Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πολιτική αγωγή, Σωματική βλάβη από αμέλεια, Πρόσθετοι λόγοι.
Περίληψη:
Πολιτική αγωγή. Όταν ο κατηγορούμενος είναι δημόσιος υπάλληλος, ο πολιτικώς ενάγων παρίσταται μόνον προς υποστήριξη της κατηγορίας (ΑΠ 1586/2004, ΑΠ 1140/2003, ΟλΑΠ 3/2009). Δεν παράγεται όμως απόλυτη ακυρότητα αν επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση (ΑΠ 678/2007). Σωματική βλάβη από αμέλεια από υπόχρεο. Έννοια - Στοιχεία. Πότε τελείται με παράλειψη. Έννοια και προϋποθέσεις ευθύνης κατ' άρθρο 15 ΠΚ (ΑΠ 1294/ 2009). Έλλειψη αιτιολογίας - Πότε. Εσφαλμένη ερμηνεία εφαρμογή. Εκ πλαγίου παράβαση - Έννοια. Απορρίπτει λόγους αναιρέσεως και προσθέτους λόγους από άρθρο 510 § 1 Α΄, Δ΄ και Ε΄ ΚΠΔ.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2357/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Παναγιώτη Ρουμπή, Γεώργιο Μπατζαλέξη - Εισηγητή και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Οκτωβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Γιαννακάκη, περί αναιρέσεως της 2455/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ....
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Απριλίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως και στους από 3 Σεπτεμβρίου 2009 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1947/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 85 παρ. 1 του υπαλληλικού κώδικα που είχε κωδικοποιηθεί με το π. δ/γμα 611/1977 και ίσχυσε μέχρι την 9-4-1999, όταν άρχισε να ισχύει ο νεότερος υπαλληλικός κώδικας που κυρώθηκε με το ν. 2683/1999 και ίσχυσε μέχρι την 8-2-2007, οπότε άρχισε να ισχύει πλέον ο δημοσιοϋπαλληλικός κώδικας που κυρώθηκε με το ν. 3528/2007, ο δημόσιος υπάλληλος ευθύνεται έναντι του δημοσίου για κάθε θετική ζημία που προξένησε σ` αυτό από δόλο ή βαρειά αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ο υπάλληλος ευθύνεται επίσης για την αποζημίωση, στην οποία το Δημόσιο, κατ` άρθρο 105 εδ. α` του Εισαγ.Ν.ΑΚ, υποβλήθηκε έναντι τρίτων ένεκα παρανόμων πράξεων ή παραλείψεων αυτού που έγιναν επίσης από δόλο ή βαρειά αμέλεια. Δεν ευθύνεται όμως ο υπάλληλος έναντι τρίτων για τις αυτές πράξεις ή παραλείψεις του. Από τη διάταξη αυτή, που ταυτίζεται από άποψη περιεχομένου προς εκείνη του άρθρου 38 παρ. 1 του υπαλληλικού κώδικα που κυρώθηκε με το ν. 2638/1999 αλλά και του ισχύοντος ήδη υπαλληλικού Κώδικα που κυρώθηκε με το ν. 3528/2007, προκύπτει ότι στην έννοια της ζημίας διαλαμβάνεται, κατά τα άρθρα 299, 914, 928 και 932 ΑΚ, η περιουσιακή ζημία και η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (ΑΠΟλ3/2009). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 64 παρ.2 ΚΠΔ, με την επιφύλαξη της διατάξεως του άρθρου 89 παρ.1, όταν από διάταξη νόμου η υποχρέωση για την αποκατάσταση της ζημίας ή την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης, περιορίζεται αποκλειστικά σε τρίτο αστικώς υπεύθυνο, ο, κατά το άρθρο 63, νομιμοποιούμενος σε άσκηση πολιτικής αγωγής μπορεί να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων κατά του κατηγορουμένου προς υποστήριξη της κατηγορίας μόνο. Η σχετική δήλωση μπορεί να γίνει τόσο κατά την προδικασία όσο και στο ακροατήριο, σύμφωνα με το άρθρο 84. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι εκείνος που ζημιώθηκε αμέσως από το έγκλημα δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στο ακροατήριο προς υποστήριξη και μόνο της κατά του κατηγορουμένου δημοσίου υπαλλήλου κατηγορίας, χωρίς να είναι αναγκαίο στην περίπτωση αυτή να διευκρινίζει αν παρίσταται για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης ή για αποκατάσταση υλικής ζημίας, αφού τέτοια δικαιώματα δεν έχει έναντι του κατηγορουμένου υπαλλήλου. Εάν, παρά ταύτα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο προβεί στην επιδίκαση της απαιτήσεως του πολιτικώς ενάγοντος, υπερβαίνει την εξουσία του και η απόφαση του καθίσταται αναιρετέα, σύμφωνα με το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Η`του ΚΠΔ, πλην η παραδοχή του λόγου τούτου δεν επάγεται την αναίρεση της αποφάσεως στο σύνολο της, αφού ο πολιτικώς ενάγων νομίμως μετέσχε στην δίκη μέχρι την κήρυξη της ενοχής του κατηγορουμένου και προς υποστήριξη αυτής, αλλά μόνο ως προς την διάταξη της περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως στην πολιτική αγωγή, της οποίας, κατά μερική παραδοχή του σχετικού αναιρετικού λόγου διατάσσεται η απάλειψη.
Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο, ο Ψ, που τραυματίσθηκε στο τροχαίο ατύχημα, το οποίο, κατά την κατηγορία, επισυνέβη από αμέλεια του αναιρεσείοντα, που έχει την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου, δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων προς υποστήριξη μόνον της κατηγορίας, παραιτηθείς, κατά τον τρόπο αυτό, του ποσού των 30 € με επιφύλαξη, που ζήτησε πρωτόδικα και του επιδικάσθηκε με την 6349/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία, όπως και τα πρακτικά της, παραδεκτά επίσης επισκοπούνται.
Συνεπώς, σύμφωνα με αυτά που εκτίθενται στην ανωτέρω νομική σκέψη, νομίμως παρέστη, στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, ο πολιτικώς ενάγων και ο πρώτος λόγος του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω μη νόμιμης παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος (510 παρ. 1 Α σε συνδυασμό με 171 παρ. 2 ΚΠΔ), πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
ΙΙ. Από το συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 314 παρ. 1 εδάφιο α' του Ποινικού Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι, όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών, προς τη διάταξη του άρθρου 28 του ιδίου Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι από αμέλεια πράττει, όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν, συνάγεται ότι προς θεμελίωση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια, απαιτούνται τα ακόλουθα στοιχεία: α) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ιδιότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματός του να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσήκουσας προσοχής, δηλαδή σε μια παράλειψη. Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 ΠΚ, στο οποίο ορίζεται ότι, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση εφαρμογής της, είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) νομικής υποχρέωσης του υπαιτίου προς παρεμπόδιση του εγκληματικού αποτελέσματος. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει κυρίως: α) από ρητή διάταξη νόμου, β) από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη θέση του υπόχρεου, γ) από ειδική σχέση που θεμελιώθηκε, είτε συνεπεία συμβάσεως, είτε απλώς από προηγούμενη ενέργεια, από την οποία ο υπαίτιος της παραλείψεως αναδέχθηκε εκουσίως την αποτροπή κινδύνων στο μέλλον, δ) από προηγούμενη πράξη του υπαιτίου (ενέργεια ή παράλειψη), συνεπεία της οποίας δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ως λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει στην πραγματικότητα, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής, που εμπίπτει στον ίδιο αναιρετικό λόγο, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τον επιτρεπτό συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχτηκε, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος προσδιορίζονται σε αυτήν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Στην ... την 6-9-2002 ενώ ήταν υπόχρεος λόγω του επαγγέλματός του σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, από αμέλειά του δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει προξένησε σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας σε άλλον, χωρίς να προβλέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του. Ειδικότερα στον ως άνω τόπο και χρόνο ενώ ήταν Διευθυντής της Δ/νσης Κατασκευής Εργων Συντήρησης Οδοποιϊας (Δ.Κ.Ε.Σ.Ο.) και ως εκ τούτου υπόχρεος για τα έργα συντήρησης οδοποιΐας αρμοδιότητας Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε και επομένως και για την εποπτεία και συντήρηση της ... από αμέλειά του, παρέλειψε καίτοι είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση ως εκ της ανωτέρω ιδιότητός του να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποκατάσταση σημειακών προεξοχών (εξογκωμάτων) που υπήρχαν στην επιφάνεια του οδοστρώματος και συγκεκριμένα στην αριστερή λωρίδα της ανωτέρω οδού στο ύψος του ..., με κατεύθυνση προς ... με αποτέλεσμα ο οδηγός του με αριθμό κυκλοφορίας ... δίκυκλου μοτοποδηλάτου Ψ διερχόμενος από το σημείο αυτό, λόγω των ανωμαλιών του οδοστρώματος, να εκτραπεί της πορείας του, να ανατραπεί δεξιά επί του οδοστρώματος και να τραυματισθεί υποστάς κατάγματα αριστερού και δεξιού μηριαίου. Η υποχρέωσή του για την συντήρηση της ... προκύπτει από την κατά τον άνω χρόνο κατανομή των αρμοδιοτήτων στις σχετικές διευθύνσεις του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. μεταξύ των οποίων και η Δ.Κ.Ε.Σ.Ο. κατά τα άνω. Η κατανομή αυτή έγινε με πληρωμή απόφασης, που ίσχυε το διάστημα από 2000 μέχρι 2003, άρα και την 6-9-2002, την οποία εγνώριζε ο κατηγορούμενος, ο αριθμός της οποίας δεν προέκυψε. Λόγω της ύπαρξης της Υ.Α. αυτής ο κατηγορούμενος εξέδωσε τις με αριθμούς ... έγγραφες εντολές του προς κατώτερους και υφισταμένους υπαλλήλους της άνω Δ/νσης. Από το κείμενο των εντολών αυτών και δη από το κείμενο της με αριθμό ... εντολής του αποδεικνύεται ότι προς τους υπαλλήλους ... έδωσε εντολή για τον έλεγχο για λακκούβες, καθιζήσεις ή σαμαράκια, ζυμώματα, αποσύνθεσης ασφαλτικού οδοστρώματος, του εθνικού δικτύου περιοχής .... Την παραπάνω έγγραφη εντολή, παρέλαβαν όλοι οι υπάλληλοι της Δ/νσης ΔΚΕΣΟ, ουδείς διαμαρτυρήθηκε για την εντολή αυτής, όμως το συγκεκριμένο σημείο, που παραπάνω αναφέρθηκε δεν συντηρήθηκε. Την ανάληψη της ευθύνης αυτής και την μη ενημέρωση χωρίς όμως να ελέγχει την αργοπορία και να διαμαρτυρηθεί γι' αυτήν όπως ήταν υποχρεωμένος, ανέλαβε και ο κατηγορούμενος με το από 6-9-2005 υπόμνημά του, που κατέθεσε στο Α/Τ ... την 6-9-2005. Βέβαια ο κατηγορούμενος στο υπόμνημά του ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού ανέφερε πλείστες όσες υπουργικές αποφάσεις εκδοθείσες εκτός του χρονικού διαστήματος 2000 - 2003 σύμφωνα με τις οποίες η ...ς δεν ανήκει στο Διευρωπαϊκό Δίκτυο, αλλά στο Εθνικό και η συντήρηση της δεν ανήκει στην Δ.Κ.Ε.Σ.Ο. Όμως οι αποφάσεις αυτές δεν αναιρούν την ύπαρξη της ευθύνης του κατηγορουμένου για το διάστημα από 2000-2003, την οποία και ανέλαβε έγγραφα ο ίδιος, χωρίς να προκύψει κανένα υπηρεσιακό πρόβλημα για την ανάληψη του αυτή και την έκδοση σχετικών εντολών.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε, κατά πλειοψηφία, τον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα, ένοχο της πράξεως της σωματικής βλάβης από αμέλεια και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15, 26 παρ. 1 β, 28, 314 παρ. 1 α και 315 παρ. 1 β ΠΚ, που εφάρμοσε, τις οποίες, ορθώς ερμήνευσε και ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς, ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλον τρόπο, παραβίασε. Ειδικότερα η προσβαλλόμενη απόφαση προσδιορίζει με τις παραδοχές της, αλλά και επικαλείται σαφώς, ότι η υποχρέωση του αναιρεσείοντα προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, της σωματικής βλάβης του παθόντος Κ, απορρέει από την ειδική σχέση, που δημιουργήθηκε από προηγούμενη ενέργεια του ιδίου, από την οποία αυτός αναδέχθηκε εκουσίως την αποτροπή στο μέλλον κινδύνων, όπως και εκείνος που τελικώς επήλθε. Συγκεκριμένα δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, κατά πλειοψηφία, ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, κατά τον χρόνο του αναφερομένου στο σκεπτικό τροχαίου ατυχήματος, που είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό του ανωτέρω παθόντος, που υπέστη κατάγματα και των δύο μηριαίων οστών, έφερε την ιδιότητα του Διευθυντή της Διεύθυνσης Κατασκευής και Συντήρησης Οδοποιϊας (Δ.Κ.Σ.Ε.Ο) που είχε την υποχρέωση εκτελέσεως των έργων συντήρησης του Διευρωπαϊκού Δικτύου αρμοδιότητας του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. Και ναι μεν η ... δεν υπάγεται στο εν λόγω οδικό δίκτυο, αλλά στο Εθνικό, πλην όμως, κατόπιν εντολής του Υπουργού, που προϊστατο του εν λόγω Υπουργείου, ενόψει της τελέσεως στην Ελλάδα των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, για τα έτη 2000-2003, έγινε κατανομή των αρμοδιοτήτων στις γενικές διευθύνσεις του Υπουργείου, μετά δε την κατανομή αυτή, η οποία ήταν σε γνώση του, ο αναιρεσείων απηύθυνε έγγραφες εντολές και με το μνημονευόμενο 973/6-2-2002 έγγραφό του, δηλαδή επτά μήνες προ του ατυχήματος, προς συγκεκριμένους υπαλλήλους της ανωτέρω Υπηρεσίας, με τις οποίες ζήτησε να ελέγξουν το οδόστρωμα εθνικών οδών της περιοχής των Αθηνών, μεταξύ των οποίων και η ..., προς διαπίστωση αν υπήρχαν λακκούβες, καθιζήσεις σαμαράκια, ζυμώματα, αποσυνθέσεις ασφαλτικού οδοστρώματος, προκειμένου, σε καταφατική περίπτωση, να προβεί η Υπηρεσία αυτή, στο πλαίσιο της, κατόπιν της ανωτέρω εντολής, υποχρεώσεως της για συντήρηση, μεταξύ των άλλων και του άξονος της ..., σε αποκατάσταση των τυχόν ελαττωμάτων της ανωτέρω φύσεως του οδοστρώματος. Δέχεται περαιτέρω η προσβαλλομένη ότι ο αναιρεσείων παραδέχθηκε την ανάληψη της ευθύνης για συντήρηση και της ..., κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα και για τον προαναφερθέντα λόγο της τελέσεως των ... του 2004, με το από 6-9-2005 Υπόμνημα του, που κατέθεσε στο Α.Τ ..., στο πλαίσιο της διενεργουμένης προανάκρισης για το ατύχημα. Από την επιτρεπτή θεώρηση από τον Άρειο Πάγο του Υπομνήματος αυτού προκύπτει ότι ο αναιρεσείων, που υπήρξε Διευθυντής της ΔΚΕΣΟ από Σεπτέμβριο 2000 μέχρι Οκτώβριο 2003, παραδέχεται αρμοδιότητα της Υπηρεσίας του για τη συντήρηση του οδικού δικτύου αρμοδιότητας ΥΠΕΧΩΔΕ, αλλά και του άξονος της ..., ότι απεύθυνε τις, με το ανωτέρω περιεχόμενο, έγγραφες εντολές του, που επισύναψε και επικαλέσθηκε με αυτό, προς τους κατονομαζόμενους υπαλλήλους της υπηρεσίας του, οι οποίοι παρακολουθούσαν όλα τα θέματα της λεωφόρου αυτής και στην θέση του ατυχήματος και τέλος αναφέρει την εκτέλεση έργων συντήρησης της εν λόγω λεωφόρου, καθόλο το μήκος της, τα έτη 2003-2004, με βάση μελέτη και χρηματοδότηση που συντάχθηκαν, ελέγχθηκαν και εγκρίθηκαν από την προϊσταμένη του και αρμοδία προς τούτο Υπηρεσία Δ 9 του ΥΠΕΧΩΔΕ. Δέχεται δηλαδή η προσβαλλομένη απόφαση ότι, με βάση την ως άνω ενέργεια του αναιρεσείοντος, της παροχής των, με το ανωτέρω περιεχόμενο, εγγράφων εντολών του προς τους υπαλλήλους της Υπηρεσίας του, για την παρακολούθηση και ανάδειξη των προβλημάτων που εμφάνιζε το οδόστρωμα της ..., προκειμένου να χωρήσει η εξάλειψη τους και η ακώλυτη κυκλοφορία των οχημάτων στην λεωφόρο, με την ευκαιρία της τελέσεως των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, δημιουργήθηκε, προ και υφίστατο κατά τον χρόνο του ατυχήματος, ειδική σχέση, της Υπηρεσίας του με το έργο παρακολούθησης των προβλημάτων και άρσης αυτών δια της συντήρησης του οδοστρώματος και της ..., έργο το οποίο της ανατέθηκε πέραν της, κατά τις κείμενες διατάξεις, αρμοδιότητας της Υπηρεσίας του για εκτέλεση έργων συντήρησης του διευρωπαϊκού οδικού δικτύου. Εξαιτίας της ειδικής αυτής σχέσεως, ο αναιρεσείων αναδέχθηκε, εκουσίως, την αποτροπή οποιουδήποτε μελλοντικού κινδύνου, τον οποίο θα δημιουργούσε, στους κινούμενους και χρησιμοποιούντες την εν λόγω λεωφόρο, η πλημμελής εκτέλεση του με το ανωτέρω αντικείμενο έργου, από τους αρμοδίους, προς τους οποίους οι εντολές του, υπαλλήλους της Υπηρεσίας του. Περαιτέρω, όπως ανέλεγκτα δέχθηκε η αναιρεσιβαλλομένη, ο κίνδυνος αυτός επήλθε, λόγω πλημμελούς εκτελέσεως του έργου, που κατά τα άνω τους ανατέθηκε, από τους εν λόγω υπαλλήλους, την πλήρη συμμόρφωση των οποίων προς τις εντολές του και σύμφωνη με αυτές, δεν έλεγξε, όπως όφειλε και μπορούσε, λόγω της ανωτέρω ιδιότητάς του, ο αναιρεσείων. Άμεση συνέπεια τούτων, συνδεομένη αιτιωδώς, με αυτά, υπήρξε το τροχαίο ατύχημα και ο εξ αυτού τραυματισμός του παθόντος.
Συνεπώς, κατά τις σαφείς παραδοχές της αναιρεσειβαλλομένης, υφίσταται, κατά τη διάταξη του άρθρου 15 ΠΚ, σύμφωνα με αυτά που εκτέθηκαν στην νομική σκέψη, ευθύνη του αναιρεσείοντος για το τροχαίο ατύχημα που επήλθε, λόγω του προβλήματος που εμφάνιζε το οδόστρωμα της λεωφόρου στο ανωτέρω σημείο και της μη άρσεως αυτού, και του συνδεομένου αιτιωδώς με αυτό αποτελέσματος του τραυματισμού του παθόντος, αποτέλεσμα το οποίο αυτός, όπως όφειλε και μπορούσε, λόγω της ιδιότητάς του, δεν προέβλεψε, με συνέπεια, όπως σαφώς δέχεται το Δικαστήριο, ορθώς ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθρου 28 ΠΚ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 314 παρ. 1 α του ίδιου Κώδικα, να υφίσταται ασυνείδητη αμέλεια του για αυτό. Την ευθύνη του δε αυτή δεν μεταβάλλει, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, το γεγονός ότι με την αμετάκλητη απόφαση, που επικαλείται, κηρύχθηκε αθώος προηγούμενος Διευθυντής της ιδίας Διευθύνσεως (ΔΚΕΣΟ) τραυματισμού άλλου παθόντος σε παρόμοιο τροχαίο ατύχημα, που συνέβη, σε προγενέστερο όμως χρόνο, στην ίδια λεωφόρο, διότι, όπως έκρινε η απόφαση εκείνη, η Υπηρεσία αυτή δεν είχε, κατά τον χρόνο του ατυχήματος εκείνου, αρμοδιότητα συντηρήσεως της εν λόγω λεωφόρου. Είναι δε αδιάφορο, ενόψει των όσων αναφέρθηκαν ανωτέρω, για την κατά τα άνω ευθύνη του αναιρεσείοντος, στην συγκεκριμένη περίπτωση, το γεγονός ότι στην γενική αρμοδιότητα της ανωτέρω ΔΚΕΣΟ, σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων και υπουργικών αποφάσεων, που επικαλείται ο αναιρεσείων, υπαγόταν η συντήρηση μόνον του διευρωπαϊκου οδικού δικτύου, στο οποίο δεν ανήκε η ..., τα όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζει ο αναιρεσείων, εκτενώς, με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων, είναι αβάσιμα.
Συνεπώς οι περί του αντιθέτου εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' λόγοι υπό στοιχεία Β' και Γ' του κυρίου δικογράφου της αίτησης, αλλά και υπό στοιχεία Α' και Β' του δικογράφου των προσθέτων λόγων, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ως και παραβάσεως εκ πλαγίου των ανωτέρω διατάξεων, και αυτών που επικαλείται ο αναιρεσείων, είναι αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις που περιέχονται στους ανωτέρω λόγους, οι οποίες, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αναφέρονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, σύμφωνα με αυτά που εκτίθενται στην νομική σκέψη, είναι απαράδεκτες, διότι πλήττουν την ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι, πρέπει, να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την από 3-4-2008 αίτηση του Χ και τους προσθέτους λόγους αυτής, για αναίρεση της με αριθμ. 2455/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2009.