Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ποινή, Καθυστέρηση καταβολής αποδοχών εργαζομένου, Αναίρεση μερική, Ακροάσεως έλλειψη.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για παράβαση άρθρου μόνο του Α.Ν 690/1945 (Εισάγεται μετ' αναίρεση). Απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι λόγοι της αιτήσεως αναίρεσης α) για έλλειψη αιτιολογίας, β) για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 510 § 1 στοιχ Δ΄ και Ε΄ του ΚΠΔ), γ) για έλλειψη ακροάσεως που ιδρύει τον από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Β΄ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, σε συνδυασμό με άρθρα 170 § 2 και 364 § 1 του ΚΠΔ (δεν προκύπτει ότι ζητήθηκε η ανάγνωση των εγγράφων από τον Εισαγγελέα ή τον συνήγορο του κατηγορουμένου), δ) περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο (σχ. άρθρα 333, 357 και 358 ΚΠΔ), διότι ούτε ο αναιρεσείων, ούτε προκύπτει από τα πρακτικά ότι ο συνήγορος του κατηγορουμένου μετά την εξέταση των μαρτύρων ζήτησε να ασκήσει τα εκ των ως άνω άρθρων δικαιώματα του και παρακωλύθηκε από τον διευθύνοντα και στη συνέχεια από το δικαστήριο στο οποίο προσέφυγε. ε) Γίνεται δεκτός ως βάσιμος ο λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο (άρθρα 369 § 1, 371 § 3, 171 § 1 στοιχ. Δ΄, 510 § 1 στοιχ. Α΄ του ΚΠΔ), διότι από τα πρακτικά προκύπτει ότι μετά την κήρυξη του κατηγορουμένου ενόχου, το δικαστήριο προέβη στον καθορισμό της επιβλητέας ποινής, χωρίς προηγουμένως να δώσει τον λόγο στον συνήγορο του κατηγορουμένου. Αναιρείται η απόφαση κατά τη διάταξή της περί επιβλητέας ποινής και παραπέμπεται κατά τούτο.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1225/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη, Βιολέττα Κυτέα, Γεώργιο Αδαμόπουλο και Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 23 Απριλίου 2010, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Ελευθεριάδη, περί αναιρέσεως της 751/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κατερίνης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κατερίνης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Ιουλίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1162/09.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης ως προς τη διάταξη της προσβαλλόμενης απόφασης περί της επιβλητέας ποινής και να απορριφθεί κατά τα λοιπά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου μόνο του α.ν. 690/1945, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 2336/1995 " κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας, είτε από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόμο ή το έθιμο, είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 3198/1955, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας, τιμωρείται κατόπιν μηνύσεως των ενδιαφερομένων κτλ.". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από αυτή ως άνω πλημμέλημα, τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παράλειψης, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ' αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσεως χορηγίες, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται είτε από τη σύμβαση είτε από το νόμο ή το έθιμο είτε από διοικητικές πράξεις.( άρθρο 655 του ΑΚ ). Εξ άλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθροον 93 παρ. 3 του.Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, η καταδικαστική απόφαση για παράβαση της παραπάνω διάταξης του α.ν. 690/1945, για να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια, πλην των παραπάνω και η ιδιότητα του κατηγορουμένου, καθώς και αν οι οφειλόμενες αποδοχές καθορίζονταν από ατομική ή συλλογική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση ή από το νόμο ή το έθιμο, καθώς επίσης, αν αυτές δεν καταβλήθηκαν εμπροθέσμως, πότε έπρεπε να πληρωθούν με βάση τη συμφωνία, το νόμο ή το έθιμο κτλ. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα από αυτά, για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνεία του τι προέκυψε από καθένα. Περαιτέρω, υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως της απόφασης, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ή όταν η απόφαση δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό ή στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε δεν έχει η απόφαση νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κατερίνης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 751/2009 απόφαση του κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για παράβαση του α.ν. 690/1945 και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία και χρηματική ποινή 4.000 ευρώ. Το Δικαστήριο για να καταλήξει στην καταδικαστική του κρίση δέχθηκε, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης του που συμπληρώνεται παραδεκτά από το διατακτικό της, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, την οποία στήριξε στα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 1/5/2005 στο πρώτο χιλιόμετρο της Εθνικής οδού ... ο κατηγορούμενος, με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της Ομόρρυθμης Εταιρίας με την επωνυμία "Χ- Κ και Σία Ο.Ε.", η οποία εδρεύει στην ... και διατηρεί κέντρο διασκεδάσεως με τον διακριτικό τίτλο " Χρώματα", αν και προσέλαβε το Ρ, κάτοικο ..., για να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως τραγουδιστής στο ως άνω κέντρο διασκεδάσεως, δυνάμει της από του μηνός Οκτωβρίου 2004 σύμβασης εργασίας του μερικής απασχόλησης αόριστης διάρκειας, που καταρτίστηκε προφορικά μεταξύ του κατηγορουμένου με την ιδιότητα του ως νομίμου εκπροσώπου της εργοδότριας εταιρίας με την επωνυμία "Χ- Κ και Σία Ο.Ε." και του ανωτέρω εργαζόμενου, και απασχόλησε αυτόν, δυνάμει της ως άνω συμβάσεως εργασίας, κατά το χρονικό διάστημα από 1/10/2004 έως 30/4/2005, δεν του κατάβαλε: 1) υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών, ποσού ύψους 400 ευρώ. Μεταξύ των μερών είχε καταρτισθεί προφορικά ειδική συμφωνία περί του τρόπου καταβολής της αμοιβής του εργαζόμενου, βάσει της οποίας ο εργοδότης έπρεπε να καταβάλει το καθαρό ποσό των 400 ευρώ για κάθε μία από τις τρεις (3) βραδιές που θα εργαζόταν ο μηνυτής (βράδυ Παρασκευής, Σαββάτου, Κυριακής) και την αμοιβή του συμφωνήθηκε να την εισπράττει κατά την λήξη του κάθε τριημέρου. Όμως, ο κατηγορούμενος δεν κατάβαλε την 1/5/2005 (ημέρα Κυριακή) μόνο ένα από τα συμφωνημένα τρία (3) ημερομίσθια του τελευταίου τριημέρου της εργασίας του, ύψους 400 ευρώ, 2) επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2004, ποσού ύψους 2.000 ευρώ, 3) επίδομα εορτών Πάσχα 2005, ποσού ύψους 3.320 ευρώ, 4) αποζημίωση αδείας, ποσού ύψους 3.008 ευρώ, και 5) επίδομα αδείας, ποσού ύψους 3.008 ευρώ. Το γενικό σύνολο οφειλομένων, που αφορά το υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών, επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2004, επίδομα εορτών Πάσχα 2005, αποζημίωση αδείας και επίδομα αδείας, είναι ποσού ύψους 11.736 ευρώ. Στην κρίση αυτή, περί του ότι ο μάρτυρας Ρ προσλήφθηκε στην ως άνω ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία " Χ- Κ και Σία Ο.Ε." από τον κατηγορούμενο, ο οποίος λειτουργούσε ως νόμιμος εκπρόσωπος της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "Χ-Κ και Σία Ο.Ε." οδηγείται το δικαστήριο από την πειστική και σαφή κατάθεση της μάρτυρας κατηγορίας Ρ2, υπαλλήλου της Επιθεώρησης Εργασίας, η οποία κατέθεσε ότι όταν η εν λόγω εταιρία προσέλαβε τον παραπάνω εργαζόμενο, εκπρόσωπος της ήταν ο Χ (κατηγορούμενος). Η κρίση αυτή ενισχύεται εξ άλλου και από το από 27/2/2008 ακριβές αντίγραφο της σύμβασης εργασίας μερικής απασχόλησης του ως άνω εργαζομένου (αρ. πρωτ. 2769/2004), στην οποία αναφέρεται ότι νόμιμος εκπρόσωπος της ομόρρυθμης εταιρίας, κατά το χρόνο πρόσληψης του ως άνω απασχολούμενου, ήταν ο κατηγορούμενος Χ, αλλά και από τον προσκομιζόμενο Πίνακα Προσωπικού (αρ. πρωτ. 7674/2004) , ο οποίος προσκομίσθηκε στην επιθεώρηση εργασίας από την ίδια την εταιρία, όπου και πάλι αναγράφηκε ο Χ (ο κατηγορούμενος) ως "υπεύθυνος εργοδότης". Επομένως, κατόπιν των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν, πρέπει να απορριφθεί ο αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός, που πρόβαλε ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου, περί του ότι αυτός (κατηγορούμενος) δεν ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία " Χ- Κ και Σία Ο.Ε" κατά το επίδικο χρονικό διάστημα απασχόλησης του εν λόγω εργαζόμενου και να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος της αποδιδόμενης σ' αυτόν κατηγορίας, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κατερίνης, σε συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού που αλληλοσυμπληρώνονται, διέλαβε στην απόφαση του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αναφερομένων σ' αυτήν αποδεικτικών μέσων, τα οποία κατά κατηγορία εξειδικεύει, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που , κατά την ανέλεγκτη κρίση του ,προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου μόνον του α.ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 2336/1995, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και την οποία δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών, ελλείπων ή αντιφατικών αιτιολογιών και έτσι η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, αιτιολογείται με πληρότητα ότι ο αναιρεσείων με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας με την επωνυμία "Χ- Κ και Σία Ο.Ε" προσέλαβε τον Ρ με την από του μηνός Οκτωβρίου 2004 προφορική σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης αόριστης διάρκειας για να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως τραγουδιστής στο κέντρο διασκεδάσεως με το διακριτικό τίτλο "Χρώματα" της ως άνω εταιρίας και απασχόλησε αυτόν, δυνάμει της ως άνω συμβάσεως εργασίας, κατά το χρονικό διάστημα από 1/10/2004 έως 30/4/2005 και δεν του κατάβαλε εμπρόθεσμα τις οφειλόμενες, συνεπεία της ως άνω σύμβασης, αποδοχές που αναφέρονται με λεπτομέρεια στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ούτε υπάρχει ασάφεια ή αντίφαση μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού της απόφασης ως προς την ιδιότητα με την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, ως αυτουργός του ως άνω εγκλήματος, αφού τόσο στο αιτιολογικό, όσο και στο διατακτικό αποφάσεως, η ποινική ευθύνη του αναιρεσείοντος θεμελιώνεται στο γεγονός ότι κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα απασχολήσεως του εργαζόμενου ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας με την επωνυμία " Χ-Κ και Σία Ο.Ε". Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως , με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της εφαρμοσθείσας ως άνω ουσιαστικής ποινικής διάταξης, αντιστοίχως, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατά δε το μέρος που με την επίκληση των λόγων αυτών πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, όπως η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε, ότι ο αναιρεσείων κατά το ανωτέρω κρίσιμο χρονικό διάστημα τελέσεως του προαναφερόμενου εγκλήματος είχε την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας, ενώ από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε το γεγονός αυτό, είναι απαράδεκτοι και πρέπει να απορριφθούν. Από τη διάταξη του άρθρου 364 παρ. 1 του ΚΠΔ προκύπτει ότι η μη ανάγνωση εγγράφου που υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, συνιστά κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου κώδικα έλλειψη ακροάσεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, εφόσον από τα πρακτικά της δίκης προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του ζήτησαν την ανάγνωση του και το δικαστήριο δεν την επέτρεψε ή παράλειψε να αποφανθεί επί του σχετικού αιτήματος. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι από το συνήγορο που εκπροσώπησε τον αναιρεσείοντα, προς επιβεβαίωση του προβληθέντος ισχυρισμού ότι δεν ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της ανωτέρω εταιρίας, προσκομίσθηκαν στο δικαστήριο, μεταξύ των άλλων, και τα εξής έγγραφα: 1) η υπ' αριθμ. 248/2006 λύση της ομόρρυθμης εταιρίας, 2) η υπ' αριθμ. 193/2008 βεβαίωση του Πρωτοδικείου Κατερίνης, 3) η από 18/10/2005 εξώδικη δήλωση του διαχειριστή της εταιρίας Χ2, και 4) η από 21/11/2005 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης αίτηση επιδείξεως εγγράφων του διαχειριστή της εταιρίας Χ2, χωρίς να γίνεται μνεία και ότι αναγνώσθηκαν, σε αντίθεση με τα λοιπά έγγραφα που αναφέρονται στα πρακτικά ότι αναγνώσθηκαν Όμως δεν προκύπτει από τα ίδια πρακτικά ότι ζητήθηκε η ανάγνωση τους από τον Εισαγγελέα ή από το συνήγορο του κατηγορουμένου και το δικαστήριο δεν την επέτρεψε ή παρέλειψε να αποφανθεί επί του σχετικού αιτήματος. Επομένως, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, κατά το μέρος δε που αυτός πλήττει την ουσία της υπόθεσης ως απαράδεκτος.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 333 παρ. 2, 357 παρ. 3 , 358 , 170 παρ. 2 και 171 παρ. 1 εδ. δ'του ΚΠΔ, συνάγεται ότι για να επέλθει η από την τελευταία διάταξη προβλεπόμενη απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο γιατί ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του δεν απηύθυναν προς το μάρτυρα ερωτήσεις για εξακρίβωση της αλήθειας ή μετά την εξέταση του δεν προέβησαν σε παρατηρήσεις σχετικά με την κατάθεση του ή την αξιοπιστία του, πρέπει ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του να ζήτησαν να τους δοθεί προς τούτο η άδεια και, αν δεν τους δοθεί από τον διευθύνοντα τη συζήτηση, να προσφύγουν αμέσως, μη αποδεχόμενοι την διάταξη του Προέδρου, σε ολόκληρο το δικαστήριο και τούτο να απορρίψει παρά το νόμο τη προσφυγή ή να παραλείψει να αποφανθεί επ' αυτής. Στην προκειμένη περίπτωση, ούτε ο αναιρεσείων ισχυρίζεται, ούτε από τα οικεία πρακτικά προκύπτει ότι ο αναιρεσείων ως κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του μετά την εξέταση των μαρτύρων Ρ και Ρ2, ζήτησαν να ασκήσουν τα εκ των ως άνω διατάξεων δικαιώματα τους, δηλαδή να απευθύνουν ερωτήσεις προς τους προαναφερθέντες μάρτυρες ή να προβούν σε δηλώσεις ή σε παρατηρήσεις σχετικές με την αξιοπιστία ή την κατάθεση τους και παρακωλύθηκαν σε τούτο από τον διευθύνοντα τη συζήτηση και στη συνέχεια από το δικαστήριο στο οποίο προσέφυγαν. Επομένως, ο πρώτος, κατά το πρώτο του σκέλος, λόγος αναιρέσεως περί απολύτου ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369 παρ. 1 και 371 παρ. 3 του ΚΠΔ προκύπτει ότι όταν κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος γίνεται συζήτηση για την ποινή που πρέπει να επιβληθεί και για τη μετατροπή ή μη αυτής, κατά την οποία ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να λάβει το λόγο τελευταίος. Από τη παραβίαση των διατάξεων αυτών, επέρχεται, σε σχέση με τον κατηγορούμενο, απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠΔ για μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και των δικαιωμάτων που του παρέχονται, από την ακυρότητα δε αυτή ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, μετά την κήρυξη του αναιρεσείοντος ενόχου για παράβαση του α.ν. 690/1954, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κατερίνης προέβη στον καθορισμό της επιβλητέας ποινής χωρίς προηγουμένως να δώσει σχετικώς τον λόγο στον παριστάμενο συνήγορο αυτού. Επομένως, εχώρησε η ως άνω απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το σχετικό μέρος και πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο πρώτος λόγος αναιρέσεως κατά το δεύτερο σκέλος του, να αναιρεθεί κατά τούτο η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση ως προς την διάταξη της αυτή για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθμ. 751/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κατερίνης ως προς την διάταξη της περί της επιβλητέας ποινής. Και
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο κεφάλαιο για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ