Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Λαθρεμπορία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Συνέργεια, Πρόσθετοι λόγοι.
Περίληψη:
Λαθρεμπορία κατ' εξακολούθηση και απλή συνέργεια. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως, με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Στοιχεία αδικήματος λαθρεμπορίας. Στοιχειοθετείται η τέλεση της πράξεως με τη χωριστή δασμολόγηση του οχήματος από Χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των πρόσθετων εξαρτημάτων. Επάρκεια αιτιολογίας και ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Απορρίπτει αναιρέσεις και πρόσθετους λόγους.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1465/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1 κατοίκου ... και 2. Χ2 κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Πρόκο, περί αναιρέσεως της 2793/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Παναγιώτη Πανάγο.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 9 Ιανουαρίου 2009 δύο χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, όπως αυτές διαμορφώθηκαν με τα από 2 Φεβρουαρίου 2009 χωριστά δικόγραφα προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 128/2009.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης και οι επ' αυτών πρόσθετοι λόγοι.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι υπό κρίση α) από 9 Ιανουαρίου 2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 και β) από 9 Ιανουαρίου 2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ2 κατά της υπ' αριθμό 2793/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, πρέπει, λόγω τη πρόδηλης συνάφειάς τους, να συνεκδικασθούν.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του Ν. 2682/1999 "Διαρρυθμίσεις εις την φορολογία των αυτοκινήτων οχημάτων και άλλες διατάξεις", η φορολογητέα αξία για την επιβολή του τέλους ταξινόμησης των επιβατικών αυτοκινήτων, διαμορφώνεται από την άθροιση των παρακάτω στοιχείων α) την τιμή χονδρικής πώλησης από τον κατασκευαστή οίκο του αυτοκινήτου, όπως αυτή εμφανίζεται στους υποβαλλομένους τιμοκαταλόγους στην αρμόδια Τελωνειακή Αρχή, από τους επισήμους διανομείς των αυτοκινήτων, όπως αυτοί προσδιορίζονται από τον κανονισμό 1475/1995 της επιτροπής της 28ης Ιουνίου 1995 (EEL 145/1995) και β) τα έξοδα ασφαλίσεως και μεταφοράς που αυτοκινήτου στη Χώρα. Η κατά τα ανωτέρω τιμή χονδρικής πωλήσεως δεν δύναται να είναι μικρότερη της πραγματικής πληρωθείσης ή πληρωτέας αξίας (τιμή αγοράς). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στην τιμή χονδρικής πωλήσεως υπό του κατασκευαστικού οίκου του αυτοκινήτου, περιλαμβάνεται ολόκληρος ο εξοπλισμός του αυτοκινήτου, ήτοι το κλιματιστικό, το ραδιοκασετόφωνο κλπ.
Συνεπώς, για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας του αυτοκινήτου, αναμφίβολα περιλαμβάνεται και η αξία του προαιρετικού (EXTRA) εξοπλισμού του αυτοκινήτου, που προστίθεται στην αξία του. Εξάλλου, έλλειψη της κατά τα άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος παρ. 3 και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών, που αποδείχθηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η έκθεση των περιστατικών αυτών είναι ελλιπής ή ασαφής ή αντιφατική, ώστε να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την τέλεση από τον κατηγορούμενο της πράξεως για την οποία κηρύχθηκε ένοχος. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να αποβαίνει ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο και οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του παρόντος κατηγορουμένου, και όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "ότι ο πρώτος κατηγορούμενος (Χ1), νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "MEGA CARS ΑΕ", στα πλαίσια της εμπορικής δραστηριότητας αυτής, με περισσότερες από μια πράξεις, τις οποίες τέλεσε, από πρόθεση κατ' εξακολούθηση, κατά το χρονικό διάστημα από 16-1-2001 μέχρι και 30-8-02 εισήγαγε, μεταξύ των άλλων τα αναφερόμενα στο διατακτικό οχήματα από χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που τέθηκαν σε καθεστώς φορολογικής αποθήκης, υπό τους όρους άρθρου 133 του ν. 2960/2001, και με σκοπό να αποφύγει την καταβολή του τέλους ταξινόμησης, καθώς και τον ανάλογο ΦΠΑ, δεν δήλωσε, κατά τον εκτελωνισμό τους την πραγματική αγοραία αξία, με βάση την οποία καθορίζεται η φορολογητέα αξίας τους, κατά τους όρους των άρθρων 7 νόμου 2682/1999 (ίσχυσε μέχρι 31-12-2001) και 126 του ν. 2690/2001 (που ισχύει από 1-1-02) επί της οποίας υπολογίζεται το τέλος ταξινόμησης, ενώ για την επίτευξη του σκοπού του αυτού προέβη σε υποτιμολόγηση των οχημάτων με τον εξής τρόπο: Απαίτησε και ο πωλητές αυτών (όπως τα στοιχεία αυτών αναφέρονται αναλυτικά στο διατακτικό) εξέδωσαν δύο τιμολόγια. Στο ένα αναγραφόταν η αξία του οχήματος, χωρίς την αξία των πρόσθετων (προαιρετικών) εξαρτημάτων που έφεραν, και στο δεύτερο η αξία των τελευταίων. Τα τιμολόγια με την αξία των πρόσθετων εξαρτημάτων (που αναφέρονται κατ' είδος για καθένα των οχημάτων στα υπό στοιχεία 1, 2, 3 και 4 οχήματα, εκδόθηκαν με φερόμενη ως αγοράστρια την εταιρία με την επωνυμία "GET-ELECTRONIC-LTD", που ανήκει στον ίδιο όμιλο με την "MEGA CARS" της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο δεύτερος κατηγορούμενος (Χ2) και για τα υπόλοιπα στο όνομα της "MEGA CARS". Κατά τον εκτελωνισμό των οχημάτων αυτών (που έλαβε χώρα, κατά τους αναφερόμενους στο διατακτικό τόπους και χρόνους), ο πρώτος κατηγορούμενος, κατά την υποβολή των σχετικών δικαιολογητικών δεν υπέβαλλε στις αρμόδιες Τελωνειακές Αρχές, ως ήταν υποχρεωμένος, και τα δύο τιμολόγια για την αγοραία αξία των οχημάτων, αλλά μόνο το ένα (εκείνο που ανέγραφε την αξία του χωρίς τα πρόσθετα εξαρτήματα) εμφανίζοντας έτσι αυτήν (αγοραία αξία) μικρότερη της πραγματικής. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα η φορολογητέα αξία των οχημάτων να υπολογιστεί, με βάση τα προβλεπόμενα στις διατάξεις των άρθρων 7 ν. 2682/1999 και 126 ν. 2960 του 2001, σε ποσά μικρότερα της πράγματι πληρωθείσης. Συνακόλουθα υπολογίσθηκαν μειωμένα τα τέλη ταξινόμησης και ο Φ.Π.Α. με ισόποση ζημία του Ελληνικού Δημοσίου και αντίστοιχη ωφέλεια της υπό του πρώτου κατηγορουμένου εκπροσωπούμενης εταιρίας (MEGA CARS), τα οποία απέφυγε να καταβάλλει η τελευταία κατά τον εκτελωνισμό τους. Τα επί πλέον τέλη ταξινόμησης και ο Φ.Π.Α., που απέφυγε να καταβάλλει η εν λόγω εταιρία, ανέρχονται στα ποσά που σημειώνονται στο διατακτικό για κάθε όχημα και είναι ανάλογα, με βάση τα κριτήρια των προαναφερόμενων διατάξεων, του ποσού της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ της πραγματικής φορολογητέας αξίας (διαμορφωθείσης με τα δύο τιμολόγια) και της δηλωθείσης από τον κατηγορούμενο, με την υποβολή μόνον του ενός τιμολογίου. Συνολικά τα τέλη ταξινόμησης και ο ΦΠΑ που δεν καταβλήθηκε κατά τον εκτελωνισμό των οχημάτων, ανέρχονται στο ποσό των 30.926,221 ευρώ, που υπερβαίνει εκείνο των 30.000 ευρώ. Στην επιβαρύνσεις, που ο κατηγορούμενος, σκόπευε να στερήσει από το Ελληνικό Δημόσιο περιλαμβάνεται και ο ΦΠΑ, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων για το ότι ο φόρος αυτός, όσον αφορά τα πρόσθετα εξαρτήματα καταβλήθηκε κατά την εισαγωγή τους. Προς τούτο θα πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Κατά το άρθρο 155 παρ. 1 β νόμου 2960/2001, λαθρεμπορία είναι και οποιαδήποτε ενέργεια που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ενωση των υπ' αυτών εισπρακτέων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων και αν ακόμη αυτά εισπράχθηκαν κατά χρόνο και τρόπο διάφορο εκείνου που ορίζει ο νόμος. Κατά το άρθρο 133 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι τα κοινοτικά οχήματα δύνανται να τίθενται σε καθεστώς φορολογικής αποθήκης και για το χρονικό διάστημα που παραμένουν στο καθεστώς αυτό τελούν σε αναστολή καταβολής του τέλους ταξινόμησης και του Φ.Π.Α., ενώ κατ' άρθρο 128 του ως άνω νόμου, η υποχρέωση καταβολής των επιβαρύνσεων αυτών γεννάται, κατά την έξοδό τους από το καθεστώς αυτό και καθίστανται απαιτητές οι επιβαρύνσεις (τέλη ταξινόμησης και ΦΠΑ) για τα αποστελλόμενα από τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, την 15η ημέρα του επόμενου μήνα από αυτόν που γεννήθηκε η υποχρέωση καταβολής των επιβαρύνσεων αυτών. Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προαναφέρθηκε, τα οχήματα που αναφέρονται στο διατακτικό, μετά την εισαγωγή του, όπως συνομολογούν και οι κατηγορούμενοι, τέθηκαν σε καθεστώς φορολογικής αποθήκης, και για το διάστημα αυτό τελούσαν σε αναστολή καταβολής των εν λόγω επιβαρύνσεων, ενώ ο χρόνος εκτελωνισμού τους και συνακόλουθα η υποχρέωση καταβολής αυτών είναι μεταγενέστερος της εισαγωγής τους. Αντίθετα ο ΦΠΑ που αφορά τα πρόσθετα εξαρτήματα, καταβλήθηκε, κατά την εισαγωγή τους, ενώ αυτά φέρονται να εισήχθησαν και κατά τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων, ως ανεξάρτητα εξαρτήματα και όχι ενσωματωμένα στα συγκεκριμένα αυτοκίνητα. Πρόκειται δηλαδή για είσπραξη των επιβαρύνσεων αυτών (Φ.Π.Α.) κατά χρόνο και τρόπο διάφορο εκείνου που ορίζει ο νόμος για την καταβολή του εν λόγω φόρου όσον αφορά τα κοινοτικά οχήματα που είχαν τεθεί σε καθεστώς φορολογικής αποθήκης. Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι τα πρόσθετα προαιρετικά εξαρτήματα (για τα οποία γίνεται λόγος στο διατακτικό) τα έφεραν τα συγκεκριμένα οχήματα κατά τον εκτελωνισμό τους, ενώ στα δικαιολογητικά που υπέβαλλε ο κατηγορούμενος, για τον εκτελωνισμό τους και τον καθορισμό των τελών ταξινόμησης και ΦΠΑ, υπήρχε συνημμένο έγγραφο όπου γινόταν λεπτομερής αναφορά του πρόσθετου (προαιρετικού) εξοπλισμού που έφερε καθένα των οχημάτων. Τα δε πρόσθετα τέλη ταξινόμησης και ο ΦΠΑ υπολογίσθηκαν με βάση τις εκθέσεις των διαφυγόντων φόρων, των αρμοδίων υπαλλήλων που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται πιο πάνω. Εξάλλου ο δεύτερος κατηγορούμενος (Χ2) εκπρόσωπος της εταιρίας "GET-ELECTRONIC-LTD", αν και γνώριζε τον επιδιωκόμενο από τον συγκατηγορούμενό του σκοπό, δέχτηκε και εκδόθηκαν για τα υπό στοιχεία ..., ..., ... και ... οχήματα τιμολόγια, στα οποία φερόταν ως αγοράστρια, η ως άνω, υπ' αυτού εκπροσωπούμενη εταιρία, των προσθέτων εξαρτημάτων που έφεραν τα συγκεκριμένα αυτοκίνητα. Με τον τρόπο όμως αυτό παρείχε απλή συνδρομή στον συγκατηγορούμενό του πριν και κατά την τέλεση των επιμέρους πράξεων που αναφέρονται στο διατακτικό, υπό στοιχεία 1, 2, 3 και 4. Ενόψει όλων αυτών οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό. Τα αιτήματά τους για αναγνώριση των ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ, πρέπει να απορριφθούν, προεχόντως ως αόριστα, καθόσον δεν εκθέτουν πραγματικά περιστατικά για τη θεμελίωσή τους, δεδομένου ότι η επίκληση της νομικής διατάξεως που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση ή τον χαρακτηρισμό της με τον οποίο είναι γνωστή στην νομική ορολογία δεν καθιστά τον ισχυρισμό αυτό ορισμένο (ΑΠ 807/2007). Σε κάθε περίπτωση ο ισχυρισμός τους αυτός είναι και αβάσιμος, καθόσον από κανένα των αποδεικτικών στοιχείων δεν επιβεβαιώθηκε ότι αυτοί μέχρι την τέλεση των αποδιδομένων πράξεων έζησαν έντιμη ατομική, οικογενειακή και εν γένει κοινωνική ζωή. Να σημειωθεί ότι οι κατηγορούμενοι, δεν παραιτήθηκαν από τα ένδικα μέσα, που τους παρέχει το άρθρο 152 του ν. 2960 και δεν κατέβαλλαν, όπως συνομολογείται, το καταλογισθέν από τις αρμόδιες αρχές πολλαπλό τέλος για τις προαναφερόμενες παραλείψεις τους και συνακόλουθα δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 158 παρ. 1 του ν. 2960".
Στη συνέχεια το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους, και ήδη αναιρεσείοντες, και ειδικότερα τον μεν Χ1 της πράξεως της λαθρεμπορίας κατ' εξακολούθηση, το δε Χ2 της απλής συνέργειας στην πράξη του πρώτου, και τους επέβαλε ποινή φυλάκισης 3 ετών στον πρώτο και 2 ετών και 6 μηνών στο δεύτερο, ενώ μετέτρεψε τις ποινές φυλακίσεως προς 5 ευρώ την ημέρα για τον καθένα. Με αυτά που δέχθηκε, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην απόφασή του, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία κηρύχθηκαν ένοχοι οι κατηγορούμενοι, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά προέκυψαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 12, 14, 17, 18, 26 παρ.1, 27 παρ.1, 47, 51, 53, 83, και 98 του Π.Κ, και 126 παρ.1, 155 παρ.1 στοιχ. β, 2 στοιχ. θ', 157 παρ.1 στοιχ.β' περ. γ, 158 του ν. 2690/2001, τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την κρίση του δικαστηρίου, στα οποία στήριξε την ενοχή των κατηγορουμένων και συγκεκριμένα ότι ο αναιρεσείων Χ1, με την ιδιότητα που προαναφέρθηκε, αυτή του νομίμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρείας, εισήγαγε στην ελληνική επικράτεια, από Χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα αναφερόμενα στο διατακτικό αυτοκίνητα και, προκειμένου να αποφύγει την καταβολή του πραγματικού τέλους ταξινόμησης, καθώς και τον αναλογούντα ΦΠΑ, δεν δήλωσε κατά την διαδικασία του εκτελωνισμού στις αρμόδιες Τελωνειακές αρχές, την πραγματική αγοραία αξία τους, αλλά μικρότερη. Συγκεκριμένα, αιτιολογείται η παραδοχή σύμφωνα με την οποία, ο αναιρεσείων Χ1, προκειμένου να επιτύχει το σκοπό του, δηλαδή τη μειωμένη καταβολή του τέλους ταξινόμησης, απαίτησε προηγουμένως, από τους πωλητές των αυτοκινήτων οχημάτων, να εκδώσουν δυο τιμολόγια για κάθε εισαγόμενο αυτοκίνητο και στο μεν ένα τιμολόγιο να αναγράφεται η αξία του οχήματος, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται σ' αυτή η αξία των πρόσθετων (ΕΧΤRΑ) εξαρτημάτων του οχήματος, ενώ στο δεύτερο να αναγράφεται χωριστά η αξία των διακεκριμένων (πρόσθετων) εξαρτημάτων. Ακόμη, αιτιολογείται η παραδοχή κατά την οποία ο πιο πάνω αναιρεσείων, κατά τη διαδικασία του εκτελωνισμού, δεν υπέβαλε στην αρμόδια τελωνειακή αρχή και τα δυο συναφή με την αξία του ίδιου οχήματος τιμολόγια, αλλά μόνο εκείνο στο οποίο αναγραφόταν η αξία του οχήματος, χωρίς συνυπολογισμό των πρόσθετων εξαρτημάτων και σε μεταγενέστερο χρόνο υπέβαλε το δεύτερο τιμολόγιο σχετικό με την αγοραία αξία των πρόσθετων εξαρτημάτων του οχήματος. Έτσι, με τον τρόπο αυτό ο υπολογισμός για το τέλος ταξινόμησης του αυτοκινήτου, γινόταν όχι επί της πραγματικής φορολογητέας αξίας, που απαρτιζόταν τόσο από την αξία του οχήματος, όσο και από την αξία των πρόσθετων εξαρτημάτων, αλλά σε μειωμένη φορολογητέα αξία, αφού με τον τρόπο αυτό του χωριστού εκτελωνισμού, ο υπολογισμός της φορολογητέας αξίας, γινόταν άλλοτε μεν μόνο για την αξία του οχήματος, άλλοτε δε χωριστά για την αξία των πρόσθετων εξαρτημάτων. Με τον τρόπο δε αυτό, επέτυχε ο πιο πάνω αναιρεσείων, να καταβάλλει μειωμένα χρηματικά ποσά, όπως αυτά αναφέρονται στο διατακτικό της αποφάσεως. Αιτιολογείται επίσης, η παραδοχή κατά την οποία με την ως άνω συμμετοχική δράση του κατηγορουμένου Χ1 απέφυγε αυτός την καταβολή ποσού προς το Ελληνικό Δημόσιο, 30.926,20 ευρώ, το οποίο ζημιώθηκε το Δημόσιο, με αντίστοιχη ωφέλεια του ίδιου του αναιρεσείοντος. Επιπρόσθετα, αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι για τον υπολογισμό και την επιβολή του τέλους ταξινόμησης, αναμφισβήτητα περιλαμβάνονται και τα πρόσθετα εξαρτήματα του οχήματος. Ακόμη, αιτιολογείται η παραδοχή, σχετικά με τη συμμετοχική δράση του δεύτερου των αναιρεσειόντων, Χ2 σύμφωνα με την οποία, με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας με την επωνυμία "GET-ELECTRONIC LTD", συμφερόντων του ομίλου "MEGA CARS", φέρεται η πιο πάνω εταιρεία, που αυτός εκπροσωπούσε, να έχει αγοράσει τα αναγραφόμενα στα επίμαχα τιμολόγια, πρόσθετα εξαρτήματα, κατά τρόπον ώστε να εμφανίζεται διαφορετικός ο κύριος και κάτοχος αυτών των εξαρτημάτων, τελώντας σε γνώση της ως άνω δραστηριότητας του συγκατηγορουμένου του Χ1 ότι δηλαδή ο τελευταίος επιδίωκε τον εκτελωνισμό των οχημάτων, με την καταβολή μειωμένων τελών και δασμών, με την προσκομιδή και εμφάνιση χωριστών τιμολογίων. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ, μοναδικός λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου, των κρινόμενων αιτήσεων αναιρέσεως, περί εσφαλμένης εφαρμογής των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, καθώς και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ, πρώτος λόγος του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω η αιτίαση των αναιρεσειόντων, ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε χωρίς ειδική αιτιολογία τον αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος Χ1 ότι "ο προαιρετικός εξοπλισμός των προς εκτελωνισμό μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, λήφθηκε από το βιβλίο τεχνικών προδιαγραφών της κατασκευάστριας εταιρείας και όχι μετά από έλεγχο των αρμοδίων τελωνειακών αρχών, κατά τον εκτελωνισμό", προεχόντως είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, γιατί ανάγεται στην αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, σε κάθε, όμως, περίπτωση ο ισχυρισμός αυτός, αποτελούσε αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό, για την απόρριψη του οποίου δεν ήταν αναγκαίο το δικαστήριο, να διαλάβει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Επίσης, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, η αιτίαση ότι υφίσταται αντίφαση από το γεγονός ότι ενώ, στο αιτιολογικό γίνεται δεκτό ότι καταβλήθηκε ο ΦΠΑ για τα πρόσθετα εξαρτήματα, ταυτόχρονα κηρύχθηκε ένοχος για μη καταβολή του Φ.Π.Α. Τούτο γιατί, η παραδοχή στο αιτιολογικό της αποφάσεως, ότι καταβλήθηκε ο αναλογών Φ.Π.Α για τα πρόσθετα εξαρτήματα, τα οποία ας σημειωθεί αυτά φορολογήθηκαν αυτοτελώς, αποτελεί εντελώς διαφορετικό γεγονός από την περίπτωση εκείνη κατά την οποία ο υπολογισμός της φορολογητέας αξίας, υπό κανονικές συνθήκες, θα ελάμβανε χώρα επί της συνολικής αγοραίας αξίας του αυτοκινήτου, συμπεριλαμβανομένης και αυτής των πρόσθετων εξαρτημάτων, οπότε όχι μόνο το συνολικό ποσό της αγοραίας αξίας θα ήταν μεγαλύτερο, αλλά και ο αναλογών Φ.Π.Α, οπωσδήποτε θα υπολογιζόταν σε μεγαλύτερο συνολικό ποσό και όχι σε μικρότερο, στο οποίο τελικά υπολογίσθηκε. Τέλος, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και ο πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, περί εσφαλμένης εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 157 παρ.1 στοιχ. β περ. τρίτη του ν. 2960/2001, που προβλέπει ότι επιβάλλεται ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον ενός έτους, εάν οι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που στερήθηκε το Δημόσιο ή η Ευρωπαϊκή Ένωση, ανέρχονται τουλάχιστο στο ποσό των τριάντα (30.000) ευρώ και άνω, αφού σε σχέση με τον αναιρεσείοντα Χ1 οι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που στερήθηκε το Δημόσιο, από την από μέρους του τέλεση της κατ' εξακολούθηση λαθρεμπορίας, υπερβαίνων το ποσό των 30.000 ευρώ, που είναι το όριο για την επιβολή της πιο πάνω ποινής, και συγκεκριμένα ανέρχονται στο ποσό των 30.926,20 ευρώ. Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι η διάταξη του άρθρου 157 παρ.1 στοιχ. β περ. τρίτη του ν. 2960/2001 "περί Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα", που ισχύει από 1-1-2002, είναι ηπιότερη της προγενέστερης αντίστοιχης διάταξης του άρθρου 102 παρ. 1 στοιχ. β' περ. γ' του ν.1165/1918 "Περί Τελωνειακού Κώδικα", που προέβλεπε ότι επιβάλλεται ποινή φυλακίσεως ενός έτους, εάν οι δασμοί, φόροι, τέλη ή δικαιώματα, των οποίων στερήθηκε το Δημόσιο, ανέρχονται σε σημαντικό ποσό, αφού ήδη τίθεται χρηματικό όριο για την επιβολή της πιο πάνω ποινής, η οποία δεν μπορεί να επιβληθεί σε περίπτωση κατά την οποία οι δασμοί, φόροι κλπ, υπολείπονται του ορίου αυτού.
Συνεπώς, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 2 παρ.1, 12 και 98 παρ.2 του Π.Κ, επί κατ' εξακολούθηση λαθρεμπορίας, η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 157 παρ.1 στοιχ. β' περ. τρίτη του ν. 2960/2001, ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον ενός έτους, θα επιβληθεί τόσο για τις μετά την ισχύ του νόμου αυτού τελεσθείσες μερικότερες πράξεις λαθρεμπορίας, όσο και για τις προ της ισχύος του, μετά όμως την ισχύ του νόμου 2721/1999 τελεσθείσες μερικότερες πράξεις, εφόσον το συνολικό ποσό των διαφυγόντων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων που ζημιώθηκε το δημόσιο, από όλες τις πράξεις, ήτοι τόσον τις μετά την ισχύ του νόμου 2960/2001, όσον και τις προ της ισχύος του και μέχρι 3-6-1999, υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως στο σύνολό τους, καθώς και οι επ' αυτών πρόσθετοι λόγοι, και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία θα πρέπει να επιβληθούν χωριστά στον καθένα (583 παρ.1 Κ.Π.Δ). Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δικ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει α) την από 9 Ιανουαρίου 2009 αίτηση του Χ1 κατοίκου ... και τους επ' αυτής από 2 Φεβρουαρίου 2009 πρόσθετους λόγους και β) την από 9 Ιανουαρίου 2009 αίτηση του Χ2 κατοίκου ... και τους επ' αυτής από 2 Φεβρουαρίου 2009 πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της υπ' αριθμό 2793/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθενα, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, από διακόσια ενενήντα (290) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Φεβρουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 15 Ιουνίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ