Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 815 / 2014    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αποδοχές μισθωτού, Δεδικασμένο.




Περίληψη:
Νοσοκομείο. Καθαρίστρια. Δεν υπάρχει δεδικασμένο, εάν μεταβληθεί το νομοθετικό καθεστώς επί του οποίου στηρίχθηκε προηγούμενη τελεσίδικη ρύθμιση ως προς τις αποδοχές του εργαζόμενου. Απορρίπτει την αίτηση.




Αριθμός 815/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2 Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 14η Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑΣ: Ε. Ν. του Γ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Λεωνίδα Πανούση, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Λαϊκό Περιφερειακό Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Νικολάου Καλούδη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-11-2000 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 2365/2003 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 93/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 30-5-2013 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώθηκε.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 27-12-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324 και 331 ΚΠολΔ συνάγεται ότι από τελεσίδικη απόφαση παράγεται δεδικασμένο και όταν το αντικείμενο της νέας δίκης, που διεξάγεται μεταξύ των ίδιων προσώπων, είναι μεν διαφορετικό από εκείνο της δίκης που προηγήθηκε, αλλά έχει ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη. Αυτό συμβαίνει όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογητική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα, με αυτό που κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη. Ο κανόνας αυτός δεν ισχύει, αν κατά τον κρίσιμο για τη μεταγενέστερη δίκη χρόνο έχει επέλθει μεταβολή του νομικού καθεστώτος, το οποίο διέπει την έννομη σχέση ή τις έννομες συνέπειες, που απορρέουν από αυτή, αφού τότε δεν υπάρχει η απαιτούμενη για την ενεργοποίηση του δεδικασμένου ταυτότητα νομικής αιτίας. Ειδικότερα, στην περίπτωση διαρκούς ενοχικής σχέσεως από την οποία πηγάζουν πλείονες έννομες συνέπειες, όπως είναι η σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, στην οποία η απασχόληση του μισθωτού θεμελιώνει ποικίλες αξιώσεις που στηρίζονται σε διάφορους ουσιαστικούς νόμους, συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΣΣΕ) ή διαιτητικές αποφάσεις (ΔΑ), το δεδικασμένο των αποφάσεων που κρίνουν επιμέρους αξιώσεις του μισθωτού, ως έννομες συνέπειες της εν λόγω διαρκούς έννομης σχέσεως, τελεί υπό την προϋπόθεση ότι το νομοθετικό καθεστώς, που ισχύει κατά τον κρίσιμο χρόνο, παραμένει αμετάβλητο και στο μέλλον.
Συνεπώς, η τελεσίδικη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι η, συνιστώσα προδικαστικό ζήτημα για τις επιμέρους αξιώσεις του μισθωτού, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας διέπεται από το πλέγμα των τότε υφισταμένων διατάξεων, δεν αποτελεί δεδικασμένο για την εκτός του κριθέντος χρονικού διαστήματος και στο μέλλον αναγόμενη χρονική περίοδο, αν κατά την περίοδο αυτή δεν παρέμεινε αναλλοίωτο το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, δηλαδή αν οι αιτούμενες με νεότερη αγωγή επιμέρους αξιώσεις του μισθωτού, που γεννήθηκαν σε χρονικό διάστημα μεταγενέστερο του ήδη κριθέντος, στηρίζονται σε νέες νομοθετικές διατάξεις, διάφορες εκείνων που ίσχυαν κατά την πρώτη δίκη. Τέτοιες, νέες νομοθετικές διατάξεις είναι και οι κανονιστικοί όροι των ΣΣΕ ή ΔΑ, οι οποίοι προσδιορίζουν, εν όψει της ισχύος τους για συγκεκριμένη χρονική περίοδο (άρθρα 9 και 16 παρ.3 του ν. 1876/1999), όχι μόνο την έκταση, αλλά και το είδος των βασικών αποδοχών και των επιδομάτων του μισθωτού για την περίοδο εκείνη. Επομένως, από της ισχύος κάθε νέας ΣΣΕ ή ΔΑ μεταβάλλεται το νομοθετικό καθεστώς και γι' αυτό οι δικαστικές αποφάσεις, που έκριναν τελεσιδίκως αξιώσεις των εργαζομένων ορισμένου χρονικού διαστήματος, ρυθμιζόμενες από τις τότε ισχύουσες ΣΣΕ ή ΔΑ, δεν αποτελούν δεδικασμένο και ως προς τις αξιώσεις τους για μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, που στηρίζονται στις κατά το διάστημα αυτό ισχύουσες νεότερες ΣΣΕ ή ΔΑ (ΟλΑΠ 3/2003, ΟλΑΠ 10/2002).
2.
Επειδή, περαιτέρω, το νομικό καθεστώς της 42/1981 απόφασης του ΔΔΔΔ Πειραιώς "περί των όρων αμοιβής και εργασίας του προσωπικού νοσηλευτικών κλπ ιδρυμάτων του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ", η οποία κηρύχθηκε εκτελεστή και ακολούθως υποχρεωτική ΅ε τις 16170/1981 και 18749/ 1981 υπουργικές αποφάσεις (ΦΕΚ Β' 472/1981), μεταβλήθηκε, ΅ε την από 22-12-1988 Ειδική ΣΣΕ "περί των όρων αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στα Δημόσια Νοσοκομεία της Χώρας", η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική με την 17853/1989 υπουργική απόφαση (ΦΕΚ Β' 741/1989) για όλους τους εργοδότες και εργαζόμενους του επαγγέλματος στο οποίο αφορά και ίσχυσε από 1-7-1988 (άρθρο 10 αυτής). Με αυτή την ΕΣΣΕ επεκτάθηκαν, στους εργαζόμενους (πλην ιατρών) ΅ε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στα νοσοκομεία του ν.δ. 2592/1953, που είναι ΅έλη των σωματείων των ανηκόντων στην ΠΟΕΔΗΝ, στο σύνολο τους, οι διατάξεις του ν. 1505/1984 "αναδιάρθρωση μισθολογίου προσωπικού δημόσιας διοίκησης κλπ", όπως τροποποιήθηκε ΅ε το ν. 1810/1988 (άρθρο 3 παρ.1 της ΕΣΣΕ). Με το άρθρο 9 της εν λόγω ΕΣΣΕ ορίστηκε ότι τυχόν καταβαλλόμενες ανώτερες αποδοχές από αυτές που καθορίζονται ΅ε αυτή τη συλλογική σύμβαση διατηρούνται. Τούτο είχε την έννοια της διατήρησης των μέχρι της μεταβολής του νομικού καθεστώτος τυχόν ανώτερων αποδοχών και όχι της εξακολούθησης και μετά ταύτα του προϊσχύοντος νομικού καθεστώτος (ΟλΑΠ 10/2002). Με το άρθρο 31 του ν. 2470/1997 "αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού δημόσιας διοίκησης κλπ", καταργήθηκαν τα άρθρα 1 έως 27 του ν. 1505/1984, οπότε μεταβλήθηκε και πάλι το μισθολογικό καθεστώς, μεταξύ άλλων, και των εργαζομένων με σχέση ιδιωτικού δικαίου στα νοσηλευτικά ιδρύματα του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ.
3.
Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, η ενάγουσα (ήδη αναιρεσείουσα) ΅ε την ένδικη, από 27-11-2000 αγωγή, ισχυρίστηκε ότι την 25-1-1973 προσλήφθηκε από το εναγόμενο (ήδη αναιρεσίβλητο) κρατικό νοσοκομείο, ΅ε σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, η οποία από 1-6-1973 μετατράπηκε σε αορίστου χρόνου, ως καθαρίστρια, ΅ε αποδοχές τις εκάστοτε προβλεπόμενες από την εργατική νομοθεσία, τις ΣΣΕ και τις ΔΑ για τους όρους αμοιβής και εργασίας του ιδιωτικού δικαίου προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ. Ότι το εναγόμενο, κατά τον προσδιορισμό των αποδοχών της για το ένδικο χρονικό διάστημα από 1-1-1998 έως 17-7-2000, οπότε η ενάγουσα αποχώρησε από την υπηρεσία του προς συνταξιοδότηση λόγω γήρατος, θα έπρεπε να έχει εφαρμόσει τις ευνοϊκότερες γι' αυτήν διατάξεις της ως άνω 42/1981 διαιτητικής απόφασης του ΔΔΔΔ Πειραιώς, σύμφωνα με τις οποίες (κατά την άποψη της ενάγουσας, που ήταν διαζευγμένη, με μια άγαμη θυγατέρα γεννηθείσα το έτος 1966 και με προϋπηρεσία 18 ετών την 18-1-1986 και 21 ετών την 18-1-1989) ο μηνιαίος μισθός αυτής συντίθεται α) από το κατώτατο ημερομίσθιο εργατοτεχνίτη (ημερομίσθιο ασφαλείας) της εκάστοτε ισχύουσας ΕΓΣΣΕ, πολλαπλασιαζόμενο επί 8/6 (διότι, ως προς τις καθαρίστριες, αντιστοιχεί σε 6 ώρες ημερήσιας απασχόλησης, ενώ η ενάγουσα εργαζόταν 8 ώρες), προσαυξανόμενο κατά 15% για τους υπηρετούντες στα νοσοκομεία που αναφέρονται στη συγκεκριμένη ΔΑ (ήτοι επί 1,15) και πολλαπλασιαζόμενο επί τις 25 εργάσιμες ημέρες εκάστου μηνός, β) από επί πλέον προσαύξηση 35% για το επίδομα πολυετούς υπηρεσίας, γ) από επί πλέον προσαύξηση 50% για το επίδομα τριετιών, δ) από επί πλέον προσαύξηση 10% για οικογενειακό επίδομα, ε) από επί πλέον προσαύξηση 15% για επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, στ) από επί πλέον προσαύξηση 20% για το νοσοκομειακό επίδομα του άρθρου 2 παρ.1 του ν. 201/1975, ζ) από την ειδική αποζημίωση 8.000 δραχμών, η) από το επίδομα τροφής 12.000 δραχμών, θ) από την επί πλέον αμοιβή 50 ωρών του άρθρου 2 παρ.3 του ν. 201/1975, ι) από το επίδομα 500 δραχμών του ν.δ.1064/1971 και ια) από το επίδομα αυξημένης ευθύνης 35.000 δραχμών. Ότι αντί της εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων, το εναγόμενο, κατά τον προσδιορισμό των νομίμων αποδοχών της εφάρμοσε την ως άνω από 22-12-1988 ΕΣΣΕ "περί των όρων αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στα Δημόσια Νοσοκομεία της Χώρας", με αποτέλεσμα να προκύψουν υπέρ αυτής οι μισθολογικές διαφορές, τις οποίες ζητεί με την ένδικη αγωγή. Ότι η ορθότητα του προαναφερθέντος τρόπου υπολογισμού των νομίμων αποδοχών αυτής είχε διαγνωσθεί ήδη, με την 7166/1990 αμετάκλητη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία είχε εκδοθεί επί ετέρας αγωγής της ιδίας, για μισθολογικές διαφορές προηγούμενου χρονικού διαστήματος και επικυρώσει την επί της αγωγής εκείνης εκδοθείσα 2408/1989 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ότι εκ των εν λόγω αποφάσεων απορρέει δεδικασμένο ως προς τον ορθό τρόπο υπολογισμού των αποδοχών που δικαιούται. Αυτοί ήσαν οι ισχυρισμοί της ενάγουσας, οι οποίοι επαναλήφθηκαν και στο Εφετείο. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 2365/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με αυτήν, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε το κεφάλαιο της αγωγής για επιδίκαση πρόσθετης αμοιβής για εργασία πέραν των νομίμων χρονικών ορίων, δεχθέν ότι επ' αυτού δεν υφίσταται δεδικασμένο και ότι η αγωγή ήταν μη νόμιμη ή, άλλως, αόριστη. Κατά τα λοιπά, όμως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την ύπαρξη δεδικασμένου και επιδίκασε τα αιτούμενα ποσά για διαφορές μεταξύ νομίμων και καταβληθεισών αποδοχών. Μετά την άσκηση εφέσεως εκ μέρους του εναγομένου (ήδη αναιρεσιβλήτου) νοσοκομείου, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι από την προηγηθείσα 7166/1990 απόφαση αυτού, που είχε κρίνει επί προηγουμένης αγωγής της ενάγουσας (ήδη αναιρεσείουσας) και είχε δεχθεί ότι αυτή υπάγεται στο μισθολογικό καθεστώς της 42/1981 διαιτητικής αποφάσεως του ΔΔΔΔ Πειραιώς και όχι σ' εκείνο της από 22-12-1988 ΕΣΣΕ της ΠΟΕΔΗΝ, γι' αυτό και είχε επιδικάσει μισθολογικές διαφορές μέχρι 31-12-1997, δεν δημιουργείται δεδικασμένο, διότι, έκτοτε, μετεβλήθη το νομοθετικό καθεστώς της ρύθμισης των αποδοχών της ΅ε την ισχύ των μεταγενεστέρων από 18-5-1998 και 23-5-2000 ΕΓΣΣΕ. Γι' αυτό και, αφού κατά παραδοχή της εφέσεως εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη απόφαση, απέρριψε την αγωγή ως νόμω αβάσιμη.
4.
Επειδή, με την κρίση αυτή και σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Εφετείο αφ' ενός μεν έλαβε υπ' όψη τον περί δεδικασμένου ισχυρισμό της ενάγουσας και τον απέρριψε ως αβάσιμο, αφ' ετέρου δε ουχί παρά τον νόμο δεν δέχθηκε την ύπαρξη δεδικασμένου, διότι εν προκειμένω δεδικασμένο δεν υπήρχε λόγω της ενδιάμεσης μεταβολής του υφιστάμενου νομοθετικού καθεστώτος με την έναρξη εφαρμογής αφ' ενός των από 18-5-1998 και 23-5-2000 ΕΓΣΣΕ (ΑΠ 336/2011, ΑΠ 196/2011, ΑΠ 710/2010) και αφ' ετέρου του ν. 2470/1997. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.8 και 16 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι.
5.
Επειδή, περαιτέρω το Εφετείο, δεχόμενο ότι οι αποδοχές της αναιρεσείουσας ρυθμίζονται από το μισθολογικό καθεστώς της από 22-12-1988 ΕΣΣΕ της ΠΟΕΔΗΝ, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 2, 7 παρ. 1, 8 παρ. 1, 10 παρ. 1 του ν. 1876/1990, 28 της 42/1981 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Πειραιώς, 680 ΑΚ, 9 της από 22-12-1988 ΕΣΣΕ της ΠΟΕΔΗΝ και των από 18-5-1998 και 23-5-2000 ΕΓΣΣΕ και ο δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως, κατά το μέρος με το οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος κατά το μέρος με το οποίο προσάπτεται στο Εφετείο παραβίαση των άρθρων 6 παρ.1 εδ. α' της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής, που έχουν κυρωθεί ΅ε το ν. δ. 53/1974, είναι, επίσης, αβάσιμος, διότι ναι ΅εν ΅ε τη δεύτερη διάταξη καλύπτονται και τα ενοχικά δικαιώματα και, ειδικότερα, απαιτήσεις, που είχαν αναγνωρισθεί ΅ε δικαστική απόφαση ή είχαν γεννηθεί κατά το εθνικό δίκαιο και δημιούργησαν νόμιμη προσδοκία, ΅ε βάση το ισχύον δίκαιο, κατά το χρόνο προσφυγής στο δικαστήριο, ότι θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν δικαστικά (ΟλΑΠ 40/1998), πλην, όμως, οι προϋποθέσεις αυτές δεν συντρέχουν στην προκείμενη περίπτωση, κατά την οποία το νομοθετικό καθεστώς, επί του οποίου στηρίχθηκε η προηγηθείσα, ευνοϊκή δικαστική διάγνωση, δεν παρέμεινε αναλλοίωτο.
6.
Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 30-5-2013 αίτηση περί αναιρέσεως της 93/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. -Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 20η Μαρτίου 2014. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 10η Απριλίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή