Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 570 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αποδεικτικά μέσα, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου.




Περίληψη:
Αναιρετικοί λόγοι από τους αριθμούς 1, 10 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αβάσιμοι Επικυρώνει Εφ.Πατρών 47/2010.




Αριθμός 570/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Φ. Κ. του Σ., 2) Σ. Κ. του Χ., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Λεωνίδα Υφαντή, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ι. Μ. του Θ., 2) Ν. Μ. του Θ., 3) Ε. Μ. του Θ., συζ. Δ. Ζ., 4) Κ. Μ. του Θ., και 5) Κ. Ζ. του Δ., κατοίκων ..., εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Μπόνη.

Κατά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων που παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω, ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης για τους λόγους που ανέπτυξε. Το Δικαστήριο διασκέφθηκε μυστικά επί της έδρας και δια του Προεδεύοντος απέρριψε το αίτημα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5/4/2005 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Μεσολογγίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 9/2007 του ιδίου Δικαστηρίου και 47/2010 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 12/4/2010 αίτησή τους. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 11/12/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Κατά το άρθρο 1108 του ΑΚ αν η κυριότητα προσβάλλεται με άλλο τρόπο εκτός από αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, ο κύριος δικαιούται να απαιτήσει από εκείνον που προσέβαλε την κυριότητα να άρει την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον. Εξάλλου, ο λόγος αναιρέσεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας εφαρμόζει κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την εφαρμογή του οποίου συνέτρεχαν, ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου οι προϋποθέσεις, καθώς και όταν το δικαστήριο δεν εφαρμόζει κανόνα δικαίου του οπίου, ενόψει των ίδιων παραδοχών, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής. Ο δε αναιρετικός λόγος του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου 559 δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του κανόνα δικαίου.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε τα ακόλουθα: "Από κληρονομία του αποβιώσαντος το έτος 1948 πατέρα τους Ν. Γ. Μ. περιήλθε στους Θ. Ν.Μ. και την αδελφή του Δ. συζ. Π. Μ. η κυριότητα κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, δι' αναμείξεως στην κληρονομιαία περιουσία, ενός οικοπέδου εμβαδού 502,8 τ.μ., με την επ' αυτού υπάρχουσα ανώγεια οικοδομή, αποτελούμενη από ισόγειο εκ δύο διαμερισμάτων (δωματίων) και πρώτον υπέρ το ισόγειο όροφο, αποτελούμενον εκ πέντε δωματίων που βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως του Δήμου Αστακού και συνορεύει (...) Δυνάμει του .../11-6-1951 διανεμητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αστακού Αλεξάνδρου Μακρή, νομίμως μεταγραφέντος (...), οι ως άνω κληρονόμοι διένειμαν την κληρονομιαία περιουσία, μεταξύ δε των άλλων, στον Θ. Μ. [άμεσο δικαιοπάροχο της πέμπτης των εναγομένων] περιήλθε κατ' αποκλειστική κυριότητα, το ανατολικό τμήμα της ως άνω ενιαίας οικοδομής, προορισμένο εκ κατασκευής να αποτελεί, όπως αναγράφεται στο ως άνω διανεμητήριο συμβόλαιο, αυτοτελή και ανεξάρτητη κατοικία σε σχέση με το άλλο ήμισυ [δυτικό τμήμα] αυτής, εκ κατασκευής προορισμένο και αυτό να αποτελεί ιδία και ανεξάρτητη κατοικία, μετά του ενός διαμερίσματος [δωματίου] του ισογείου, αντιστοίχου στο άνω ανατολικό τμήμα του ανωγείου μετά του αναλογούντος σ' αυτό αύλειου χώρου, στην δε αδελφή του και συγκληρονόμο Δ. συζ. Π. Μ., το γένος Ν. Μ., το έτερο δυτικό τμήμα του ανωγείου, εκ κατασκευής και αυτό προορισμένο να αποτελεί ανεξάρτητη και αυτοτελή κατοικία , μετά του ετέρου ισογείου διαμερίσματος - δωματίου αντιστοιχούντος σ' αυτό και του αναλογούντος αύλειου χώρου. Για την πρόσβαση στις αυτοτελείς ως άνω ανεξάρτητες ιδιοκτησίες, πολύ πριν από την κατάρτιση του ως άνω διανεμητηρίου συμβολαίου δεδομένου ότι στην ενιαία ως άνω ανώγεια οικοδομή στεγάζονταν ήδη τα Δημοτικά Σχολεία Αστακού, όπως αναφέρεται στο άνω συμβόλαιο, χρησιμοποιείτο η κεντρική είσοδος επί της προς βορρά επαρχιακής οδού Αγρινίου - Αστακού, ο μετά αυτήν διάδρομος [χώλ] πλάτους τριών [3] μέτρων και μήκους δέκα [10] μέτρων και εμβαδού 30 τ.μ., [για την κυριότητα του οποίου ερίζουν οι διάδικοι] καθώς η αρχικά ξύλινη και εν συνεχεία τσιμεντένια εσωτερική κεντρική κλίμακα, η οποία οδηγούσε από το ισόγειο στο ανώγειο, η οποία ήταν και ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας με αυτό. Επίσης, στην νότια πλευρά της όλης οικοδομής υπήρχε βοηθητική είσοδος, η οποία χρησιμοποιείτο για την πρόσβαση στον προς νότο αύλειο χώρο. Σημειώνεται ότι με το ως άνω διανεμητήριο συμβόλαιο δεν συνεστήθη, όπως μη νόμιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, οροφοκτησία (...). Στην συνέχεια, δυνάμει του με αρ. .../26.9.1975 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του Συμ/φου Ξηρομέρου Ζώη Μπόνη, νομίμως μεταγραφέντος στα οικεία βιβλία μεταγραφών, η Δ. συζ. Π.Μ. το γένος Ν. Μ., μεταβίβασε την κυριότητα του ως άνω δυτικού τμήματος του ανωγείου μετά του αντιστοιχούντος σ' αυτό διαμερίσματος [δωματίου] του ισογείου και του ανάλογου προαυλείου χώρου , στον πρώτο ενάγοντα και τον Χ. Σ. Κ., κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα . Στο εν λόγω συμβόλαιο αναφέρεται ότι το πωλούμενο περιλαμβάνει όλη ... "την κεντρική προς βορρά, οδόν Αστακού-Αγρινίου, είσοδον, όλην την εκ ταύτης, εντός της οικοδομής, ξυλίνην κλίμακα, τον προς Δυσμάς ταύτας ανάλογον χώρο του "χώλλ"...". Ακολούθως, μετά τον επελθόντα το έτος 1983 θάνατο του Χ. Κ., το ιδανικό μερίδιο [ 1/2 εξ αδιαιρέτου] αυτού επί του δυτικού τμήματος του ανωγείου μετά του διαμερίσματος του ισογείου και του αναλόγου αυλείου χώρου, περιήλθε στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, Π. χα Χ. Κ., Σ. Χ.Κ., Γ. Κ., Π. Κ. και Α. Κ., κατά το εξ αδιαθέτου κληρονομικό μερίδιο εκάστου, [4/32 εξ αδιαιρέτου στην πρώτη - σύζυγο και ανά 3/32 εξ αδιαιρέτου στον καθένα από τους λοιπούς- τέκνα], οι οποίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σ' αυτούς κληρονομιά του, δυνάμει της με αρ. .../16.6.2000 πράξης αποδοχής κληρονομιάς του συμ/φου Αστακού Δημ. Παναγιωτοπούλου, νομίμως μεταγραφείσας στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αστακού, και στην συνέχεια δυνάμει του με αρ. .../16.6.2000 συμβολαίου γονικής παροχής και δωρεάς εν ζωή του ίδιου ως άνω συμ/φου, νομίμως μεταγραφέντος στα ίδια βιβλία μεταγραφών, οι ως άνω συγκληρονόμοι μεταβίβασαν τα ανήκοντα σ' αυτούς ποσοστά εξ αδιαιρέτου στον δεύτερο ενάγοντα και έτσι αυτός κατέστη συγκύριος κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου. Τέλος, δυνάμει του με αρ. .../2002 συμβολαίου συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας και δωρεάς εν ζωή, του συμ/φου Ξηρομέρου Δημ. Παναγιωτοπούλου, νομίμως μεταγραφέντος στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αστακού, ο Θ. Μ., υπήγαγε την ανήκουσα σ' αυτόν αυτοτελή ιδιοκτησία [ανατολικό τμήμα του ανωγείου μετά του διαμερίσματος - δωματίου του ισογείου] στις διατάξεις του Ν. 3741/1929, 1002 και 1117 ΑΚ,, συνέστησε δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες στο ισόγειο και στο ανώγειο [ανατολικό τμήμα] και συμπεριέλαβε στους κοινοχρήστους χώρους των άνω οριζοντίων ιδιοκτησιών καθώς και της αυτοτελούς ιδιοκτησίας των εναγόντων, την κλίμακα [κεντρική εσωτερική σκάλα] και συγχρόνως μεταβίβασε,λόγω δωρεάς εν ζωή, στην πέμπτη εναγομένη αυτές [οριζόντιες ιδιοκτησίες]. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η επίδικη έκταση εμβαδού 30 τ.μ., στην οποία περιλαμβάνεται η βόρεια προς την πλευρά της επαρχιακής οδού Αγρινίου - Αστακού κεντρική είσοδος, της ανώγειας οικοδομής , ο εν συνεχεία διάδρομος [χώλ] και η τσιμεντένια κλίμακα [σκάλα], το πλατύσκαλο αυτής και ο διάδρομος [χώλ] του πρώτου ορόφου, που οδηγούν στα ανεξάρτητα και αυτοτελή [ανατολικό και δυτικό τμήματα του ανωγείου, από κατασκευής της οικοδομής, ήταν προορισμένα για κοινή χρήση και εξυπηρέτηση των δύο αυτοτελών ανεξάρτητων ιδιοκτησιών. Τόσον ο δικαιοπάροχος της πέμπτης των εναγομένων Θ. Μ., όσον και ο πρώτος ενάγων κατείχαν κλειδιά της κεντρικής εισόδου για να εισέρχονται στις ανωτέρω αυτοτελείς ιδιοκτησίες, δηλαδή στο ισόγειο και στον πρώτο υπέρ το ισόγειο όροφο. Όλη η οικοδομή ενιαίως είχε εκμισθωθεί στο Ελληνικό Δημόσιο ήδη προ του έτους 1951 για την στέγαση των δημοτικών σχολείων Αστακού, στην συνέχεια, δυνάμει του από 10/12/1971 συμβολαιογραφικού εγγράφου, για την στέγαση τμημάτων του Γυμνασίου Αστακού και τέλος, δια του από 11/11/1983 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως για την στέγαση του Αστυνομικού Τμήματος Αστακού. Η τελευταία μίσθωση διήρκησε μέχρι το έτος 1999, οπότε έληξε και ο Διοικητής του εν λόγω Τμήματος κάλεσε και παρέδωσε τα κλειδιά του μισθίου στον πρώτο ενάγοντα και στον Θ. Μ. [άμεσο δικαιοπάροχο της πέμπτης εναγομένης]. Καθόλη δε την διάρκεια των άνω διαδοχικών μισθώσεων η επίδικη κεντρική είσοδος, ο εν συνεχεία αυτής διάδρομος [χώλ] μήκους δέκα [10] μέτρων, πλάτους τριών [3] μέτρων, η προς νότο βοηθητική είσοδος, η οποία χρησιμοποιείτο, μέχρι την εκμίσθωση της ανώγειας οικοδομής για την στέγαση του Αστυνομικού Τμήματος Αστακού, οπότε κλείσθηκε προσωρινά προκειμένου να κατασκευαστεί τουαλέτα και κρατητήριο, για την επικοινωνία των μαθητών με τον αύλειο χώρο της οικοδομής, η αρχικά ξύλινη και εν συνεχεία τσιμεντένια εσωτερική κλίμακα για την πρόσβαση στα αυτοτελή και ανεξάρτητα τμήματα του ανωγείου, χρησιμοποιούνταν από τον ως άνω μισθωτή [Ελληνικό Δημόσιο] δια μέσου του οποίου, αρχικά η άμεση δικαιοπάροχος των εναγόντων και ο άμεσος δικαιοπάροχος της πέμπτης εναγομένης και στην συνέχεια οι ίδιοι νέμονταν συνεχώς και αδιαλείπτως με διάνοια συγκυρίων και καλή πίστη, επί χρονικό διάστημα πλέον της εικοσαετίας, γενόμενη συγκύριοι παραγώγως και πρωτοτύπως, με τακτική και έκτακτη χρησικτησία [1041, 1043 και 1045 ΑΚ], επί των προδιαληφθέντων επικοίνων πραγμάτων, προορισμένων εκ κατασκευής για την εξυπηρέτηση και την πρόσβαση στις προαναφερόμενες αυτοτελείς και ανεξάρτητες ιδιοκτησίες τους, συμμετέχοντες από κοινού στις εκάστοτε δαπάνες επισκευής τους ή μετατροπής τους (...) Το γεγονός ότι δυνάμει του προδιαληφθέντος με αρ. .../1975 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του Συμ/φου Ξηρομέρου Ζώη Μπόνη, δια του οποίου μεταβιβάστηκε στον πρώτο ενάγοντα και στον αδελφό του Χ. Κ. από την Δ. Μ., το ανήκον σ' αυτήν- κατά αποκλειστική κυριότητα δυτικό τμήμα της όλης οικοδομής και η αποκλειστική κυριότητα των επιδίκων επικοίνων πραγμάτων, ουδεμία νομική επιρροή ασκεί στην προκειμένη δίκη, καθόσον ο έτερος συννομέας και συγκύριος Θ. Μ. [άμεσος δικαιοπάροχος της πέμπτης εναγομένης] ουδέποτε απώλεσε το δικαίωμα συγκυριότητας επ1 αυτών, ώστε να το αποκτήσει η πωλήτρια Δ. Μ., δεδομένου ότι ο συγκύριος ακινήτου θεωρείται ότι κατέχει το πράγμα και εν ονόματι των λοιπών συγκυρίων και δεν μπορεί να αντιτάξει κατά αυτών έκτακτη χρησικτησία, πριν εκδηλώσει την απόφαση του να νέμεται εφεξής το πράγμα αποκλειστικά για τον εαυτόν του και προτού λάβουν γνώση της απόφασης αυτής και οι άλλοι συγκύριοι (...) γεγονός που δεν συνέβη στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον ουδέποτε ο πρώτος ενάγων και ο έτερος συγκύριος αδελφός του Χ. Κ. και στην συνέχεια οι δικαιοδόχοι του τελευταίου εξεδήλωσαν, με εμφανείς υλικές πράξεις, την βούληση τους να νέμονται τα επίκοινα ως άνω πράγματα αποκλειστικά για τον εαυτόν τους, παρά το γεγονός ότι στο ως άνω πωλητήριο συμβόλαιο συμπεριελήφθησαν και τα επίκοινα ως μεταβιβαζόμενα σ' αυτούς κατά αποκλειστική κυριότητα , ούτε ποτέ ο Θ. Μ. [άμεσος δικαιοπάροχος της 5ης εναγομένης] μέχρι τα τέλη του έτους 1999 - οπότε επιστρέφοντας από τις διακοπές Χριστουγέννων διαπίστωσε ότι ο πρώτος ενάγων προέβη σε αλλαγή της κλειδαριάς της κεντρικής εισόδου της ανώγειας οικοδομής, προκειμένου να τον εμποδίσει να εισέλθει σ' αυτήν, για να μεταβεί στην ανεξάρτητη ιδιοκτησία του, εξ αιτίας της οποίας συμπεριφοράς του πρώτου ενάγοντος, ζήτησε την λήψη ασφαλιστικών μέτρων με την από 6.6.2000 αίτηση του, η οποία έγινε δεκτή με την με αρ. 13/2000 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ξηρομέρου - έλαβε γνώση οποιασδήποτε απόφασης αυτών [πρώτου ενάγοντος και Χ. Κ.-δικαιοπαρόχου του δεύτερου ενάγοντος] να νέμονται αποκλειστικά για τον εαυτόν τους τα επίδικα επίκοινα. Άλλωστε, όπως συνομολογείται από τους ενάγοντες, η πρόσβαση στην ανώγεια ιδιοκτησία της πέμπτης εναγομένης δεν είναι εφικτή , παρά μόνον δια της κεντρικής εισόδου και της εσωτερικής τσιμεντένιας κλίμακας.
Συνεπώς η αγωγή είναι απορριπτέα ως κατ' ουσίαν αβάσιμη ως προς την 5η εναγομένη, καθόσον απεδείχθη, ότι νομίμως βάσει του δικαιώματος συγκυριότητας επί των επιδίκων επικοίνων [1/2 ή 2/4 εξ αδιαιρέτου ] νέμεται και κατέχει αυτά, ενώ, προς τους λοιπούς εναγομένους καθόσον ουδόλως αποδείχθηκε ότι καθ' οιονδήποτε τρόπο διατάραξαν, είτε εμπράκτως, είτε προφορικώς αντιποιηθέντες το δικαίωμα συγκυριότητας [ 1/4 εξ αδιαιρέτου εκάστου] των εναγόντων επί των επιδίκων επικοίνων". Και βάσει των πραδοχών αυτών το Εφετείο, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, απέρριψε την ένδικη αρνητική αγωγή των αναιρεσειόντων, με την οποία οι τελευταίοι ζητούσαν να αναγνωρισθούν οι ίδιοι αποκλειστικοί συγκύριοι κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας του επίδικου ως άνω τμήματος της αναφερόμενης οικοδομής (διαδρόμου, εμβαδού 30 τ.μ.) και να υποχρεωθούν οι αναιρεσίβλητοι να μη διέρχονται στο μέλλον από το επίδικο αυτό τμήμα. Ενόψει των ανωτέρω παραδοχών του Εφετείου ότι, ειδικότερα, α) η άμεση δικαιοπάροχος των εναγόντων και ο άμεσος δικαιοπάροχος της πέμπτης εναγομένης- αναιρεσίβλητης και εν συνεχεδία οι ίδιοι οι διάδικοι αυτοί ενέμονταν το επίδικο τμήμα με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας και έγιναν συγκύριοι του επιδίκου παραγώγως, βάσει των αναφερόμενων ως ανωτέρω τίτλων, αλλά και πρωτοτύπως, με χρησικτησία, τακτική και έκτακτη, αφού για πρώτη φορά η αντιποίηση της συννομής του άμεσου δικαιοπαρόχου της πέμπτης εναγομένης εκ μέρους του πρώτου ενάγοντος έλαβε χώραν κατά το τέλος του έτους 1999, οπότε και αποκρούστηκε επιτυχώς με τα προαναφερθέντα ασφαλιστικά μέτρα, και ότι β) οι λοιποί εναγόμενοι-αναιρεσίβλητοι ουδέποτε προσέβαλαν την συγκυριότητα των αναιρεσειόντων επί του επιδίκου, ορθώς το Εφετείο εφήρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 1033, 1041, 1045, 974, 994, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ ως προς το δικαίωμα της συγκυριότητας επί του επιδίκου της πέμπτης εναγομένης-αναιρεσίβλητης και της εντεύθεν μη αποκλειστικής συγκυριότητας των εναγόντων-αναιρεσειόντων, οι οποίες διατάξεις και ήταν εφαρμοστέες ενόψει των ειρημένων παραδοχών, ενώ δεν ήταν εφαρμοστέα, ελλείψει των προϋποθέσεων εφαρμογής της, η προμνησθείσα διάταξη του άρθρου 1108 του ΑΚ, στην οποία οι αναιρεσείοντες στήριζαν την αγωγή τους και την οποία ορθώς δεν εφήρμοσε το Εφετείο. Επομένως το Εφετείο δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 του ΚΠολΔ, και τα αντίθετα που υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο, από τη διάταξη αυτή, λόγο της αιτήσεώς τους είναι αβάσιμα. Περαιτέρω, από τις προπαρατεθείσες παραδοχές του Εφετείου προκύπτει ότι το δικαστήριο διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής και της μη εφαρμογής, κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, των ειρημένων ουσιαστικών διατάξεων, είναι δε επίσης αβάσιμα τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον ίδιο, τρίτο, και από τον αριθμό 19 του άρθρου 509 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς τους.
ΙΙ. Ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ότι το δικαστήριο παρά τον νόμο δέχθηκε ουσιώδη πράγματα χωρίς απόδειξη είναι αβάσιμος όταν το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση του αφού έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 368 παρ.2 του ΚΠολΔ το δικαστήριο τότε μόνο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει ότι χρειάζονται ειδικές (ιδιάζουσες) γνώσεις επιστήμης ή τέχνης.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο κατέληξε στην κρίση του για τους ουσιώδεις ισχυρισμούς των διαδίκων, μεταξύ των οποίων και εκείνος της συγκυριότητας των εναγομένων επί του επιδίκου (μη αποκλειστική συγκυριότητα των εναγόντων), βάσει των αναφερομένων στην απόφαση αποδεικτικών μέσων, ενόψει δε της μη παραδοχής του ότι απαιτούνται εν προκειμένω ειδικές (ιδιάζουσες) γνώσεις επιστήμης ή τέχνης νομίμως το Εφετείο δεν διέταξε για το ανωτέρω ζήτημα διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, την οποία είχαν ζητήσει οι ενάγοντες και για την οποία δεν είχε υποχρέωση το Εφετείο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Επομένως οι πρώτος και δεύτερος, από το άρθρο 559 αρ.10 του ΚΠολΔ, λόγοι του αναιρετηρίου, με τους οποίους υποστηρίζεται ότι το Εφετείο παρά τον νόμο δέχθηκε τον ανωτέρω ουσιώδη ισχυρισμό, για τον οποίο και δεν διέταξε πραγματογνωμοσύνη, όπως είχαν ζητήσει οι αναιρεσείοντες, χωρίς απόδειξη, είναι αβάσιμα.
ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρ. 176 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12-4-2010 αίτηση των Φ. Κ. και Σ. Κ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 47/2010 απόφασης του Εφετείου Πατρών.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 1 Απριλίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή