Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ναρκωτικά, Συνέργεια.
Περίληψη:
Ναρκωτικά. Άμεση συνέργεια. Έννοια. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς ήτοι εκείνους που τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 1496/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ανδρέα Δουλγεράκη και Γεώργιο Αδαμόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 28 Απριλίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελευθερία Ρίζου, περί αναιρέσεως της 606/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Ιουνίου 2008 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1683/2008.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 εδ. β' του ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του ν. 2161/1993 (άρθρο 20 παρ. 1 περ. β' του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά - ν. 3459/2006) με κάθειρξη δέκα (10) τουλάχιστον ετών και με χρηματική ποινή 1.000.000 μέχρι 100.000.000 δραχμών (ήδη 2.900 έως 290.000 ευρώ) τιμωρείται όποιος πωλεί ναρκωτικά. Εξάλλου, κατά το άρθρο 46 παρ. 1 περ. β' του ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται και ο άμεσος συνεργός του, δηλαδή εκείνος που με πρόθεση παρέσχε στο δράστη άμεση συνδρομή κατ' αυτήν και κατά τη διάρκεια εκτελέσεως της κυρίας πράξεως. Για τη στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας απαιτείται α) δόλος του άμεσου συνεργού, δηλαδή ηθελημένη παροχή συνδρομής στον πράττοντα, εν γνώσει ότι αυτή παρέχεται κατά την εκτέλεση της άδικης πράξης και β) παροχή άμεσης συνδρομής κατά την τέλεση και κατά τη διάρκεια εκτελέσεως της κυρίας πράξεως. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που εφαρμόστηκε. Εξάλλου είναι παραδεχτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαίωση δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από το καθένα. Εξάλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ως αποδεδειγμένα στη διάταξη που εφαρμόστηκε αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, όταν δηλαδή στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, διότι εξυπακούεται ότι υπάρχει με την τέλεση των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν αντικειμενικώς το έγκλημα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της 606/2008 προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την απόφασή του αυτή δέχτηκε ανελέγκτως, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος προσδιορίζονται, προέκυψαν, όσον αφορά την αναιρεσείουσα, τα εξής: "Η γυναίκα μετά της οποίας δρούσε ο ΑΑ, που καταδικάστηκε πρωτοδίκως σε πολυετή κάθειρξη για αγορά και κατοχή μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών (ηρωΐνης, κοκαΐνης και χασίς)... ήταν η κατηγορουμένη (η αναιρεσείουσα). Μαζί με αυτή μετά της οποίας είχε συνάψει ερωτικές σχέσεις, μετέβαινε ο ανωτέρω (ΑΑ) όταν συναντούσε τοξικομανείς για να τους προμηθεύει ναρκωτικά, προκειμένου να μη κινεί τις υποψίες, ως συνοδεύων γυναίκα, με την οποία εμφανιζόταν ως ζευγάρι και έτσι η κατηγορουμένη γνωρίζοντας την εν λόγω δραστηριότητα του ανωτέρω εραστή της, συνοδεύοντάς τον κατά τις συναντήσεις του με τοξικομανείς και τις πωλήσεις αγνώστων σε είδος και ποσότητες ναρκωτικών αντί αγνώστου κάθε φορά τιμήματος, στο προηγούμενο της κατά τα κατωτέρω συλλήψεως της (20-5-2004) δίμηνο τουλάχιστον χρονικό διάστημα, τον συνέδραμε όπως και ήθελε στην τέλεση των πράξεων πωλήσεως ναρκωτικών κατά τα ανωτέρω, χωρίς την οποία, όπως γνώριζε, δε θα μπορούσε να τελέσει τις πωλήσεις των ναρκωτικών χωρίς τον κίνδυνο να προκαλέσει τις υποψίες, να τεθεί υπό παρακολούθηση καινά συλληφθεί ... . Την ίδια μέρα (20-5-2004) και περί ώρα 9.30 έως 10.30, τα αστυνομικά όργανα μετέβησαν στα ως άνω σπίτια όπου κινούνταν οι ανωτέρω Αλβανοί υπήκοοι και η κατηγορουμένη (αναιρεσείουσα), ερωμένη του ΑΑκαι πλήρως συναισθηματικά εξαρτώμενη από αυτόν, την οποία και εκ του λόγου αυτού, όπως και ο ίδιος παραδέχτηκε, χρησιμοποιούσε για κάλυψη στις πωλήσεις των ναρκωτικών, που διενεργούσε, μάλιστα ο ίδιος είχε τοποθετήσει στην τσάντα της ένα "φιξάκι" ηρωίνης, που βρέθηκε από τους αστυνομικούς όταν την συνέλαβαν... Επίσης στοιχειοθετείται και η πράξη που αποδίδεται στην κατηγορουμένη, όπως αυτή περιγράφεται στο διατακτικό". Ακολούθως, το Πενταμελές Εφετείο κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα της άνω πράξεως της άμεσης συνδρομής στην πράξη της πώλησης των άνω ναρκωτικών από τον ΑΑ, διαλαμβάνοντας ειδικότερα στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, το οποίο παραδεκτά συμπληρώνεται από το σκεπτικό ότι "κατά τους κατωτέρω τόπους και χρόνους εκ προθέσεως ενεργώντας και χωρίς να έχει αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, παρέσχε άμεση συνδρομή στην τέλεση της άδικης πράξης της πώλησης ναρκωτικών ουσιών, που διέπραξε ο συγκατηγορούμενός της ΑΑ και συγκεκριμένα στην ... και στην ευρύτερη περιοχή της ... σε μη επακριβώς διακριβωθέντα χρόνο, οπωσδήποτε όμως κατά το τελευταίο δίμηνο πριν την 20-5-2004 και σε ημερομηνίες που βρίσκονται εντός αυτού του χρονικού διαστήματος παρέσχε άμεση συνδρομή στον συγκατηγορούμενό της ΑΑ να πωλήσει σε άγνωστα πρόσωπα άγνωστες ποσότητες των ναρκωτικών ουσιών ακατέργαστης κάνναβης, ηρωίνης και κοκαΐνης, αντί αγνώστου τιμήματος ή άλλου είδους ανταλλάγματος, τουλάχιστον όμως αντί του χρηματικού ποσού των 1.500 ευρώ, που βρέθηκε στην κατοχή του και κατασχέθηκε". Με αυτά που δέχτηκε το Πενταμελές Εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σε αυτήν με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του προβλεπομένου από τις άνω διατάξεις εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν για τις οποίες αρκεί η αναφορά γενικώς κατά το είδος των αποδεικτικών μέσων χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα χωριστά και οι νομικές σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχτηκαν στις άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόστηκαν, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασάφειες, ελλείψεις λογικά κενά ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα αναφέρονται στην απόφαση αυτή με πληρότητα και σαφήνεια όλα τα συγκεκριμένα εκείνα περιστατικά που συγκροτούν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της άμεσης συνέργειας στην πώληση των ναρκωτικών από τον ΑΑ (αυτουργό) για το οποίο και καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, ήτοι αναφέρεται ο τρόπος με τον οποίο αυτή παρείχε άμεση συνδρομή στον αυτουργό κατά την πώληση από αυτόν προς τους τοξικομανείς των άνω ναρκωτικών στην ευρύτερη περιοχή της ... κατά το τελευταίο δίμηνο πριν από τη σύλληψη της, συνοδεύοντας αυτόν εμφανιζόμενοι ως ζευγάρι, ώστε να καθίσταται δυνατή η πώληση από τον άνω αυτουργό των πιο πάνω ναρκωτικών στους τοξικομανείς και να μην κινεί τις υποψίες των περαστικών ή της αστυνομίας και έτσι, με τη βοήθεια της αυτή, ο άνω αυτουργός (ΑΑ) να πραγματοποιεί τις παράνομες αυτές πωλήσεις, χωρίς δε τη συνδρομή της αυτή θα καθίστατο αδύνατη η πώληση από αυτόν των πιο πάνω ναρκωτικών στους τοξικομανείς. Η αναιρεσείουσα, την συνδρομή της αυτή την παρείχε στον ΑΑ γνωρίζοντας ότι αυτός πωλεί τα πιο πάνω ναρκωτικά και με τη θέληση της τον συνέδραμε ως άνω κατά την τέλεση και κατά τη διάρκεια εκτελέσεως εν γνώσει της από τον ΑΑ της κυρίας πράξεως της πωλήσεως των ναρκωτικών. Επομένως, ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος της αναίρεσης περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής +απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου, ή στη μείωση της ποινής. Αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου είναι και ο ισχυρισμός του περί χορηγήσεως ελαφρυντικού του άρθρου 84 του ΠΚ. Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι η αναιρεσείουσα με το συνήγορό της ζήτησε τη χορήγηση και του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2ε του ΠΚ προβάλλοντας ότι "όντας ελεύθερη από την 26-9-2005, ήτοι επί δύο (2) και πλέον έτη, κατά το διάστημα αυτό φοίτησα σε νυχτερινό Γυμνάσιο και όπως αποδεικνύεται από το από 25-6-2007 αποδεικτικό σπουδών, που επισυνάπτω, αποφοίτησα με Άριστα, πράγμα που επιβεβαιώνεται και από την επισυναπτόμενη υπ' αριθ. πρωτ. ... Βεβαίωση του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας, αποφοιτώντας από το Γυμνάσιο έλαβα τον βαθμό 18 5/8. Παράλληλα φοίτησα και σε ειδικό τμήμα του Οργανισμού Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης του Υπουργείου Παιδείας και έλαβα το συνημμένο και από Ιουνίου 2007 Πιστοποιητικό Γνώσης Χειρισμού Ηλεκτρονικών Υπολογιστών. Με όσα εξέθεσα και με το γεγονός ότι παρέμεινα προσωρινά κρατούμενη από 20-5-2004 μέχρι 26-9-2005, δηλαδή επί ένα (1) έτος, τέσσερις (4) μήνες και έξι (6) ημέρες, ευελπιστώ ότι το Δικαστήριο σας θα με απαλλάξει. Όμως, αν παρ' ελπίδα με κηρύξετε ένοχη, τότε ζητώ να μου αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2ε ΠΚ, αφού μετά την πράξη μου και για μεγάλο χρονικό διάστημα επέδειξα άριστη διαγωγή". Το Πενταμελές Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του χορήγησε στην αναιρεσείουσα τα ελαφρυντικά του προτέρου εντίμου βίου και της μετεφηβικής ηλικίας σύμφωνα με το σκεπτικό του και απέρριψε το άνω ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2ε με την αιτιολογία ότι "η αναγνώριση στη δεύτερη κατηγορουμένη και της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2ε ΠΚ, όπως αβάσιμα αιτείται, δεν είναι δυνατή, διότι μπορεί μεν να πραγματοποίησε στο διάστημα, που μετά την τέλεση της πράξεως, είναι ελεύθερη, τις σπουδές, που επικαλείται, πλην όμως εκ του λόγου τούτου και μόνον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις, που θέτει η εν λόγω διάταξη για αναγνώριση αυτής της ελαφρυντικής περιστάσεως, ανεξάρτητα του ότι η μη εμπλοκή της στο χρονικό αυτό διάστημα, σε άλλη παράνομη δραστηριότητα, υπήρξε αποτέλεσμα της επιθυμίας της να επιδείξει καλή συμπεριφορά, εν όψει της εκκρεμούσης προς εκδίκαση εφέσεως της, για να μπορεί να προβάλλει τον ισχυρισμό περί αναγνωρίσεως της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως και δεν οφείλεται σε πραγματική μεταβολή της ...". Η αιτιολογία αυτή δεν είναι αντιφατική και είναι πλήρης αφού, διαλαμβάνει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού και συγκεκριμένα ότι δεν πληρούται η προϋπόθεση της καλής της συμπεριφοράς εκ του ότι μετά την τέλεση της πράξεως η αναιρεσείουσα πραγματοποίησε τις σπουδές που επικαλείται, ενώ εξάλλου, η μη εμπλοκή της σε άλλη παράνομη πράξη κατά το χρόνο που ήταν ελεύθερη, κατά την παραδοχή της προσβαλλόμενης, δεν οφείλεται στη θέλησή της να απέχει από τέτοια παράνομη δραστηριότητα, επιπλέον δε, το χρονικό διάστημα που ήταν ελεύθερη, ήτοι από 26-9-2006, ήτοι περίπου διετία, δεν κρίνεται μεγάλο ώστε να μπορεί να διακριβωθεί αν πράγματι επέδειξε αυτή καλή συμπεριφορά μετά την πράξη. Επομένως, ο περί του αντιθέτου από το ίδιο άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος της αναίρεσης περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας όσον αφορά την απόρριψη του άνω ισχυρισμού, είναι αβάσιμος. Τέλος, η αναφορά στο εισαγωγή μέρος της προσβαλλομένης απόφασης ότι η αναιρεσείουσα εισάγεται με την κατηγορία της απλής συνέργειας σε πώληση ναρκωτικών, ενώ τελικά αυτή καταδικάστηκε για άμεση συνέργεια στην ίδια πράξη, οφείλεται σε προφανή παραδρομή, καθόσον η κατηγορία, που της αποδόθηκε από την αρχή ήταν εκείνη της άμεσης συνέργειας σε πώληση ναρκωτικών, για την οποία και καταδικάστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση και συνεπώς δεν δημιουργείται σύγχυση ή ακυρότητα από ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας.
Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και 171 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠΔ λόγος της αναίρεσης είναι αβάσιμος.
Συνεπώς, η αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2-6-2008 αίτηση της Χ για αναίρεση της 606/2008 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαΐου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Ιουνίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ