Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1126 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Τραπεζική επιταγή, Δόλος.




Περίληψη:
: Έκδοση ακάλυπτης επιταγής. - Έννοια - Στοιχεία. Αιτιολογία αποφάσεως. Πότε ειδική και εμπεριστατωμένη. Τι πρέπει να διαλαμβάνει η καταδικαστική απόφαση για το ανωτέρω έγκλημα, προκειμένου να αιτιολογηθεί η στοιχειοθέτηση, υποκειμενικώς και αντικειμενικώς, της πράξης της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής. Δεν απαιτείται πλέον άμεσος δόλος για να χρειάζεται ειδική αιτιολόγηση (ΑΠ 535/2010, ΑΠ 2216/2009, ΑΠ 1162/2009, ΑΠ 1/2009). Η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικών περιστάσεων. Καταδικαστική για έκδοση ακάλυπτης επιταγής απόφαση. Λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς τον ισχυρισμό περί πλαστότητας της επιταγής και αυτοτελείς ισχυρισμούς περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικών περιστάσεων 84 παρ. 2 α΄ και ε΄ ΠΚ. Αβάσιμοι λόγοι. Απορρίπτει αίτηση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1126/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Στ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Παπανδρουλάκη, περί αναιρέσεως της 34873/2009 αποφάσεως Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ... που δεν παραστάθηκε.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα -κατηγορούμενη ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Ιουλίου 2009 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1252/09.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Όπως προκύπτει από το από 7-10-2009 αποδεικτικό επιδόσεως του ..., επιμελητού Εισαγγελίας Αρείου Πάγου, η 1252/2009 κλήση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, με την οποία κλητεύθηκε ο πολιτικώς ενάγων Ψ για τη σημερινή δικάσιμο της 16/2/2010, κατά την οποία έχει προσδιορισθεί προς εκδίκαση η από 21-7-2009 αίτηση αναιρέσεως της Χ, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα σ αυτόν (155 παρ. 1 ΚΠΔ). Κατά την ανωτέρω δικάσιμο δεν παραστάθηκε, όταν εκφωνήθηκε η υπόθεση από την σειρά του οικείου εκθέματος.
Συνεπώς, εφόσον η αναιρεσείουσα εμφανίσθηκε, πρέπει να χωρήσει η συζήτηση σαν να ήταν και αυτός παρών (513 παρ. 1 γ, 515 παρ. 1 και 2 α ΚΠΔ)
ΙΙ. Κατά το άρθρο 79 παράγραφοι 1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ` αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται, αφενός μεν έκδοση έγκυρης επιταγής, ήτοι συμπλήρωση των κατά νόμο στοιχείων επί του εντύπου και υπογραφή του εκδότη, αφετέρου δε έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή κατά το χρόνο οπωσδήποτε της πληρωμής και γνώση του εκδότη για την έλλειψη αυτή. Για να είναι, δηλαδή, αξιόποινη η πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, αρκεί ο εκδότης αυτής σε επίπεδο γνωστικό να γνωρίζει ακόμη και ως ενδεχόμενο και σε επίπεδο βουλητικό να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων.
Συνεπώς, στην καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής αρκεί να διαλαμβάνεται, για την κατά την κατωτέρω έννοια πληρότητα της αιτιολογίας, ότι ο δράστης ενήργησε εκ προθέσεως (εκ δόλου), παραδοχή η οποία σημαίνει ότι γνωρίζει και αποδέχεται όλα τα στοιχεία που κατά νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως του άρθρου 79 παράγραφος 1 του Ν. 5960/1933, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα. Συνακόλουθα, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως για το παραπάνω έγκλημα δεν είναι απαραίτητο να γίνεται σ` αυτή και ειδική αναφορά σε "γνώση" του εκδότη της επιταγής για την ανυπαρξία διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα, όπως απαιτούσε η προαναφερόμενη διάταξη πριν από την τροποποίησή της από το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972. Εξάλλου, έλλειψη, της κατά τα άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος παρ. 3 και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης της καταδικαστικής αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ' ΚΠΔ, υπάρχει στην καταδικαστική απόφαση όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ειδικότερα, ως προς την αιτιολόγηση του δόλου, η ύπαρξή του ενυπάρχει στη θέληση της παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσης του. Ειδική αιτιολογία του δόλου απαιτείται αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, τέτοια, όμως, πρόσθετα στοιχεία, μετά την κατά τα ανωτέρω τροποποίηση του άρθρου 79 παρ.1 του Ν. 5960/1933, δεν αξιώνονται επί του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
ΙΙ. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει, από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Τριμελές Πλημ/κειο Αθηνών, που, δικάζοντας κατ` έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ` είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά σε σχέση με την αποδιδόμενη στην αναιρεσείουσα πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής:. "... η κατηγορούμενη έχει τελέσει την πράξη που της αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχη διότι αποδείχτηκε ότι κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό τόπο και χρόνο εξέδωσε την περιγραφόμενη επίσης στο διατακτικό επιταγή, ποσού 2.000.000 δραχμών, η οποία, εμφανισθείσα εμπροθέσμως στην πληρώτρια τράπεζα, δεν πληρώθηκε ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων. Ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι η επίδικη επιταγή πλαστογραφήθηκε ως προς την ημεροχρονολογία εκδόσεώς της πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμος, αφού αποδείχτηκε ότι ο υιός αυτής Χ1, ενεργώντας με την ιδιότητα του μέλους της ομόρρυθμής εταιρίας "ΟΕ Υιοί ...και Σια" συναίνεσε στη συμπλήρωση του στοιχείου της χρονολογίας εκδόσεως της επιταγής, έχοντας την προς τούτο εξουσιοδότηση της νομίμου εκπροσώπου και διαχειρίστριας της εν λόγω εταιρίας κατηγορουμένης (βλ. υπ' αρ. 95/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο αποφάνθηκε τελεσιδίκως να μη γίνει κατηγορία κατά του πολιτικώς ενάγοντος για την πράξη της πλαστογραφίας της ως άνω επιταγής" Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχη την κατηγορούμενη της ανωτέρω πράξεως και, αφού της αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2β ΠΚ, της επέβαλε ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών, την οποία μετέτρεψε προς 4,40 € την ημέρα. Ειδικότερα την κήρυξε ένοχο του ότι : " στην Αθήνα την 29-11-2001 εξέδωσε με πρόθεση επιταγή, που δεν πληρώθηκε στον κομιστή γιατί δεν είχε τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής και πιο συγκεκριμένα την επιταγή με αριθ. 24811864 για να πληρωθεί από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος για δραχμές 2.000.000 σε διαταγήν ..., νομίμως περιελθούσης εξ οπισθογραφήσεως στον εγκαλών Ψ. Και αφού παρουσιάστηκε την 3-12-2001 στην πληρώτρια Τράπεζα, δεν πληρώθηκε γιατί δεν υπήρχε αντίκρισμα". Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την, κατά τα άνω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1 του Π.Κ, και 79 παρ.1,5 του ν. 5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.δ 1325/1972 και άρθρο 4 παρ. 1 Ν. 2408/1996, που εφάρμοσε. Ειδικότερα το δικαστήριο εκθέτει όλα τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν, υποκειμενικώς και αντικειμενικώς, την ανωτέρω πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, όπως αυτά παρατίθενται ανωτέρω και δεν χρειαζόταν, για την πληρότητα της αιτιολογίας η παράθεση και άλλων πραγματικών περιστατικών και δη όσον αφορά την πράξη που προβλέπεται και τιμωρείται από την διάταξη του άρθρου 216 ΠΚ, ούτε υφίσταται ασάφεια ή αντίφαση που να στερεί την απόφαση νόμιμης βάσης όπως αβάσιμα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, με το από το άρθρο 510 παρ. 1 Ε ΚΠΔ και όχι όπως εσφαλμένα αναγράφεται Β, δεύτερο τμήμα του πρώτου λόγου αναιρέσεως. Επίσης με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αιτιολογία το Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο, τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι η επιταγή πλαστογραφήθηκε, ως προς την χρονολογία εκδόσεως της, από τον πολιτικώς ενάγοντα, με την έννοια ότι συμπληρώθηκε ως προς το ελλείπον, κατά την έκδοσή της, στοιχείο αυτό, εν αγνοία της και χωρίς την συγκατάθεσή της, αφού δέχθηκε ότι την συμπλήρωση αυτή την έκανε με εξουσιοδότηση της αναιρεσείουσας, διαχειρίστριας της αναφερόμενης στην απόφαση ομόρρυθμης εταιρίας, ο γιός της Χ1, μάλιστα, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αναφέρθηκε το Δικαστήριο στο αμετάκλητο 95/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο το Συμβούλιο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος για το αδίκημα της πλαστογραφήσεως της επιταγής. Από το βούλευμα αυτό προκύπτει, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, η αιτιολόγηση της κρίσεως ότι την συμπλήρωση της επιταγής, ως προς την ελλείπουσα χρονολογία εκδόσεως της, δεν την έκανε ο πολιτικώς ενάγων αλλά ο γιός της αναιρεσείουσας με εξουσιοδότηση της ιδίας, η οποία δεν ήταν αναγκαίο να περιβληθεί τον συμβολαιογραφικό τύπο.
Συνεπώς ο από το άρθρο 510 παρ. 1Δ ΚΠΔ, κατά το πρώτο τμήμα του, πρώτος λόγος αναιρέσεως τυγχάνει αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις του λόγου αυτού της αιτήσεως αναιρέσεως, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και την επί της ουσίας κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και τυγχάνουν απαράδεκτες.
ΙΙ. Η επιβαλλόμενη, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει, όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Κατά την έννοια αυτή αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο περί αναγνωρίσεως στον κατηγορούμενο κάποιας από τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 ΠΚ, η παραδοχή της οποίας οδηγεί σε μείωση της ποινής στα πλαίσια που καθορίζει το άρθρο 83 του ίδιου κώδικα. Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να προτείνονται παραδεκτώς και κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση τους και δεν αρκεί μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που τους προβλέπει ή του χαρακτηρισμού, με τον οποίο είναι γνωστοί στη νομική ορολογία.
Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλομένης, η αναιρεσείουσα μεταξύ των άλλων πρόβαλλε και τον αυτοτελή ισχυρισμό, κατά την ανωτέρω έννοια, της αναγνωρίσεως και των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 α και ε ΠΚ. Προς θεμελίωση του ισχυρισμού αυτού επικαλέσθηκε τα ακόλουθα "Να αναγνωρισθούν τα ελαφρυντικά του πρότερου έντιμου, οικογενειακού, ατομικού και κοινωνικού βίου. Είμαι έντιμη, οικογενειάρχης, μητέρα τεσσάρων τέκνων, βιοπαλαίστρια, σταθερής κατοικίας και διαμονής, χήρα από το 1984. μεγάλωσα τα παιδιά μου με τεράστια δυσκολία και στερήσεις (4) παιδιά έδωσα στην μητέρα Ελλάδα,Χ2, Χ3, Χ4 και Χ1, 62, 60, 56 και 51, αντίστοιχα, ετών. Εργαζόταν εκτός των οικιακά και στο πρατήριο βενζίνης ανελλιπως, νυχθημερόν, άοκνα και μοχθηρά. Επέδειξα καλή συμπεριφορά επί μακρό διάστημα μετά τον χρόνο του φερόμενου αδικήματος (29-11-2001) έως σήμερα δεν έχω δώσει δείγμα κακής γραφής στην ελληνική κοινωνία και η επιταγή εκδόθηκε για να επιβιώσει η επιχείρηση και η οικογένεια μου". Ο με το ανωτέρω περιεχόμενο ισχυρισμός τύγχανε μη νόμιμος, διότι τα επικαλούμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά δεν μπορούν να οδηγήσουν σε αναγνώριση των ως άνω ελαφρυντικών περιστάσεων. Ειδικότερα, ως προς την δεύτερη ελαφρυντική περίσταση, ουδέν συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό θετικής συμπεριφοράς επικαλείται, που να μπορεί να θεμελιώσει την επικαλούμενη καλή συμπεριφορά επί μακρό χρονικό διάστημα μετά την πράξη. Όσον δε αφορά την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 α ΠΚ δεν επικαλείται, για την πληρότητα του ισχυρισμού, πέραν αυτών που αναφέρει και ότι δεν έχει καταδικασθεί για αδίκημα εκ δόλου και ότι η ποινική της κατάσταση είναι ''λευκή'', ως πραγματικό περιστατικό έντιμης και σύμφωνης με τον νόμο ατομικής, κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής, που αξιώνει η ανωτέρω διάταξη.
Συνεπώς, εφόσον ο ισχυρισμός δεν προβλήθηκε, παραδεκτώς, το Δικαστήριο, κατά τα ανωτέρω, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σ αυτόν και να διαλάβει οποιαδήποτε αιτιολογία περί αυτού. Κατ ακολουθία ο από το άρθρο 510 παρ 1 Δ'ΚΠΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση διότι χωρίς αιτιολογία απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος.
Μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει, την από 21-7-2009 αίτηση (δήλωση) της Χ για αναίρεση της με αριθμ. 34873/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) €.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 31 Μαΐου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή