Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Έγγραφα, Πλαστογραφία, Πολιτική αγωγή, Συρροή εγκλημάτων.
Περίληψη:
Απάτη με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία και πλαστογραφία μετά χρήσεως. Αληθινή συρροή. Ακυρότητα από κακή παράσταση πολιτικής αγωγής, λήψη υπόψη εγγράφων που δεν αναγνώστηκαν, μη δόση του λόγου στο δικηγόρο του κατηγορουμένου μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα. Απορρίπτει σχετικούς λόγους. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 427/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αρίστιππο Μαστρογιάννη, περί αναιρέσεως της 3049/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΚΑΛΕΣ ΓΕΥΣΕΙΣ ΑΕ", που εδρεύει στο Περιστέρι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μάριο Μπαχά.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14.7.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1258/2008.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 68 παρ. 2 του ΚΠΔ, εκείνος που δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να υποβάλλει την απαίτησή του στο ποινικό δικαστήριο μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας χωρίς έγγραφη προδικασία. Δικαιούχος της χρηματικής αυτής ικανοποιήσεως είναι μόνο ο φορέας του δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος που έχει προσβληθεί. Έτσι δικαίωμα παραστάσεως πολιτικής αγωγής έχουν και τα νομικά πρόσωπα για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που αφορά την πίστη και το κύρος του νομικού προσώπου έναντι τρίτων και τούτο γιατί τέτοια βλάβη μπορεί να υποστεί και το νομικό πρόσωπο από τον αντίκτυπο που έχει στην πίστη, το κύρος και την φήμη του η άδικη πράξη που τελέστηκε σε βάρος αυτού, στη δήλωση δε του εκπροσώπου του, όταν παρίσταται ως πολιτικώς ενάγον, δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται η βλάβη, γιατί αυτή αναφέρεται στον ανωτέρω αντίκτυπο. Εξάλλου, το επιτρεπτό της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος κρίνεται από το περιεχόμενο της απαίτησης που περιέχει η δήλωσή του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και από το κατηγορητήριο που διαλαμβάνει την άδικη πράξη, ενώ η ουσιαστική βασιμότητα της αξίωσης από την αποδεικτική διαδικασία. Η δήλωση παραστάσεως, πρέπει, κατά το άρθρο 84 ΚΠΔ, να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση της υποθέσεως για την οποία δηλώνεται η παράσταση και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται, δηλαδή αν πρόκειται για υλική ζημία ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Για το νομότυπο της παραστάσεως δεν είναι αναγκαίο να διαλαμβάνεται ο ιδιαίτερος τρόπος προκλήσεως της ηθικής βλάβης, που είναι άμεσο αποτέλεσμα των περιγραφομένων γεγονότων που αποδίδονται στον κατηγορούμενο. Η δήλωση δε αυτή, όταν επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν είναι αναγκαίο να περιέχει και όλα τα παραπάνω στοιχεία, αφού, όπως προαναφέρθηκε, κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό. Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 171 παρ. 2, 63 και 68 παρ. 2 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι απόλυτη ακυρότητα δεν δημιουργείται όταν ο παραστάς ως εκπρόσωπος ή αντιπρόσωπος άλλου δεν είχε την αναγκαία εξουσία εκπροσωπήσεως ή αντιπροσωπεύσεως. Τέλος από τα εγκλήματα της απάτης και της πλαστογραφίας άμεσα ζημιούμενος από την παραπάνω πράξη και δικαιούμενος να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική διαδικασία για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, είναι εκείνος ο οποίος υπέστη ή πρόκειται να υποστεί τις έννομες συνέπειες αυτών των εγκλημάτων. Στην προκειμένη υπόθεση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά παραδεκτή επισκόπησή των, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας εμφανίσθηκε στο δικαστήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ο Ψ1 και δήλωσε ότι δυνάμει του υπ' αριθμ. 58/16-2-2007 πρακτικού Συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΚΑΛΕΣ ΓΕΥΣΕΙΣ-Ανώνυμη Εταιρία Εμπορίας Ειδών Διατροφής και Γενικού Εμπορίου Εκμετάλλευση Αναψυκτηρίων και Εστιατορίων", του παρασχέθηκε η ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα, προκειμένου αυτός, ενεργών κατ' εντολή και λογαριασμό της, να δηλώσει ότι παρίσταται η εγκαλούσα εταιρία ως πολιτικώς ενάγουσα κατά του κατηγορουμένου και ζήτησε να υποχρεωθεί να της καταβάλει το ποσό των σαράντα τεσσάρων ευρώ, ως χρηματική ικανοποίησή της για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω του αδικήματος, προσκόμισε δε στο Δικαστήριο εκείνο το παραπάνω πρακτικό. Το δικαστήριο αυτό με την υπ' αριθμ. 12436/2007 απόφασή του, χωρίς αντίρρηση για την ως άνω παράσταση πολιτικής αγωγής, προχώρησε στη διαδικασία και στην καταδίκη του αναιρεσείοντος, για τα εγκλήματα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της απάτης, από την οποία η ζημία που προκλήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη και τέλος τον υποχρέωσε να πληρώσει στην πολιτικώς ενάγουσα εταιρία, για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, 44 ευρώ. Κατά την εκδίκαση της υποθέσεως ενώπιον του Εφετείου, όπου είχε αχθεί κατόπιν εφέσεως του καταδικασθέντος κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα ενσωματωμένα σ' αυτή πρακτικά, πριν αρχίσει ακόμη η αποδεικτική διαδικασία, ο ανωτέρω Ψ1 επανέλαβε ότι παρίσταται ως πληρεξούσιος και εκπρόσωπος της πολιτικώς ενάγουσας, σύμφωνα με το υπ' αριθμ. 67 πρακτικό συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της και ζήτησε με την ιδιότητα του αυτή, να υποχρεωθεί ο κατηγορούμενος να καταβάλει στην παραπάνω εταιρία, με επιφύλαξη, το ποσό των 44 ευρώ, το οποίο της επιδικάστηκε πρωτοδίκως, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που της προκάλεσαν οι κρινόμενες πράξεις. Το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφαση του, χωρίς αντίρρηση για την άνω παράσταση της πολιτικής αγωγής, δέχθηκε ως βάσιμη τη δήλωση αυτή και επιδίκασε ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που είχε υποστεί η πολιτικώς ενάγουσα από τα ως άνω εις βάρος της εγκλήματα του κατηγορουμένου το ποσό που είχε ζητηθεί. Ενόψει αυτών η πολιτικώς ενάγουσα δεν παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου και συνεπώς είναι αβάσιμος ο από το άρθρο 510 & 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, πρώτος, λόγος της αναιρέσεως. Οι ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, οι οποίες, κατ' εκτίμηση, αναφέρονται 1) στην έλλειψη εξουσίας εκπροσωπήσεως της πολιτικώς ενάγουσας από το ως άνω φυσικό πρόσωπο, που προέβη στη δήλωση παραστάσεως και 2) στην παράλειψη της να επικαλεστεί αν και με ποιο τρόπο οι φερόμενες αξιόποινες πράξεις που αποδίδονται σ' αυτόν είχαν επίδραση στο κύρος την πίστη και το μέλλον της και να προσδιορίσει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των παραπάνω πράξεων και της ηθικής βλάβης, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, αφού, όπως προαναφέρθηκε, απόλυτη ακυρότητα δεν δημιουργείται όταν η αιτίαση αναφέρεται στην έλλειψη εξουσίας εκπροσωπήσεως από τον εμφανισθέντα ως εκπρόσωπο, κατά τα λοιπά δε, γιατί οι επικαλούμενες ελλείψεις δεν επιφέρουν ακυρότητα της δήλωσης της πολιτικής αγωγής.
Η απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, εκτείνεται όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή ή μη του κατηγορουμένου, αλλά σ' όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα από το αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, η απορριπτική της αίτησης του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης, κατά το άρθρο 61 του ΚΠΔ, λόγω της ύπαρξης εκκρεμούς δίκης στο πολιτικό δικαστήριο για ζήτημα που ανήκει στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, που έχει όμως σχέση με την ποινική δίκη, πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, έστω και αν η αποδοχή ή η απόρριψη της αίτησης αναβολής είναι δυνητική για το ποινικό δικαστήριο και έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του. Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 61 του ΚΠΔ, ως ζήτημα για το οποίο εκκρεμεί δίκη στο πολιτικό ή κατ' αναλογία στο διοικητικό δικαστήριο και έχει σχέση με την ποινική δίκη, νοείται εκείνο που ανάγεται σε στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασής του εγκλήματος, η κρίση δε του ποινικού δικαστηρίου ότι δεν είναι σκόπιμη η αναβολή είναι ανέλεγκτη, αρκεί μόνο να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα η κρίση αυτή για το μη σκόπιμο της αναβολής. Τέλος, για να είναι παραδεκτό αίτημα αναβολής της δίκης κατ' άρθρο 61 του ΚΠΔ, θα πρέπει αυτό να προβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο. Συγκεκριμένα θα πρέπει να προσδιορίζεται το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η πολιτική ή αναλόγως η διοικητική δίκη, το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, οι διάδικοι που μετέχουν σε αυτή, το ζήτημα το οποίο εκκρεμεί και πρόκειται να κριθεί σε αυτήν και η σχέση του ζητήματος αυτού προς την κατηγορία που εκκρεμεί στο ποινικό δικαστήριο. Αν δεν υποβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο το αίτημα αυτό, η μη απάντηση του ποινικού δικαστηρίου σε αυτό ή η μη αιτιολογημένη απόρριψή του, δεν ιδρύει τον άνω λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 3049/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για τις πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της απάτης, από την οποία προκλήθηκε ιδιαίτερα μεγάλη ζημία. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, ο κατηγορούμενος αναιρεσείων, δια του συνηγόρου του, "ζήτησε την αναβολή της δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 61 του Κ.Ποιν.Δ., μέχρις ότου εκδοθούν οριστικές αποφάσεις για δύο (2) αντίθετες αγωγές, που εκκρεμούν στα Πολιτικά Δικαστήρια". Δεδομένου, ότι το ανωτέρω αίτημα του κατηγορουμένου, ως αίτημα αναβολής της δίκης κατά το άρθρο 61 του ΚΠΔ, δεν είχε υποβληθεί κατά τρόπο ορισμένο, αφού δεν προσδιορίζονται οι αγωγές, τα πρόσωπα των διαδίκων, το αντικείμενο αυτών, το Δικαστήριο στο οποίο αυτές εκκρεμούν και δεν γίνεται αναφορά περί του αν οι άνω αποφάσεις, για τις οποίες ασκήθηκαν οι αγωγές, σχετίζονται και αφορούν τις πράξεις που αποδίδονται στον κατηγορούμενο και ειδικότερα αν οι αγωγές αυτές ανάγονται σε στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης των πράξεων αυτών, η απόρριψή του από το ποινικό δικαστήριο δεν ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Ανεξαρτήτως όμως τούτων, το παραπάνω Δικαστήριο, απορρίπτοντας το ανωτέρω αίτημα του κατηγορουμένου, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του πλήρη σαφή, εμπεριστατωμένη και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία, αφού εξέθεσε με ιδιαίτερες σκέψεις τους λόγους για τους οποίους δεν έκρινε σκόπιμη την αναβολή της δίκης μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί των παραπάνω αγωγών, στη συνέχεια δε, εκδικάζοντας την υπόθεση στην ουσία της, δεν υπερέβη την εξουσία του. Επομένως, ο δεύτερος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Η' του ΚΠΔ, λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, είναι αβάσιμος. Κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ΚΠΔ, ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη επιφέρει η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η άσκηση των προσηκόντων στον κατηγορούμενο δικαιωμάτων αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υφίσταται από το νόμο υποχρέωση του δικαστή να δημιουργήσει οίκοθεν εκείνες τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σχετική αίτηση του κατηγορουμένου. Έτσι από τις διατάξεις των άρθρων 333, 358 ή άλλη διάταξη του ΚΠΔ δεν υφίσταται υποχρέωση του δικαστή όπως, μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα ή την ανάγνωση εγγράφου, δώσει, χωρίς αίτηση των διαδίκων, το λόγο σ' αυτούς για να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικές με το περιεχόμενο των εγγράφων και τις καταθέσεις που έγιναν και συντείνουν στη συναγωγή συμπερασμάτων για την αξιοπιστία αυτών και τη σχέση τους προς τη δικαζόμενη υπόθεση.
Συνεπώς, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα από τη μη παροχή από το διευθύνοντα τη συζήτηση, αυτεπαγγέλτως και χωρίς αίτηση του αναιρεσείοντος, του λόγου σε αυτόν, μετά την κατάθεση του κάθε μάρτυρα και την ανάγνωση εγγράφου, για να εκθέσει τις απόψεις και παρατηρήσεις του σχετικά με το περιεχόμενο και την αξιοπιστία και γι' αυτό ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ τρίτος λόγος της αναίρεσης είναι απαράδεκτος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 171 παρ. 1 και 364 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι αν ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικά στοιχεία για τη στήριξη της κατηγορίας έγγραφα που δεν αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Δεν είναι όμως αναγκαίο να αναγνωσθούν στο ακροατήριο, τα έγγραφα που αποτελούν το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος που αποδίδεται στον κατηγορούμενο και γενικώς τα διαδικαστικά έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, τα οποία δεν είναι έγγραφα της αποδεικτικής διαδικασίας και λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για την έρευνα του παραδεκτού και της βασιμότητας του προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως, το Δικαστήριο που την εξέδωσε, για να καταλήξει στην περί ενοχής κρίση του, έλαβε υπόψη του και την ...... πλαστή απόδειξη είσπραξης της ΔΕΗ, συνολικού ποσού 6.056.000 δραχ. Το έγγραφο όμως αυτό αποτελεί το υλικό αντικείμενο της πράξης της πλαστογραφίας, για την οποία παραπέμφθηκε και καταδικάστηκε ο αναιρεσείων και επομένως, από τη μη ανάγνωσή του ουδεμία ακυρότητα δημιουργήθηκε. Περαιτέρω από το σκεπτικό τις απόφασης προκύπτει σαφώς ότι το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου αναγνώστηκε μετά την ενοχή του κατηγορουμένου, για το λόγο δε αυτό δεν αναφέρεται στα αναγνωστέα έγγραφα, τα οποία συνεκτίμησε το δικαστήριο για την κρίση του αυτή. Στη συνέχεια, αν και αναγνώστηκε και το έλαβε υπόψη του για την απόρριψη της ελαφρυντικής περίστασης του προτέρου εντίμου βίου, όμως, από παραδρομή, δεν έγινε η σχετική βεβαίωση στο οικείο μέρος των πρακτικών.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ τέταρτος λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 216 του ΠΚ, στοιχείο του εγκλήματος της πλαστογραφίας είναι η κατάρτιση πλαστού ή η νόθευση εγγράφου, προκειμένου με τη χρήση του να παραπλανηθεί άλλος, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομη συνέπεια, δηλαδή είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος, ή έννομης σχέσης. Περαιτέρω κατά το άρθρο 13 περ. γ' εδ. πρώτο του ΠΚ, έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός. Στην έννοια αυτή του εγγράφου περιλαμβάνεται και το φωτοτυπικό αντίγραφο εγγράφου, στο οποίο απεικονίζεται (φωτογραφίζεται) το πρωτότυπο εγγράφου με τη χρησιμοποίηση κατάλληλης συσκευής, αφού υπάρχει πιστή αναπαραγωγή του πρωτοτύπου με μηχανικό τρόπο (φωτοτυπικό μηχάνημα). Επομένως, το γεγονός με έννομη συνέπεια, που το πρωτότυπο του εγγράφου προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει, εμφανίζεται και στο φωτοτυπικό αντίγραφο, έστω και αν δεν είναι επικυρωμένο και άρα μπορεί να αποδειχθεί με αυτό. Ενόψει αυτών, και το ανεπικύρωτο φωτοτυπικό αντίγραφο, παρότι δεν είναι πρωτότυπο, είναι δυνατόν να καταστεί υλικό αντικείμενο πλαστογραφίας (κατάρτισης πλαστού ή νόθευσης). Η δημιουργία εγγράφου με τη μέθοδο της φωτοτυπίας και η αλλοίωση, κατά τη φωτοτύπηση, στοιχείων του γνησίου εγγράφου, συνιστά κατάρτιση νέου πλαστού εγγράφου, ενώ η χρήση ανεπικύρωτων φωτοτυπικών αντιγράφων εγγράφου, που έχει νοθευτεί, συνιστά ειδική μορφή χρήσης πλαστού εγγράφου (Ολ. ΑΠ 2/2000).Περαιτέρω κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό προς το άρθρο 94, του ΠΚ, συνάγεται ότι οι πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της απάτης συρρέουν αληθώς και ουδεμία απορροφά την άλλη, διότι κάθε μία είναι αυτοτελής και στοιχειοθετείται από διαφορετικά περιστατικά, αφού ειδικότερα η επίτευξη της παραπλάνησης και της βλάβης στην περιουσία του παραπλανώμενου ή του τρίτου, που αποτελούν στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως της απάτης, δεν αποτελούν αντίστοιχα και στοιχεία της υποστάσεως, ή επιβαρυντική περίπτωση, ή αναγκαίο μέσο διαπράξεως της πλαστογραφίας. Ακόμη, από το άρθρο 216 ΠΚ συνάγεται ότι για την ύπαρξη εγκλήματος πλαστογραφίας που τελέστηκε με κατάρτιση πλαστού εγγράφου, προϋποτίθεται η ύπαρξη προσώπου επ' ονόματι του οποίου εκδίδεται το έγγραφο. Ο εκδότης δε αυτού, δεν είναι απαραίτητο να υποδηλώνεται πάντοτε με την υπογραφή του, αλλά μπορεί να καθίσταται εμφανής από το περιεχόμενο του εγγράφου, ή να συνάγεται από το είδος ή από τα στοιχεία αυτού. Εξάλλου η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ .Δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εξάλλου εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που αποτελεί τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης, υπάρχει και όταν η διάταξη παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, δηλαδή, εκτός άλλων, όταν κατά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών υπάρχει αντίφαση ή ασάφεια είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και το διατακτικό της απόφασης, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης με αριθ. 3049/2008 απόφασής του, το Τριμελές Εφετείο ΑΘηνών, που την εξέδωσε, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερόμενων σ' αυτήν αποδεικτικών μέσων, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, ότι αποδείχτηκαν τα ακόλουθα: Με την από 13.7.2001 σύμβαση έργου, που καταρτίστηκε μεταξύ των εταιρειών με τις επωνυμίες "ΚΑΛΕΣ ΓΕΥΣΕΙΣ ΑΕ" και "ΚΙΒΩΤΟΣ ΑΤΕ", όπως μετονομάστηκε η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΝΕΑ ΑΝΕΓΕΡΣΗ ΑΤΕ", η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να αποπερατώσει ένα ακίνητο, που βρίσκεται στη ....., το οποίο μίσθωσε η πρώτη με σκοπό τη λειτουργία σε αυτό πολυτελούς εστιατορίου - μπαρ - καταστήματος πώλησης τροφίμων και ποτών, αντί εργολαβικού ανταλλάγματος ύψους 91.500.000 δρχ. και ήδη 268.525,31 ευρώ. Πέρα από όσα εγγράφως συμφωνήθηκαν στη σύμβαση αυτή, η εργολάβος εταιρεία "ΚΙΒΩΤΟΣ ΑΤΕ", της οποίας ο κατηγορούμενος, κατά τον πιο πάνω χρόνο, ήταν μέλος του διοικητικού της συμβουλίου, συμφωνήθηκε ότι θα αναλάβει την υποχρέωση να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να συνδεθεί το μίσθιο ακίνητο της εργοδότιδας εταιρείας με το ηλεκτρικό δίκτυο της ΔΕΗ και ότι η εργοδότης θα επιβαρυνθεί με τα σχετικά έξοδα, τα οποία δεν μπορούσαν εκ των προτέρων να προσδιοριστούν επακριβώς. Οι εργασίες αυτές έπρεπε, κατά την σύμβαση, να περατωθούν μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2001. Περί τα τέλη Ιουλίου 2001, ο κατηγορούμενος Χ1 ανακοίνωσε στους μάρτυρες κατηγορίας ...... και Ψ1 διευθύνοντα σύμβουλο και οικονομικό διευθυντή, αντίστοιχα, της εγκαλούσας εταιρείας "ΚΑΛΕΣ ΓΕΥΣΕΙΣ ΑΕ", ότι η εταιρεία στην οποία συμμετείχε πλήρωσε στη ΔΕΗ το ποσό των 6.056.000 δρχ. για την σύνδεση του μισθίου ακινήτου με το δίκτυο της ΔΕΗ. Στην σχετική τηλεφωνική επικοινωνία, που είχε ο μάρτυρας Ψ1 με τον κατηγορούμενο, του ζήτησε το πρωτότυπο παραστατικό που αποδείκνυε την πιο πάνω καταβολή, προκειμένου να καταβάλει η εγκαλούσα εταιρεία το ως άνω ποσό στην εργολάβο εταιρεία και να ενημερώσει και τα λογιστικά της βιβλία. Έτσι, για να γίνει πιστευτός ο κατηγορούμενος, απέστειλε στην εγκαλούσα εταιρεία με τηλεομοιοτυπία (fax) φωτοτυπία της με αριθμό ....... απόδειξης είσπραξης της ΔΕΗ, συνολικού ποσού 6.056.000 δρχ. Ειδικότερα, στην απόδειξη αυτή και στη θέση των στοιχείων του πελάτη αναγράφονταν τα στοιχεία της μηνύτριας εταιρείας, ως αριθμός παροχής ΔΕΗ ο αριθμός ......, στην ένδειξη "αιτιολογία είσπραξης - ανάλυση ποσών" αναγραφόταν το ποσό των 3.962.712 ως συμμετοχή, ο αριθμός 0 δίπλα από την ένδειξη "τέλη σύνδεσης" και "πρόσθετη εξυπηρέτηση", στην ένδειξη "διάφορες χρεώσεις" το ποσό των 52.543 δρχ., στην ένδειξη "σύνολο" 4.015.255 δρχ., στην ένδειξη "ΦΠΑ 18% το ποσό των 722.745 δρχ. και στην ένδειξη "προκαταβολή έναντι κατανάλωσης" το ποσό των 1.318.000 δρχ., ενώ στην ένδειξη "γενικό σύνολο" το ποσό των 6.056.000 δρχ. Επάνω στην απόδειξη αυτή υπήρχε και ένδειξη εξόφλησης του αναγραφομένου ποσού. Οι εκπρόσωποι της εγκαλούσας εταιρείας πείστηκαν στις ψευδείς διαβεβαιώσεις του κατηγορουμένου περί της γνησιότητας του παραπάνω εγγράφου και κατέβαλαν στην εταιρεία "ΚΙΒΩΤΟΣ ΑΤΕ" στις 2.8.2001 το ποσό των 6.056.000 δρχ. για την παραπάνω αιτία. Επειδή καθυστερούσε η σύνδεση του ηλεκτρικού ρεύματος με το μίσθιο ακίνητο, οι νόμιμοι εκπρόσωποι της μισθώτριας - εγκαλούσας εταιρείας άρχισαν να υποπτεύονται ότι η παραπάνω απόδειξη δεν ήταν γνήσια. Εν τω μεταξύ, οι σχέσεις των εκπροσώπων των δύο εταιρειών είχαν διαταραχθεί κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του προαναφερομένου έργου και γι' αυτό τελικά η εγκαλούσα εταιρεία, με την από 9.11.2001 εξώδικη διαμαρτυρία - δήλωση - κλήση, που κοινοποιήθηκε στην "ΚΙΒΩΤΟΣ ΑΤΕ" στις 14.11.2001, ζήτησε από την τελευταία εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών να της γνωρίσει τι είδους εργασίες έκανε στο μίσθιο και το ύψος της δαπάνης κάθε επί μέρους εργασίας. Στις 16.11.2001 η εγκαλούσα κατέθεσε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών μία αίτηση, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί η ΔΕΗ (υποκατάστημα ....) να της χορηγήσει αντίγραφο της με αριθμό ...... απόδειξης είσπραξης, επειδή είχαν υπόνοιες ότι αυτή ήταν πλαστή. Ακολούθως, το πρακτορείο.....της ΔΕΗ, με το με αριθμό ..... έγγραφό του προς την εγκαλούσα, απάντησε ότι δεν υπάρχει στα αρχεία του. Στις 26.11.2001 η εγκαλούσα εταιρεία αναγκάστηκε να καταβάλει στη ΔΕΗ για τέλη σύνδεσης, συμμετοχή κλπ για το παραπάνω ακίνητο το ποσό των 8.299,01 ευρώ, όπως προκύπτει από την απόδειξη είσπραξης ......, που αναγνώστηκε. Αποδείχθηκε τελικά ότι ο κατηγορούμενος χρησιμοποίησε παραστατικό έγγραφο πληρωμής της ΔΕΗ, που είχε εκδοθεί για την επιχείρηση - εστιατόρια με την επωνυμία ".....", που ανήκει στην εταιρεία "ΚΙΒΩΤΟΣ ΑΤΕ" και με τη χρήση τεχνολογικά προηγμένης μεθόδου ανέγραψε σε αυτήν τα προαναφερθέντα στοιχεία, προκειμένου να πείσει τους νομίμους εκπροσώπους της εγκαλούσας εταιρείας σχετικά με γεγονότα που είχαν έννομες συνέπειες, ότι, δηλαδή, η εργολήπτρια εταιρεία είχε προβεί στη σύνδεση του ακινήτου της οδού ...... με το δίκτυο της ΔΕΗ, ότι το επίμαχο έγγραφο ήταν γνήσιο και ότι το πρωτότυπό του βρισκόταν στα χέρια του κατηγορουμένου. Με την πράξη του αυτή αυτός σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του και στην εταιρεία "ΚΙΒΩΤΟΣ ΑΤΕ" παράνομο περιουσιακό όφελος ύψους 6.056.000 δρχ., με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη της εγκαλούσας εταιρείας, ποσό το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλο. Ο κατηγορούμενος αρνείται τις πράξεις που του αποδίδονται και ισχυρίζεται ότι δεν χρησιμοποιούσε fax, του οποίου τα δύο πρώτα στοιχεία να είναι "68". Όμως, από την τηλεομοιοτυπία (fax) της 21.6.2001, που εστάλη από την εταιρεία "ΚΙΒΩΤΟΣ ΑΤΕ", προκύπτει ότι αυτή τον πιο πάνω χρόνο είχε γραφεία στην συμβολή των οδών ..... και ..... και το τηλέφωνό της είχε αριθμό ...... ενώ το fax αυτής είχε αριθμό ..... Άλλωστε, στην ίδια πιο πάνω τηλεομοιοτυπία αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος στέλνει στο fax ..... προς τον Ψ1 την απόδειξη της ΔΕΗ. Ο ίδιος αριθμός fax αναγράφεται και στην 33/2.8.2001 απόδειξη είσπραξης ποσού 6.056.000 δρχ., στην οποία αναφέρεται ότι η νέα διεύθυνση της εταιρείας "ΚΙΒΩΤΟΣ ΑΤΕ" είναι η παραπάνω αναφερόμενη. Ο αριθμός του fax της επιχείρησης ".....", που στεγαζόταν στην συμβολή των οδών .....και .....στην .....ήταν το μήνα Οκτώβριο του έτους 2001 ο "......", όπως προκύπτει από το σχετικό έγγραφο της 5.10.2001, που αναγνώστηκε. Και από το fax αυτό έστελνε τηλεομοιοτυπίες η εταιρεία "ΚΙΒΩΤΟΣ ΑΤΕ", όπως προκύπτει από την απόδειξη πληρωμής ποσού 24.537.373 δρχ., που εξέδωσε αυτή στις 27.7.2001, πριν, δηλαδή, την αποστολή της επίμαχης τηλεομοιοτυπίας. Εφόσον, λοιπόν, αποδεικνύεται από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, χωρίς να αντικρούονται οι αποδείξεις αυτές από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης και την απολογία του κατηγορουμένου, ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε τις πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της απάτης, από την οποία η προξενηθείσα ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτών, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
Ο προβληθείς από μέρους του κατηγορουμένου ισχυρισμός, περί συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του προτέρου εντίμου βίου (άρθρο 84 παρ. 2α ΠΚ), είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ' ουσία, καθόσον από το αντίγραφο του ποινικού μητρώου αυτού προκύπτεί ότι έχει καταδίκες για υπεξαίρεση ασφαλιστικών εισφορών ΙΚΑ, παραβάσεις του ΚΟΚ, του Ν. 690/1945, του Ν. 5960/1933 του Ν. 1975/1991, του Ν. 1882/1990 και καταδίκη για ανθρωποκτονία από αμέλεια. Πέρα από το βεβαρημένο ποινικό του μητρώο, ο κατηγορούμενος δεν προσάγει και κάποια άλλη πειστική απόδειξη ότι ο βίος του υπήρξε έντιμος προ της τελέσεως των επίδικων πράξεων και μάλιστα σε όλες τις αναφερόμενες στη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α' ΠΚ μορφές (έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή)".
Με βάση τις παραδοχές του αυτές το Τριμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο με την προσβαλλόμενη ως άνω με αριθ. 3049/2008 απόφασή του ένοχο των πράξεων της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της απάτης, της οποίας η ζημία για τον παθούσα είναι ιδιαίτερα μεγάλη και επέβαλε σ' αυτόν για την πρώτη πράξη ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών, για τη δεύτερη έξι (6) μηνών και συνολική ποινή φυλάκισης δύο ετών και τριών μηνών. Με αυτά που δέχτηκε το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, όλα τα κατά τα άνω γενικώς κατά το είδος τους αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, τα οποία συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τις σκέψεις και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 εδ. α', 27 παρ.1, 94, 216 παρ.1 και 2 και 386 παρ.1 β του ΠΚ, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, υπάρχει πληρότητα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, αν και το αιτιολογικό της είναι κατά ένα μέρος ταυτόσημο με το διατακτικό της ίδιας και το σκεπτικό της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ενόψει του ότι και σ' αυτά αναφέρονται αναλυτικά και με λεπτομέρεια τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων. Η ειδικότερη αιτίαση του αναιρεσείοντος, η οποία αναφέρεται στην μη αξιολόγηση και το συσχετισμό των αποδεικτικών μέσων και την αναφορά των πραγματικών περιστατικών που προέκυψαν από αυτόν είναι αβάσιμη. Πρέπει να σημειωθεί, εξάλλου, ότι τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν τη χρήση νοθευμένου εγγράφου και την απάτη είναι κατά το πλείστον διαφορετικά και δεν ταυτίζονται μεταξύ τους στο σύνολό τους και γι' αυτό η καθεμιά απ' αυτές είναι αυτοτελής, δεν αποτελεί δε στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση της άλλης και συνεπώς υπάρχει μεταξύ τους αληθινή (πραγματική) συρροή. Ενόψει όλων των ανωτέρω πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ (με στοιχ.V του δικογράφου της αιτήσεως) λόγοι αναίρεσης και στο σύνολο της η αναίρεση, να καταδικαστεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176, 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14 Ιουλίου 2008 αίτηση του Χ1 κατοίκου ......, για αναίρεση της με αριθ. 3049/2008 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και,
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Φεβρουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Φεβρουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ