Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2556 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Έγγραφα, Υπέρβαση εξουσίας, Αναίρεση μερική, Απόπειρα, Πολιτική αγωγή, Χρηματική ικανοποίηση, Τόκοι.




Περίληψη:
Επαρκής αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως για απόπειρα απάτης και παράβαση του άρθρου 230 ΠΚ. Ταυτότητα εγγράφων. Επαρκής προσδιορισμός. Όχι απόλυτη ακυρότητα. Νομιμοποίηση πολιτικώς ενάγουσας από τον παραστάντα εκπρόσωπο αυτής. Επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη νομιμοτόκως χωρίς να υπάρχει αίτημα για τόκους. Μερική αναίρεση κατά τούτο, κατ’ άρθρο 510 παρ. 2 ΚΠΔ. Όχι παραπομπή της υποθέσεως αλλά απάλειψη της σχετικής διατάξεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Απορρίπτει κατά τα λοιπά.




Αριθμός 2556/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Ράπτη, για αναίρεση της 3115/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων- κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Ιουνίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1236/2008.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως, να απαλειφθεί η διάταξη περί επιδικάσεως τόκων και να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.- Έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ. ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την διαδικασία, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. (Ολ.ΑΠ 1/2005).). Εξάλλου, η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχή, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως την εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή την επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη του, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του τα ακόλουθα περιστατικά: "...:ο κατηγορούμενος διαθέτει επιχείρηση ενοικιάσεως αυτοκινήτων σε τρίτους και τα αυτοκίνητα αυτά είναι ασφαλισμένα για την περίπτωση κλοπής τους στην ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία "ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΗ ΑΕΓΑ". Κατά το έτος 2000, το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ..... ΙΧΕ αυτοκίνητο που ανήκε στην παραπάνω επιχείρηση του κατηγορουμένου, ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα και υπέστη μεγάλες ζημίες, ακολούθως δε, ο κατηγορούμενος παρέδωσε αυτό στον Α, ο οποίος διατηρεί συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων, λέγοντας στον τελευταίο "να το εξαφανίσει". Στις 19-3-2001 ο κατηγορούμενος εμφανίσθηκε στο Τμήμα Αερολιμένος Θεσσαλονίκης και αφού δήλωσε ψευδώς στα αρμόδια αστυνομικά όργανα ότι το παραπάνω υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ..... ΙΧΕ αυτοκίνητο εκλάπη στις 16-3-2001, υπέβαλε μήνυση κατ' αγνώστων, ακολούθως δε, ζήτησε από την προαναφερθείσα ασφαλιστική εταιρία να του καταβάλει το συμφωνηθέν ασφαλιστικό ποσόν για την υποτιθεμένη κλοπή του εν λόγω αυτοκινήτου, το ύψος του οποίου είχε καθορισθεί σε 2.800.000 δραχμές, η προσπάθεια του όμως να εισπράξει το χρηματικό αυτό ποσόν βάσει της παραπάνω ψευδούς δηλώσεως του, δεν ευοδώθηκε τελικώς όχι από δική του βούληση αλλά γιατί ο νόμιμος εκπρόσωπος της ασφαλιστικής αυτής εταιρίας δεν πείσθηκε για την κλοπή του ως άνω αυτοκινήτου ...".
Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης και κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο για απόπειρα απάτης και παράβαση του άρθρου 230 του Π.Κ, διέλαβε στην απόφαση του την επιβεβλημένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 42, 386 παρ.1 και 320 του Π.Κ τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Η αιτίαση ότι δεν αιτιολογείται ο δόλος του κατηγορουμένου για το έγκλημα της απόπειρας απάτης είναι αβάσιμος, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του, ενώ εξάλλου για το έγκλημα του άρθρου 230 του Π.Κ για την υποκειμενική θεμελίωση του οποίου ο νόμος αξιώνει την εν γνώσει ψευδή παράσταση στην Αρχή ότι τελέσθηκε κάποιο κακούργημα ή πλημμέλημα, τη συνδρομή του στοιχείου της γνώσης δέχεται με τις εν γένει παραδοχές της η προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου ότι διαλαμβάνεται σ' αυτήν ότι ο κατηγορούμενος υπέβαλε κατ' αγνώστων μήνυση για κλοπή του αναφερομένου αυτοκινήτου, αφού προηγουμένως βεβαιώθηκε ότι το αυτοκίνητο, την κλοπή του οποίου κατήγγειλε, ήταν αδύνατο να επισκευασθεί και προς τούτο ζήτησε από τον αρμόδιο για την επισκευή του αυτοκινήτου μηχανικό να το εξαφανίσει. Αβασίμως επίσης επικαλείται ότι το δικαστήριο για να σχηματίσει την περί ενοχής κρίση του έλαβε υπόψη του και την κατάθεση μάρτυρα υπερασπίσεως ενώ τέτοιος μάρτυρας δεν εξετάσθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Όμως, από επιτρεπτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτει ότι ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου εξετάσθηκε ως μάρτυρας υπερασπίσεως προταθείσα από τον ίδιο τον κατηγορούμενο η Β η οποία ως τοιαύτη (μάρτυρας υπερασπίσεως) εξετάσθηκε και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ανεξαρτήτως του ότι στα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν γίνεται ειδική αναφορά. Αβάσιμη είναι και η αιτίαση ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του και την αναγνωσθείσα από 10-7-2001 υπεύθυνη δήλωση του κατηγορουμένου, αφού το δικαστήριο για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα στο προοίμιο του σκεπτικού του διαλαμβάνει ότι συνεξετίμησε και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, δεν ήταν δε αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας να αναφέρεται ξεχωριστά σε καθένα των εγγράφων που αναγνώσθηκαν. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της ελλειπούς αιτιολογίας είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
II.- Από τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1 εδαφ. τελευταίο του ΚΠΔ, που ορίζει ότι "το κεφάλαιο της απόφασης για τις πολιτικές απαιτήσεις που προσβάλλεται από τον κατηγορούμενο ή από τον εισαγγελέα εξετάζεται από το εφετείο, και αν ακόμη δεν είναι παρών ο πολιτικώς ενάγων", προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επιλαμβανόμενο της ουσιαστικής έρευνας της υποθέσεως, εξετάζει και το προσβαλλόμενο κεφάλαιο της απόφασης που αφορά τις απαιτήσεις του πολιτικώς ενάγοντος, στις οποίες περιλαμβάνεται και η χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, που επιδικάστηκε πρωτοδίκως, ακόμη και όταν απουσιάζει ο πολιτικώς ενάγων, το εφετείο δε, ερευνά το κεφάλαιο αυτό και αποφαίνεται για τη βασιμότητα του, χωρίς να μπορεί να αυξήσει το ποσό που επιδικάστηκε πρωτοδίκως. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 2 του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα, επιφέρει η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, η οποία υφίσταται, αφενός μεν, όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του οι όροι της ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως του, αφετέρου δε, όταν παραβιάστηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί, αναφορικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως της. Κάθε άλλη έλλειψη ή πλημμέλεια που αφορά την παράσταση ή την εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος δεν επιφέρει ακυρότητα, αφού οι πλημμέλειες αυτές δεν θίγουν το συμφέρον του κατηγορουμένου, ούτε πλήττουν τη δημόσια τάξη. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 63, 68 ΚΠΔ, 914 και 937 ΑΚ, η πολιτική αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, είναι δυνατό να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τα πρόσωπα που ζημιώθηκαν αμέσως από το έγκλημα, μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, χωρίς να προηγηθεί έγγραφη προδικασία, Στην προκείμενη περίπτωση, από την πρωτόδικη και την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και τα ενσωματωμένα σ' αυτές αντίστοιχα πρακτικά, προκύπτουν τα ακόλουθα. Ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης είχε παραστεί ως πολιτικώς ενάγων και ζήτησε την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης για το ποσό των 10 ευρώ ο Ψ, ο οποίος εκπροσωπούσε τότε, ως ρητώς περί τούτου αναφέρεται στην χωρίς όρκο κατάθεση του, την ανώνυμη εταιρία ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΗ Α.Ε η οποία φέρεται ως παθούσα για το έγκλημα της απόπειρας απάτης. Με την πρωτόδικη απόφαση, χωρίς εναντίωση του κατηγορουμένου, έγινε δεκτή η παράσταση πολιτικής αγωγής και επιδικάστηκε το αιτηθέν χρηματικό ποσό. Στο κατ' έφεση δίκασαν Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, ο πολιτικώς ενάγων δεν εμφανίσθηκε και το δικαστήριο επιδίκασε το ίδιο ποσό των δέκα (10) ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Έτσι κρίνοντας του Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δεν έκαμε δεκτή παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, αλλ' απλώς, λόγω του ότι πρωτοδίκως είχε δηλωθεί νομότυπα παράσταση πολιτικής αγωγής, από την οποία δεν υπήρξε παραίτηση, αναγκαίως εξέτασε και το κεφάλαιο των πολιτικών απαιτήσεων, όπως υποχρεούτο κατά νόμο. Επομένως, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα από παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου αφού κατά τα προλεχθέντα η παράσταση του Ψ έγινε όχι ατομικώς για το πρόσωπό του αλλά ως νομίμου εκπροσώπου και ενεργητικά νομιμοποιούμενης ως άνω ανωνύμου εταιρείας και είναι αβάσιμος ο από τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και 171 παρ. 2 του ΚΠΔ δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως κατά το πρώτο σκέλος του.
III.- Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 1 και 369 Κ.Ποιν.Δ προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, επάγεται απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κώδικα λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 Κ.Ποιν.Δ δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του, σε τρόπο που να μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε το συγκεκριμένο έγγραφο και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητα του, να έχει την ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 Κ.Ποιν.Δ ως άνω δικαιώματά του, ως προς το περιεχόμενό του. Η αναγραφή όμως στα πρακτικά των αναγνωσθέντων στο ακροατήριο του δικαστηρίου εγγράφων, όχι με όλα τα στοιχεία της ταυτότητος και το περιεχόμενό τους, αλλά μόνο με τα στοιχεία εκείνα που είναι αρκετά για τον προσδιορισμό τους, δεν δημιουργεί ακυρότητα και συνεπώς δεν ιδρύει τον άνω λόγο αναιρέσεως, διότι εφόσον στην πραγματικότητα συντελέστηκε η ανάγνωση των εγγράφων παρασχέθηκε στον κατηγορούμενο η δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις, παρατηρήσεις ή εξηγήσεις σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο, δεδομένου μάλιστα ότι η δυνατότητα του αυτή δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο, με τον οποίο παρατίθενται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα, αλλά από το εάν ανεγνώσθησαν πράγματι ή όχι. Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων επικαλείται ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα και δη α) την από 11-6-2001 εξώδικη δήλωση και β) δήλωση του Α, των οποίων δεν προκύπτει η ταυτότητα, καθόσον δεν διαλαμβάνεται ο συντάκτης του πρώτου εγγράφου και για το δεύτερο δεν εξειδικεύεται το περιεχόμενο και ο χρόνος έκδοσης αυτού. Η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί, διότι, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα, τα αναγνωσθέντα έγγραφα προσδιορίζονται με απόλυτη σαφήνεια, ώστε να μη καταλείπεται αμφιβολία για την ταυτότητά τους και περί του ότι αυτά ανεγνώσθησαν.
Συνεπώς και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ κατά το δεύτερο σκέλος του είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. IV.- Κατά το άρθρο 510 παρ. 2 του ΚΠΔ, εκτός από τους αναφερόμενους στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου λόγους μπορούν να προταθούν σε ό, τι αφορά το πολιτικό μέρος της απόφασης και οι λόγοι αναίρεσης, οι οποίοι καθιερώνονται από την πολιτική δικονομία, μεταξύ των οποίων είναι και ο από το άρθρο 559 αριθμ. 9 του Κ.Πολ.Δ. λόγος κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε επιπλέον των αιτηθέντων. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, επιδίκασε ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των δέκα (10) ευρώ, νομιμοτόκως από την ημέρα συζητήσεως της υποθέσεως και μέχρι την εξόφληση χωρίς να έχει υποβληθεί ούτε πρωτοδίκως ούτε πολύ περισσότερο στην κατ' έφεση δίκη, στην οποία δεν παρέστη ο πολιτικώς ενάγων, αντίστοιχο αίτημα για την επιδίκαση τόκων. Επομένως είναι ουσιαστικά βάσιμος ο σχετικός από τα άρθρα 510 παρ. 2 του ΚΠΔ και 559 αριθμ. 9 ΚΠολΔ τρίτος λόγος αναιρέσεως και πρέπει κατά τούτο να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και να απαλειφθεί η σχετική διάταξη της με την παρούσα απόφαση, αφού δεν συντρέχει λόγος να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το μέρος αυτό για νέα συζήτηση (αρθρ. 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Α. Αναιρεί εν μέρει, όπως στο σκεπτικό, την υπ' αριθμ. 3.115/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Β. Απαλείφει τη διάταξη της ίδιας αποφάσεως κατά το μέρος που επιδικάζονται στον πολιτικώς ενάγοντα νόμιμοι τόκοι επί της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποιήσεως των δέκα (10) ευρώ. Και

Γ. Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 17 Ιουνίου 2008 αίτηση του Χ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Νοεμβρίου 2008.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Νοεμβρίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή