Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1786 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Άμυνα, Σωματική βλάβη θανατηφόρα.




Περίληψη:
Αναίρεση Εισαγγελέα Αρείου Πάγου κατά απόφασης του ΜΟΕ με την οποία κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο για την πράξη της θανατηφόρου σωματικής βλάβης καθ’ υπέρβαση των ορίων της άμυνας από αμέλεια (άρθρ. 311, 22 § 1, 23 ΠΚ). Αναιρεί για έλλειψη αιτιολογίας, διότι δεν μνημονεύει μεταξύ των αποδεικτικών μέσων της έκθεση νεκροψίας - νεκροτομής, που διενεργήθηκε κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ και δεν προκύπτει από την αιτιολογία της απόφασης ότι το Δικαστήριο την έλαβε υπόψη του καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος είναι και βασικός μάρτυρας κατηγορίας, δεν είναι δε αναγκαίο να μνημονεύεται ειδικά, εφόσον γίνεται μνεία ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν, και εφόσον προκύπτει με βεβαιότητα από το όλο περιεχόμενο της αιτιολογίας της απόφασης, ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη. Όταν όμως το Δικαστήριο κατέληξε σε αθωωτική για τον κατηγορούμενο κρίση, δεχόμενο περιστατικά αντίθετα από εκείνα που κατέθεσε ο πολιτικώς ενάγων. Τότε απαιτείται να προκύπτει σαφώς ότι το Δικαστήριο συνεκτίμησε και την κατάθεση αυτού. Έλλειψη αιτιολογίας ως προς το αν το κτύπημα του κατηγορουμένου ήταν το αναγκαίο μέτρο άμυνας. Αναιρεί και παραπέμπει.





Αριθμός 1786/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), που ορίσθηκε με τη με αριθμό 57/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί αναιρέσεως της με αριθμό 490, 491, 492/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον Χ1, που εκπρο-σωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Σπηλιώτη. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Χρυσικόπουλο. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό "2" και ημερομηνία "4 Ιανουαρίου 2008" έκθεσή του, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίας Στεφανοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 31/2008.

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 22 του ΠΚ, δεν είναι άδικη η πράξη που τελείται σε περίπτωση άμυνας, δηλαδή η αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου στην οποία προβαίνει το άτομο για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον του. Το αναγκαίο μέτρο της άμυνας κρίνεται από το βαθμό επικινδυνότητας της επίθεσης, από το είδος της βλάβης που απειλούσε, από τον τρόπο και την ένταση της επίθεσης και από τις λοιπές περιστάσεις. Κατά δε το άρθρο 23 του ίδιου Κώδικα, όποιος υπερβαίνει τα όρια της άμυνας τιμωρείται, αν η υπέρβαση έγινε με πρόθεση, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83) και αν έγινε από αμέλεια, σύμφωνα με τις διατάξεις τις σχετικές με αυτήν. Μένει ατιμώρητος και δεν του καταλογίζεται η υπέρβαση, αν ενήργησε μ' αυτόν τον τρόπο εξαιτίας του φόβου ή της ταραχής που του προκάλεσε η επίθεση. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι υπέρβαση άμυνας, η οποία έχει τις παραπάνω έννομες συνέπειες, είναι εκείνη που εξέρχεται από τα όρια και υπερβαίνει το αναγκαίο στην ειδική περίπτωση μέτρο προσβολής των δικαιωμάτων του επιτιθεμένου. Το ζήτημα αν συντρέχει περίπτωση υπέρβασης των ορίων της άμυνας είναι πραγματικό και ποιό είναι το αναγκαίο μέτρο κρίνεται αντικειμενικά, όχι μόνο από τα τρία πρώτα πιο πάνω στοιχεία που ενδεικτικώς αναφέρει η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 ΠΚ, αλλά όπως στη συνέχεια η ίδια διάταξη αναφέρει, και από τις λοιπές περιστάσεις. Ο δικαστής από όλα τα πραγματικά περιστατικά θα σταθμίσει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση άμυνας ποιο ήταν το αναγκαίο μέτρο άμυνας και ο αμυνόμενος το υπερέβη. Σύμφωνα με τα παραπάνω επί καταδίκης για υπέρβαση των ορίων άμυνας, πρέπει να καθορίζεται από το δικαστήριο στην απόφαση, ποιό το αναγκαίο μέτρο άμυνας και κατά ποιό άλλο τρόπο μπορούσε να αποκρουστεί η επίθεση. Περαιτέρω, πρέπει να διασαφηνίζεται και να αιτιολογείται στην απόφαση αν η υπέρβαση έγινε από πρόθεση ή αμέλεια, δεδομένου ότι είναι διαφορετική η ποινική μεταχείριση του υπαιτίου. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στο άρθρο 479 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., μεταξύ των οποίων και της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιασιαστικής ποινικής διατάξεως και της έλλειψης της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Η απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, περιλαμβάνει και τη μνεία των αποδεικτικών μέσων κατά το είδος τους, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, για το σχηματισμό της καταδικαστικής ή απαλλακτικής του ή όποιας άλλης (παρεμπίπτουσας) κρίσης. Ειδικότερη αναφορά των αποδεικτικών μέσων (όπως τα ονόματα των μαρτύρων κ.λ.π.), δεν είναι αναγκαία, όπως δεν είναι αναγκαία και αναφορά των περιστατικών που προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Η κατά το άρθρο 178 του Κ.Π.Δ. απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία, είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα μόνον από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνεται, κατά το άρθρο 178 περ. γ' ΚΠΔ, και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται, κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ, υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο ή από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου η πραγματογνωμοσύνη πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, προκειμένου να υπάρχει βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη. Η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος είναι μεν διάδικος κατά την ποινική διαδικασία, είναι όμως και βασικός μάρτυρας κατηγορίας, δεν είναι αναγκαίο η κατάθεσή του να μνημονεύεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, εφόσον γίνεται μνεία ότι Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν και εφόσον, προκύπτει με βεβαιότητα από το όλο περιεχόμενο της αιτιολογίας της απόφασης, ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη. Τέτοια δε βεβαιότητα σαφώς υφίσταται όταν το Δικαστήριο στήριξε την καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του και στα περιεχόμενα στην κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος δυσμενή για τον κατηγορούμενο πραγματικά περιστατικά. Όταν, όμως, το Δικαστήριο κατέληξε σε αθωωτική για τον κατηγορούμενο κρίση, δεχόμενο περιστατικά αντίθετα από εκείνα που κατέθεσε ο πολιτικώς ενάγων, τότε, απαιτείται να προκύπτει ότι το Δικαστήριο συνεκτίμησε και την κατάθεση αυτού, αναφέροντας μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και την κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, εφόσον τούτο δεν προκύπτει κατ' άλλο τρόπο από την απόφαση. Στην προκείμενη περίπτωση, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη 490-492/2007 απόφασή του, κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο για την πράξη της θανατηφόρου σωματικής βλάβης του Ψ, καθ'υπέρβαση των ορίων της άμυνας από αμέλεια ( άρθρο 311, 22 παρ. 1 23 Π.Κ.). Ειδικότερα, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, δέχθηκε ότι " από την κυρία αποδεικτική διαδικασία και τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο, καθώς και από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, τα οποία αναγνώστηκαν στο ακροατήριο, την απολογία του κατηγορουμένου και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Στις 13-9-2002 ο κατηγορούμενος εκινείτο με το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ..... ΙΧΕ αυτοκίνητο του στην παράπλευρη οδό της Ε.Ο. ... -..., στο ρεύμα προς ... . Λίγο πριν το 49° χιλιόμετρο της πιο πάνω οδού, πριν τον διασταθμό "...", ο κατηγορούμενος προσπέρασε το με αριθμό κυκλοφορίας .... ΙΧΦ το οποίο οδηγούσε ο Ψ με συνοδηγό τον πατέρα του Ψ1.Λόγω της προσπέρασης αυτής, την οποία ο Ψ θεώρησε αντικανονική και ενδεχομένως προσβλητική για τον οδηγικό του εγωισμό, ακολούθησε τον κατηγορούμενο επί 600 περίπου μέτρα, κορνάροντας και αναβοσβήνοντας τα φώτα, επιδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό ανάρμοστη οδηγική συμπεριφορά. Φθάνοντας στο 49° χιλιόμετρο της πιο πάνω οδού, ο κατηγορούμενος, έχοντας αντιληφθεί από την αρχή τη συμπεριφορά του θύματος (κόρνα και φώτα) και βλέποντας την επιμονή του και τον εκνευρισμό του, εκνευρισμένος προφανώς και ο ίδιος, σταμάτησε το όχημα του δεξιά στο χωμάτινο έρεισμα του δρόμου, ενώ ο Ψ σταμάτησε το δικό του όχημα 9,65 μέτρα μπροστά του. Ο κατηγορούμενος βγήκε από το αυτοκίνητο του, ενώ συγχρόνως βγήκαν πρώτος ο συνοδηγός - πατέρας του θύματος Ψ1 και, εν συνεχεία, το θύμα Ψ. Οι δύο τελευταίοι, καλύπτοντας το μεγαλύτερο μέρος της απόστασης των δύο αυτοκινήτων, κινήθηκαν απειλητικά προς τον κατηγορούμενο, εξυβρίζοντας τον. Τα τρία αυτά άτομα συναντήθηκαν εν τέλει κοντά στο αυτοκίνητο του κατηγορουμένου, όπου, μετά από εξυβριστικές φράσεις μεταξύ τους, συνεπλάκησαν. Ο κατηγορούμενος, δεχόμενος επίθεση με γροθιές από το θύμα και από τον πατέρα του, αμύνθηκε καταφέροντας γροθιά στο πρόσωπο του θύματος. Το θύμα από το χτύπημα, αλλά και λόγω της αστάθειας που είχε από χτύπημα στο πόδι από παλιότερο αυτοκινητικό ατύχημα (στο πόδι είχε λάμες) παραπάτησε και έπεσε στο οδόστρωμα σε κάθετη στάση με το κεφάλι προς το δρόμο σε απόσταση 1,45 μέτρων από το χωμάτινο έρεισμα και μεταξύ του δικού του οχήματος και του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου ( 3,85 μ. από το πρώτο και 5,62 μ. από το δεύτερο), όπου τελικώς παρασύρθηκε και τραυματίστηκε θανάσιμα από το τυχαίως διερχόμενο όχημα της .... (αρχικής 2ης κατηγορουμένης, η οποία, με την εκκαλουμένη, αθωώθηκε για την ανθρωποκτονία από αμέλεια που της αποδιδόταν). Ο εκκαλών κατηγορούμενος δεν αποδείχθηκε ότι υπέπεσε σε κάποια τροχαία παράβαση διενεργώντας προσπέραση του θύματος, ενόψει του ότι, η οδός ήταν ευθεία, η ορατότητα δεν περιοριζόταν, τα ρεύματα χωρίζονταν με διακεκομμένη γραμμή και, επομένως, το προσπέρασμα επιτρεπόταν. Εξ αιτίας όμως αυτής της έστω κανονικής προσπέρασης από τον κατηγορούμενο, το θύμα προέβη σε μια αποδεδειγμένη παράβαση, ήτοι την επίμονη και συνεχή χρήση των οπτικών και ακουστικών σημάτων του αυτοκινήτου του, η οποία δείχνει και διάθεση συμπλοκής. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι, και αν ακόμη ο κατηγορούμενος είχε επιδείξει παραβατική συμπεριφορά, το θύμα δεν είχε δικαίωμα να παρανομήσει και αυτό, αναπτύσσοντας υπερβολική ταχύτητα για να τον προφθάσει και να τον αναγκάσει να σταματήσει, αλλά έπρεπε να χρησιμοποιήσει νόμιμα μέσα (π.χ. να κρατήσει τον αριθμό του και να τον δώσει στην Τροχαία),πράγμα που και αυτό δείχνει ότι σκοπός του δεν ήταν απλώς να του ζητήσει να είναι πιο προσεκτικός κατά την οδήγηση, αλλά να δημιουργήσει φασαρία μαζί του με όλα τα (απρόβλεπτα ή όχι) επακόλουθα της. Χαρακτηριστικό είναι ότι, ενώ το θύμα είχε πέσει στο οδόστρωμα, ο πατέρας του συνέχιζε να διαπληκτίζεται με τον κατηγορούμενο και δεν το είχε αντιληφθεί μέχρι που ο τελευταίος του είπε "μπάρμπα το παλικάρι χτύπησε".Υπό τις συνθήκες αυτές, οι οποίες πληρούν τους όρους της άδικης και παρούσας επίθεσης του άρθρου 22 ΠΚ, αναγκάστηκε να υπερασπισθεί τον εαυτό του προκειμένου να αποτρέψει αυτήν την άδικη επίθεση σε βάρος του και τον συνακόλουθο κίνδυνο που διέτρεχε. Κατάφερε λοιπόν μια γροθιά εναντίον του θύματος, η οποία ήταν το αναγκαίο μέσο άμυνας για την υπεράσπιση του από την παρούσα και άδικη επίθεση που δέχθηκε. Υπέρβαση του αναγκαίου μέτρου της άμυνας δεν προκύπτει ούτε όσον αφορά το μέσον, δηλαδή το χτύπημα με γροθιά εκ μέρους του κατηγορουμένου, ούτε όσον αφορά την ένταση του χτυπήματος αυτού ούτε όσον αφορά το μέρος του σώματος που επλήγη, δηλαδή το πρόσωπο, δεδομένου ότι το θύμα είχε ύψος 1,93 μέτρα και ο κατηγορούμενος δεχόταν επίθεση από δυό ταυτόχρονα και χτυπήματα στο θώρακα, αλλά και στο πρόσωπο, ενώ αγνοούσε ότι το θύμα είχε πρόβλημα στο πόδι από προηγούμενο ατύχημα. Το ότι ο κατηγορούμενος υπέστη μικροτραυματισμούς από την επίθεση που δέχθηκε προκύπτει από τις προσκομιζόμενες υπ' αριθ. .... και από ...... βεβαιώσεις του Διευθυντή του Ορθοπεδικού Τμήματος του Γενικού Νομαρχιακού Νοσοκομείου Θηβών ..... και του Διευθυντή του Τμήματος Ω. Ρ.Λ. του Γενικού Νοσοκομείου Λειβαδιάς ....., αντιστοίχως, που τον εξέτασαν στις 18.9.02 και 20.9 02 (εκδορές θώρακα, θλάση θώρακα, εκδορές αριστεράς παρειάς, ρήξη τυμπανικού υμένος, οίδημα πτερυγίου και ζυγωματικής χώρας αριστερά). Η υπ' αριθ. ..... ιατροδικαστική έκθεση του Ιατροδικαστή ......, κατά την οποία "ουδέν το ίδιον παρατηρήθηκε κατά την αντικειμενική εξέταση", δεν οδηγεί σε διαφορετική κρίση λόγω της αοριστίας της (εφόσον, μάλιστα, δεν αναγράφει αν ο εξεταζόμενος παραπονείται για πόνους, ζάλη κ.λπ., όπως συνηθίζεται να αναγράφεται στις εκθέσεις αυτές), αλλά και γιατί από τη συμπλοκή μεταξύ του κατηγορουμένου, του θύματος και του πατέρα του δεν είναι δυνατόν, κατά τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, ο πρώτος να μην έπαθε απολύτως τίποτε. Τα ανωτέρω δεν ανατρέπονται από την προσκομιζόμενη υπ' αριθ. 2173/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ο κατηγορούμενος και τότε 1ος εναγόμενος κρίθηκε συνυπαίτιος για τον εν λόγω θάνατο κατά ποσοστό 70% (και το ίδιο το θύμα κατά 30%), γιατί αφενός η απόφαση αυτή δεν είναι τελεσίδικη και αφετέρου, όπως προκύπτει από την ανάγνωση της, στηρίχθηκε κατά βάση στο σκεπτικό της εκκαλουμένης περί υπερβάσεως του αναγκαίου μέτρου άμυνας από αμέλεια....".
Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα. Α) Από τα πρακτικά, της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι αναγνώσθηκε, πλην άλλων, "8) η υπ αριθ ..... ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας - νεκροτομής, του Ιατροδικαστή Αθηνών Ζ1, που αφορά τον θανόντα Ψ". Από τη γενόμενη δε παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας για τον έλεγχο του παραδεκτού των λόγων της κρινόμενης αναιρέσεως, προκύπτει ότι η πιο πάνω έκθεση αφορά έκθεση πραγματογνωμοσύνης που διενεργήθηκε από ιατροδικαστή, κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ. Περί της εκθέσεως αυτής, που αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο στη ποινική διαδικασία, δεν γίνεται καμία μνεία, ούτε στην αρχή της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, όπου προσδιορίζονται γενικά και κατ' είδος τα ληφθέντα αποδεικτικά μέσα, ούτε στη συνέχεια, όπου παρατίθενται οι σκέψεις και τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν το Δικαστήριο, στην αθωωτική για τον κατηγορούμενο κρίση του, αλλά ούτε από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης συνάγεται ότι η έκθεση αυτή λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Μνεία της εκθέσεως αυτής γίνεται στην παρεμπίπτουσα απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία διατυπώθηκε αμέσως μετά την διατύπωση του αθωωτικού για τον κατηγορούμενο σκεπτικού της απόφασης, με την οποία απορρίπτεται αίτημα της πολιτικής αγωγής για αναβολή της δίκης, προκειμένου να προσέλθουν και εξετασθούν τα αναφερόμενα σε αυτό πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και ο ιατροδικαστής Ζ1, με την αιτιολογία ότι "δεν είναι δυνατόν να γίνει διαχωρισμός ανάμεσα στο πλήθος των τραυμάτων - σωματικών βλαβών του θύματος ποια τυχόν προέρχονται από γροθιά". Από την γενόμενη κατ' αυτόν τον τρόπο αναφορά της εκθέσεως αυτής δεν δημιουργείται βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο την έλαβε υπόψη του, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι ουδόλως αναφέρονται τα πορίσματα αυτής, σε σχέση με την αιτία του θανάτου του Ψ. Β) Δεν προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του, την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 αφού όχι μόνο αυτή δεν μνημονεύεται στην αρχή του αθωωτικού για τον κατηγορούμενο σκεπτικού της απόφασης , αλλά και δεν προκύπτει από την αιτιολογία της απόφασης ότι το Δικαστήριο την έλαβε υπόψη του καθ' οιονδήποτε τρόπο, δεδομένου ότι τα κατατεθέντα από αυτόν πραγματικά περιστατικά σχετικά με τις συνθήκες που προηγήθηκαν του θανάτου του Ψ , είναι διαφορετικά από εκείνα που δέχθηκε το Δικαστήριο. Και Γ) Δεν αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά ,από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος δεν υπερέβη το αναγκαίο μέτρο της άμυνας, αφού η διαλαμβανόμενη στο σκεπτικό τη αποφάσεως σχετική παραδοχή, ότι δεν προκύπτει υπέρβαση του αναγκαίου μέτρου της άμυνας ως προς την ένταση του κτυπήματος στο πρόσωπο "δεδομένου ότι το θύμα είχε ύψος 1,93 μέτρα και ο κατηγορούμενος δεχόταν επίθεση από δύο ταυτόχρονα και χτυπήματα στο θώρακα, αλλά και στο πρόσωπο, ενώ αγνοούσε ότι το θύμα είχε πρόβλημα στο πόδι από προηγούμενο ατύχημα", δεν συνιστά επαρκή προς τούτο αιτιολογία, αφού η ένταση του κτυπήματος του κατηγορουμένου, η οποία κατά τις παραδοχές της απόφασης, ήταν τόσο ισχυρή, ώστε το θύμα να πέσει στο οδόστρωμα, είναι άσχετη με το ύψος του θύματος και την αναφερόμενη ταυτόχρονη επίθεση. Τα περιστατικά δε αυτά, δύνανται να αιτιολογήσουν, ενδεχομένως, εφόσον συνέτρεχαν οι προς τούτο προϋποθέσεις (φόβος ή ταραχή του κατηγορουμένου εξαιτίας των περιστατικών αυτών) περίπτωση εφαρμογής της διατάξεως του τελευταίου εδαφίου του αρ. 23 του ΠΚ και όχι να αποκλείσουν την εξ αμελείας υπέρβαση των ορίων της άμυνας. Πρέπει δε να παρατηρηθεί ότι, κατά τις παραδοχές της απόφασης, το θύμα έπεσε στο οδόστρωμα "και λόγω της αστάθειας που είχε από χτύπημα στο πόδι από παλιότερο αυτοκινητικό ατύχημα", όμως, όπως προκύπτει από τα γενόμενα στην απόφαση πραγματικά περιστατικά, το θύμα δεν έχασε απλώς την ισορροπία του λόγω της πιο πάνω αστάθειας, άλλα παρέμεινε κτυπημένο στο οδόστρωμα (προφανώς ανίκανο να σηκωθεί), όσο χρόνο συνέχισε ο κατηγορούμενος να διαπληκτίζεται με τον πατέρα του θύματος. Έτσι, όμως δεν καθίσταται σαφές τί ακριβώς δέχεται το Δικαστήριο ως προς την ένταση του κτυπήματος του κατηγορουμένου, (ένταση η οποία προσδιορίζει, αν το εν λόγω κτύπημα ήταν το αναγκαίο μέτρο άμυνας) και πιο ακριβώς αποτέλεσμα είχε το κτύπημα αυτό επί του θύματος. Ενόψει των ελλείψεων αυτών, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και οι από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ., πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως της αιτήσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με τους οποίους προβάλλονται οι πλημμέλειες αυτές της απόφασης, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί.
Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 του Κ.Π.Δ., για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 490, 491, 492/2007 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Ιουλίου 2008.


Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή