Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Βιασμός, Σωματεμπορία.
Περίληψη:
Βιασμός και σωματεμπορία κατ' εξακολούθηση (άρθρ. 336 § 1 και 351 § 1 ΠΚ). Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ΄, Ε΄ και Η΄ ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, τόσον για την ενοχή, όσον και για την απόρριψη υποβληθέντος αιτήματος αναβολής της δίκης, για να έρθει η Λιθουανή βιασθείσα.
Αριθμός 561/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοϊνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο- Εισηγητή, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, Χ, κατοίκου ...και ήδη κρατούμενου στις Φυλακές ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευτύχιο Αλιγιζάκη, περί αναιρέσεως της 1245/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με συγκατηγορούμενους τους 1)Ψ1 και 2) Ψ2.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Οκτωβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1441/09.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 336 παρ.1 του ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 του ν. 1419/1984, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του βιασμού, απαιτείται : α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου σε εξώγαμη συνουσία, ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως, παρά τη θέλησή του και β) ο εξαναγκασμός αυτός να γίνεται με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και αμέσου κινδύνου ή και με τους δύο αυτούς τρόπους. Σωματική βία είναι η φυσική δύναμη, η οποία δεν μπορεί να αποκρουσθεί και η οποία επιδρώντας στο σώμα του παθόντος, αναγκάζει αυτόν να υποστεί ακουσίως σαρκική μείξη ή να ανεχθεί ή να επιχειρήσει ασελγή πράξη, απειλή βίας δε είναι κάθε απειλή αμέσου και σπουδαίου κινδύνου που στρέφεται τόσο κατά του σώματος, της ζωής ή άλλου ουσιώδους δικαιώματος του υφισταμένου την απειλή βίας και που μπορεί να εμποιήσει στον απειλούμενο φόβο περί επικειμένου κινδύνου κατ' αυτού, έστω και αν αντικειμενικά και υπό άλλες συνθήκες η απειλή αυτή κρίνεται σαν αστήρικτη ή ακόμη και μη δυναμένη να δημιουργήσει τις καταστάσεις που ο απειλούμενος υπέλαβε κατά τον χρόνο της απειλής, αρκεί, ο απειλούμενος, κατά τον χρόνο που υφίσταται την απειλή, να πιστέψει ότι η απειλή αυτή είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη βούληση του δράστη να εξαναγκάσει άλλον στις παραπάνω ενέργειες με τον ένα ή τον άλλο από τους προαναφερόμενους τρόπους ή και με τους δύο μαζί και περιλαμβάνει και τη γνώση ότι ο άλλος δεν συναινεί σε αυτό. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 351 παρ. παρ.1 β του ΠΚ, όπως αντικ. με το άρ. 8 του ν. 3064/15-10-2002 και ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 8 παρ.1 του ν. 3500/2006, όποιος με τη χρήση βίας, απειλής ή άλλου εξαναγκαστικού μέσου ή την επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας προσλαμβάνει, μεταφέρει ή προωθεί εντός ή εκτός της επικράτειας , κατακρατεί, υποθάλπει, παραδίδει με ή χωρίς αντάλλαγμα σε άλλον ή παραλαμβάνει από άλλον πρόσωπο με σκοπό να προβεί ο ίδιος ή άλλος στη γενετήσια εκμετάλλευσή του, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή 10.000 έως 50.000 ευρώ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ενεργητικό ή παθητικό υποκείμενο της σωματεμπορίας μπορεί να είναι άνδρας ή γυναίκα, ότι η πράξη ασκείται χωρίς την ελεύθερη συναίνεση του παθόντος προσώπου και ότι για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως της πράξεως αυτής απαιτείται δόλος , ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως του εγκλήματος και σκοπός του δράστη, από κερδοσκοπία, να προβεί ο ίδιος ή άλλος στη γενετήσια εκμετάλλευση του θύματος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει χωριστά από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όμως, από το δικαστήριο της ουσίας και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων, δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, καθόσον, στην περίπτωση αυτή, υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. Περαιτέρω, κατ'άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1245/2009 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος, σωματεμπορίας κατ'εξακολούθηση από κοινού με συγκατηγορουμένους του και μίας πράξεως βιασμού μόνος και του επιβλήθηκε συνολική ποινή καθείρξεως 8 ετών. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, δέχθηκε το Εφετείο για τον αναιρεσείοντα και τους δύο συγκατηγορουμένους του Ψ1 και Ψ2, ότι, από τα μνημονευόμενα κατά το είδος τους αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα εξής : " Περί τα μέσα Σεπτεμβρίου του έτους 2004 περιήλθε στην Υποδιεύθυνση Αντιμετωπίσεως Οργανωμένου Εγκλήματος της Διευθύνσεως Ασφαλείας Αττικής η πληροφορία ότι κάποιο άτομο με το επώνυμο Ψ2, που διατηρούσε καφετέρια στην οδό ..., είχε μισθώσει ένα διαμέρισμα στην οδό ... και είχε εγκαταστήσει αλλοδαπές γυναίκες, τις οποίες επισκέπτονταν πολλά άτομα. Αφού εξακριβώθηκε από τους αστυνομικούς της πιο πάνω υπηρεσίας ότι ο ανωτέρω ήταν ο δεύτερος κατηγορούμενος Ψ2, το διαμέρισμα τέθηκε υπό παρακολούθηση και διαπιστώθηκε ότι σ' αυτό έμεναν δύο αλλοδαπές γυναίκες. Κατά την παρακολούθηση διαπιστώθηκε επίσης ότι ο ίδιος κατηγορούμενος είχε μισθώσει και άλλο διαμέρισμα στην οδό ... αριθ.6, στην ίδια περιοχή, όπου είχε εγκαταστήσει μία άλλη αλλοδαπή γυναίκα, ενώ περιστασιακά διέμενε σ' αυτό και ο ίδιος. Πλην των ανωτέρω ο δεύτερος κατηγορούμενος είχε μισθώσει και άλλο διαμέρισμα στην οδό..., όπου επίσης μετέβαιναν οι αλλοδαπές, ενώ αυτές μετέβαιναν και σε άλλο διαμέρισμα, στην οδό ..., στην ίδια περιοχή. Επίσης διαπιστώθηκε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος επισκεπτόταν συχνά τις αλλοδαπές και πολλές φορές τις συνόδευε σε εξόδους τους ή τις μετέφερε με το αυτοκίνητο του σε διάφορα μέρη, μεταξύ των οποίων και μπαρ καθώς και κέντρα όπου γινόταν στριπτίζ. Στις 21-10-2004 ο δεύτερος κατηγορούμενος και οι αλλοδαπές προσήχθησαν στην πιο πάνω υπηρεσία, όπου διαπιστώθηκε ότι ό ότι αυτή μεν που διέμενε στην οδό ... ονομαζόταν Ζ, εκείνες δε που διέμεναν στην οδό ... ονομάζονταν Φ και Κ, ήταν δε όλες Ρωσίδες υπήκοοι. Οι τελευταίες εξεταζόμενες από τους αστυνομικούς κατέθεσαν είχαν έρθει στην Ελλάδα η μεν πρώτη τον Απρίλιο του έτους 2004, οι δε άλλες δύο τον Αύγουστο του ίδιου έτους, τις είχαν δε φέρει με σκοπό να επιτύχουν τη γενετήσια εκμετάλλευση τους οι κατηγορούμενοι Ψ1, Ψ2 και Χ. Για να πετύχουν δε το σκοπό τους αυτό, παρέσυραν αυτές και απέσπασαν τη συναίνεση τους με υποσχέσεις για μεγάλα κέρδη εντός μικρού χρονικού διαστήματος καθώς και με πληρωμή ποσού 20 ευρώ για κάθε πελάτη με τον οποίο θα συνευρίσκονταν, εκμεταλλευόμενοι την πενία τους, δεδομένου ότι αυτές προέρχονταν από χώρα με μεγάλη ένδεια. Ειδικότερα οι κατηγορούμενοι, για να πετύχουν τη γενετήσια εκμετάλλευση των ανωτέρω παθουσών, τις παρελάμβαναν από το αεροδρόμιο, τις έπειθαν να τελέσουν εικονικό γάμο με άγνωστους σ' αυτές Έλληνες πολίτες που τους υποδείκνυαν ώστε να νομιμοποιηθεί η διαμονή τους στην Ελλάδα (και έτσι η Φ τέλεσε εικονικό γάμο με τον Λ και η Κ με τον Ξ), στη συνέχεια δε τις εγκαθιστούσαν είτε στα προαναφερθέντα διαμερίσματα είτε σε δωμάτια ξενοδοχείων, όπως το ξενοδοχείο ... στο ...και άλλα ξενοδοχεία σε επαρχιακές πόλεις, όπως στη .... Επίσης οι κατηγορούμενοι συνεργάζονταν με κέντρα διασκεδάσεως στα οποία έστελναν τις ανωτέρω αλλοδαπές γυναίκες, λαμβάνοντας από τους ιδιοκτήτες τους αμοιβή για την παροχή των γυναικών αυτών, οι οποίες χόρευαν ημίγυμνες προς σεξουαλική διέγερση των πελατών ή συνευρίσκονταν ερωτικά με αυτούς, τις μετέφεραν δε με δικά τους έξοδα σε άλλα ξενοδοχεία ή σπίτια, όπου, αφού προηγουμένως είχαν συνεννοηθεί με τρίτους σχετικά με τον τόπο και το χρόνο της συναντήσεως και την αμοιβή τους, οι τρίτοι αυτοί έρχονταν σε συνουσία ή σε άλλες ερωτικές πράξεις με τις παθούσες. Επί πλέον ο τρίτος κατηγορούμενος Χ, κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο του έτους 2004 έως τον Οκτώβριο του ίδιου έτους και σε ημερομηνίες που δεν προσδιορίστηκαν επακριβώς, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με σωματική βία σε βάρος της Ζ και συγκεκριμένα ακινητοποιώντας την με την υπέρτερη σωματική του δύναμη, την εξανάγκασε επανειλημμένα σε εξώγαμη συνουσία με αυτόν. Σαφής και κατηγορηματική για όλα τα πιο πάνω είναι η κατάθεση της μάρτυρος κατηγορίας ..., αστυνομικού, η οποία δεν αναιρείται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο αλλά αντίθετα ενισχύεται από τα αναγνωσθέντα διαβιβαστικά έγγραφα της Υποδιευθύνσεως Αντιμετωπίσεως Οργανωμένου Εγκλήματος και από την κατάθεση της Ζ ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα αναγνωσθέντα πρακτικά της εκκαλουμένης αποφάσεως. Και ναι μεν ήδη οι ανωτέρω παθούσες ανακάλεσαν τις αρχικές καταθέσεις τους (βλ. την αναγνωσθείσα δήλωση της Ζ με τον αριθμό ...ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ελένης Τσούμα αλλά και τις καταθέσεις των Φ και Κ, ενώπιον του πρωτοβάθμιου και του παρόντος δικαστηρίου, όπου τους επισημάνθηκαν οι σχετικές αντιφάσεις), ισχυριζόμενες ότι δεν αποδόθηκαν σωστά από τους αστυνομικούς όσα κατέθεσαν. Όμως οι ισχυρισμοί τους αυτοί δεν κρίνονται πειστικοί διότι οι αστυνομικοί δεν είχαν λόγο ούτε και τη δυνατότητα να επινοήσουν τις λεπτομερείς περιγραφές των αξιόποινων πράξεων σε βάρος των παθουσών. Η στάση δε αυτή των τελευταίων, συνήθης σε θύματα τέτοιου είδους εγκλημάτων, πρέπει να αποδοθεί σε πιέσεις που έχουν δεχθεί από τους κατηγορουμένους και το περιβάλλον τους, για τις οποίες είχαν κάνει λόγο στις αρχικές καταθέσεις τους. Σε όμοιους λόγους πρέπει να αποδοθεί και η μεταστροφή των καταθέσείΰν των μαρτύρων κατηγορίας Ξ (ο οποίος αρχικά είχε καταθέσει ότι με προτροπή του δευτέρου κατηγορουμένου είχε έλθει σε εικονικό γάμο με την Κ, έναντι αμοιβής που του καταβλήθηκε από εκείνον) και ..., εργαζομένου στο ξενοδοχείο ...(ο οποίος αρχικά είχε αναγνωρίσει τους πρώτο και τρίτο κατηγορουμένους ως πρόσωπα που σύχναζαν στο ξενοδοχείο "..., "έκαναν παρέα" με τις αλλοδαπές και τις συνόδευαν στις εξόδους τους). Τέλος οι πρώτος και τρίτος κατηγορούμενοι με τις απολογίες τους αρνούνται την κατηγορία, εν τούτοις όμως δεν έδωσαν εύλογες και πειστικές εξηγήσεις για τις πράξεις τους. Ενόψει όλων αυτών πρέπει να απορριφθούν ως κατ' ουσίαν αβάσιμοι οι ισχυρισμοί του τρίτου κατηγορουμένου που αφορούν την ουσία της υποθέσεως και να κηρυχθούν οι κατηγορούμενοι ένοχοι των αξιόποινων πράξεων που τους αποδίδονται, όπως τα πραγματικά περιστατικά που τις θεμελιώνουν αναλυτικά αναφέρονται στο διατακτικό, και συγκεκριμένα όλοι της σωματεμπορίας από κοινού και κατ' εξακολούθηση (οι μεν δύο πρώτοι Ψ1 και Ψ2 για τις επί μέρους πράξεις σωματεμπορίας σε βάρος των Ζ , Φ και Κ ο δε τρίτος Χ μόνο για τις επί μέρους πράξεις σωματεμπορίας σε βάρος των Φ και Κ, εφόσον με την εκκαλούμενη απόφαση κηρύχθηκε απαράδεκτη η κατ' αυτού ποινική δίωξη για την επί μέρους πράξη σωματεμπορίας σε βάρος της Ζ λόγω εκκρεμοδικίας), επί πλέον δε ο τρίτος του βιασμού κατ' εξακολούθηση σε βάρος της Ζ. Ειδικά όσον αφορά την τελευταία αυτή πράξη, το δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει νόμιμος λόγος παύσεως της κατά του τρίτου κατηγορουμένου ποινικής διώξεως σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 344 Π.Κ. ενόψει του αναγνωσθέντος ειδικού πληρεξουσίου της παθούσας Ζ προς το δικηγόρο Μηνά Μαστρομηνά, με το οποίο αυτή χορήγησε στον ανωτέρω δικηγόρο την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να την εκπροσωπήσει στην παρούσα δίκη και να δηλώσει ενώπιον του δικαστηρίου ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του τρίτου κατηγορουμένου για την πιο πάνω αξιόποινη πράξη. Τούτο προεχόντως διότι ο ανωτέρω δικηγόρος δεν εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου κατά την παρούσα συνεδρίαση προκειμένου να προβεί στη σχετική δήλωση, εν πάση δε περιπτώσει, και αν η δήλωση είχε γίνει νομότυπα, διότι η παύση της ποινικής διώξεως γι' αυτό το λόγο είναι δυνητική, στην προκειμένη δε περίπτωση η παθούσα δεν προέβη σ' αυτήν επειδή η δημοσιότητα από τη δίκη θα είχε ως συνέπεια το σοβαρό ψυχικό τραυματισμό της αλλά για τους λόγους που αναφέρθηκαν σχετικά με την ανάκληση των αρχικών καταθέσεων της " Με τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος του βιασμού, και της σωματεμπορίας από κοινού με άλλους κατ'εξακολούθηση, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε το Δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1, 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 45, 98, 336 παρ.1 και 351 παρ. 1, 2 Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με την παραδοχή δηλαδή ασαφών, ελλιπών ή αντιφατικών αιτιολογιών και έτσι η απόφαση δεν στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα, σε σχέση με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, α) το αιτιολογικό δεν αποτελεί πιστή αντιγραφή του διατακτικού, περιέχει και ίδιες σκέψεις και αναφέρει χωρίς ασάφειες ή αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των δύο αξιοποίνων πράξεων, για τις οποίες κηρύχθηκε ο αναιρεσείων ένοχος, β) σημειώνεται στη σελίδα 23 των πρακτικών, αλλά και στο αιτιολογικό, ότι αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, πλην άλλων εγγράφων, και η με αριθμό ... Δήλωση της Ζ ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ελένης Τσούμα και επομένως ορθά συνεκτιμήθηκε από το Δικαστήριο της ουσίας και η δήλωση αυτή. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας, πλήττουν την περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη και ως τέτοιες πρέπει να απορριφθούν. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως ( πρώτος και τρίτος) για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, με έλλειψη νόμιμης βάσεως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 352 και 353 του ΚΠοινΔ παρέχεται στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις και για να κληθεί και εξετασθεί απουσιάζουσα μάρτυρας κατηγορίας, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι η μαρτυρία αυτή είναι αναγκαία για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα δικανική του πεποίθηση. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δεν αφορά μόνο την κυρία απόφαση αλλά και την παρεμπίπτουσα απόφαση, με την οποία το δικαστήριο απορρίπτει αίτημα αναβολής της δίκης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ. Συνίσταται δε η κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της παρεμπίπτουσας αυτής αποφάσεως στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν, καθώς και των συλλογισμών με τους οποίους κατέληξε το δικαστήριο στην απορριπτική του αιτήματος κρίση του. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης 1245/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων, δια του συνηγόρου του, ζήτησε την αναβολή της δίκης για να κλητευθεί και εξετασθεί στο ακροατήριο η απολειπόμενη, κάτοικος ..., αλλοδαπή μάρτυρας κατηγορίας Ζ, που κατά το κατηγορητήριο είναι η βιασθείσα από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο. Το Δικαστήριο , όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, με παρεμπίπτουσα απόφασή του, απέρριψε το αίτημα αυτό, με την εξής αιτιολογία : "Από τα έγγραφα τα οποία ανεγνώσθησαν, από τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων και από όλη γενικά τη διαδικασία δεν αποδείχτηκε ότι συντρέχει νόμιμος λόγος αναβολής της δίκης προκειμένου να κληθεί και να προσέλθει η μάρτυρας κατηγορίας (πολιτικώς ενάγουσα) Ζ, κάτοικος ..., ενόψει του ότι, με τις αναβλητικές αποφάσεις αυτού του δικαστηρίου με τους αριθμούς 372/6-2-2008, 2174/17-9-2008 και 465, 580/16 και 25-2-2009, η δίκη έχει ήδη αναβληθεί άλλες τρεις φορές λόγω απουσίας μαρτύρων, μάλιστα δε, με τη δεύτερη από αυτές, λόγω απουσίας της ίδιας (της ανωτέρου μάρτυρος και πολιτικώς ενάγουσας), η οποία τιμωρήθηκε με πρόστιμο. Εν τούτοις, στην επόμενη δικάσιμο της 16-2-2009 και μετά από διακοπή της 25-2-2009, [κατά την οποία αναβλήθηκε και πάλι η δίκη λόγω, απουσίας άλλης μάρτυρος (της αστυνομικού ...)], η πολιτικώς ενάγουσα δεν εμφανίστηκε και πάλι στο δικαστήριο αλλά αντί γι' αυτήν παρουσιάστηκε ο δικηγόρος Μηνάς Μαστρομηνάς και προσκόμισε τα εξής έγγραφα, τα οποία ανεγνώσθησαν: α) το ειδικό πληρεξούσιο με τον αριθμό 1/2009 το οποίο είχε συνταχθεί ενώπιον του Προξενικού Γραφείου του ...(όπου αυτή δήλωσε ότι κατοικεί) και με το οποίο η πολιτικώς ενάγουσα χορηγούσε στον προαναφερθέντα δικηγόρο την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να την εκπροσωπήσει στην παρούσα δίκη και να δηλώσει ενώπιον του δικαστηρίου ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του τρίτου κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη του βιασμού κατ' εξακολούθηση σε βάρος της και β) τη δήλωση της με τον αριθμό 6263/2008 ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ελένης Τσούμα, με την οποία αφού αναίρεσε τις καταθέσεις της (προανακριτικές και ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου), δήλωσε ότι: "είναι δύσκολο πλέον να έρχομαι στην Ελλάδα γιατί είμαι μητέρα πλέον ενός οκτάμηνου βρέφους και ίσως να μην μπορώ να είμαι παρούσα στην επόμενη ακρόαση". Από την πιο πάνω συμπεριφορά της ανωτέρω μάρτυρος κατηγορίας και πολιτικώς ενάγουσας το δικαστήριο κρίνει ότι αυτή δεν προτίθεται να εμφανισθεί ενώπιον του παρά την τιμωρία της και συνακόλουθα δεν συντρέχει νόμιμος λόγος αναβολής της δίκης προκειμένου να κληθεί και να προσέλθει η μάρτυρας αυτή, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη και του ότι αυτή ήδη κατοικεί στη ... και δεν είναι δυνατή η βίαιη προσαγωγή της. Ενόψει όλων αυτών πρέπει να απορριφθεί το σχετικό αίτημα του τρίτου κατηγορουμένου ως κατ' ουσίαν αβάσιμο." Η ανωτέρω αιτιολογία, ως προς την απορριπτική του αιτήματος αναβολής κρίση του Δικαστηρίου, είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, μετά την απόρριψη δε του άνω αιτήματος αναβολής, ορθά το Δικαστήριο προχώρησε στην εκδίκαση της υποθέσεως και δεν υπερέβη την εξουσία του και ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Η του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος.
Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 7-10-2009 αίτηση - δήλωση του Χ περί αναιρέσεως της 1245/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών . Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαρτίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Μαρτίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ