεύρεσης και παροχής εργασίας και δεν αρκεί ότι ο ακύρως απολυθείς δεν άνευρε άλλη εργασία από αμέλεια, β) η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπερημερίας του εργοδότη και της ωφέλειας που αποκόμισε ο εργαζόμενος, δηλαδή ωφελείας που αποκόμισε από το γεγονός ότι δεν απασχολήθηκε στην υπηρεσία του εργοδότη και διέθεσε το χρόνο που αποδεσμεύτηκε σε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα (ΑΠ 223/2014). Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα πρόβαλε πρωτοδίκως με συνοπτική προφορική δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και πλήρη ανάπτυξη με τις προτάσεις ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου να ζητήσει με τις ένδικες αγωγές του αποδοχές υπερημερίας. Συγκεκριμένα για τη θεμελίωση της ενστάσεώς της αυτής, κατά παραδοχή της οποίας ζήτησε την απόρριψη των αγωγών, ισχυρίσθηκε ότι "ο ενάγων θα μπορούσε να υποβάλλει, λόγω της κατάστασης της υγείας του και για όσο χρόνο παραμένει στην κατάσταση αυτή, αίτηση προς τον ασφαλιστικό του φορέα ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για τη χορήγηση σε εκείνον σύνταξης αναπηρίας λόγω εργατικού ατυχήματος (τόσο κύριας όσο και επικουρικής) με ταυτόχρονη χορήγηση επιδόματος απόλυτης αναπηρίας και εξωιδρυματικού επιδόματος (παραπληγίας), αλλά παρ’ όλα αυτά παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα ηθελημένα αδρανής αποφεύγοντας αδικαιολόγητα και εντελώς κακόβουλα να επιδιώξει τη χορήγηση σε εκείνον συντάξεως με τα ως άνω πρόσθετα επιδόματα, αν και έχει όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις..., ενεργώντας όμως εν προκειμένω σε κάθε περίπτωση προδήλως κακόπιστα, προτιμά ηθελημένα να αδρανεί ελπίζοντας ότι θα εισπράττει τους αιτούμενους από αυτόν υποτιθέμενους μισθούς υπερημερίας, παρότι εφόσον η αναπηρία του οφείλεται σε εργατικό ατύχημα, δικαιούται να λάβει σύνταξη άσχετα με το χρόνο ασφάλισης του στο ΙΚΑ....Ήταν σε κάθε περίπτωση ευχερές για τον ενάγοντα να υποβάλει την ως άνω αίτηση για χορήγηση σε εκείνον σύνταξης αναπηρίας λόγω εργατικού ατυχήματος (τόσο κύριας όσο και επικουρικής) με ταυτόχρονη χορήγηση επιδόματος απόλυτης αναπηρίας και εξωιδρυματικού επιδόματος (παραπληγίας), κατά το διάστημα της επίδικης περιόδου υποτιθεμένης υπερημερίας μας, εισπράττοντας τα ίδια ακριβώς καθαρά χρήματα που θα εισέπραττε εργαζόμενος σε εμάς. Όμως ο αντίδικος εξόφθαλμα αδράνησε σκοπίμως και αδικαιολογήτως, αποβλέποντας έτσι στην εξασφάλιση εισοδήματος από την εταιρεία μας με μοναδικό σκοπό να την ζημιώσει, εκδικούμενος εμμέσως αυτήν για τη (δικαιολογημένη και καθ’ όλα νόμιμη) στάση της απέναντι του. Σε επίρρωση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος του αντιδίκου επαγόμαστε και πάλι ότι η εταιρεία μας μετά τον τραυματισμό του αντιδίκου (και παρά το ότι επαναλαμβάνουμε για μια ακόμη φορά δεν έχουμε την παραμικρή υποτιθέμενη ευθύνη) κατέβαλλε στον ενάγοντα το ποσό των 12.074, 15 ευρώ το οποίο (μαζί με το ποσό των 18.229, 75 ευρώ που έλαβε ο αντίδικος από το ΙΚΑ και μαζί με το ποσό των 6.846 ευρώ που έλαβε ο ενάγων από την ασφαλιστική εταιρεία ...) καλύπτουν τη μισθοδοσία του ωσάν να είχε εργαστεί αυτός από τις 18.12.2010 έως και τις 15.10.2012, επίσης η εταιρεία μας κατέβαλλε στον αντίδικο προς κάλυψη (κατά το χρονικό διάστημα από τις 1.2.2011 έως τις 13.6.2012) αμοιβών ιατρών, κλινικών και νοσηλίων εντός και εκτός Ελλάδας (στη Γερμανία), για αεροπορικά εισιτήρια κ.τ.λ. το επιπλέον ποσό των 168.828, 30 ευρώ, καθώς επίσης η ασφαλιστική εταιρεία ... στην οποία ο ενάγων ήταν από εμάς, που καταβάλλαμε τα ασφάλιστρα, ασφαλισμένος, κατέβαλλε στον αντίδικο από τις 17.3.2011 έως τις 21.11.2012 το επιπλέον ποσό των 21.333, 45 ευρώ. Με άλλα λόγια, στον αντίδικο έχουμε εμείς κατά τα ανωτέρω καταβάλλει το συνολικό ποσό των 180.902, 45 ευρώ, στο οποίο πρέπει να προστεθεί και το επιπλέον ποσό των 21.333, 45 ευρώ που του κατέβαλλε η ασφαλιστική εταιρεία ..., ήτοι συνολικά του καταβλήθηκαν 202.235,90 ευρώ". Την ένσταση αυτή την οποία απέρριψε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επανέφερε η αναιρεσείουσα ενώπιον του Εφετείου με σχετικό λόγο εφέσεως. Το λόγο αυτό εφέσεως απέρριψε το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του με την εξής αιτιολογία: "Η ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ) που η εναγομένη επικουρικά πρόβαλε πρωτόδικα και επαναφέρει στο δεύτερο βαθμό με λόγο έφεσης πρέπει να απορριφθεί, διότι δεν είναι νόμιμη, καθόσον τα επικαλούμενα περιστατικά (μη υποβολή αίτησης του ενάγοντα προς τον ασφαλιστικό του φορέα (Ι.Κ.Α.) για χορήγηση σε αυτόν σύνταξης αναπηρίας λόγω εργατικού ατυχήματος, κάλυψη του κόστους νοσηλείας αυτού από την εναγομένη ) και αληθή υποτιθέμενα δεν είναι ικανά να θεμελιώσουν προφανή υπέρβαση των ορίων που διαγράφει το άρθρο 281 ΑΚ. Λεκτέον ότι τα ζητήματα της αναπηρίας εντάσσονται κατά κύριο λόγο στην κοινωνική ασφάλιση και η κοινωνική προστασία των ατόμων με αναπηρία θεωρείται ως ειδικότερη έκφανση του γενικού δικαιώματος στην κοινωνική πρόνοια, όμως το κρίσιμο στοιχείο, δεν είναι η έξοδος αλλά η είσοδος και η παραμονή των αναπήρων στην αγορά εργασίας, που αφορά προεχόντως την προάσπιση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων". Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ, αφού τα παρατιθέμενα ποσά που ωφελήθηκε ή παρέλειψε να ωφεληθεί ο αναιρεσίβλητος, δεν συνδέονται αιτιωδώς, κατά την ανωτέρω έννοια, με την ένδικη υπερημερία της αναιρεσείουσας και ως εκ τούτου ο σχετικός του ισχυρισμός ήταν μη νόμιμος. Επομένως ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τρίτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 16 ΚΠολΔ, υφίσταται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου, δέχθηκε, ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο. Πρόκειται, δηλαδή, για απόφαση, η οποία παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 321, 324 ΚΠολΔ. Για να θεμελιωθεί όμως ο παραπάνω λόγος, απαιτείται το δικαστήριο της ουσίας να έχει επιληφθεί αυτεπάγγελτα ή κατά πρόταση κάποιου από τους διαδίκους της έρευνας για τη συνδρομή ή όχι των προϋποθέσεων του δεδικασμένου. ‘ Αρα, είναι ανάγκη η προσβαλλόμενη απόφαση να περιέχει θετική ή αρνητική κρίση για παραδοχή ή όχι του δεδικασμένου (ΑΠ 12/2016, 2/2016). Με τον πρώτο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως από τον αριθμό 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια ότι με το να δεχθεί με την προσβαλλομένη απόφασή του πως η αναιρεσείουσα κατέστη υπερήμερη και υποχρεούται να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο αποδοχές υπερημερίας, διότι η άρνησή της αφενός να επανακαθορίσει τα εργασιακά καθήκοντα του αναιρεσιβλήτου και να αναθέσει σ’ αυτόν εργασία ανάλογη και συνάδουσα με τη νέα μετά τον τραυματισμό του κατάσταση της υγείας του και αφετέρου να αποδεχθεί τις τροποποιημένες υπηρεσίες που ο αναιρεσίβλητος της προσέφερε, αποτελεί καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού της δικαιώματος και απαγορευμένη διακριτική μεταχείριση, παραβίασε το δεδικασμένο που παρήχθη από την πρωτοβάθμια απόφαση, η οποία απέρριψε το αγωγικό αίτημα και των δύο αγωγών για επαναπρόσληψη του αναιρεσιβλήτου από την αναιρεσείουσα και απασχόλησή του με αλλαγή καθηκόντων του προσαρμοσμένων στην κατάσταση της υγείας του μετά το εργατικό ατύχημα, σε μια από τις αναφερόμενες στις αγωγές θέσεις εργασίας, με τις αιτιολογίες αφενός μεν ότι η αποδοχή των αιτημάτων αυτών θα έθιγε το διευθυντικό δικαίωμα της αναιρεσείουσας, αφετέρου δε ότι η αναιρεσείουσα δεν υποχρεούται να συμπράξει στην τροποποίηση των όρων εργασίας του αναιρεσιβλήτου και ότι η άρνησή της αυτή είναι ανεξέλεγκτη ακόμη και αν ασκείται καταχρηστικά, η οποία πρωτοβάθμια απόφαση κατά την κρίση της επί του ζητήματος αυτού δεν προσεβλήθη με την έφεση και κατέστη έτσι ως προς αυτό τελεσίδικη. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι αβάσιμος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Εφετείο καθόλου δεν ερεύνησε τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων δεδικασμένου ούτε δέχθηκε ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει δεδικασμένο, από την πρωτοβάθμια απόφαση επί του ως άνω αναφερομένου ζητήματος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, ως ηττηθείσα, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 23.11.2015, με αριθ. εκθέσεως καταθέσεως ...25.11.2015, αίτηση και τους από 31/5/2016 πρόσθετους λόγους της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "... Ο.Ε." κατά του Γ. Π. του Ι., περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 255/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θράκης. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 25 Οκτωβρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17Δεκεμβρίου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


<< Επιστροφή